Τὸ 1922 ἔγινε ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, διωγμένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἑλλάδα. Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀποτελεῖται ἀπὸ τμήματα, παρμένα ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα Μέσα στὶς φλόγες. Στὸ βιβλίο αὐτό, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἱστορία μιᾶς οἰκογένειας, γίνεται ἀναφορὰ στοὺς Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στὶς τραγικὲς στιγμὲς ποὺ πέρασαν ὅταν ξεριζώθηκαν, καθὼς καὶ στὶς ἀφάνταστες δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισαν στὴν Ἑλλάδα, ἕως ὅτου ξαναφτιάξουν τὴ ζωή τους. Ἀφηγήτρια εἶναι ἕνα κορίτσι, ἡ Ἀλίκη Μάγη, ποὺ ἤδη ἔχει φτάσει στὴν Ἑλλάδα καὶ περιμένει μὲ ἀνυπομονησία τοὺς δικούς της.
………………………………………………….
Κανείς μας ἀκόμα δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς εἴμαστε οἱ πρῶτες σταγόνες τῆς καταιγίδας ποὺ ἔφτανε, ἡ πρώτη ἀχνὴ γραμμὴ μιᾶς ἀτέλειωτης ἀνθρωποθάλασσας ποὺ θὰ ξεχυνόταν σὲ λίγο σ’ ἐκεῖνο τὸ ἄγνωστο λιμάνι.
Ἀρχίσαμε νὰ βαδίζουμε πιασμένοι ἀπ’ τὸ χέρι, κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σὰν νά ‘μαστε τυφλοὶ καὶ δὲν ξέραμε ποῦ θὰ μᾶς φέρει τὸ κάθε βῆμα ποὺ ἀποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχεῖο στὸ λιμάνι γιὰ ν’ ἀκουμπήσουμε καὶ νὰ περιμένουμε τοὺς δικούς μας. Ὅπου κι ἂν ρωτούσαμε, παίρναμε τὴν ἴδια στερεότυπη ἀπόκριση:
Ἀπ’ τὴ Σμύρνη ἔρχεστε; Δὲ δεχόμαστε πρόσφυγες.
Μά, θὰ σᾶς πληρώσουμε καλά, ἀνθρῶποι τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ἡ θεία Ἑρμιόνη.
Ἐκεῖνοι ἐπέμεναν στὴν ἄρνησή τους:
Φοβόμαστε τὶς ἐπιτάξεις*. Στὴ Χίο, στὴ Μυτιλήνη, στὴ Σάμο ἐπιτάξανε ὅλα τὰ σχολεῖα, τὰ ξενοδοχεῖα, τὰ πάντα…
Τί θέλαμε, τί γυρεύαμε νά ‘ρθοῦμε σὲ τοῦτον τὸν ἀφιλόξενο τόπο, ἔλεγε ἡ κυρία Ἐλβίρα. Τί θέλαμε, τί γυρεύαμε νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄντρες μας!
Στὸ τέλος βρέθηκε ἕνας ἀναγκεμένος* ξενοδόχος καὶ μᾶς ἔδωσε ἕνα σκοτεινό, ἄθλιο δωμάτιο μὲ ἕξι κρεβάτια. Γιὰ πότε γινήκαμε πραγματικοὶ πρόσφυγες δὲν τὸ καταλάβαμε. Μέσα σὲ λίγα εἰκοσιτετράωρα ὅλος ὁ κόσμος ἀναποδογύρισε. Βαπόρια φτάναν τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τ’ ἄλλο καὶ ξεφόρτωναν κόσμο, ἕναν κόσμο ξεκουρντισμένο, ἀλλόκοτο, ἄρρωστο, συφοριασμένο, λὲς κι ἔβγαινε ἀπὸ φρενοκομεῖα, ἀπὸ νοσοκομεῖα, ἀπὸ νεκροταφεῖα. Ἔπηξαν οἱ δρόμοι, τὰ λιμάνια, οἱ ἐκκλησίες, τὰ σκολειά, οἱ δημόσιοι χῶροι. Στὰ πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιὰ καὶ πέθαιναν γέροι.
Ἑνάμισι ἑκατομμύριο ἄνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικὰ ἔξω ἀπὸ τὴν προγονική τους γῆ. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιὰ καὶ γονιοὺς ἄταφους. Παράτησαν περιουσίες, τὸν καρπὸ στὰ δέντρα, τὸ φαΐ στὴ φουφοῦ*, τὴ σοδειὰ στὴν ἀποθήκη, τὸ κομπόδεμα στὸ συρτάρι, τὰ πορτρέτα τῶν προγόνων στοὺς τοίχους. Καὶ βάλθηκαν νὰ τρέχουν, νὰ φεύγουν κυνηγημένοι ἀπ’ τὸ τούρκικο μαχαίρι καὶ τὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου. Καὶ λογίζονταν τυχεροὶ ποὺ ἀντάλλαξαν τὸ ἔχει τους*, τὴν πατρίδα τους, τὸ παρελθόν τους μὲ μιὰ στάλα σιγουριά… Ἅρπαξαν βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια καὶ πέρασαν τὴ θάλασσα σ’ ἕναν ὁμαδικό, φοβερὸ ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν ἀποβραδὶς νοικοκυραῖοι στὸν τόπο τους καὶ ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, ἄστεγοι, ἄποροι, ἀλῆτες καὶ ζητιάνοι στὰ λιμάνια τοῦ Πειραιᾶ, τῆς Σαλονίκης, τῆς Καβάλας, τοῦ Βόλου, τῆς Πάτρας.
Ἑνάμισι ἑκατομμύριο ἀγωνίες καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα ξεμπάρκαραν στὸ φλούδι τῆς Ἑλλάδας*, μὲ μιὰ θλιβερὴ ταμπέλα κρεμασμένη στὸ στῆθος: «Πρόσφυγες!». Ποῦ ν’ ἀκουμπήσουν οἱ πρόσφυγες; Τί νὰ σκεφτοῦν; Τί νὰ ξεχάσουν; Τί νὰ πράξουν; Ποῦ νὰ δουλέψουν; Πῶς νὰ ζήσουν;
Τρέμαν ἀκόμα ἀπὸ τὸ φόβο. Τὰ μάτια τους ἦταν κόκκινα ἀπ’ τὸ αἰμάτινο ποτάμι τῆς κόλασης ποὺ διάβηκαν. Καὶ σὰν πάτησαν σὲ στέρεο ἔδαφος, μετρήθηκαν νὰ δοῦν πόσοι φτάσανε καὶ πόσοι λείπουν. Κι οἱ ζωντανοὶ δὲν τὸ πιστεύανε, μόνο ἅπλωναν τὰ χέρια τους στὸ κορμί τους καὶ τὸ ψάχνανε, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦνε πὼς δὲν ἦταν βρικόλακες. Καὶ ψάχναν καὶ γιὰ τὴν ψυχή τους, νὰ δοῦν ἂν ἦταν στὴ θέση της. Μ’ αὐτὴ ἦταν ἄφαντη. Εἶχε μείνει πίσω στὴν πατρίδα, κοντὰ στοὺς ἀγαπημένους νεκροὺς καὶ στοὺς αἰχμαλώτους, κοντὰ στὰ σπιτάκια, στὰ χωράφια, στὶς δουλειὲς καὶ στὰ καζάντια…*
Μικροὶ μεγάλοι στριμωχνόμαστε στὶς παραλίες ἀποβλακωμένοι, ἄβουλοι, μὲ μιὰ ἔμμονη ἰδέα ὁ καθένας, κι ἄλλος μὲ μιὰ ἄνοια ἀποκρουστική. Οἱ πιὸ τυχεροὶ ξεδίναν, γιατί κλαίγανε καὶ βρίζανε καὶ μούγκριζαν ἀπὸ πόνο.
Μιὰ νέα γυναῖκα πετοῦσε ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἕνα τραγικὸ νανούρισμα: «Νάνι, νάνι, τὸ παιδάκι μου νὰ κάνει…». Στὴν ἀγκαλιά της κρατοῦσε ἕνα μαξιλάρι ποὺ ὅλο τὸ σκέπαζε καὶ τὸ φιλοῦσε καὶ κοίταζε γύρω της πανικόβλητη. Κανένας δὲν τὴν πρόσεχε. Μόνο ὁ γερο-πατέρας της πάσχιζε νὰ τὴν ἡσυχάσει.
Κορούλα μου, Ἑλένη μου, κάνε, παιδί μου, κουράγιο. Αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ…
Κάποιος δημοσιογράφος ποὺ πρόσεξε τὴ σκηνή, κοντοστάθηκε καὶ θέλησε νὰ πληροφορηθεῖ.
Ἄχ! ἔκανε ὁ γέρος. Τ’ ἀγοράκι της ἔσκυψε νὰ πάρει ἀπ’ τὴν κούνια κι ἀντὶ γι’ αὐτὸ πῆρε τὸ μαξιλάρι κι ἔφυγε!
Μιὰ μέρα, ἀντάμωσα μέσα σ’ ἕνα ἀνθρώπινο μπουλούκι τὸ θεῖο Θανάση μὲ τὴν κόρη του τὴ Βαλεντίνη. Ἦταν οἱ πρῶτοι συγγενεῖς ποὺ ἔβλεπα κι ἁρπάχτηκα ἀπ’ αὐτούς, ξεσπῶντας σ’ ἕνα παραπονεμένο κλάμα.
Ἡ Βαλεντίνη προσπάθησε νὰ μὲ μερώσει.
Θά ‘ρθουν, μὴν ἀπελπίζεσαι. Εἶναι κόσμος, χιλιάδες κόσμος, ποὺ μπαρκάρει ἀκόμα.
Τῆς ἔδειξα ποῦ βρίσκεται τὸ ξενοδοχεῖο μας. Μὰ ὁ θεῖος Θανάσης δὲν πῆγε μαζί της. Ἀδιάφορος καὶ ἤρεμος κοίταζε τὸν κόσμο. Εἶχε πάθει πάλι μιὰ δυνατὴ νευρικὴ κρίση κι ἔλεγε ξερά:
Πῶς κάνουν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι! Τί τοὺς ἔπιασε καὶ τὸ χάσαν πάλι τὸ τσερβέλο*;
Ἡ Βαλεντίνη μᾶς ἀνιστόρησε ὅλα ὅσα ἤξερε γιὰ τὴν καταστροφή. Πῶς μπῆκαν οἱ ζεϊμπέκηδες* μέσα στὴ Σμύρνη. Στὴν ἀρχὴ δὲν πείραξαν ἄνθρωπο· μὰ ὕστερα ρίχτηκαν μὲ λύσσα στὴ σφαγὴ καὶ στὸ πλιάτσικο*, ἀρχίζοντας ἀπ’ τὴν ἀρμένικη γειτονιά. Ὁ Νουρεντὶν πασᾶς ἔβγαλε τότε φιρμάνι ν’ ἀφήνουν ὅλα τὰ γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέρους νὰ φεύγουν, καὶ νὰ κρατοῦνε αἰχμάλωτους μόνο τοὺς ἄντρες καὶ τ’ ἀγόρια.
Ἡ Σμύρνη εἶχε παραδοθεῖ στὶς φλόγες καὶ στὸ αἷμα. Ὁ κόσμος στριμωχνόταν στὴν παραλία ζητῶντας προστασία ἀπ’ τὸν ἀγγλογαλλικὸ καὶ τὸν ἀμερικάνικο στόλο· καὶ παρακαλοῦσε τοὺς συμμάχους νὰ τὸν σώσουν ἀπ’ τὸ λεπίδι. Μὰ οἱ ξένοι εἶχαν, λέει, διαταγὲς νὰ μὴν ἐπεμβαίνουν! Καὶ κάθονταν πάνω στὰ καράβια τους μὲ σταυρωμένα χέρια καὶ κάπνιζαν τὰ τσιμπούκια τους! Καὶ κοίταζαν, σὰν θεατές, τὸ φοβερὸ μαρτύριο ἑνὸς ὁλόκληρου πληθυσμοῦ.
Ὅσοι ἄνθρωποι εἶχαν λεφτά, ἔδιναν ὁλόκληρη περιουσία γιὰ νὰ τοὺς πάρουν οἱ βάρκες. Μὰ τὶς περισσότερες φορὲς ἄλλοι, πιὸ χεροδύναμοι καὶ σβέλτοι, σπρώχναν τους πρώτους κι ἅρπαζαν τὴ θέση τους. Κι οἱ βάρκες, κάθε τόσο, ἀναποδογύριζαν κι οἱ ἄνθρωποι πνίγονταν μέσα στὸν πανικό, σὰν τὶς μῦγες.
Θέ μου! Θέ μου! δὲ θέλω ν’ ἀκούσω ἄλλο, ἔλεγε ἡ θεία Ἑρμιόνη.
Μιὰ μέρα, ἦταν περίπου μεσημέρι, ἕνα νιόφερτο καράβι εἶχε μόλις ξεφορτώσει φουρνιὲς τὴ συμφορά.
Ἀλίκη! μοῦ φώναξε ὁ Τρύφωνας, ὁ γιὸς τῆς κυρίας Ἐλβίρας, δὲς σ’ ἐκείνη τὴν πέμπτη βάρκα. Διακρίνεις;
Σκίρτησα ὁλόκληρη. Τὰ μάτια μου πήδηξαν ἀπὸ τὶς κόγχες καὶ ξοπίσω τους πήδηξε καὶ ἡ καρδιά μου. Εἶδα τὸ Στέφο πρῶτο στὴν πλώρη τῆς βάρκας καὶ πίσω του τὴ μητέρα, ποὺ κρατοῦσε στὴν ἀγκαλιά της τὴ Νιόβη, καὶ τὴ θεία Ἑλένη μὲ τὴν Ἰνώ, καὶ τὴ Ριρὴ ποὺ εἶχε κρεμασμένα στὸ λαιμὸ κιάλια καὶ σιγοκουβέντιαζε μὲ δυὸ ἄγνωστους νέους. Καὶ στὸ τιμόνι εἶδα κοντὰ σὲ δυὸ θεόρατους μπόγους τὸν πατέρα ποὺ κάπνιζε τὴν πίπα του. Ἔμοιαζαν ὅλοι μαζὶ μὲ τουρίστες ποὺ πήγαιναν σὲ ταξιδάκι ἀναψυχῆς.
Ἦταν πραγματικότητα ἢ παράκρουση*; Ἔσπρωχνα σὰν τρελὴ τὸν κόσμο ὡς νὰ φτάσω στὴν ἀποβάθρα. Ἅπλωνα τὰ σκελετωμένα χέρια μου, ποὺ τὰ ἤθελα σὰν μαγνῆτες, καὶ φώναζα: «Ἐλᾶτε! Ἐλᾶτε ἐπιτέλους!». Αἰῶνες μοῦ φάνηκε πὼς ἔκανε κείνη ἡ βάρκα ὡς ν’ ἀγγίξει τὴ στεριά, ν’ ἀγγίξω κι ἐγὼ ἐκείνους, νὰ βεβαιωθῶ πὼς δὲν ἦταν πλάσματα τῆς φαντασίας μου.
Γιὰ πότε βρέθηκα μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας μου δὲν τὸ κατάλαβα.
Ἔρχεται κι ὁ θεῖος Γιάγκος, εἶπε, τὸν εἴδαμε στὴ Μυτιλήνη. Εὐτυχῶς σώθηκε!
Ὁ πατέρας τραβολογοῦσε δυὸ δέματα.
Τὰ χαλιά, ἔλεγε, προσέχετε μὴ βραχοῦν τὰ χαλιά. Αὐτή ‘ναι ὅλη ἡ περιουσία μας.
Πόσο ἁπλὴ ἦταν ἡ ἀντάμωση καὶ πόσο σκληρὴ καὶ περίπλοκη ἡ ἀγωνία τῆς προσμονῆς!