Τὸ νανάρισμα τοῦτο, δεικνύουν, ὅτι εἶναι παλαιὸν, αἱ ἐν αὐτῷ ἀναμνήσεις τῆς βυζαντινῆς τέχνης· τὰ ποικίλματα τοῦ σκεπάσματος καὶ τὰ μαργαριτοκόσμητα κόκκινα τσαγγία κατασκευάζονται εἰς τὴν Πόλην, ἀλλ’ ἐις τὴν Πόλην τῶν Ἑλλήνων αὐτοκρατόρων καὶ ὄχι τὴν τουρκοκρατούμενην Κωνσταντινούπολιν.
Κοιμήσου ἀστρί, κοιμήσου αὐγή, κοιμήσου νιὸ φεγγάρι,
κοιμήσου, ποὺ νὰ σὲ χαρῇ ὁ νιὸς ποὺ θὰ σὲ πάρη.
Κοιμήσου, ποὺ παράγγειλα ‘ς τὴν Πόλη τὰ χρυσά σου,
‘ς τὴ Βενετιὰ τὰ ροῦχα σου καὶ τὰ διαμαντικά σου.
Κοιμήσου, πού σοῦ ράβουνε τὸ πάπλωμα ‘ς τὴν Πόλη,
καὶ σοῦ τὸ τελειώνουνε σαρανταδυὸ μαστόροι,
‘ς τὴ μέση βάνουν τὸν ἀετό, ‘ς τὴν ἄκρη τὸ παγόνι.
Νάνι τοῦ ρήγα τὸ παιδί, τοῦ βασιλιᾶ τἀγγόνι.
Κοιμήσου καὶ παράγγειλα παπούτσια ‘ς τὸν τσαγγάρη,
νὰ σοῦ τὰ κάνη κόκκινα μὲ τὸ μαργαριτάρι.
Κοιμήσου μέσ’ ‘ς τὴν κούνια σου καὶ ‘ς τὰ παχιὰ παννιά σου,
ἡ Παναγιὰ ἡ δέσποινα νὰ εἶναι συντροφιά σου.