Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, ἐκτός ἀπό τή βιολογική της διάσταση, ἔχει καί μεταφυσική. Γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί παράδοση, θάνατος εἶναι ἡ ρήξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυίας, ἡ λύση τοῦ δεσμοῦ, ὁ χωρισμός, ψυχῆς καί σώματος.[1]

  • !

    Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, θεωρεῖ τόν θάνατο μυστήριο.[5] Καί τά μυστήρια δέν προσεγγίζονται εὔκολα οὔτε γνωρίζονται οὔτε, πολύ περισσότερο, ὁρίζονται. Γιά τόν λόγο αὐτόν, κάθε προσπάθεια σχολαστικοῦ προσδιορισμοῦ λεπτομερειῶν, πού στή φύση τους εἶναι ἀνερμήνευτες καί ἀπρόσιτες, ἐνέχει τὸν κίνδυνο νά βεβηλώσει τά ἱερά μέ τήν λάθος γνώση καί τό θράσος τοῦ ἀσφαλοῦς ὁρισμοῦ και, ἔτσι, νά τά ἀπογυμνώσει ἀπό τόν μυστηριακό τους χαρακτῆρα.

    Ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐμφανίζει περιστατικά δυσερμήνευτα, πού ἀποδεικνύουν, ὅτι ὁ θάνατος δέν ἀποτελεῖ φυσικό γεγονός, πού μέ σαφήνεια ὁρίζεται, ἀλλά πνευματικό, πού μέ ταπείνωση καί φόβο προσεγγίζεται. Γεγονός πού μπορεῖ γενικά νά περιγραφεῖ ἀλλά ὄχι ἐπακριβῶς νά ὁρισθεῖ. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, πού στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποφεύγουμε νά ταυτίσουμε τόν θάνατο μέ τήν παύση τῆς καρδιακῆς ἤ ἐγκεφαλικῆς ἤ κάποιας ἄλλης λειτουργίας.

  • !

    Ὁ θάνατος εἶναι τόσο ἱερό γεγονός γιά κάθε ἄνθρωπο, ὥστε θά πρέπει μέ κάθε τρόπο νά διατηρηθεῖ ἡ καθαρότητά του. Εἶναι ἡ στιγμή, πού τό πρόσωπο ἀξίζει τόν μεγαλύτερο σεβασμό ἀπο τήν κοινωνία, ἡ ὁποία μέ κανένα τρόπο δέν θά ἔπρεπε ἀπό μυστήριο νά τόν ὑποβιβάσει σέ ψυχρό μηχανικό χρονικό γεγονός. Τή στιγμή πού τό σῶμα ὀρφανεύει ἀπό τήν προστασία τῆς ψυχῆς, εἶναι τρομερο ἐμεῖς νά τό ἀπογυμνώνουμε ἀπο τό τελευταῖο ἔνδυμα τῆς ἀξιοπρέπειάς του.

    Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, πού ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται μέ κάθε τρόπο τήν εὐθανασία -ἰδίως ὡς ὑποβοηθούμενη αὐτοκτονία-, στέκεται δέ προβληματισμένη καί συνεσταλμένη μπροστά σέ αὐτό πού ἡ ἰατρική τεχνολογία δημιούργησε καί ἡ ἰατρική ἐπιστήμη ἀποκαλεῖ «ἐγκεφαλικό θάνατο».

  • !

    Ὅπως δέν δικαιούμαστε νά ἐπισπεύσουμε τόν θάνατο, δέν δικαιούμαστε καί νά τόν παρατείνουμε ὡς διαδικασία. Ὀφείλουμε νά τόν ἀποδεχθοῦμε καί νά τόν σεβασθοῦμε.[9]

    Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, στό σῶμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά. Κάθε κίνηση, πού συνηγορεῖ καί ἐπισπεύδει τή φυσιολογική φθορά του, προσβάλλει καί τήν ψυχή. Γι’ αὐτο καί ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς πρέπει νά εἶναι ἐντελῶς φυσική καί ποτέ ἐξαναγκασμένη.

  • !

    Ὑπάρχει πάλι περίπτωση, πού σεβασμός στόν ἄνθρωπο σημαίνει, ὅτι ὄχι ἁπλῶς τοῦ ἐπιτρέπουμε ἀλλά ἀκόμη καί τόν διευκολύνουμε νά πεθάνει. Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι τόν πεθαίνουμε ἀλλά ὅτι προσευχόμαστε γιά τόν θάνατό του καί ὄχι ὡς συνήθως γιά τήν παράταση τῆς ζωῆς του• ἡ ἀγάπη μας τόν προτιμᾶ «τετελειωμένο» καί ὄχι δοκιμαζόμενο. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιά τή διευκόλυνση τῆς ἀναχώρησης τῆς ψυχῆς (εὐχή εἰς ψυχορραγοῦντα[10]), γιατί γι’ αὐτήν εἶναι μέν μεγάλο δῶρο ἡ ζωή, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι μεγαλύτερη εὐλογία ὁ θάνατος.

  • !

    5) Ἡ ἐνεργητική εὐθανασία ἔχει τά χαρακτηριστικά τῆς σκληρότητος τοῦ φόνου. Καί ἡ λεγόμενη παθητική ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἐγκατάλειψης. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται καί στά δύο. Ἐκεῖ πού βλέπει τήν ἀνάγκη νά συζητήσει εἶναι ἡ ἄρνηση ἤ διακοπή τῆς μή ἐπιθετικῆς θεραπευτικῆς. Γιατί ἐνίοτε αὐτή ἡ θεραπευτική δέν θεραπεύει ἀλλά βασανίζει δίχως λόγο καί παρεμποδίζει τήν εὐλογία τοῦ θανάτου. Ἡ κρίση τοῦ πότε αὐτό συμβαίνει ἐπαφίεται στή συνείδηση τοῦ γιατροῦ. Γι’ αὐτό, ἴσως, ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι νά δώσει ὁδηγίες γιά τό δίλημμα ἀλλά νά καλλιεργήσει τίς συνειδήσεις• εἶναι νά δίνει τίς κατευθύνσεις, ὄχι νά παίρνει τήν ἀπόφαση. Γιατί δίνει φῶς, δέν κλέβει τήν ἐλευθερία. Ἡ ἀπόφαση καί τό βάρος τῆς εὐθύνης ἀνήκει στόν καθένα μας. Εὐθύνη καί ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι νά μᾶς προστατεύσει ἀπο τά λάθη μας ἀλλά νά μᾶς διδάξει ἀπο αὐτά. Γι’ αὐτό καί δέν τιμωρεῖ γιά τά λάθη μας ἀλλά τά συγχωρεῖ παιδαγωγικά. Ἡ διαστροφή τιμωρεῖται• ὄχι τό λάθος.

ΜΕΘ – Στό μεθόριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου

 

Α. Θέση τοῦ προβλήματος

Πῶς ἀλλιῶς θά μποροῦσα νά ἀρχίσω τήν ὁμιλία μου παρά μέ τήν ἔκφραση πολλῶν καί εἰλικρινῶν εὐχαριστιῶν γιά τήν ὁπωσδήποτε τιμητική πρόσκληση νά μιλήσω στό συνέδριο σας; Ἴσως ἐσεῖς ὡς ἐντατικολόγοι νά συναντᾶτε τά μεγαλύτερα ἠθικά διλήμματα καί νά συναντιέστε μέ τίς ἐντονότερες ἰατρικές συνειδησιακές προκλήσεις ἀπό κάθε ἄλλον συνάδελφό σας. Κι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία, ἄν θέλουμε νά ἔχουμε σχέση μέ τήν ἀλήθεια τῆς ἀποστολῆς μας, διαρκῶς βρισκόμαστε στήν ἔνταση πού δημιουργεῖ ἡ ταλάντωση τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀνάμεσα στή ζωή καί τόν θάνατο -βιολογικά καί  μεταφορικά-,  διακρίνοντας ἀνελλιπῶς μέσα ἀπο τήν ζωή τόν θάνατο καί ἀντικρύζοντας συνεχῶς το περίγραμμα τῆς ὄντως ζωῆς μέσα στόν θάνατο.

Ὁ τόπος τῆς ἐργασίας ἑνός ἐντατικολόγου ἔχει τόν χαρακτηρισμό τῆς Ἐντατικῆς Θεραπείας ἤ ἄλλως Ἐντατικῆς Παρακολούθησης. Στήν οὐσία, οἱ ΜΕΘ εἶναι μονάδες Ἐντατικῆς Ἰατρικῆς καί Τεχνολογικῆς Παρέμβασης καί φυσικά Μονάδες ἔντονων συνειδησιακῶν κρίσεων καί Ἐντατικοῦ ἠθικοῦ προβληματισμοῦ. Δέν ὑπάρχει ἴσως ἄλλη ἰατρική εἰδικότητα, πού νά ζεῖ διαρκῶς τὴν ἔνταση τοῦ μεθορίου τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, τοῦ σεβασμοῦ στή ζωή καί τῆς συμπάθειας στόν ἄνθρωπο, τῆς σωστῆς ἀπόφασης καί τοῦ λάθος ἀποτελέσματος, τῆς ἀνάγκης νά παρατείνουμε τή συνύπαρξή μας καί τῆς ἐπιθυμίας νά προσφέρουμε φιλανθρωπία, ἐλπίδα ζωῆς δίχως πόνο, τῆς πάλης γιά παράταση ζωῆς καί τῆς ἀνεπιθύμητης συνέπειας νά παρεμποδίζουμε τόν θάνατο.

Πιό συγκεκριμένα, μέσα στίς ΜΕΘ ζεῖ κανείς τά μεγάλα προβλήματα πού συνδέονται μέ τήν εὐθανασία, τόν ἐγκεφαλικο θάνατο καί τήν χωρίς ἐλπίδα ἀλλά μέ εὐαισθησία ἐπιθετική ἀγωγή.

Στήν περίπτωση τῆς εὐθανασίας, ἡ ἠθική πάλη βρίσκεται ἀνάμεσα στό νά σεβασθοῦμε τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς, πρᾶγμα πού μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τό γιά ὁποιονδήποτε λόγο νά τήν ἀφαιρέσουμε, καί στό νά συμπαθοῦμε τόν ἄνθρωπό μας στόν ἀβάσταχτο πόνο του, γεγονός πού μᾶς προκαλεῖ τήν ἐπιθυμία νά τόν ἀπαλλάξουμε ἀπό τή βασανιστική ἔκφραση καί τυραννική φάση τοῦ τελικοῦ σταδίου τῆς ζωῆς.

Στήν περίπτωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, τό ἠθικό πρόβλημα ἔγκειται στόν σεβασμό στό γεγονός τοῦ ἐπελθόντος θανάτου, πρᾶγμα πού ἄφ’ ἑνός μέν συνηγορεῖ στό νά μήν ταλαιπωροῦμε περαιτέρω τόν νεκρό ἄνθρωπο μέ τό ζωντανό σῶμα, ἄφ’ ἑτέρου δέ μᾶς ἀποτρέπει ἀπό τό νά προσδιορίσουμε ἐμεῖς τή στιγμή τοῦ βιολογικοῦ θανάτου μέ κριτήρια ἐπιδεκτικά ἀμφισβήτησης, ἀφοῦ εἶναι διαφορετικά ἀπό αὐτά πού συναντοῦμε στήν ἐλεύθερη ἀπό τεχνολογικές παρεμβάσεις φυσιολογική ζωή.

Τά πράγματα ἴσως νά εἶναι πιό ἀσαφή, στήν περίπτωση τῆς ἄνευ ἐλπίδας ἀλλά μέ εὐαισθησία ἐπιθετικῆς ἀγωγῆς. Ἐδῶ, δίχως τὴ γνώμη τοῦ ἀσθενοῦς ἔμμεσα μηδενίζουμε τίς ἴσως ἐλάχιστες ἐλπίδες ἤ, ἄν αὐτές εἶναι ἀποδεδειγμένως μηδενικές, πάλι ἔμμεσα ἀλλοιώνουμε τόν χρόνο τῆς φυσιολογικῆς πορείας τοῦ ἀσθενοῦς πρός τόν θάνατο, εἴτε παρεμβαίνοντας εἴτε ἀρνούμενοι νά παρέμβουμε φαρμακευτικά. Ἐδῶ ἀντιπαλεύει ἡ γνώση μέ τήν ἀγάπη καί συμπόνοια. Τό ἐρώτημά μας εἶναι, ἄν ἡ προσπάθεια παράτασης τῆς ζωῆς τοῦ ἀσθενοῦς στήν οὐσία ἀποτελεῖ παρεμπόδιση τῆς ἐπέλευσης τοῦ θανάτου. Μέ ἄλλα λόγια, μέχρι ποιοῦ σημείου καί κάτω ἀπό ποιούς ὅρους δικαιούμεθα νά καθυστεροῦμε τόν θάνατο;

Στήν ὁμιλία μου αὐτήν, θά προσπαθήσω, ἀναλύοντας ὅσο μπορῶ τό τί σημαίνει ζωή καί θάνατος, νά προσεγγίσω τίς ὁριακές καταστάσεις στίς ΜΕΘ, ὅπου ἡ ἀδυναμία μας νά ἀποδεχθοῦμε τόν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς μᾶς ὁδηγεῖ σέ ὑπερβολικά ἐπιθετικές παρεμβάσεις, πού προσφέρουν μέρες ἀλλά ἐνίοτε καί ἀμφίβολης φύσεως ζωή.

 

Β. Εὐθανασιακή λογική – βαθύτερα αἴτια

Ἡ φαινομένη ἔνταση, μέ τήν ὁποία ἐμφανίζεται στίς μέρες μας ἡ παρεμβατική δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου στό γεγονός, τή διαδικασία καί τή στιγμή τοῦ θανάτου ὡς δικαίωμα, ὅπως καί τό πρόβλημα τῆς εὐθανασίας εἰδικότερα, ὀφείλεται βασικά στίς ἑξῆς παραμέτρους•

α) Ἡ κοινωνία μας γίνεται ὅλο καί πιό εὐδαιμονιστική, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἀντιστάσεις της στίς καταστάσεις τοῦ πόνου ὅλο καί νά περιορίζονται. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἀντέχουν τίς δυσκολίες, τόν πόνο, τίς πιέσεις οὔτε καί μποροῦν νά περιμένουν καί νά ὑπομένουν. Τό ἴδιο καί οἱ κοινωνίες• δέν ἀνέχονται πλέον τοὺς μή παραγωγικούς πολῖτες.

β) Ἡ παράταση τοῦ μέσου ὅρου ζωῆς ἄφ’ ἔνος καί ἡ μείωση τῶν γεννήσεων ἄφ’ ἑτέρου, ἐπίτευγμα καί συνέπεια τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ ἀντίστοιχα, ὁδηγοῦν σέ γηρασμό τῶν κοινωνιῶν μας, μέ ἀποτέλεσμα τά περιστατικά τῶν χρόνιων καί ἐπώδυνων νοσημάτων νά αὐξάνουν σέ συχνότητα.

Ἔτσι, γιά παράδειγμα, στήν Ἰαπωνία οἱ ἡλικιωμένοι ἀποτελοῦν τό 15,7% τοῦ πληθυσμοῦ καί ὑπολογίζεται, ὅτι τό 2025 τό ποσοστό αὐτό θά πλησιάσει τό 27,4%. Μάλιστα ἐκτιμᾶται, ὅτι αὐτή ἡ τάση γήρανσης τοῦ πληθυσμοῦ θά συνεχισθεῖ γιά περίπου ἀκόμη ἕναν αἰῶνα.

γ) Ἡ ὑγεία μας ἔχει γίνει ἔντονα οἰκονομική καί ὑπερβολικά δαπανηρή, ἡ δέ ἀντιμετώπιση τοῦ ἀσθενοῦς ὀρθολογιστικά μηχανική. Αὐτό ἔχει μετατοπίσει τό κέντρο βάρους τῆς ἰατρονοσηλευτικῆς συμπαράστασης ἀπό τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό στόν πάσχοντα στά οἰκονομικά συμφέροντα.

δ) Ἡ εἰσβολή τῆς τεχνολογίας στήν ἰατρική καί γενικότερα στήν ὑγεία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα πολύ συχνά ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου να ἀποκτᾷ πρωτοφανῆ διάρκεια καί ἡ ἐλπίδα γιά ἐπιβίωση νά ἐμφανίζει χαρακτηριστικά καί ἰδιότητες τυραννίας. Ἡ θεραπευτική διαδικασία ὁδηγεῖ ἐνίοτε ἀπό μόνη της σέ τέτοια παθολογικά συμπτώματα καί ἠθικά διλήμματα, πού μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ ἡ ἴδια νά ἀντιμετωπίσει.

Ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν στό φαινόμενο, ἀσθενεῖς ἤ συγγενεῖς τους νά ἐκλιπαροῦν γιά τόν θάνατο, συχνά δέ νά βρίσκονται καί γιατροί νά τούς διευκολύνουν πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση. Ἔτσι, ἀναπτύσσεται μιά εὐθανασιακή λογική, ἠθική καί ἀντίληψη, ἡ ὁποία ἄφ’ ἑνός μέν διευκολύνει τή θεσμοθέτηση καί νομική κάλυψη τῆς εὐθανασίας, ἄφ’ ἑτέρου δέ εἰσάγει μιά καινοφανῆ προβληματική γύρω ἀπό τή διαχείριση ὁριακῶν κρίσεων πού σχετίζονται μέ τόν θάνατο, ἡ ὁποία εἶναι ἐξαιρετικά ἐπώδυνη λόγω τῆς ἰδιάζουσας συναισθηματικῆς φόρτισης τῶν στιγμῶν καί τῆς τεράστιας εὐθύνης. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ, ὅτι στήν Ὁλλανδία, μέ βάση τούς πρόσφατους νόμους, ἕνας στούς 32 θανάτους προέρχεται ἀπό ἐφαρμογή εὐθανασίας, κάτι πού μεταφερόμενο στή Ἑλληνική πραγματικότητα θά σήμαινε 3.000 εὐθανασιακούς θανάτους ἐτησίως.

Στήν παροῦσα ὁμιλία, ἐμεῖς θά προσπαθήσουμε νά διακρίνουμε τά ὅρια τῆς ἰατρικῆς προσφορᾶς σέ σχέση μέ τά ὅρια τοῦ σεβασμοῦ στή ζωή καί τόν θάνατο, στό σημεῖο τοῦ μεθορίου τους, μέσα στό πλαίσιο τῶν σημερινῶν δεδομένων στίς ΜΕΘ.

 

Γ. Θάνατος – Ρήξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας

α. Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου

Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου, ἐκτός ἀπό τή βιολογική της διάσταση, ἔχει καί μεταφυσική. Γιά τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί παράδοση, θάνατος εἶναι ἡ ρήξη τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυίας, ἡ λύση τοῦ δεσμοῦ, ὁ χωρισμός, ψυχῆς καί σώματος.[1]

Γιά τίς ἐμπειρικές ὅμως ἐπιστῆμες, ὁ ὄρισμος αὐτός εἶναι ἄνευ σημασίας. Ἡ ψυχή εἶναι μή ὁρατή. Κάθε προσπάθεια προσέγγισης τοῦ θανάτου ἀπό τήν ὀπτική τῶν μεταβολῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν μάλιστα ἀναφερόμαστε στό τί συμβαίνει στό σῶμα, ἐνέχει τόν κίνδυνο τοῦ σχολαστικισμοῦ καί τῆς αὐθαιρεσίας. Γι’ αὐτό, ἀσφαλέστερα προσδιορίζεται ὁ θάνατος ὡς νέκρωση τοῦ σώματος, ὑποταγή στήν βαρύτητα τῶν νόμων τῆς φύσεως, ἀπό τούς ὁποίους ἡ ψυχή λόγω τῆς φύσεώς της μένει ἀνεπηρέαστη. Κατά τή στιγμή τοῦ θανάτου, δέν ἀναχωρεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί συνεπῶς αὐτο καταρρέει -ἡ ψυχή δέν εἶναι κάτι πού μπαίνει καί βγαίνει ἀλλά κάτι πού συνυπάρχει ἤ  ὄχι-,  ἀλλά εἶναι ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς, πού καθιστᾶ τό σῶμα ἀδύναμο νά παρακολουθήσει τήν πορεία καί νά δεχθεῖ τή ζωογόνο ἐνέργεια τῆς ψυχῆς,[2] ὁπότε καταστρέφεται ἡ ὁλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί ἡ συνοχή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καταρρέει.

Ὑπ’ αὐτήν τήν ἔννοια, θά μπορούσαμε νά δεχθοῦμε, ὅτι ἡ καταστροφή εἴτε τοῦ ψυχοσωματικοῦ συνδέσμου εἴτε αὐτῆς τῆς λειτουργικῆς συνοχῆς τοῦ σώματος, πού ἐπισυμβαίνει μέ τή νέκρωση τοῦ ἐγκεφάλου, σηματοδοτεῖ τή λύση τῆς ὁλότητος καί ἀκεραιότητος τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί συνεπῶς προσδιορίζει τόν θάνατο.

Ἡ ψυχή ἔχει καί νομοτελειακό, φυσικό στοιχεῖο καί αὐτεξούσιο, πνευματικό. Κύριο ὄργανο τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυίας, τό κατ’ ἔξοχήν ὄργανο πού συνδέει τό σῶμα μέ τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό πλευρᾶς φυσιολογίας, εἶναι ὁ ἐγκέφαλος. Ὡς θάνατος, λοιπόν, θά μποροῦσε νά ὁρισθεῖ ἡ ὁριστική κατάρρευση τοῦ σώματος καί ἡ ἀμετάκλητη παύση τῶν ψυχικῶν ἐκδηλώσεων (αὐτονομία, αὐτεξουσιότητα, δυνατότητα ἔκφρασης, ἀντίληψη, συνείδηση κ.λπ.), πρᾶγμα πού συμβαίνει στήν πραγματικότητα μέ τήν παύση τῆς ἐγκεφαλικῆς λειτουργίας.

β. Ἡ στιγμή τοῦ βιολογικοῦ θανάτου

Ἡ στιγμή τοῦ θανάτου εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν στιγμή, πού ὁρίζεται ἡ ἀνθρώπινη ἀξία καί κατανοεῖται ἡ ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Γιά τόν λόγο αὐτόν καί ἀντιμετωπίζεται μέ δέος, σεβασμό, αἴσθηση μυστηρίου καί ταπείνωση.

Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε θνητά ὄντα και, συνεπῶς, ὁ θάνατος διατρέχει ὁλόκληρη τήν ζωή μας.[3] Ἀπό τή γέννησή μας, ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφη μέτρηση. Ὁ θάνατος δέν εἶναι μία ἁπλή στιγμή. Ἁπλά, ὅταν ἡ θνητότητα γίνει μή ἀναστρέψιμη -ὄχι ὡς πρόγνωση ἀλλά ὡς  διαδικασία-,  τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχει πεθάνει βιολογικά. Τό σῶμα παύει νά ὑπάρχει ὡς ζῶν σῶμα, ἀπό τή στιγμή πού παύει νά στηρίζει τό πρόσωπο.[4]

Ἡ Ἐκκλησία, βέβαια, θεωρεῖ τόν θάνατο μυστήριο.[5] Καί τά μυστήρια δέν προσεγγίζονται εὔκολα οὔτε γνωρίζονται οὔτε, πολύ περισσότερο, ὁρίζονται. Γιά τόν λόγο αὐτόν, κάθε προσπάθεια σχολαστικοῦ προσδιορισμοῦ λεπτομερειῶν, πού στή φύση τους εἶναι ἀνερμήνευτες καί ἀπρόσιτες, ἐνέχει τὸν κίνδυνο νά βεβηλώσει τά ἱερά μέ τήν λάθος γνώση καί τό θράσος τοῦ ἀσφαλοῦς ὁρισμοῦ και, ἔτσι, νά τά ἀπογυμνώσει ἀπό τόν μυστηριακό τους χαρακτῆρα.

Ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐμφανίζει περιστατικά δυσερμήνευτα, πού ἀποδεικνύουν, ὅτι ὁ θάνατος δέν ἀποτελεῖ φυσικό γεγονός, πού μέ σαφήνεια ὁρίζεται, ἀλλά πνευματικό, πού μέ ταπείνωση καί φόβο προσεγγίζεται. Γεγονός πού μπορεῖ γενικά νά περιγραφεῖ ἀλλά ὄχι ἐπακριβῶς νά ὁρισθεῖ. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, πού στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποφεύγουμε νά ταυτίσουμε τόν θάνατο μέ τήν παύση τῆς καρδιακῆς ἤ ἐγκεφαλικῆς ἤ κάποιας ἄλλης λειτουργίας.

γ. Ἡ ἀξία τῶν τελευταίων στιγμῶν

Ἡ διάθεση συμπαραστάσεως καί ἡ μέ κάθε μέσο προσπάθεια μετατόπισης πρός τά πίσω τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου ἀποτελοῦν ἔκφραση τῆς φυσικῆς πάλης μας ὡς ἀνθρώπων μέ τό γεγονός του ὡς «πτωτικῆς» συνέπειας. Τό ἐλάχιστο αὐτό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς ἴσως ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπο τό παρελθόν της. Καί ἔχει ἀξία μεγαλύτερη γιά τόν γιατρό καί τούς συγγενεῖς, πού τήν προστατεύουν, ἀπ’ ὅ,τι γιά τόν ἀσθενῆ, πού τήν δικαιοῦται.[6] Γιατί ἡ συμπαράσταση, ἡ ἐλπίδα καί ὁ πόθος τῆς ζωῆς τοῦ ἄλλου, κεντρικά στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερα ἀπο τή βιολογική ζωή τοῦ ἀσθενοῦς.

Οἱ τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως, ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία καί γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Καί ἔχουν ἴσως μεγαλύτερη ἀξία ἄπ’ ὅ,τι οἱ στιγμές τῆς ὑπόλοιπης ζωῆς του.[7] Γιατί ἡ ψυχή σ’ αὐτές κρίνεται, μπορεῖ νά μετανοήσει, περνάει ἀπό τήν ἐφημερότητα στήν αἰωνιότητα. Ὁ χρόνος ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση τοῦ συνδέσμου τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα. Γιά τόν λόγο αὐτόν και, ἐπ’ οὐδενί λόγῳ, πρέπει ἐνεργητικά νά ἐπιταχύνεται ὁ θάνατος.

Ὁ θάνατος εἶναι τόσο ἱερό γεγονός γιά κάθε ἄνθρωπο, ὥστε θά πρέπει μέ κάθε τρόπο νά διατηρηθεῖ ἡ καθαρότητά του. Εἶναι ἡ στιγμή, πού τό πρόσωπο ἀξίζει τόν μεγαλύτερο σεβασμό ἀπο τήν κοινωνία, ἡ ὁποία μέ κανένα τρόπο δέν θά ἔπρεπε ἀπό μυστήριο νά τόν ὑποβιβάσει σέ ψυχρό μηχανικό χρονικό γεγονός. Τή στιγμή πού τό σῶμα ὀρφανεύει ἀπό τήν προστασία τῆς ψυχῆς, εἶναι τρομερο ἐμεῖς νά τό ἀπογυμνώνουμε ἀπο τό τελευταῖο ἔνδυμα τῆς ἀξιοπρέπειάς του.

Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, πού ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται μέ κάθε τρόπο τήν εὐθανασία -ἰδίως ὡς ὑποβοηθούμενη  αὐτοκτονία-,  στέκεται δέ προβληματισμένη καί συνεσταλμένη μπροστά σέ αὐτό πού ἡ ἰατρική τεχνολογία δημιούργησε καί ἡ ἰατρική ἐπιστήμη ἀποκαλεῖ «ἐγκεφαλικό θάνατο».

δ. Ζωή καί ἐπιβίωση

Ἡ ποιότητα ζωῆς πρέπει νά εἶναι συμβατή μέ τήν ἐπιβίωση. Ἡ φύση δέχεται ζωή μόνο μέ συγκεκριμένες προδιαγραφές ποιότητος. Σήμερα ἐπιβάλλουμε τεχνολογικά τήν ἐπιβίωση μέ ὅρους ἀπαράδεκτης ποιότητος. Ἄλλο ἐπιβίωση, συντήρηση τῆς ἀναπνοῆς, καί ἄλλο ζωή.

Τά πολλά τροχαῖα ἀτυχήματα, ἡ ἐκπληκτική πρόοδος στήν φαρμακευτική καί ἰατρική τεχνολογία ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νά συντηροῦνται στήν ζωή ἄνθρωποι κάτω ἀπο συνθῆκες ἐντελῶς ἀκραῖες. Ἔτσι, ἐπί παραδείγματι, σέ περιπτώσεις καρκινοπαθῶν, συχνά ἡ ἐπιθετική χημειοθεραπευτική ἤ ἀκτινοθεραπευτική ἀγωγή δίνει μέν παράταση ζωῆς ἀλλά συχνά ὁδηγεῖ σέ καταστάσεις πολλαπλῶν μεταστάσεων, πού ὑποβιβάζουν τήν ποιότητα ζωῆς σέ πρωτόγνωρα χαμηλό ἐπίπεδο. Ἡ ἴδια ἡ φύση, ὅταν ἡ ζωή κινδυνεύει νά ἐκφυλισθεῖ σέ ἐπιβίωση, «προστατεύει» μέ τόν θάνατο. Ἡ σύγχρονη τεχνολογία ἄφ’ ἑνός μέν, στίς περιπτώσεις αὐτές, καταργεῖ τήν προστασία τοῦ θανάτου, ἄφ’ ἑτέρου δέ ἔχει δημιουργήσει πρωτόγνωρες σέ πολυπλοκότητα μορφές καί ἐκφράσεις θανάτου. Μέ ἄλλα λόγια, ἄν δέν ὑπῆρχαν τά μηχανήματα, δέν θά πεθαίναμε μέ αὐτόν τόν τρόπο. Ἡ πρόοδος τῆς τεχνολογίας ἔχει δημιουργήσει ἀνθρώπους, πού ἤ δέν μποροῦν νά πεθάνουν ἤ δέν μποροῦν νά πεθάνουν φυσιολογικά.

Ἀνάλογη περίπτωση εἶναι αὐτή τῆς χρήσης τοῦ ἀναπνευστῆρα, πού ἄν τελικά δέν ἀποδειχθεῖ σωτήρια γιά τόν ἀσθενῆ, μᾶς ὁδηγεῖ στή διάγνωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, μιᾶς καταστάσεως, πού ἴσως εἶναι περισσότερο ἀνεπιθύμητη γιά τά διλήμματά της καί καθόλου ἐπιθυμητή γιά τό θεραπευτικό ἐπίτευγμά της. Ἡ ἰατρική παρέμβαση, στήν περίπτωση αὐτήν, δέν παρέχει θεραπεία, εὐκαιρία ἤ ἐλπίδα• ἀποτελεῖ ἀξεπέραστο ἀδιέξοδο.

Μέ βάση αὐτά, ἄν δεχθοῦμε γιά τούς ἐγκεφαλικά νεκρούς, ὅτι ἡ κατάστασή τους εἶναι μή ἀναστρέψιμη, ἡ ἀπώλεια συνειδήσεως ὁριστική καί ἡ διατήρηση τοῦ ἀσθενοῦς στήν ζωή μόνο μηχανικά κατορθωτή, τότε ὁ ἀναπνευστῆρας στήν περίπτωσή τους δέν δίνει ζωή ἀλλά ἐπιβίωση, παρεμποδίζει οὐσιαστικά τή διαδικασία τοῦ θανάτου, δίχως νά μπορεῖ νά προσφέρει κάποια θεραπεία. Ἡ μηχανική ὑποστήριξη τότε μόνο ἔχει λόγο, ὅταν χαρίζει ἀνακούφιση, ἐλπίδα καί προοπτική ζωῆς• ὅταν ὁ ἀσθενής μπορεῖ νά αὐτονομηθεῖ καί νά ἐπανέλθει.

Ἡ διά τῆς βίας προσπάθεια διατήρησης στήν ζωή «ἐνέχει κι αὐτή τόν χαρακτῆρα ἀλαζονικῆς στάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀνάλογης μέ ἐκείνη τῆς βιαίας διακοπῆς της».[8] Ὅπως δέν δικαιούμαστε νά ἐπισπεύσουμε τόν θάνατο, δέν δικαιούμαστε καί νά τόν παρατείνουμε ὡς διαδικασία. Ὀφείλουμε νά τόν ἀποδεχθοῦμε καί νά τόν σεβασθοῦμε.[9]

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, στό σῶμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά. Κάθε κίνηση, πού συνηγορεῖ καί ἐπισπεύδει τή φυσιολογική φθορά του, προσβάλλει καί τήν ψυχή. Γι’ αὐτο καί ἡ διαδικασία τῆς φθορᾶς πρέπει νά εἶναι ἐντελῶς φυσική καί ποτέ ἐξαναγκασμένη.

ε. Ὑπέρβαση ζωῆς καί ὑπέρβαση θανάτου

Ὑπάρχει περίπτωση, πού σεβασμός στή ζωή σημαίνει νά παλέψουμε μ’ ὅλες μας τίς δυνάμεις κάποιος νά ζήσει, ἔστω καί μέ ἐκτεταμένη σωματική ἀναπηρία. Τά ὑπόλοιπα τά συμπληρώνει μέ τό παραπάνω ἡ ἀγάπη μας, πού εἶναι ἀνεκτίμητη. Στήν περίπτωση αὐτήν, τό ἀποτέλεσμα δέν ἐκτιμᾶται, μέ τό ὅτι θά ζήσει ὁ ἄσθενής• οὔτε ἡ ἐπιτυχία του ὑπονομεύεται ἀπό τό ἐνδεχόμενο τῆς σωματικῆς του ἀναπηρίας. Ἡ ἔκφραση τῆς ἰατρικῆς ἀγάπης, ὁ κοινός ἀγῶνας μιᾶς ὁμάδας γιατρῶν καί νοσηλευτῶν, ἡ διάθεση νά μήν νικήσει τό κακό (ἀτύχημα, ἐγκληματική ἐνέργεια, ἀπροσεξία κ.τ.λ.) ἑστιάζονται στό νά ζήσει ὁ ἄνθρωπός μας. Αὐτά ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία.

Ὑπάρχει πάλι περίπτωση, πού σεβασμός στόν ἄνθρωπο σημαίνει, ὅτι ὄχι ἁπλῶς τοῦ ἐπιτρέπουμε ἀλλά ἀκόμη καί τόν διευκολύνουμε νά πεθάνει. Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι τόν πεθαίνουμε ἀλλά ὅτι προσευχόμαστε γιά τόν θάνατό του καί ὄχι ὡς συνήθως γιά τήν παράταση τῆς ζωῆς του• ἡ ἀγάπη μας τόν προτιμᾶ «τετελειωμένο» καί ὄχι δοκιμαζόμενο. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται γιά τή διευκόλυνση τῆς ἀναχώρησης τῆς ψυχῆς (εὐχή εἰς ψυχορραγοῦντα[10]), γιατί γι’ αὐτήν εἶναι μέν μεγάλο δῶρο ἡ ζωή, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι μεγαλύτερη εὐλογία ὁ θάνατος.

Ἡ κοινωνία σέβεται τήν ἐπιθυμία τοῦ νεκροῦ, ἀκόμη καί γιά τίς λεπτομέρειες τῆς μετά θάνατον κατάστασης τοῦ σώματός του• ποῦ νά ταφεῖ, ἄν θά δεχθεῖ στεφάνια, ἄν θά προσφερθεῖ καφές, κ.λπ., ἀρκεῖ αὐτή νά μήν προσκρούει στίς αἰώνιες ἀξίες καί ἀπαράβατες ἀρχές της. Παρά ταῦτα, δέν θά μπορούσαμε νά ἱκανοποιήσουμε τήν ἐπιθυμία ἑνός ἀσθενοῦς, πού ζητάει βοήθεια στήν ἐπίσπευση τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου του. Στίς περιπτώσεις αὐτές, ἡ ἀγάπη μας ἐκφράζεται περισσότερο σάν σεβασμος στό δῶρο τῆς ζωῆς παρά σάν σεβασμος στήν ἐπιθυμία τοῦ ἀσθενοῦς.

 

Δ. Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα

1) Ἡ ζωή καί ὁ θάνατος μᾶς ὑπερβαίνουν, καί ὡς στιγμή καί ὡς διαδικασία καί ὡς γεγονότα.

2) Ὅσο πλησιάζουμε στό νά γεννοῦμε ἐμεῖς τή ζωή -ἡ σύλληψη νά εἶναι δικό μας  κατόρθωμα-  τόσο καί διευκολυνόμαστε νά τήν ἀφαιροῦμε ἤ νά ἀποφασίζουμε περί τοῦ τέλους της -θεωροῦμε ὅτι ἀποτελεῖ δική μας ἁρμοδιότητα.

3) Τελικά τό πρόβλημα τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς εἶναι ἀδυσώπητο. Πότε ἀποκτᾶ ἀξία ἡ ζωή; Εἶναι αὐτοαξία; Ἄν ἔχει ἀξία ἐπειδή τήν δίνει καί τήν παίρνει ὁ Θεός, τώρα πού παρεμβαίνουμε ἐμεῖς καίρια στήν ἀρχή της καί δραστικά στό τέλος της -συχνά ἀλλοιώνοντας τή μορφή  της-,  πῶς ἐπηρεάζεται αὐτή ἡ ἀξία της;

4) Ἡ ἀγάπη μας ἐκφράζεται, εἴτε ὡς ἐπιθυμία μας νά ἀπαλλαγεῖ ὁ πλησίον μας ἀπό τόν πόνο εἴτε ὡς πόθος νά παραταθεῖ, ὅσο γίνεται, τό μαζί. Ἡ κρίση τῆς εὐθανασίας δημιουργεῖ μιά ἐσωτερική σύγκρουση τῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ κρίση προκαλεῖ τήν εὐαισθητοποίηση τῆς συνείδησης τοῦ γιατροῦ.

5) Οἱ Ἐπιτροπές ἀπαιτοῦνται, ὄχι γιά νά προσδιορίσουν πνευματικά τήν ἠθική, τί εἶναι καλό καί τί κακό, ἀλλά γιά νά διασφαλίσουν τήν κατάχρηση καί νά προστατεύσουν ἀπό τήν ἀσυνειδησία, τί εἶναι ἐπιτρεπτό καί τί ἀπαγορευμένο. Γι’ αὐτό, πρέπει νά εἶναι ἐν γένει αὐστηρές.

 

Ε. Ἄξονες Ὀρθοδόξου ἤθους

Ἔχω τήν ἐντύπωση, ὅτι ἔχουμε παρασυρθεῖ ἀπο τήν Δυτική χριστιανική ἀντίληψη, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπο ἔντονο φυσικό ἀνθρωποκεντρισμό καί ἐπιγειότητα. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ βιολογική ζωή θεωρεῖται ὡς ὑπεραξία καί ἴσως ὡς τό ὑπέρτατο ἀγαθό.

Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη βλέπει τόν ἄνθρωπο περισσότερο στήν αἰώνια προοπτική του καί στό πλαίσιο τῆς δυνατότητος τῆς θεώσεώς του. Μέσα σέ αὐτή τή λογική:

1) Μέσα στό πλαίσιο τῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, ἡ ζωή μας ἀποτελεῖ ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχή καί τό τέλος τοῦ ὁποίου βρίσκονται στά χέρια Του καί μόνον (Ἰώβ ιβ’ 10). Ἀποτελεῖ τόν χῶρο, μέσα στόν ὁποῖο βρίσκει τήν ἔκφρασή του τό αὐτεξούσιο, συναντᾶται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου καί ἐπιτελεῖται ἡ σωτηρία του. Κάθε θάνατος πού ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων ἀποφάσεων καί ἐπιλογῶν -ὅσο «καλός» κι ἄν  ὀνομάζεται-  ἀπορρίπτεται ὡς «ὕβρις» κατά τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί κάθε ἰατρική πράξη, πού δέν συντελεῖ στήν παράταση τῆς ζωῆς ἀλλά προκαλεῖ ἐπίσπευση τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου, καταδικάζεται ὡς ἀντιδεοντολογική καί προσβλητική τοῦ ἰατρικοῦ λειτουργήματος.

2) Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἐξαντλητική προσπάθεια νά καθυστερήσουμε τή στιγμή τοῦ θανάτου, ὅταν αὐτή ἔχει ἐπέλθει, καταδεικνύει ἀφιλάνθρωπο σχολαστικισμό καί πνευματική ὀλιγοπιστία.

Ὅταν προσπαθοῦμε νά προσφέρουμε ζωή σέ κάποιον, στήν καλύτερη περίπτωση, ἐπιδιώκουμε νά τοῦ δώσουμε αὐτονομία κινήσεων, σκέψεως καί συνειδήσεως. Στή χειρότερη, τήν ἐλπίδα, ὅτι αὐτά ἴσως τά ἀποκτήσει σύν τῷ χρόνῳ. Ἄν ἡ συνείδησή μας μᾶς λέγει, ὅτι οὔτε ἐλπίδα ἔχει, τότε δέν παρατείνουμε τήν ζωή ἀλλά παρεμποδίζουμε τόν θάνατο ὡς εὐεργεσία, ὡς ἀνακούφιση. Τότε παρέχουμε τή ζωή, ὄχι ὡς δῶρο ἀλλά ὡς ταλαιπωρία καί βάσανο. Ἡ δέ δική μας παρέμβαση ἐκφράζει περισσότερο τήν ὀλιγοπιστία μας ἤ τήν δυσκολία μας νά παρέμβουμε ὡς γιατροί ἤ συγγενεῖς μέ ἀγάπη καί πίστη στό δίλημμα.

Σέ πρόσφατα ἐκδοθέν βιβλίο πού ἀναφέρεται στή ζωή ἑνός σύγχρονου Ἁγίου ἀσκητῆ, τοῦ ἁγιορείτη π. Παϊσίου, σημειώνεται μέ σαφήνεια ὅτι, μόλις αἰσθάνθηκε πώς ἀδυνατεῖ νά προσευχηθεῖ, ζήτησε ἀπό τόν γιατρό του νά σταματήσει τή θεραπεία»[11].

Στήν περίπτωση αὐτήν, βλέπει κανείς τόν ἅγιο γέροντα νά ἀρνεῖται τήν περαιτέρω ἰατρική ὑποστήριξη, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἐνδεχόμενη ἐπίσπευση τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου. Ἐφ’ ὅσον ὁ γέροντας ἀδυνατεῖ νά προσευχηθεῖ, δέν τοῦ χρειάζεται πλέον ὁ χρόνος. Ἔχει ἀνάγκη μόνο ἀπό τήν αἰωνιότητα. Ἡ βιολογική ζωή καταπαύει πλέον ὡς ἀξία. Ἀντικαθίσταται ἀπό τήν προσδοκία τῆς ἐξόδου.

Αὐτό δέν ἀποτελεῖ φίλαυτη ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου γιά ἀνακούφιση ἀλλά ταπεινή ὁμολογία, ὅτι τό τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς προσδιορίζει τήν ἀρχή τῆς ὄντως ζωῆς.[12]

Αὐτή ἡ πολυδιάστατη στάση, μπροστά στόν πόνο καί στόν θάνατο, δέν ὀφείλεται σέ ἀσαφή θέση ἀλλά καταδεικνύει τόν ἀπόλυτο σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί τῆς μοναδικότητος τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ βαθύτερη κατάσταση τῆς κάθε ψυχῆς ἑρμηνεύει τίς ἐπιθυμίες καί προσδιορίζει τίς ἐπιλογές.

3) Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀντλεῖ τήν ἀξία του, ὄχι ἀπό τά ἀτομικά του συμφέροντα ἤ δικαιώματα ἀλλά ἀπό τό ὅτι εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Κάθε παρέμβαση στή ζωή του εἶναι ἐπιτρεπτή, ἐν ὅσῳ δέν προσβάλλει αὐτό τό στοιχεῖο του.

4) Τά σύγχρονα διλήμματα, στά ὁποῖα μόνοι μας ὁδηγηθήκαμε, δέν ἔχουν σαφεῖς ἀπαντήσεις. Ἡ σχέση μας μέ τό ἄγνωστο, πού γεννᾶ ἡ κατακτηθεῖσα γνώση καί πρόοδος, μπορεῖ νά μᾶς διδάξει τίς πιό βαθειές ἀλήθειες, ἐφ’ ὅσον ὅμως στεκόμαστε μπροστά του μέ ταπείνωση καί σεβασμό.

5) Ἡ ἐνεργητική εὐθανασία ἔχει τά χαρακτηριστικά τῆς σκληρότητος τοῦ φόνου. Καί ἡ λεγόμενη παθητική ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἐγκατάλειψης. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται καί στά δύο. Ἐκεῖ πού βλέπει τήν ἀνάγκη νά συζητήσει εἶναι ἡ ἄρνηση ἤ διακοπή τῆς μή ἐπιθετικῆς θεραπευτικῆς. Γιατί ἐνίοτε αὐτή ἡ θεραπευτική δέν θεραπεύει ἀλλά βασανίζει δίχως λόγο καί παρεμποδίζει τήν εὐλογία τοῦ θανάτου. Ἡ κρίση τοῦ πότε αὐτό συμβαίνει ἐπαφίεται στή συνείδηση τοῦ γιατροῦ. Γι’ αὐτό, ἴσως, ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι νά δώσει ὁδηγίες γιά τό δίλημμα ἀλλά νά καλλιεργήσει τίς συνειδήσεις• εἶναι νά δίνει τίς κατευθύνσεις, ὄχι νά παίρνει τήν ἀπόφαση. Γιατί δίνει φῶς, δέν κλέβει τήν ἐλευθερία. Ἡ ἀπόφαση καί τό βάρος τῆς εὐθύνης ἀνήκει στόν καθένα μας. Εὐθύνη καί ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι νά μᾶς προστατεύσει ἀπο τά λάθη μας ἀλλά νά μᾶς διδάξει ἀπο αὐτά. Γι’ αὐτό καί δέν τιμωρεῖ γιά τά λάθη μας ἀλλά τά συγχωρεῖ παιδαγωγικά. Ἡ διαστροφή τιμωρεῖται• ὄχι τό λάθος.

6) Ἐκτός ἀπό τήν καλλιεργημένη συνείδηση ἀπαιτεῖται καί αἴσθημα εὐθύνης τῶν πράξεών μας ὡς ἰατρῶν. Ἡ σύγχρονη ἰατρική τῶν Μονάδων στήν ἄσκησή της ἀπαιτεῖ καθαρή σκέψη, λεπτή συνείδηση, τόλμη καί ἀποφασιστικότητα.

7) Ἡ ἀγάπη ὡς ἀξία εἶναι μείζων τῆς ζωῆς, ὅταν ὅμως συγκρίνεται ἡ δική μας ἀγάπη μέ τή δική μας ζωή. Τί γίνεται, ὅταν συγκρίνεται μέ τή ζωή τοῦ ἄλλου; Μποροῦμε ἀπό ἀγάπη νά τοῦ τήν συντομεύσουμε;

Ἡ ζωή τοῦ ἄλλου φαίνεται πώς ἔχει μεγαλύτερη ἀξία ἀπό τήν ἀγάπη μας, γιατί συνδέεται μέ τήν ἐλευθερία του, ἡ ὁποία, ἐπειδή εἶναι τοῦ ἄλλου, ἀξίζει περισσότερο ἀπο τήν ἀγάπη μας, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι δική μας. Μία σταγόνα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου ἀξίζει περισσότερο ἀπο τόνους τῆς δικῆς μας ἀγάπης.

Ἡ μείζων ἀγάπη εἶναι ἡ θυσία τῆς ζωῆς μας, ἀλλά τό μεῖζον δέν εἶναι ἡ ἀγάπη ἀλλά ἡ ἐλευθερία. Αὐτή μόνον δίνει ζωή στήν ἀγάπη.

 

Παραπομπές

1 Νεμεσίου, Περί φύσεως ἀνθρώπου Κέφ. 2 Περί ψυχῆς, ΒΕΠΕΣ 38.234 (PG 40.304 ff)∙ βασικά παραθέτει τόν Χρύσιππο. Ἐπίσης Ἰακ. β’ 26, Γρηγορίου Θεολόγου, Ποιήματα ἠθικά, 34,25 (PG 37.947Α), Γρηγορίου Νύσσης (PG 45.1153D) κ.ἄ.

2 Αὐτό εἶναι ἐμφανές στήν περίπτωση τῶν ζώων, τά ὁποῖα στεροῦνται ἀθάνατης και ἔλλογης ψυχῆς. Συνεπῶς, ὅταν μιλοῦμε γιά βιολογικό θάνατο, ἐννοοῦμε τήν κατάρρευση τῶν λειτουργιῶν τοῦ σώματος.

3 Χριστοδούλου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Ἡ Ἐκκλησία καί τό πρόβλημα τῆς εὐθανασίας, Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 21.

4 Πρωτ. Νικ. Λουδοβίκου, Μεταφυσική καί ἐσχατολογία τοῦ σώματος, Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, Τμῆμα Θεολογίας, τόμ. 4, νέαι σειραί, σσ. 113-137.

5 Βασιλειάδη, Νικολάου, Τό μυστήριον τοῦ θανάτου, ἔκδ. ὁ Σωτήρ, Ἀθῆναι, 1991, σσ. 3-7. Ὁ θάνατος «μέγιστον μυστήριον… τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ἰωάννην, Ὁμιλία 83,1, PG 59.447).

6 Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ὀρθοδοξίας, Εὐθανασία, Γενικές ἀρχές, ἄρθρο 8, Vilnius, Λιθουανίας, 28 Ἰουνίου 2003.

7 Ἱερομ. Κλεόπα Ἠλίε, Πνευματικοί Λόγοι, Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 1988, σσ. 177¬181.

8 Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα)• Εὐθανασία• Ἀποφάσεις κατά τό τέλος τῆς ζωῆς, Πανδοχεῖον, Ἰούνιος 2002, τεύχ. 6, σ. 58.

9 Harakas, Stanley, Contemporary Moral Issues Facing the Orthodox Christian, Light & Life Publishing Co, Minneapolis, 1982, p. 176.

10 «Λῦσον τόν δοῦλόν Σοῦ τῆς ἀφορήτου ταύτης ὀδύνης καί τῆς συνεχούσης αὐτόν πικρᾶς ἀσθενείας καί ἀνάπαυσον αὐτόν ἔνθα τῶν δικαίων τά πνεύματα» (Μικρόν Εὐχολόγιον, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἔκδ. 10η, 1988, σ. 193)

11 Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὅρος, 2004, σσ. 346¬347. Γράφει ὁ συγγραφέας:

«Ἐνῶ ὑποτασσόταν ταπεινά στίς ὑποδείξεις τῶν γιατρῶν, κάποια μέρα κάλεσε τόν γιατρό καί τόν εἶπε•

Ἐδῶ θά σταματήσουμε τήν θεραπεία.

Γιατί, Γέροντα;

Τώρα θά κάνεις ὑπακοή ἐσύ. Θά δώσεις ἐντολή νά σταματήσουμε. Τώρα δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Χθές θέλησα νά προσευχηθῶ γονατιστός καί δέν μπόρεσα. Δέν μπορῶ νά δῶ κανέναν• ἔληξε ἡ ἀποστολή μου. Αὐτό ἦταν. Ἐδῶ θά μέ ἀφήσετε.

Ὕστερα ρώτησε.

Μπορῶ νά πίνω λίγο νερό ἤ στειμμένο καρπούζι; Τίποτε ἄλλο. Καί θά σέ παρακαλέσω, θά ‘ρθεις ἄλλη μιά φορᾶ καί μετά δέν θά ξανάρθεις.

Τήν τελευταία φορᾶ που τόν εἶδα, διηγεῖται ὁ θεράπων γιατρός του κ. Μπλάτζας, «ἑπτά ἡμέρες πρίν κοιμηθῇ, φαίνεται ἤμουν στενοχωρημένος. Πολλές φορές μέ ἀπασχολοῦσε τό θέμα, ἄν αὐτό ποῦ κάναμε στούς ἀρρώστους εἶναι τό σωστό. Μοῦ εἶπε•»

Ἄκουσε, Γιῶργο. Ὅλα ἔγιναν, ὅπως ἔπρεπε. Ἄξιος ὁ μισθός σου. Μή στενοχωριέσαι. Ἤθελα νά ξέρεις, ὅταν μέ χρειασθῆς, θά εἶμαι κοντά σου.

12 Φιλ. α’ 23.