Ἡ πρὸ τοῦ Πάσχα περίοδος ποὺ διερχόμαστε γεννᾶ ἢ θὰ πρέπει νὰ γεννᾶ κάποια ἰδιαίτερα συναισθήματα μέσα μας. Ἡ ὡραιότατη καὶ κατανυκτικὴ ὑμνογραφία αὐτῆς τῆς περιόδου, οἱ πολλὲς λατρευτικὲς εὐκαιρίες, ἡ σαρακοστιανὴ νηστεία θέλουν νὰ μᾶς συγκεντρώσουν. Νὰ σκύψουμε μέσα μας, νὰ προβληματιστοῦμε, νὰ προβοῦμε σὲ ἕναν αὐτοέλεγχο πρὸς εἰλικρινῆ μετάνοια.
Ὁ πολὺς κόσμος ἀγνοεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ προσεγγίσει τὸ νόημα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, συνεχίζοντας τὴ μονότονη ζωή του. Ἐνῶ λέει, πὼς ἡ ζωὴ τὸν κουράζει, δὲν κάνει οὔτε βῆμα γιὰ μία οὐσιαστικὴ ἀλλαγή. Δίαιτα αὐστηρὴ κάνει ἀλλὰ νηστεία δὲν κάνει. Στὸν ψυχολόγο πηγαίνει, στὴν τηλεόραση κάθεται ὧρες, ἀλλὰ στὸν ἐξομολόγο δὲν πηγαίνει οὔτε στὴν ἐκκλησία.
Δὲν θέλει ὁ ἄνθρωπος σήμερα νὰ δώσει κάτι, μόνο νὰ πάρει, δίχως μόχθο καὶ καμία προσωπικὴ θυσία. Φοβᾶται νὰ δεῖ κατάματα τὸν ἑαυτό του. Συστηματικὰ τὸν ἀποφεύγει. Ἀγωνιᾶ στὸ ἐσωτερικὸ κενό του.
Ἡ Σαρακοστὴ λειτουργεῖ σὰν ἀκτινογραφικὸ μηχάνημα, σὰν φωτογραφικὴ μηχανή, σὰν καθρέφτης. Κατὰ κάποιο τρόπο τὴ θεωροῦμε ἀποκρουστική, γιατί θα ἀποκαλύψει τὴν κρυφὴ πραγματικότητά μας.
Τὸ πνεῦμα τῆς καταναλώσεως, τῆς εὐκολίας, τοῦ ἀταπείνωτου φρονήματος δὲν ἀφήνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ πολλὰ περιττὰ, ποὺ ἔχει γεμίσει ἡ ζωή του. Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία παρέκκλιση καὶ μια ευκαιρία γιὰ μεταμόρφωση.
Μία εὐχὴ ποὺ λέγεται στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες ὅλης αὐτῆς τῆς περιόδου πεντακόσιες φορές, τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, λέει νὰ ἀφήσουμε τὸ πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καὶ τῆς ἀργοσχολίας καὶ νὰ ἀποκτήσουμε σωφροσύνη, ταπεινοφροσύνη, ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη.
Ἡ ὡραία καὶ μεστὴ αὐτὴ προσευχὴ καταλήγει ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεό: «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμᾶ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Νὰ ἀφήσουμε, δηλαδή, τὸ κουτσομπολιό, τὴν ἐτεροπαρατήρηση, τὴ συνεχῆ αὐστηρὴ κριτική και να στραφοῦμε ἐντός μας, διορθώνοντας τὰ σφάλματά μας.
Ἡ Σαρακοστὴ θέλει νὰ μᾶς αὐτοσυγκεντρώσει καὶ νὰ συνδράμει στὴ θεραπεία μας ἀπὸ πνευματικὰ νοσήματα, πού μᾶς σκοτίζουν τὸ νοῦ, μᾶς δυσκολεύουν καὶ στενοχωροῦν τὴ ζωή μας.
Ἂν καταφέρουμε ἕναν βαθμὸ αὐτογνωσίας καὶ μετανοίας, τότε ἡ Σαρακοστὴ δὲν θὰ εἶναι μία σκυθρωπὴ καὶ στείρα περίοδος ἀλλὰ ἕνας σταθμός, ποὺ δὲν θὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ καθηκοντολογικὲς ὑποχρεώσεις ἀλλὰ ἔνα μαλάκωμα τῆς πέτρινης καρδιᾶς μας, ποὺ θὰ ὁδηγήσει σὲ φιλαδελφεία καὶ φιλοθεΐα.
Ὁ πολὺς ὀρθολογισμὸς τῶν δύσκολων καιρῶν θέλει νὰ μᾶς ἀπομακρύνει μακριὰ κάθε μυστικισμό, ἡσυχασμό, μυστήριο ἱερό, ὑπέρλογο καὶ μεταφυσικό. Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἀπομακρύνσεως ἔχουν γίνει φανερά.
Μελαγχολία καὶ ἀπελπισία ἐπικρατοῦν, ποὺ θλίβουν τοὺς πολλούς. Ὡρίμασε ὁ καιρὸς γιὰ μία ἐκ βαθέων παραδοχὴ τῆς ἀποστασίας καὶ μία ἐπιστροφὴ στὸ λίκνο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης.
Τὴ Σαρακοστὴ συχνὰ συμβαίνουν πειρασμοί, δοκιμασίες, σκάνδαλα καὶ πτώσεις. Εἶναι για νὰ μᾶς ὠριμάσουν περισσοτερο, νὰ μᾶς ἰσορροπήσουν και να μᾶς φρονηματίσουν. Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, ἂς μὴ τὸ λησμονᾶμε ποτέ, εἶναι σταυρική. Δίχως σταύρωση δὲν ἔρχεται ἀνάσταση.
Ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία ὡραῖα καὶ καλῆ προετοιμασία, ἕνας διάδρομος ἡμίφωτος, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ φωτεινὸ σαλόνι. Τὰ πόδια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία. Προσευχή καὶ νηστεία δίχως ταπείνωση καὶ ἀγάπη δὲν ἔχουν κανέναν καρπό. Νηστεία καὶ προσευχὴ θέλουν νὰ μετριάσουν τὸν πολὺ ἐγωισμό μας.
Ἂς μὴ χάσουμε τὴν εὐκαιρία καὶ αὐτῆς τῆς Σαρακοστῆς, καθὼς πλησιάζει στὴ δύση της. Μέσα στὴν Ἐκκλησία τὰ προβλήματα βρίσκουν λύση. Ὁ παγερὸς χειμώνας φέρνει τὴν ἄνοιξη. Τὸ Τριώδιο τὸ ἀκολουθεῖ τὸ Πεντηκοστάριο. Ἡ συννεφιὰ ποτὲ δὲν εἶναι μόνιμη. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν, ἡ λιακάδα εἶναι πιὸ ὡραία. Τώρα, ὅπως λέει ἕνα ὑπέροχο τροπάριο, εἶναι «μετανοίας καιρὸς καὶ δεήσεως ὧρα».
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσοστομος: Γιατί νηστεύουμε τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή;
Ἄν λοιπὸν, σὲ ρωτήση ὁ Ἰουδαῖος καὶ ὁ εἰδωλολάτρης, γιὰ ποιὸν λόγο νηστεύεις, μὴ πῆς, ὅτι νηστεύεις γιὰ τὸ Πάσχα ἢ γιὰ τὴν θυσία τοῦ Σταυροῦ, γιατί θὰ τοῦ δώσης μεγάλη ἀφορμὴ γιὰ ἀντεκλίσεις. Γιατί δὲν νηστεύουμε γιὰ τὸ Πάσχα οὔτε γιὰ τὸν Σταυρό, ἀλλά για τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, ἐπειδὴ πρόκειται νὰ προσέλθουμε στὰ μυστήρια· γιατί τὸ Πάσχα δὲν εἶναι αἰτία νηστείας οὔτε πένθους, ἀλλὰ ὑπόθεσης εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς.
Γιατί ὁ Σταυρὸς συνέτριψε τὴν ἁμαρτία, ἔγινε καθάρσιο τῆς οἰκουμένης, ἔγινε αἰτία συμφιλιώσεως καὶ ἐξαλείψεως τῆς πολυχρόνιας ἔχθρας, ἄνοιξε τὶς πύλες τοῦ οὐρανοῦ, ἔκανε τοὺς ἐχθροὺς φίλους, ἐπανέφερε στὸν οὐρανό, τοποθέτησε στὰ δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη φύσι καὶ μᾶς πρόσφερε ἀμέτρητα ἄλλα πνευματικὰ ἀγαθά.
Δὲν πρέπει, λοιπὸν, νὰ πενθοῦμε οὔτε νὰ θλιβώμαστε, ἀλλὰ νὰ ἀγαλλώμαστε καὶ νὰ χαιρώμαστε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Σὲ μένα ἂς μὴ συμβῆ νὰ καυχηθῶ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Γάλ. 6,14). Καὶ πάλι «Ὁ Θεὸς δείχνει τὴν ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς, μὲ τὸ ὅτι, ἂν καὶ ἤμασταν ἁμαρτωλοί, ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς» (Ρώμ. 5,8). Κάτι παρόμιο λέγει καὶ ὁ Ἰωάννης: «Γιατί τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο» (Ἰω. 3,16).
Πὲς ὅμως, πῶς; Ἀφοῦ ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα τὰ ἄλλα, ἀνέφερε τὸν σταυρό. Γιατί, ἀφοῦ εἶπε «τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο», πρόσθεσε «ὥστε ἔδωσε τὸν Μονογενῆ Υἱό του νὰ σταυρωθῆ, ὥστε νὰ μὴ χαθῆ ὁ καθένας, ποὺ πιστεύη σ’ αὐτόν ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια» (Ἰω. 3,16).
Ἂν εἶναι, λοιπὸν, ὁ Σταυρὸς ἀφορμὴ ἀγάπης καὶ καύχημα, ἂς μὴ λέμε, ὅτι πενθοῦμε γι’ αὐτόν. Γιατί δὲν πενθοῦμε γιὰ ἐκεῖνον –μὴ γένοιτο– ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα. Γι’ αὐτὸ νηστεύουμε.