Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Δὲν σοὺ ζητεῖ περισσότερο ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ σοῦ δώσει τὰ ἅγιά Του χαρίσματα· μόνο νὰ ἀναγνωρίζεις ὅτι, ὅ,τι καλὸ καὶ ἂν ἔχεις, εἶναι δικό Του. Καὶ νὰ συμπαθεῖς αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει. Νὰ μὴν τὸν κρίνεις ὅτι δὲν ἔχει· ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, φαῦλος, πονηρός, φλύαρος, κλέπτης, πόρνος καὶ ψεύτης. Ἐὰν ἀποκτήσεις αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση, δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ κρίνεις κανένα, ἔστω καὶ ἂν τὸν βλέπεις νὰ ἁμαρτάνει θανάσιμα· γιατί ἀμέσως θὰ λές·

  • !

    Γιατί τρεῖς ἐχθροὶ πολεμοῦν τὸ ἀνθρώπινο γένος· οἱ δαίμονες, ἡ ἴδια ἡ φύση μας καὶ ἡ συνήθεια. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ ἄλλος πόλεμος δὲν ὑπάρχει.

  • !

    Ἂν λοιπὸν ἀφαιρέσεις τὸ δαίμονα, ποὺ τυραννεῖ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, τότε θὰ εἴμαστε ὅλοι καλοί. Νὰ σὲ ποιὸν πρέπει νὰ δώσεις τὸ ἄδικο. Αὐτὸν νὰ μισήσεις, νὰ κατακρίνεις καὶ μέχρι τέλους νὰ τὸν ἔχεις ἐχθρό.
    Ὁ ἄλλος ἐχθρὸς εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ φύση, πού, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος καταλάβει τὸν κόσμο, αὐτὴ ἀντιτάσσεται στὸ νόμο τοῦ πνεύματος, καὶ ζητεῖ ὅ,τι εἶναι γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Νὰ καὶ ὁ ἄλλος ἐχθρός, ποὺ εἶναι ἄξιος μίσους ἐφ’ ὄρου ζωῆς. Αὐτὸν πρέπει νὰ κατακρίνεις, νὰ κατηγορεῖς.

  • !

    Ἔχουμε καὶ τὸν τρίτο ἐχθρό, τὴ συνήθεια. Συνηθίζοντας νὰ πράττουμε κάθε εἶδος κακίας γίνεται σὲ μᾶς ἕξη καὶ γίνεται δεύτερη φύση καὶ κατέχει ὡς νόμο τὴν ἁμαρτία. Καὶ ἀπαιτεῖται ἀντίστοιχος ἀγώνας γιὰ νὰ λάβουμε θείαν ἀλλοίωση καὶ ἀπαλλαγῆ. Νὰ λοιπόν, καὶ ὁ τρίτος ἐχθρός, ποὺ εἶναι ἄξιος τελείου μίσους.

  • !

    Ἐὰν θέλεις λοιπὸν ὁ πλησίον σου νὰ εἶναι σὲ ὅλα καλός, ὅπως σοῦ ἀρέσει, ἀφαίρεσέ του τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἐχθροὺς μὲ τὴ χάρη ποὺ ἔχεις. Αὐτὸ εἶναι τὸ δίκαιο, ἂν ζητᾶς νὰ τὸ βρεῖς: Νὰ κάνεις εὐχὴ στὸ Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς. Καὶ τότε θὰ εἴσαστε σύμφωνοι.

Οἱ τρεῖς ἐχθροὶ

 

(ἀποσπάσματα ἀπὸ ἐπιστολὴ 9)

Νά, ἔμαθες ὅτι εἶσαι πηλός, πτωχὸς καὶ γυμνός. Τώρα ζήτησε ἀπ’ αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναπλάσει τὴ φύση νὰ σὲ πλουτίσει. Καί, ἄν σοῦ δώσει πολὺ ἢ λίγο, ἀναγνώρισε τὸν εὐεργέτη σου. Καὶ μὴ σφετερισθεῖς τὰ ξένα ὡς δικά σου. Μὲ πόνο καὶ δάκρυα θὰ λάβεις τὴ χάρη. Καὶ πάλι μὲ δάκρυα χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας, μὲ φόβο Θεοῦ θὰ τὴν κρατήσεις. Μὲ θέρμη καὶ ζῆλο ἑλκύεται· μὲ ψυχρότητα καὶ ἀμέλεια χάνεται.

Δὲν σοὺ ζητεῖ περισσότερο ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ σοῦ δώσει τὰ ἅγιά Του χαρίσματα· μόνο νὰ ἀναγνωρίζεις ὅτι, ὅ,τι καλὸ καὶ ἂν ἔχεις, εἶναι δικό Του. Καὶ νὰ συμπαθεῖς αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει. Νὰ μὴν τὸν κρίνεις ὅτι δὲν ἔχει· ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, φαῦλος, πονηρός, φλύαρος, κλέπτης, πόρνος καὶ ψεύτης. Ἐὰν ἀποκτήσεις αὐτὴ τὴν ἐπίγνωση, δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ κρίνεις κανένα, ἔστω καὶ ἂν τὸν βλέπεις νὰ ἁμαρτάνει θανάσιμα· γιατί ἀμέσως θὰ λές·

«Δὲν ἔχει, Χριστέ μου, τὴ χάρη σου, γι’ αὐτὸ ἁμαρτάνει. Ἂν φύγεις καὶ ἀπὸ μένα θὰ πράξω χειρότερα. Ἂν στέκω, στέκω, γιατί Σὺ μὲ βαστάζεις. Τόσο βλέπει ὁ ἀδελφός, τόσο κάνει. Εἶναι τυφλός. Πῶς τὸν θέλεις νὰ βλέπει χωρὶς μάτια; Εἶναι πτωχός. Πῶς γυρεύεις νὰ εἶναι πλούσιος; Δὸς του πλοῦτο νὰ ἔχει. Δὸς του μάτια νὰ βλέπει».

Ἐὰν ζήτησεις τὸ δίκαιο γιὰ ὁποιοδήποτε πράγμα, ποὺ θὰ σὲ ἀδικήσει, ἀτιμάσει, βρίσει, κτυπήσει, διώξει ἢ τὴ ζωή σου ἐπιβουλευθεῖ ὁ πλησίον σου, καὶ πάλι ἐσὺ εἶσαι ἄδικος, ἐὰν τὸν θεωρήσεις αἴτιο ἢ τὸν κατηγορήσεις μὲ ἐμπάθεια. Γιατί ζητεῖς ἀπ’ αὐτὸν αὐτὸ ποὺ δὲν τοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Θεός. Ἐὰν ἐννοήσεις καλὰ αὐτὸ πού σου λέω, ὅλους θὰ τοὺς θεωρεῖς ἀνεύθυνους, γιὰ ὁποιοδήποτε σφάλμα, καὶ μόνον ἐσὺ θὰ εἶσαι γιὰ ὅλα ὑπεύθυνος.

Γιατί τρεῖς ἐχθροὶ πολεμοῦν τὸ ἀνθρώπινο γένος· οἱ δαίμονες, ἡ ἴδια ἡ φύση μας καὶ ἡ συνήθεια. Ἐκτὸς ἀπ’ αὐτὰ ἄλλος πόλεμος δὲν ὑπάρχει.

Ἂν λοιπὸν ἀφαιρέσεις τὸ δαίμονα, ποὺ τυραννεῖ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, τότε θὰ εἴμαστε ὅλοι καλοί. Νὰ σὲ ποιὸν πρέπει νὰ δώσεις τὸ ἄδικο. Αὐτὸν νὰ μισήσεις, νὰ κατακρίνεις καὶ μέχρι τέλους νὰ τὸν ἔχεις ἐχθρό.

Ὁ ἄλλος ἐχθρὸς εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ φύση, πού, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος καταλάβει τὸν κόσμο, αὐτὴ ἀντιτάσσεται στὸ νόμο τοῦ πνεύματος, καὶ ζητεῖ ὅ,τι εἶναι γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Νὰ καὶ ὁ ἄλλος ἐχθρός, ποὺ εἶναι ἄξιος μίσους ἐφ’ ὄρου ζωῆς. Αὐτὸν πρέπει νὰ κατακρίνεις, νὰ κατηγορεῖς.

Ἔχουμε καὶ τὸν τρίτο ἐχθρό, τὴ συνήθεια. Συνηθίζοντας νὰ πράττουμε κάθε εἶδος κακίας γίνεται σὲ μᾶς ἕξη καὶ γίνεται δεύτερη φύση καὶ κατέχει ὡς νόμο τὴν ἁμαρτία. Καὶ ἀπαιτεῖται ἀντίστοιχος ἀγώνας γιὰ νὰ λάβουμε θείαν ἀλλοίωση καὶ ἀπαλλαγῆ. Νὰ λοιπόν, καὶ ὁ τρίτος ἐχθρός, ποὺ εἶναι ἄξιος τελείου μίσους.

Ἐὰν θέλεις λοιπὸν ὁ πλησίον σου νὰ εἶναι σὲ ὅλα καλός, ὅπως σοῦ ἀρέσει, ἀφαίρεσέ του τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἐχθροὺς μὲ τὴ χάρη ποὺ ἔχεις. Αὐτὸ εἶναι τὸ δίκαιο, ἂν ζητᾶς νὰ τὸ βρεῖς: Νὰ κάνεις εὐχὴ στὸ Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς. Καὶ τότε θὰ εἴσαστε σύμφωνοι.

Ἂν δὲ καὶ ζητήσεις διαφορετικὰ νὰ βρεῖς τὸ δίκαιο, θὰ εἶσαι πάντοτε ἄδικος, καὶ ἑπομένως ἡ χάρη εἶναι ἀνάγκη νὰ πηγαίνει – νὰ ἔρχεται, μέχρις ὅτου βρεῖ ἀνάπαυση στὴ ψυχή σου. Διότι, τόση χάρη δικαιοῦται νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὅσο πειρασμὸ εὐχαρίστως ὑπομένει, ὅσο βάρος τοῦ πλησίον του ἀγογγύστως βαστάζει.

Λοιπὸν τὰ προηγούμενα γράμματα πού σοῦ ἔστειλα περιεῖχαν τὴν «πράξη». Αὐτὸ ποὺ ἔγραψα τώρα περιέχει τὸ «φωτισμό». Ἀπὸ τὴν πράξη λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος φωτισμὸ γνώσεως. Διότι ἡ πράξη εἶναι τυφλὴ καὶ ὁ φωτισμὸς εἶναι οἱ ὀφθαλμοί, μὲ τοὺς ὁποίους βλέπει ὁ νοῦς ἐκεῖνο ποὺ δὲν τὸ ἔβλεπε πρῶτα.

Τώρα λοιπὸν ἔχει λυχνάρι καὶ μάτια καὶ βλέπει ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Πρῶτα ἦταν ἡ χάρις τῆς πράξεως, ἄλλα τώρα ἔλαβε δεκαπλάσια χάρη. Τώρα ἔγινε ὁ νοῦς οὐρανός. Βλέπει μακριά. Ἔχει χωρητικότητα περισσότερη ἀπὸ τὴν προηγούμενη. Τώρα τοῦ λείπει ἡ θεωρία.