Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Σίμωνος Πέτρας Ἀρχιμανδρίτου Ἐλισαίου ποὺ ἔγινε στὴν Αἰκατερίνμπουρκ στὶς 27/5/2016.
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Πανοσιολογιότατοι Καθηγούμενοι καὶ Ὀσιολογιώτατες Γερόντισσες, Σεβαστοὶ πατέρες καὶ σεβαστὲς ἀδελφές,
Χριστός Ἀνέστη!
Δεχθήκαμε νὰ ὁμιλήσουμε στὴν παροῦσα μοναστικὴ σύναξη, ἀνταποκρινόμενοι στὴν εὐγενῆ πρόσκληση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αἰκατερινμποὺρκ καὶ Βερχοτουρὶ κ. Κυρίλλου καὶ θέλοντες νὰ συνδράμουμε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο στὶς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ 1.000 χρόνια παρουσίας τῶν ρώσσων μοναχῶν στὸ Ἅγιον Ὅρος. Πρὶν προχωρήσουμε, σᾶς στέλλομε τὶς εἰλικρινεῖς εὐχές μας καὶ ἐκφράζουμε τὴν βαθειὰ φιλαδελφία καὶ ἀγάπη μας.
Τὸ θέμα μας, «Μόνωσις καὶ ἀπομόνωσις τοῦ μοναχοῦ στὸ Κοινόβιο», εἶναι πολὺ σημαντικὸ στὴν μοναχικὴ πορεία τοῦ μοναχοῦ, στὴν ἐσωτερική του ζωὴ καὶ στὴν διακονία του.
Τὸ Κοινόβιο ποὺ παριστάνει τὰ διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνονται μία οἰκογένεια, μὲ ἀγάπη καὶ διάθεση ὁ ἕνας νὰ διακονεῖ τὸν ἄλλο, εἶναι μία συνοίκηση ὄχι ψυχρῶν ἀτόμων ἀλλὰ συμπόρευση προσώπων ποὺ θέλουν νὰ εἶναι ἕνα σῶμα, νὰ χαίρεται ὁ ἕνας τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ ἄλλου, νὰ λατρεύουν καὶ νὰ προσκυνοῦν τὸν Κύριο μὲ μία καρδιὰ καὶ ἕνα στόμα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Κεφαλὴ ὄλου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε ἐκκλησιαστικῆς καὶ μοναστικῆς συνάξεως.
Ἡ μόνωσις εἶναι μία προϋπόθεση ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἐκλείψει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖον ἔκτισε ὁ Θεὸς μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διαλέγεται μόνος του μετὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ προϋπόθεση τῆς μονότητος τοῦ ἀνθρώπου στὸν τόπο ποὺ ἀγωνίζεται τοῦ δίνει τὴν χάριν νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεὸν ἐνώπιος ἐνωπίῳ.
Ὅμως, τὴν μόνωση ἡ Ἐκκλησία δὲν τὴν ἔθεσε ποτὲ μακριὰ ἀπὸ τὴν κοινότητα, τὴν οἰκογένεια τοῦ Κοινοβίου. Ἡ κοινωνία εἶναι τὸ σκαλοπάτι ποὺ ἀνεβάζει τὸν μοναχὸ στὴν ζωὴ τῆς μονώσεως, ἡ ὁποία μόνωση μὲ τὴν σειρὰ της εἶναι μία τέλεια κοινωνία πλέον μὲ τὸν Θεόν. Ἴσως ἀπὸ κάποιους ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι κάποιος ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ καὶ ἑπομένως εἶναι μὴ κοινωνικός. Μᾶλλον ὅμως τὸ ἀντίθετο συμβαίνει.
Οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι ἀποτελοῦν κοινωνία ἀλλὰ ἔχουν τὸ τρέξιμο τῆς καθημερινότητος καὶ τὴν μέριμνα τοῦ κόσμου. Κυνηγοῦν τὰ μάταια καὶ φευγαλέα πράγματα τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ὁ μοναχὸς εἶναι πάντοτε ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους. Ἂν βέβαία ζεῖ μὲ πέντε ἢ μὲ πενήντα, εἶναι θέμα τῆς ἐκλογῆς του. Πάντοτε, ὅμως, ἔχει νὰ κάνει μὲ ἀνθρώπους.
Ἡ ἀληθινὴ, ὅμως, κοινωνία εἶναι προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀληθινὴ κοινωνία ἐπιτυγχάνεται στὴν ἐργασία, στὴν σιωπὴ καὶ ἰδιαίτερα στὴν λατρεία. Αὐτὴ ἡ κοινωνία ἀποδεικνύει τὸν ἄνθρωπο σοφό. Ὅταν εἶναι στὴν λατρεία, ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός, οἱ ἅγιοι, ὅλη ἡ κτίση. Ὅταν κανεὶς ζεῖ μέσα στὸ σῶμα τῆς λατρείας, ζεῖ στὴν κατάνυξη καὶ τὴν ζεστασιὰ αὐτῆς τῆς Λατρείας, εἶναι ἀδύνατον νὰ θέλει ἐξωτερικὲς διαχύσεις καὶ διασκεδάσεις. Ἔχει ὅλη τὴν αἴσθηση καὶ τὴν βίωση τῆς ἑνότητας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς συνυπάρξεως καὶ συμπορεύσεως μὲ τοὺς ἄλλους.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται τὸν συνάνθρωπό του, νὰ τὸν χαίρεται, νὰ τὸν ἀκολουθεῖ, νὰ συμπορεύεται μαζί του, ὁ ἀκοινώνητος, ὁ ἀπομονωτικὸς -ὄχι ὁ ἄνθρωπος τῆς πνευματικῆς, ἀλλὰ τῆς ψυχικῆς μονώσεως- εἶναι ἀνίκανος νὰ προσευχηθεῖ, νὰ κάνει νήψι, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεόν.
Ἡ νήψις, ἡ ὁποία φαίνεται «ἐξωτερικά» μία πράξη ἄκρας μονώσεως, εἶναι ἐν τέλει μία ἐνέργεια ποὺ δὲν τὴν κάνει μόνος του ὁ μοναχός ἀλλὰ παρακολουθώντας κάποιον ἄλλον. Συγκεκριμένα, ἡ νήψις, ἡ ἐγρήγορση τοῦ νοῦ, εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν λειτουργία τοῦ πνεύματός μας, τὸ κυνηγητὸ καὶ ἡ παρακολούθηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅ,τι ἀνώτερο δηλαδὴ ἔχει χαρίσει στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὁ Θεός. Ὁ νοῦς μας, τὸ πνεῦμα μας ἐγγίζει πρὸς τὸν Θεὸν καὶ μᾶς ἑνώνει μαζί του.
Νήψις ἑπομένως εἶναι ἡ μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔργο καὶ κατόρθωμα τῶν μοναχῶν ὡς ἀποστόλων. Διότι, ποιὸς εἶναι ἀπόστολος καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο του; Ἀπόστολος εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶδε καὶ ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν θεοφορία του μεταδίδει τὸν Θεὸν στοὺς ἄλλους. Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἔργον τῆς μοναχικῆς μας πολιτείας.
Συνεπῶς, ἡ νήψις εἶναι μία ἐν μονώσει ἐνέργεια ἀλλὰ ἀποτελεῖ μία ἐσωτερικὴ κοινωνία, μία ἀληθινὴ συνομιλία τοῦ μοναχοῦ μὲ τὸν Θεόν, μία -θὰ λέγαμε- μυστικὴ ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν μοναχὸ καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ μοναχοῦ στὸν Θεόν. Ἡ νήψις, δηλαδὴ, ἀποτελεῖ τὴν ὑπέρτατη ἐκδήλωση «κοινωνίας θείας φύσεως», κατὰ τὸν Ἀπόστολο, καὶ ἡ ὁποία ἐκφράζεται ἰδιαίτατα στὴν ἐρημητικὴ ζωή, στοὺς ἡσυχαστές, μὲ τοὺς ὁποίους ὅλοι θέλομε νὰ ἐπικοινωνοῦμε. Θέλομε νὰ συμμετέχουμε στὸ θεῖο φῶς τους, νὰ παίρνουμε ἀπὸ τὴν λάμψη τους, ἀπὸ τὴν χάριν τους, νὰ δεχόμαστε τὶς συμβουλές τους σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Νὰ τοὺς προσκυνοῦμε ὅπως τὸν Χριστόν. Αὐτὸ τὸ ζοῦμε καὶ μὲ τοὺς παλαιούς, ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς συγχρόνους, ἁγίους μας. Ποιοὶ εἶναι οἱ πιὸ ἀγαπητοί μας ἅγιοι; Οἱ ἡσυχαστές. Μὲ αὐτοὺς τοὺς ἐν μονώσει ἁγίους νιώθουμε τὴν πληρότητα τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸν φωτισμό Του, αὐτοὶ νιώθουμε ὅτι μᾶς καταλαβαίνουν καὶ μᾶς ἀποκαλύπτουν τὸν πραγματικό μας ἑαυτό, τὶς ἁμαρτίες ἀλλὰ καὶ τὶς καλές μας ἐφέσεις.
Ἡ ἔκφραση τῆς ἀληθινῆς μονώσεως τοῦ μοναχοῦ ἔχει τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς χαρᾶς, τοῦ σεβασμοῦ, τῆς προθυμίας καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀπόδειξη τῆς γνησιότητας αὐτῶν τῶν χαρακτηριστικῶν εἶναι ἡ πρὸς τοὺς ἄλλους ἀγάπη καὶ ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἀνοικτή, «πλήρης», ὅπως λέγει ὁ Γέροντας, «ἁπλότητος, εἰλικρίνειας», χωράει τὸν ἄλλον, ὅπως εἶναι. Δὲν παρατηροῦνται ἰδιαίτερες φιλίες καὶ ἀλλότρια ἐνδιαφέροντα, δὲν παρατηρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, «δὲν πλήττει τὴν καρδίαν τοῦ ἄλλου», δὲν συμπεριφέρεται μὲ ἀστεϊσμούς, ἀντίσταση, ἀντιλογία ἢ περιφρόνηση πρὸς τὸν ἄλλο, δὲν φιλονικεῖ, κοπιάζει μὲ ἱδρώτα χωρὶς νὰ γογγύζει, ἐναλλάσσει εὐχάριστα τὴν διακονία ἢ τὴν ὑπακοή, προσδίδει χαρὰ στὴν ἀδελφότητα καὶ συμβάλλει στὴν ἑνότητά της. Ὁ μοναχὸς, ἔτσι, ἔχει μέσα στὸν κοινὸ στίβο τὸν προσωπικό του ἀγῶνα, γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν μίμηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ μέτρο τῆς κλήσεως τοῦ καθενός.
Ἡ διατήρηση τῆς ἀληθινῆς μονώσεως μέσα στὴν κοινωνία τῶν ἄλλων «ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἰδανικὸ συνδυασμὸ χρειάζεται κάποιες προϋποθέσεις, κάποια ἐγρήγορση, κάποιον κόπο. Ἀναφέραμε ἤδη μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ, ὅπως τὰ παρέδωσε ὁ Γ. Αἰμιλιανὸς καὶ τὰ ὁποία ἐξηγοῦμε ἀναλυτικότερα παρακάτω.
Λέγει λοιπόν, ὅλοι μας θέλομε νά νιώθουμε κατάφαση τῆς ὑπάρξεώς μας μέσα στό περιβάλλον. Δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε φυσιολογικὴ ζωὴ, ἐὰν δὲν νιώθουμε ὅτι μᾶς ἀγαποῦν, ὅτι μᾶς ἐκτιμοῦν, ὅτι μᾶς ὑπολογίζουν, ὅτι μᾶς σέβονται καὶ μᾶς ἀναγνωρίζουν.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀγαποῦν, νὰ μή μᾶς ἀποδίδουν κατηγορίες, πρέπει νὰ ἔχουμε σεμνότητα. Νὰ γινόμαστε σεβαστοί. Νὰ ἔχουμε τέτοια συμπεριφορὰ, ποὺ νὰ μὴν μποροῦν οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς ποῦν τίποτε. Ἐλεύθεροι, χαρούμενοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι παρίστανται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ στέκονται σωστὰ ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους.
Διότι, γιὰ νὰ μὴ σὲ ὑπολογίζει ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ μὴ σὲ θέλει, νὰ μὴ σὲ ἐκτιμᾶ, σημαίνει ὅτι τοῦ δίνεις δικαιώματα καὶ ἀφορμές. Δείχνεις ὅτι δὲν τὸν ἀγαπᾶς, δὲν θυσιάζεσαι, δὲν κουράζεσαι, δὲν συμπεριφέρεσαι μὲ σεβασμό. Ὁ μοναχὸς ποὺ πετυχαίνει στὴν κοινωνία τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ εἶναι κοινωνία ἁγίων πρώτιστα καὶ μετὰ ὀργανισμός, ξεπερνᾶ τὰ ἀνθρώπινα καὶ πορεύεται «ἄμωμος ἐν ὀδῷ», ἄμωμος σὲ κάθε ἀναστροφὴ ποὺ λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος.
Θέλει νὰ διατηρήσει ὁ μοναχὸς τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀληθινῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους; Τότε προσέχει νὰ μὴ ζηλεύει, νὰ μὴν ἀκούγεται συνεχῶς ἡ φωνή του, νὰ μὴ διαβάλλει, νὰ μὴν ἀντιλέγει, νὰ μὴν παραπονεῖται, νὰ μὴ ζητᾶ δικαιώματα, ἀλλὰ νὰ καθιστᾶ τὸν ἑαυτὸ του ὑπεύθυνο γιὰ ὅ,τι τοῦ συμβαίνει. «Εἶμαι ἄξιος γιὰ αὐτὰ ποὺ παθαίνω». Ἂν καὶ συνήθως ὁ μοναχὸς δικαιολογεῖ πάντα τὸν ἑαυτό του, αὐτὸ ὅμως δὲν ἔχει σημασία, διότι ὁ Θεὸς δὲν σκέπτεται ἔτσι. Ὁ Θεὸς λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν Του αὐτὸ ποὺ σκέφθηκε ὁ ἄλλος γιὰ σένα. «Γιὰ σένα», λέγει ὁ Γ. Αἰμιλιανός, «θὰ ρωτήσει τὸν ἄλλον καὶ γιὰ τὸν ἄλλον ἐσένα».
Ἀκόμη πρέπει νὰ ἐπιμελεῖται ὁ μοναχὸς τὸν χρόνο του. Ὁ ἀββάς Ἠσαΐας λέγει, τὸ διακόνημά σας νὰ μὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ ἀφήνετε τὴν μελέτη σας, ἐννοώντας τὴν ζωὴ τοῦ κελλιοῦ καὶ τὴν λατρεία. Ἡ ἐργασία ἐργασία καὶ ἡ μελέτη μελέτη, διότι τὸ κάθε πράγμα ἔχει τὴν δική του θέση καὶ τὸ ἐγχείρημα τοῦ ἁγιασμοῦ μέσα στὸ μοναστήρι εἶναι κοινὸ γιὰ ὅλους. Πρέπει νὰ δίνει ὁ μοναχὸς τὴν δύναμή του στὸ διακόνημα, ἀλλὰ τὸ διακόνημα δὲν μπορεῖ νὰ ἀπορροφᾶ ὅλο τὸν χρόνο καὶ τὴν σωματικὴ ἰκμάδα του, ὥστε νὰ μὴ μπορεῖ νὰ κάνει «τὰ πνευματικά του», ὅπως λένε στὸ Ἅγιον Ὅρος.
Χρειάζεται, ἀκόμη, ὁ μοναχὸς νὰ προσέχει τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους. Διότι, ὅπως ἀναφέρει ὁ Γέροντας, ἡ ἀπόσταση καὶ ἡ σιωπὴ εἶναι δυὸ στοιχεῖα συνδετικὰ τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ἡ συζήτηση καὶ ἡ πολλὴ ἐπαφή, τὰ πολλὰ λόγια, εἶναι διαλυτικὰ στοιχεῖα. Βασικὴ προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι οἱ συναντήσεις νὰ εἶναι μόνο στὴν ἐργασία, στὴν λατρεία καί, πιὸ σπάνια, σὲ προσωπικὴ ἐποικοδομητικὴ ἀναστροφή.
Ἡ κοινὴ ἐργασία, ἡ παγκοινιά, ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ οἱ συζητήσεις καὶ ἡ συνεχὴς ἐπικοινωνία, καὶ μάλιστα κατ’ ἰδὶαν ἢ στὰ κελλιά, μᾶς ἀπομονώνουν στὸ σκοτάδι μας καὶ στὴν μετάδοση, ὄχι τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν ἄλλον, δημιουργοῦν μερισμὸ καὶ διάσταση καὶ ἐγκαθίσταται ὁ ἐγωισμὸς, ποὺ διαλύει τὰ πάντα.
Μέσα στὴν πραγματικὴ μόνωση ξυπνᾶ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὁποῖον ἐγείρεται ἀμέσως καὶ κράζει σὲ κοινωνία τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅπως τὸ κάτοπτρο, ἐρχόμενο σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὸ φῶς, ἀμέσως μεταβάλλει τὸ κάθε τί σὲ φῶς, ἔτσι καὶ τὸ πνεῦμα μας μπορεῖ νὰ μᾶς ἀλλοιώσει, μόλις θὰ εἰσέλθει μία ἡλιαχτίδα τοῦ πνευματικοῦ φωτός. Αὐτό μᾶς ἑνώνει μὲ τὸν Θεὸ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
Στὸν ἀντίποδα τῆς μοναχικῆς μονώσεως κάθεται ἡ ἀπομόνωση. Ἡ ἀπομόνωση δὲν εἶναι φιλία μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ φιλία τοῦ μοναχοῦ μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔχει ἀφετηρία πολλὲς ἀφορμὲς ποὺ σχετίζονται μὲ ψυχολογικὲς εὐαισθησίες τοῦ προσώπου ἢ σωματικὲς ἀδυναμίες καὶ ἀσθένειες, εἴτε μὲ τὸν χαρακτῆρα καὶ μειονεξίες εἴτε μὲ ἀπόδοση εὐθυνῶν στοὺς ἄλλους καὶ τὶς συνθῆκες, ἀλλὰ στὸ βάθος ἡ αἰτία εἶναι ἡ βαθειὰ ἀγάπη τοῦ ἐγώ, ἡ φιλαυτία καὶ ἀκολουθεῖ τὸ κλαδί της, ὁ ἐγωισμὸς μὲ τὰ συνεπακόλουθα.
Τὰ συμπτώματα εἶναι γνωστὰ καὶ πολλά. Γογγυσμός, ραθυμία, καχυποψία, κριτικὴ τῶν ἀλλοτρίων πράξεων, ἀνυπακοή, ἐπιμονὴ στὴν γνώμη, ἀκαταστασία καὶ ἀλλαγὴ τόπων, ἐνίοτε φλυαρία καὶ καταφυγὴ στοὺς ἄλλους, τάσεις γιὰ διάκριση μὲ περισσότερη ἄσκηση ἢ νηστεία ἢ προσευχή, περιφρόνηση τῆς πρακτικῆς κοινοβιακῆς ζωῆς, ὑπερβολικὴ ὑπεράσπιση τῶν τυπικῶν καὶ τῆς παραδόσεως, μελαγχολία καλυμμένη μὲ σιωπή, διεκδίκηση τοῦ δικαίου καὶ πρὸ παντὸς ἀντίδραση στὶς συμβουλὲς καὶ παρατηρήσεις.
Ὅλα τὰ ὡς ἄνω προδίδουν ἔλλειψη ταπεινώσεως καὶ πλούσια ἐκτροφὴ τοῦ ἐγώ.
Λέγει ὁ Γ. Αἰμιλιανὸς στὴν ἑρμηνεία τοῦ Ἀββᾶ Ἠσαΐα: Ὁ ἀδελφός μου, ποὺ εἶναι πλάι μου, ἐργάζεται καλά; δὲν ἐργάζεται καλά; εἶναι καλός; εἶναι κακός; Μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο καὶ ἂν τὸν τοποθετήσεις ἀπέναντί σου, εὐθὺς χάνεις τὸν Θεόν. Ἐὰν τὸν κρίνεις ὡς καλόν, θὰ σοῦ ἐπιτεθεῖ μετὰ ὁ λογισμὸς καὶ θὰ νιώσεις ἀπογοήτευση ἢ μειονεξία καὶ θὰ τὰ βάλεις μὲ τὸν Θεόν. Ἂν τὸν βγάλεις κατώτερο ἀπὸ σένα, θὰ πέσεις στὸν ἐγωισμό. Ἔτσι, κρίνεις τὸν ἄνθρωπο καὶ χάνεις τὸν Θεό.
Ἡ γνώμη ποὺ ἔχομε γιὰ κάποιον, ἀκόμη καὶ ὁ λογισμός, γίνεται ἀφετηρία καὶ αἰτία ἀπομονώσεώς μας ἀπὸ αὐτόν. Τότε ἡ κοινωνικότητά μου γίνεται ἀπομόνωση. Μόλις θέσω τὸν ἑαυτό μου ἔναντι ἑνὸς ἀνθρώπου κατὰ τρόπον κριτικὸ ἢ λογιστικό, εὐθὺς ἀμέσως ὑψώνω ὀχυρὰ τείχη ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ ἐκεῖνον. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη χωρίζομαι ἀπὸ τὸν ἀδελφό μου καὶ ἐν συνέχειᾳ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα.
Συνήθως ὅταν κρίνω, τοὺς βγάζω ὅλους ἄχρηστους. Αὐτὸς δὲν δουλεύει καλά, ἐκεῖνος δὲν προσεύχεται, δὲν ἔχει πίστη, ὁ ἄλλος δὲν ἔχει ἀγάπη, δὲν ἔχει ἐλπίδα… Μέσα σὲ ἐλάχιστο χρόνο λογισμῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει τὸ μυαλό μου ἕνας τόπος πλήρης ναυαγίων, διότι, δὲν εἶναι δυνατόν, ὅταν βάλω τὸν νοῦ μου, νὰ μὴ βγάλει τοὺς ἄλλους ἄχρηστους. Καὶ ἂν δὲν ξέρω ἐγὼ ὅλα τὰ ἄσχημα τοῦ ἄλλου, θὰ τὰ βρεῖ ὁ σατανᾶς.
Οἱ ἀπομονωμένοι μοναχοί, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι οὐσιαστικὰ ἀποτυχημένοι στὴν κοινωνία τους καὶ στὴν ἀναφορά τους μὲ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ στὸ πραγματικό τους ἔργο, προσπαθοῦν νὰ περισώσουν τὴν εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ τους, δημιουργώντας ἕνα αὐτοείδωλο, ποὺ θὰ τοὺς δικαιολογεῖ ἐσωτερικὰ καὶ θὰ ἀπωθεῖ τὴν φωνὴ καὶ τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως. Αὐτοὶ συνήθως, ἀντὶ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ ἑλκύσουν ἔτσι τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ζητᾶνε νὰ καλύψουν τὴν μειονεξία τους μὲ ὑπέρμετρες ἀσκήσεις ἢ «μόνωση» ἢ «ἡσυχία».
Πολλὲς φορὲς συναντᾶμε μοναχούς, οἱ ὁποῖοι κάνουν πιὸ πολλή ἄσκηση, εἴτε πιὸ πολὺ κομποσχοίνι, εἴτε δὲν τρώγουν, μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ὅραση τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ συντρίβονται, διότι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς κάνει τίποτε. Ἀπομακρύνουν ἀπὸ κοντά τους τὸν Θεόν. Ἀντίθετα, γίνονται ἑλκυστῆρες τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀπογοητεύσεως καὶ ἐν τέλει τῆς πλάνης καὶ τῶν παγίδων τοῦ πονηροῦ. Ἰδίως δέ, περιπίπτουν σὲ ραθυμία καὶ σὲ ἐξαχρείωση, καὶ ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς ἁγιότητός τους, στὸ ὁποῖο θέλουν νὰ τοὺς συναντήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλυφθεῖ, καταπίπτουν σὲ μεγαλύτερα κακὰ καὶ ἰδίως ἠθικὲς ἐκτροπὲς καὶ διαστροφές, ὅπως γνωρίζομε ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν ἁγίων καὶ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα.
Ἀπὸ τὴν συνοπτική, κατ’ ἀνάγκην, ἀνωτέρω ἀνάλυση προκύπτει ξεκάθαρα, τί σημασία ἔχει ἡ ἀληθινὴ ἑνότητα, ἡ ἀληθινὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ἡ ὀρθὴ μόνωση καὶ ἡ καταστροφικὴ ἀπομόνωση.
Διότι ὅταν νιώθουμε ὡς ἕνα σῶμα μὲ τοὺς ἄλλους, ὡς ἀδελφοὶ ἀγαπημένοι καὶ τίμιοι, ὅταν δὲν μπαίνουμε στὴν ζωὴ τοῦ ἄλλου καὶ ἐκεῖνος στὴν δική μας, τότε νιώθουμε τὴν εἰρήνη, τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἐλευθερία. Τότε δὲν μᾶς γίνεται πρόσκομμα ὁ ἄλλος στὴν ζωή μας, δὲν φοβόμαστε τὴν παρουσία του, οὔτε αὐτὸς τὴν δική μας. Ἔχομε ὅλη τὴν ἄνεση νὰ κάνουμε τὴν ζωή μας, εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἐργατικοί, προσευχόμενοι.
Ἀντίθετα, ὅταν ὑπάρχει διατάραξη τῶν σχέσεων μεταξὺ δυὸ ἢ περισσότερων ἀνθρώπων, τὰ πρόσωπα αὐτὰ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ προσευχηθοῦν οὔτε νὰ μελετήσουν. Ὁ Θεὸς χάνεται ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν χαθεῖ ὁ πλησίον. Τὸ χωρίον ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει «ἂν δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀδελφό σου, πῶς θὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεόν», εἶναι πολὺ ἀληθινό, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τὸ ὀρώμενον. Ἐὰν διακυβεύεται ἡ σχέση σου μὲ τὸν ἀδελφό σου, νομίζεις ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεόν; Ἀφοῦ δὲν μπορεῖς νὰ ἐπικοινωνήσεις μὲ αὐτὸν ποὺ βλέπεις, πού σοῦ μιλάει καὶ τοῦ μιλᾶς, ποὺ ἔχει καρδιά, ἀδυναμίες, πῶς θὰ ἐπικοινωνήσεις μὲ τὸν Θεόν; Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ τὸν συμπαθήσεις, ὅπως συμπαθεῖ ἐσένα ὁ Θεός, πῶς θὰ ἀγαπήσεις τὸν Θεόν;
Ἐπὶ πλέον, ἡ διατάραξη τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων συνιστᾶ μία κατάσταση ἐντελῶς ἀφύσικη. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐννοήσει τὸ δεξί μου χέρι, ὅτι δὲν θὰ συνεργάζεται μὲ τὸ ἀριστερό, ὅτι τὰ μάτια δὲν θὰ βλέπουν μαζί, ὅτι τὰ πόδια δὲν θὰ βαδίζουν μαζί, κατὰ παρόμοιο τρόπο, εἶναι ἀφύσικος ὁ χωρισμὸς τῶν μελῶν τοῦ ἰδίου σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀφ’ ἦς στιγμῆς ἐπέρχεται διαταραχὴ στὶς σχέσεις μας, ὅλα πηγαίνουν στραβὰ καὶ ἀνάποδα, ὅλα τὰ ἀντιμετωπίζουμε λανθασμένα, καὶ ἡ ἀπώλεια καὶ τὸ χάσμα γίνονται συνεχῶς μεγαλύτερα.
Γι’ αὐτὸ, ὅλοι οἱ ἀσκητικοὶ πατέρες ὡς τεκμήριο τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν Θεόν, ὡς θεμέλιο καὶ προϋπόθεση τῆς ἑνώσεώς μας μὲ τὸν Θεὸν καὶ ὡς ἑδραίωμα τῆς ὑπάρξεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς μας, θέτουν τὸν πλησίον, τὴν θέση δηλαδὴ ποὺ ἔχει μέσα στὴν καρδιά μας ὁ ἄλλος καὶ τὴν δυνατότητα συνεργασίας καὶ κοινωνίας μαζί του. Ὅ,τι διαταράσσει τὴν σχέση μας, πρέπει νὰ ἀπομακρυνθεῖ, διότι ὁπωσδήποτε θὰ διαταραχθεῖ καὶ ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεόν.
Βεβαίως ἡ ζωὴ τοῦ κελλίου, ἡ κατὰ Θεὸν μόνωση, εἶναι τροφοδοσία τῆς σωστῆς κοινωνικῆς μας σχέσεως μὲ τοὺς ἄλλους καί, παράλληλα, οἱ σωστές μας σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους καλλιεργοῦν τὸ σωστὸ ἔδαφος τῆς κατὰ μόνας κοινωνίας μετὰ τοῦ Θεοῦ σὲ μία ἀλληλεγγύη μεταξύ τους, σὲ μία ἁρμονικὴ ἀλληλοπεριχώρηση.
Μὲ λίγα λόγια: ἂν ἀκολουθοῦμε τὸ πρόγραμμα τοῦ κοινοβίου, δηλαδὴ τηροῦμε τὶς ἀκολουθίες καὶ τὸν κανόνα μας, διακονοῦμε μὲ ταπείνωση καὶ ἀφοσίωση προσέχοντας τὸν νοῦ καὶ λέγοντας κατὰ δύναμιν τὴν εὐχή, προσέχουμε τὴν γλώσσα μας, ὥστε νὰ μὴν ἀργολογοῦμε, διότι συνήθως τὰ λόγιά μας, οἱ συζητήσεις μας εἶναι μαχαιριὲς ποὺ κόβουν τοὺς δεσμοὺς τῆς ἀγάπης, ἂν δίνουμε, ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας, τὴν καρδιά μας «εἰς ὑπακοὴν τῶν Πατέρων», ὅταν ἀγαπᾶμε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ἄλλου, ἐπιδιώκουμε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν καταλλαγή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ψυχικὲς ἢ σωματικὲς ἀδυναμίες, τὶς συνθῆκες καὶ τὸν χαρακτήρα μας, τότε πορευόμαστε κατὰ Θεὸν καὶ δὲν κινδυνεύουμε ἀπὸ μειονεκτικὲς ἀπομονώσεις καὶ πλάνες. Τότε ἡ προσευχὴ στὸ κελλί μας θὰ εἶναι ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ «οἰκήσει ἐν ἡμῖν».
Αὐτὸ σημαίνει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὅτι πρέπει στὴν κοινοβιακή μας ζωή, τὴν κοινωνική μας, ἂς ποῦμε ἔτσι, συμπεριφορά, νὰ εἴμαστε ἐπιτυχημένοι. Ἐὰν ὁ μοναχὸς ἀποτύχει στὴν σχέση του μὲ τοὺς ἀδελφούς, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ συνάψει κοινωνία οὔτε μὲ ἁγίους οὔτε μὲ ἀγγέλους οὔτε μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἀντίθετα, ἂν ὁ μοναχὸς προσέχει αὐτὴ τὴν λεπτὴ κοινωνία μὲ τοὺς ἀδελφούς, πάντοτε αὐτοὶ θὰ νιώθουν κοντά του ἀνακούφιση καὶ ἀνάπαυση, θὰ νιώθουν μία πνευματικὴ αἴσθηση, μία θαλπωρή, ἕνα φωτισμὸ καὶ χαρὰ καὶ μόνον ἀπὸ τὴν παρουσία του.
Τὸ ἰαματικὸ φάρμακο εἶναι διαχρονικὸ καὶ αὐτὸ ὀνομάζεται ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ, μίμηση καὶ ἀκολούθηση τοῦ Χριστοῦ, ἀντίτυπο τοῦ ἀμώμου Χριστοῦ ποὺ ἀνακεφαλαιώνει τὴν μόνωση καὶ ἐρημία, τὴν κοινωνία καὶ ἀγάπη μὲ ὅλους, τὴν ὑπακοὴ καὶ θυσία, τὸν σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο καὶ ὑπόσχεται τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀφθαρσία στὴν ἀνέσπερο βασιλεία.
Τέλος, πνευματικῶς βλέποντες τὰ πράγματα, πέραν τοῦ ὀρωμένου, ὄχι ἀνθρωποκεντρικὰ ἢ ψυχολογικὰ (αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ βάρος μας, τὶς ἁμαρτίες μας, τὶς ἀνομίες μας), ὅλη ἡ συνοίκηση καὶ κοινωνία τῆς ἀδελφότητος, τοῦ Κοινοβίου, μέσα στὴν καθημερινὴ πραγματικότητα, τὴν δύσκολη ἢ εὔκολη, τὴν ἐμμέριμνη ἢ ἀμέριμνη, τὴν ἥσυχο ἢ ἐνίοτε θορυβώδη, εἶναι κλήση ἅγια, εἶναι κλήση σὲ ὁμόνοια πατρικὴ καὶ μητρική, εἶναι σύναξη καὶ ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς χοροὺς τῶν ἁγίων, ποὺ εἶναι ζωντανοὶ προστάτες καὶ φρουροὶ τοῦ μοναστηριοῦ, εἶναι καθέδρα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θέλει ἀπὸ τώρα νὰ δείχνει στὰ τέκνα του τὰ «ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια» τῆς σοφίας Του, τὰ ἄδυτα τῆς βασιλείας Του καὶ θέλει νὰ κεντρίζει τὸν πόθο τους γιὰ τὴν βίωση καὶ τὴν κατάκτησή της.
Γιὰ τοὺς μοναχοὺς, αὐτὴ ἡ προσμονὴ εἶναι ἡ ζωή τους, ἡ ἀγάπη τους, ἡ ἱκεσία τους, τὸ πάθος τους, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον τους.