Ὁ ἱερέας Γεώργιος Κάλτσιου (1925-2006) πέρασε 21 χρόνια στὴ φυλακὴ γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Τὸ 1948, σὲ ἡλικία 23 χρονῶν, ἔλαβε τὴν πρώτη του καταδίκη, τὴν ὁποία πέρασε ὑπὸ τὶς δυσκολότερες συνθῆκες. Ἔτσι, φυλακίστηκε στὴν πόλη Ζιλάβα, στὸ σωφρονιστικὸ κατάστημα Κασίμκα, τὸ ὁποῖο βρισκόταν σὲ βάθος μερικῶν μέτρων κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, χωρὶς φῶς, μὲ τὸν ἀέρα νὰ διεισδύει ἐκεῖ μόνο μέσω τριῶν μικρῶν ὀπῶν στὴν πόρτα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κρατούμενους ἐκεῖ ἦταν ἄρρωστος μὲ φυματίωση καί, μὴ λαμβάνοντας ἰατρικὴ βοήθεια, ἔχασε πολὺ αἷμα. Γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει, ὁ μελλοντικὸς ἱερέας Γεώργιος ἄνοιξε τὶς φλέβες του κι ἔδινε τὸ αἷμα του, γιὰ νὰ πιεῖ ὁ ἀσθενής.
Τὸ 1964, λόγω τῆς πίεσης δυτικοευρωπαϊκῶν ὀργανώσεων, ὅλοι οἱ πολιτικοὶ κρατούμενοι τῆς Ρουμανίας ἀμνηστεύθηκαν καὶ ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι. Ὁ πατὴρ Γεώργιος μπῆκε στὴ Σχολὴ Φιλολογίας καὶ στὴ Σχολὴ Θεολογίας. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποφοίτηση, ἔκανε τὸ διδακτορικό του στὴν εἰδικότητα «Θεολογία». Ὕστερα, ἔλαβε τὴ χάρη τῆς ἱεροσύνης κι ἔγινε καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς στὸ Βουκουρέστι.
Τὸ 1979, συνελήφθη ξανὰ καὶ κρατήθηκε ὑπὸ ἀπάνθρωπες συνθῆκες. Διάσημοι Ρουμάνοι ἐμιγκρέδες, ὅπως ὁ Μιρτσέα Ἐλιάντε, ὁ Εὐγένιος Ἰονέσκο καὶ ἄλλοι, τὸν ὑπερασπίστηκαν ἐνεργά. Τὸ 1984, ὁ πατὴρ Γεώργιος ἀπελευθερώθηκε, ὅμως ἦταν ἐξαναγκασμένος νὰ μετακομίσει στὶς ΗΠΑ. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ σοσιαλιστικοῦ καθεστῶτος, κάθε χρόνο ἐπισκεπτόταν τὴν πατρίδα του, ὅπου καὶ ἀναπαύτηκε ἡ ψυχή του, στὸ κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πέτρου Βόντα.
«Ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὴν μεγάλη ἑορτή. Καθάριζα τὴν ψυχή μου ὅσο μποροῦσα, ἔκλεισα τ’ αὐτιά μου στὶς προσβολές, ἔγινα ἀναίσθητος γιὰ τὰ χτυπήματα, ἀπρόσιτος γιὰ τὴν πεῖνα. Ζεσταινόμουν μὲ τὴ νοερὰ προσευχὴ καὶ τὴ νύχτα, ἡ ὁποία, ὅσο γνώριζα, ἦταν Πασχαλινή, ἄκουσα τὶς καμπάνες τῆς φυλακῆς. Ὁ ἦχος τους ἔφτανε στὸ κλουβί μου σιγά-σιγά. Δὲν ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἐκκωφαντικὸ κουδούνισμα, τὸ ὁποῖο ἀκούει κάποιος ποὺ βρίσκεται δίπλα στὶς καμπάνες, ἀλλὰ διαπερνοῦσε τοὺς τοίχους. Αὐτὸς ὁ ἦχος διείσδυε σὰν μία ἀναγγελία ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, ὅπου οἱ ἄνθρωποι γιορτάζουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Κι ἐγὼ ἐκφώνησα «Χριστὸς Ἀνέστη!». Στὴν ἀρχὴ τὸ εἶπα ἀπὸ μέσα μου καὶ μετὰ ἤθελα νὰ τὸ ψάλλω φωναχτά, ὅμως χωρὶς νὰ τὸ ἀκούσει κανένας ἄλλος. Στὴ φυλακὴ κυριαρχοῦσε ἀπόλυτη ἡσυχία καὶ κάθε κίνηση στὰ κλουβιὰ ἀντηχοῦσε ἔξω, στὸν διάδρομο. Ὁ φύλακας, μάλιστα, ἄκουσε ὅτι ψάλλω, γι’ αὐτὸ ἦρθε καὶ μὲ μάλωσε. Κι ἐγὼ ἀποφάσισα νὰ σιωπήσω, ὥστε νὰ μὴ χαλάσω αὐτὴν τὴν ἁγία πασχαλινὴ νύχτα. Ἄρχισα ν’ ἀναθυμοῦμαι τὰ παιδικά μου χρόνια, τὶς πιὸ πολύτιμες γιὰ τὴν ψυχή μου ἀναμνήσεις.
Στὸ τμῆμα, ὅπου βρισκόμουν, ὑπῆρχαν 6 φύλακες. Αὐτοὶ ἔκαναν τὴν ἐπιτήρηση μὲ βάρδιες. Ὁ φύλακας, τοῦ ὁποίου τελείωνε τὴ βάρδια, ἔκανε ἕνα βῆμα μπροστὰ καὶ πήγαινε νὰ σταθεῖ στὴ φαλάγγα. Ὁ ἄλλος, ποὺ ξεκινοῦσε τὴ βάρδια, πήγαινε ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα στὸ κλουβί μας. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ, ὅλοι ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ στεκόμαστε μὲ τὰ πρόσωπα στραμμένα πρὸς τὸν τοῖχο. Ἐκεῖνος ἔμπαινε μέσα, κοιτοῦσε γύρω, ἤλεγχε ἂν εἶναι ὅλα ἐντάξει. Μᾶς ἀπαγορευόταν νὰ στραφοῦμε πρὸς τὴν πόρτα, μέχρι ν’ ἀκούσουμε τὸ κλείδωμά της.
Ἐκεῖνο τὸ πασχαλινὸ πρωινὸ, ἀποφάσισα νὰ μὴ γυρίσω τὸ πρόσωπό μου πρὸς τὸν τοῖχο. Καὶ ὁ φρουρὸς τότε ἦταν ἕνας «ὄμορφος διάβολος». Ἐκεῖνος ὁ νεαρός, μάλιστα, ἦταν ἕνα ἁπλὸ παλληκάρι ἀπὸ χωριό, ψηλός, λεπτός, μὲ γαλάζια ἀγγελικὰ μάτια, μὲ ὄμορφο κορμί, πάντα ὡραῖα καὶ καθαρὰ ντυμένος. Οἱ ἄλλοι ἦταν πιὸ ἀσυγύριστοι, ἐνῶ αὐτὸς ἦταν πάντα κομψός. Ἀλλὰ ἦταν φοβερὰ σκληρός.
Εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβω, πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ἔχει τέτοια κομψότητα καὶ ἀνδρικὴ ὀμορφιά, νὰ συμπεριφέρεται τόσο ἄγρια. Ἂν δὲν χτυποῦσε 5-6 κρατούμενους, τότε, μᾶλλον, αἰσθανόταν ἄβολα.
Γενικά, στὴ φυλακή, μέσα στὴν καταπιεστικὴ ἀτμόσφαιρα φόβου καὶ ἀπειλῆς, ἦταν πιὸ εὔκολα νὰ ὑποφέρουμε τὰ βασανιστήρια. Ἀλλά, ὅταν ἀκοῦς τὶς φωνὲς κάποιων ἄλλων… Πιὸ συχνὰ χτυποῦσαν τοὺς ποινικοὺς καταδικασμένους, ἐπειδὴ οἱ πολιτικοὶ κρατούμενοι ἦταν λίγοι. Καὶ αὐτοὶ φώναζαν, ὅταν τοὺς χτυποῦσαν. Ἐνῶ ἐμεῖς δὲν φωνάζαμε ποτέ. Ὅταν ἐκεῖνοι φώναζαν, ἡ φαντασία μας ἀμέσως ἄρχιζε νὰ ὀργιάζει καὶ φανταζόμασταν φοβερὰ πράγματα. Ἡ ψυχή μας πονοῦσε τόσο πολὺ ἀπὸ αὐτὲς τὶς φωνές, ποὺ θὰ προτιμούσαμε νὰ χτυποῦν ἐμᾶς παρὰ αὐτούς. Λοιπόν, ἐκεῖνος ὁ νεαρὸς ἦταν ὁ τύπος, ποὺ ἔβρισκε ἀπόλαυση στὸ νὰ βασανίζει τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐκεῖνο τὸ πρωί, ὅταν ἄνοιξε ἡ πόρτα, ἤμουν ἀκόμα ὄρθιος, χωρὶς νὰ κλείσω μάτι, ἐπειδὴ προσευχόμουν στὸν Θεὸ ὅλη τὴ νύχτα. Ἑκατοντάδες ἢ ἴσως καὶ χιλιάδες φορὲς εἶπα: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος!». Πιὸ πιθανόν, χιλιάδες φορές, ὥστε ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν Ἀνάσταση ν’ ἀποτυπωθεῖ στὴ μνήμη μου.
Στάθηκα μὲ τὸ πρόσωπό μου στραμμένο πρὸς τὴν πόρτα καί, ὅταν μπῆκε ἐκεῖνος, τοῦ εἶπα:
-Χριστὸς Ἀνέστη!
Ὁ φρουρὸς μὲ κοίταξε, μετὰ γύρισε πίσω, κοιτάζοντας τὴ φρουρά, καὶ μετὰ στράφηκε πρὸς ἐμένα καὶ εἶπε:
-Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Ἦταν σὰν νὰ μὲ χτύπησε κεραυνός. Κι ἐγὼ κατάλαβα, ὅτι τὸ «Ἀληθῶς Ἀνέστη» δὲν τὸ εἶπε ὁ φύλακας ἀλλὰ ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὁ Ἄγγελος, ποὺ στεκόταν δίπλα στὸν Τάφο καὶ εἶπε στὶς μυροφόρες:
-Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν. Οὐκ ἐστὶν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη (Λούκ. 24, 5-6). Δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος (Μάτθ. 28,6).
Μὲ τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου, ἐκεῖνος μὲ διαβεβαίωσε γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως, ἐπειδὴ εἶχα μεγάλη ἀνάγκη ἀπὸ αὐτὴν τὴν διαβεβαίωση. Ὁ Θεὸς θέλησε, μὲ τὸ στόμα τοῦ ἐχθροῦ μου, νὰ μοῦ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἐγκυρότητα ἐκείνου τοῦ Πάσχα.
Τὸ κλουβί μου γέμισε ἀμέσως μὲ φῶς. Ἡ χαρά μου ἦταν τόσο μεγάλη, ποὺ τὶς 5-6 ὧρες πρὶν τὸ μεσημεριανὸ φαγητὸ τὶς πέρασα μέσα στὴν ἀκτινοβολία τοῦ φωτὸς καὶ τῆς πνευματικῆς χαρᾶς[1].
Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ρωσικὰ στὰ Ἑλληνικά της Κατερίνα Πολονέιτσικ