Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Κάποια πλούσια κυρία πῆγε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν πρόσεχε καθόλου, καὶ ὁ νοῦς της γύριζε. Ὁμολόγησε: «Γύριζε ὁ νοῦς μου ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκα στὴν ἐκκλησία μέσα.

  • !

    Ἐνῶ ἡ ὑπηρέτριά της, ποὺ ἦταν θεία μου καὶ ἀπὸ δέκα χρονῶν δούλευε ὑπηρέτρια, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐσεβής, ἂν καὶ λόγω τῆς δουλειᾶς δὲν εἶχε πάει Ἐκκλησία, ἤξερε ποιὸν Ἀπόστολο καὶ ποιὸ Εὐαγγέλιο εἶπαν, διότι δουλεύοντας ἔκανε προσευχὴ καὶ πνευματικὰ ἦταν στὴν Ἐκκλησία.

  • !

    Πολὺς κόσμος, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε τὸν σταυρό του, ἄλλος εἶχε καρδιά, ἄλλος εἶχε τὸν καρκίνο, ἄλλος εἶχε τὸ χέρι του, ἄλλος εἶχε τὸ πόδι του, ἄλλος εἶχε, μὲ συγχωρεῖτε, τὸ κεφάλι του, πολλὲς ἀρρώστιες στὸν κόσμο, πάρα πολλὲς ἀρρώστιες ἀλλὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν προσευχή μας θὰ τὶς περάσουμε μὲ πολλὴ ὑπομονή.

  • !

    Πάτερ, ὅταν τελῆται θεία Λειτουργία σ’ ἕναν τόπο, ὅλος ὁ κόσμος ἐδῶ ἁγιάζεται, ὅλη ἡ περιφέρεια ἁγιάζεται ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία.

  • !

    Ὅταν ὁ Χριστιανὸς δὲν πηγαίνει τρεῖς Κυριακὲς στὴν Ἐκκλησία χωρίζεται! Ἐκτὸς ἂν ὑπάρχη τόσο μεγάλη ἀνάγκη, μὲ συγχωρεῖτε, μπορεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος, μπορεῖ νὰ καίγεται τὸ σπίτι καὶ νὰ σηκωθῆ νὰ τὸ σβήση, τότε συγχωρεῖ ὁ Θεός.

  • !

    Στὴν Ἐκκλησία ὅμως βρίσκουμε τὴν παρηγορία, βρίσκουμε τὴν ὑγεία, βρίσκουμε τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.

  • !

    Ὑπάρχουν πολλὰ στὸν κόσμο, ἀρρώστιες, δοκιμασίες, θλίψεις, στεναχώριες καὶ ὅλα αὐτὰ πάντοτε (νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε) μὲ τὴν προσευχή. Ὁ Χριστὸς ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος καὶ πάλι ἐκεῖνος προσευχότανε καὶ νήστευσε καὶ τώρα λέμε δὲν ὑπάρχει νηστεία. Μὰ πῶς δὲν ὑπάρχει νηστεία; Νηστεία ὑπάρχει! Εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἦταν ἡ νηστεία… στὸν Ἀδὰμ καὶ στὴν Εὕα. Καὶ Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος ἐνήστευσε.

  • !

    Ὅσο ἄρρωστος καὶ νὰ εἶναι κανείς, μὲ συγχωρεῖτε, καὶ νὰ νευριάσης καὶ νὰ πῆς ὤχ! τί ἔπαθα, μὰ γιατί παίρνω τὰ φάρμακα καὶ θὰ πάω νὰ σκοτωθῶ, τίποτα δὲν κάνεις, χειρότερα γίνεσαι. Μὲ τὴν ἠρεμία, μὲ τὴν πραότητα, μὲ τὴν προσευχὴ ἰδιαιτέρως, θὰ σὲ βοηθήση ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ.

Νουθεσίες πρὸς λαϊκοὺς

«Νὰ μὲ συγχωρῆτε, ἀγράμματος ἄνθρωπος εἶμαι, δὲν ξέρω τίποτα νὰ σᾶς πῶ, μόνον ποὺ ἔχω πίστη στὸν Θεὸν καὶ ταπείνωση, τέκνα μου».

«Κάποια πλούσια κυρία πῆγε τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν πρόσεχε καθόλου, καὶ ὁ νοῦς της γύριζε. Ὁμολόγησε: «Γύριζε ὁ νοῦς μου ἀπ’ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκα στὴν ἐκκλησία μέσα· εἶχα ἕνα σακκουλάκι καὶ σκεφτόμουν ὅτι εἶναι καλὸ νὰ βάλω τὴν ζάχαρη τοῦ δελτίου. Μὲ τὸ σακκουλάκι αὐτό, πέρασα ὅλη τὴν Λειτουργία χωρὶς νὰ καταλάβω οὔτε ἕνα γράμμα, τίποτε, ε!… πῆρα ἀντίδωρο καὶ σηκώθηκα κι ἔφυγα».

«Ἐνῶ ἡ ὑπηρέτριά της, ποὺ ἦταν θεία μου καὶ ἀπὸ δέκα χρονῶν δούλευε ὑπηρέτρια, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐσεβής, ἂν καὶ λόγω τῆς δουλειᾶς δὲν εἶχε πάει Ἐκκλησία, ἤξερε ποιὸν Ἀπόστολο καὶ ποιὸ Εὐαγγέλιο εἶπαν, διότι δουλεύοντας ἔκανε προσευχὴ καὶ πνευματικὰ ἦταν στὴν Ἐκκλησία.

«Βλέπετε, παιδιά μου, «ὅπου ὁ θησαυρὸς ἠμῶν ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ἠμῶν», λέει ὁ Χριστός. Κανεὶς νὰ προσηλώνεται στὰ Θεῖα, νὰ προσεύχεται».

«Εὐχόμεθα καὶ δεόμεθα, πάντοτε νὰ βάζη ὁ Θεὸς τὸ χέρι Του καὶ στὴν Ἐκκλησία μας καὶ στὸ κράτος καὶ στὸν κόσμο, διότι οἱ μέρες εἶναι πολὺ πονηρὲς καὶ πολὺ δύσκολα χρόνια. Ἂς φωτίζη ὁ Θεὸς ὅλον τὸν κόσμο. Εὐτυχῶς ὑπάρχουν καὶ καλοὶ Χριστιανοί. Ἂν (παλαιὰ) ὑπῆρχαν οἱ δέκα, δὲν θὰ καταστρέφονταν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα, οἱ πόλεις, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχαν. Ἐ! τώρα ὑπάρχουν ἐδῶ πολλοὶ Χριστιανοὶ πιστοί, εὐλαβεῖς, κοντὰ στὸν Θεὸ … Βλέπω καθημερινῶς πλήθη λαοῦ περνᾶνε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Τὴν περασμένη βδομάδα εἶχαν περάση ἑπτὰ ποῦλμαν. Πολὺς κόσμος, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε τὸν σταυρό του, ἄλλος εἶχε καρδιά, ἄλλος εἶχε τὸν καρκίνο, ἄλλος εἶχε τὸ χέρι του, ἄλλος εἶχε τὸ πόδι του, ἄλλος εἶχε, μὲ συγχωρεῖτε, τὸ κεφάλι του, πολλὲς ἀρρώστιες στὸν κόσμο, πάρα πολλὲς ἀρρώστιες ἀλλὰ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν προσευχή μας θὰ τὶς περάσουμε μὲ πολλὴ ὑπομονή. Καὶ ὅταν βλέπουμε τόσα καὶ τόσα θαύματα ποὺ κάνει ὁ Θεός, πρέπει νὰ πλησιάζουμε περισσότερο κοντὰ στὸν Θεό. Ἐγὼ ποὺ ζῶ μέχρι σήμερα, εἶμαι ζωντανὸς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους, διότι οἱ Ἅγιοι ἔχουν παρρησία στὸν Θεό, πρεσβεύουν ὅπως ὁ ἅγιος Δαυΐδ, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσσος, ὅλοι οἱ Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας. Τοὺς τιμοῦμε, τοὺς εὐλαβούμεθα, γι’ αὐτὸ ἤρθατε σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο προορισμὸ καὶ μὲ τὴν θεία Λειτουργία ποὺ κάνουμε, τιμοῦμε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους. Μοῦ ἔλεγε ἕνας ἱερομόναχος, ἕνας εὐλαβέστατος Γέροντας: «Πάτερ, λέει, ὅταν τελῆται θεία Λειτουργία σ’ ἕναν τόπο, ὅλος ὁ κόσμος ἐδῶ ἁγιάζεται, ὅλη ἡ περιφέρεια ἁγιάζεται ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία».

«Προχθὲς πέρασε πολὺς κόσμος. Ρωτάω κάποιους:
– Πηγαίνετε στὴν Ἐκκλησία;
– Δὲν πᾶμε…, εἶπαν.
– Γιατί, παιδιά μου, δὲν πᾶτε στὴν Ἐκκλησία; Ἀπ’ τὴν μέρα ποὺ γεννιώμαστε μέχρι τὴν μέρα ποὺ θὰ φύγουμε (ἡ ζωὴ μᾶς) περνᾶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
– Ἐ! πᾶμε, παπά, τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα, τί θὲς ἄλλο νὰ σοὺ ποῦμε;
– Μὲ συγχωρεῖτε, δὲν εἶναι μόνο τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα. Ὅταν ὁ Χριστιανὸς δὲν πηγαίνει τρεῖς Κυριακὲς στὴν Ἐκκλησία χωρίζεται! Ἐκτὸς ἂν ὑπάρχη τόσο μεγάλη ἀνάγκη, μὲ συγχωρεῖτε, μπορεῖ νὰ εἶναι ἄρρωστος, μπορεῖ νὰ καίγεται τὸ σπίτι καὶ νὰ σηκωθῆ νὰ τὸ σβήση, τότε συγχωρεῖ ὁ Θεός…
– Ἐ! τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα πᾶμε στὴν Ἐκκλησία καὶ τίποτα ἄλλο… Χαίρετε, χαίρετε…
«Καὶ τίποτα ἄλλο δὲν εἴπανε, γιὰ Ἐκκλησία νὰ μὴν ἀκούσουν. Στὴν Ἐκκλησία ὅμως βρίσκουμε τὴν παρηγορία, βρίσκουμε τὴν ὑγεία, βρίσκουμε τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας».

«Ὑπάρχουν πολλὰ στὸν κόσμο, ἀρρώστιες, δοκιμασίες, θλίψεις, στεναχώριες καὶ ὅλα αὐτὰ πάντοτε (νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουμε) μὲ τὴν προσευχή. Ὁ Χριστὸς ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος καὶ πάλι ἐκεῖνος προσευχότανε καὶ νήστευσε καὶ τώρα λέμε δὲν ὑπάρχει νηστεία. Μὰ πῶς δὲν ὑπάρχει νηστεία; Νηστεία ὑπάρχει! Εἶναι ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς ἦταν ἡ νηστεία… στὸν Ἀδὰμ καὶ στὴν Εὕα. Καὶ Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος ἐνήστευσε. Ἔρχεται μία γυναίκα καὶ μοῦ λέει ὅτι ὁ γαμπρὸς της τῆς ἔλεγε ὅτι οἱ καλόγηροι νηστεύουνε, γιὰ τοὺς καλογήρους εἶναι αὐτά, δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ἂν δὲν νηστεύης καὶ ἔρχεται ἡ γυναίκα καὶ μοῦ τὸ εἶπε. Νὰ πῆς, λέω, στὸν γαμπρό σου ὅτι ὑπάρχει νηστεία. Πῶς δὲν ὑπάρχει; Στὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς μᾶς λέει, «εἰ μὴ ἐν προσευχὴ καὶ νηστεία…». Πρώτα–πρώτα ὁ Χριστὸς μας ἐνήστευσε καὶ δὲν ἐνήστευσε ὅπως νηστεύουμε ἐμεῖς σήμερα. Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος νήστευσε σαράντα μέρες καὶ ἐμεῖς σήμερα νὰ μὴν νηστεύσουμε, ποὺ (ἐμεῖς) νηστεύομε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας».

«Πρὸ ἡμερῶν μὲ πῆρε μία γυναίκα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα τηλέφωνο καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ μου, μοῦ πονεῖ ἡ μέση μου, δὲν ξέρω ἂν εἶναι ἀπὸ τὸν πονηρὸ ἢ ἀπὸ τὸν Θεό». Τῆς λέω: «Τέκνο μου, τώρα εἴτε τοῦ πονηροῦ εἶναι, εἴτε ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει, νὰ κάνης ὑπομονὴ ὅπως ὁ Ἰώβ. Εἶδες ὁ Ἰὼβ τί ὑπόμεινε; Ἐ! παιδί μου, κοίταξε. Ὅσο ἄρρωστος καὶ νὰ εἶναι κανείς, μὲ συγχωρεῖτε, καὶ νὰ νευριάσης καὶ νὰ πῆς ὤχ! τί ἔπαθα, μὰ γιατί παίρνω τὰ φάρμακα καὶ θὰ πάω νὰ σκοτωθῶ, τίποτα δὲν κάνεις, χειρότερα γίνεσαι…». Μὲ τὴν ἠρεμία, μὲ τὴν πραότητα, μὲ τὴν προσευχὴ ἰδιαιτέρως, θὰ σὲ βοηθήση ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ».