Γερόντισσα Μακρίνα:
-Σήμερα ἦρθε ἕνας κύριος, ποὺ μόλις μπῆκε μέσα στὸ Μοναστήρι, εἶπα: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος κάτι καλὸ ἔχει μέσα στὴν ψυχή του».
Δὲν ξέρω, μιὰ ἀλλοίωσι ἦρθε μέσα στὴν ψυχή μου. Εἶχε ἕνα προσωπάκι ποὺ ἔλαμπε.
Πρὶν ἔρθη στὸ ἀρχονταρίκι, μιλοῦσα μὲ λαϊκοὺς γιὰ τὴν προσευχή, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχὴ καὶ τί σοβαρὸ εἶναι, ὅταν ὃ ἄνθρωπος προσέχη στὸ θέμα τῆς ψυχῆς.
Ὄχι προσευχὴ νὰ τελειώσουμε μόνο τὰ κομποσχοίνια μας -καὶ αὐτὸ βέβαια τὸ δέχεται- ἄλλα νὰ νοιώσουμε τὸν Δεσπότη μας Χριστό, νὰ Τὸν νοιώσουμε στὴν καρδιά μας, αὐτή εἶναι πραγματικὴ προσευχή.
Καθὼς λοιπὸν συζητούσαμε τί εἶναι ἡ προσευχή, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀκούγοντας προσευχή, μέσα του ἀλλοιώθηκε. Τὸ πρόσωπό του ἔλαμψε περισσότερο- εἶδα σὰν μία ἀκτίνα στὸ πρόσωπό του καὶ μοῦ εἶπε:
-«Γερόντισσα, μπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω;». «Εὐχαρίστως, νὰ μοῦ μιλήσετε», εἶπα.
-«Ἐγώ ἥμουν δέκα χρόνων παιδάκι- ἡ μητέρα μου ἦταν εὔσεβεστατη, πολὺ ἀγία γυναίκα, τέτοια ἀκρίβεια ποὺ εἶχε στὴ ζωή της, σὰν νὰ ἦταν μία κατὰ κόσμον μοναχή.
Καὶ ἂν δὲν ζοῦσε στὸ Μοναστήρι, πολιτευόταν σὰν νὰ ἦταν μοναχή- τόσο εὐλάβεια εἶχε. Καὶ μοῦ λέει μιὰ μέρα:
-«Παιδάκι μου, νὰ πᾶμε στὸν Ἑσπερινό, νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία νὰ ἀνάψουμε ἕνα κεράκι;»
-«Νά πᾶμε, μαννούλα». Ἀφοῦ φθάσαμε, μόλις μπήκαμε στὴν ἐκκλησία, σὰν νὰ μὲ τράβηξε μία δύναμι στὸ παγκάρι. Καὶ βλέπω μία πανύψηλη μοναχὴ μὲ κάλυμμα, ποὺ εἶχε ἕναν κόκκινο σταυρό. Ἔγω Τὴν κοίταζα, αὔτη μὲ κοίταζε- ἡ μητέρα πῆγε νὰ προσκυνήση τὶς εἰκόνες.
Κάτι ἀνεξήγητο μὲ τραβοῦσε νὰ Τὴν κοιτάζω ὅλο καὶ περισσότερο. Ἅμα τὸ σκεφτῶ σαλεύεται ὁ νοῦς μου.
Τέτοια ὀμορφιά, τέτοια ὠραία μορφή, τέτοιο κάλλος, ἄστραφτε τὸ πρόσωπό Της -κι ἐγώ Τὴν κοίταζα καὶ Αὐτή μὲ κοίταζε καὶ μοῦ χαμογελοῦσε καὶ ἔγω Τὴν κοίταζα, Τὴν κοίταζα καὶ δὲν Τὴν χόρταινα.
Ἔλαμπε τὸ πρόσωπό Της! Κι αὐτή ἡ ἀκτινοβολία ποὺ ἔλαμπε στὸ πρόσωπό Της ἦρθε στὴν καρδιά μου. «Μαμά, μαμά, μαμά!», φώναξα ἐκείνη τὴν ὧρα. «Τί εἶναι παιδάκι μου, τί ἔπαθες;»
-«Μία γυναίκα, ποὺ μοιάζει μὲ τὴν Παναγία, κάθεται ἐδῶ στὸ παγκάρι». Καὶ μὲ ρωτάει:
-«Ποῦ εἶναι, παιδί μου; Ποῦ εἶναι, παιδάκι μου;» Δὲν τὴν ἔβλεπε ἡ μητέρα μου.
-«Νά καλὲ μαμά, ἐδῶ στὸ παγκάρι, δὲν Τὴν βλέπεις; Κοίταξε τί ἀνάστημα, τί ὄμορφη ποὺ εἶναι, πολὺ ὠραία, λάμπει, μαμά, λάμπει!»
Ἡ γυναίκα αὐτή, μόλις φώναξα, βάδισε σιγά-σιγά, ἄνοιξε τὴν Ὠραία Πύλη καὶ μπῆκε μέσα στὸ Ἱερό.
Αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω, ὅπου πάω κι ὅπου σταθῶ, αὖτο τὸ πρόσωπο βλέπω μπροστά μου.
Κι ἀπὸ τότε ἄρχισα νὰ κάνω τὴν Παράκλησι τῆς Παναγίας. Πολὺ Τὴν ἀγαπῶ. Τέτοια ἀγάπη ποὺ ἔχω στὴν Παναγία, Γερόντισσα, μὰ δὲν λέγεται».
-«Ἔ, εἶπα, ἀφοῦ Τὴν ἀγαπᾶς, νὰ εὔχεσαι καὶ γιὰ μένα».
-«Πολὺ Τὴν ἀγαπάω. Ἀλήθεια, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ περιγράφω». Καὶ τοῦ εἶπα:
-«Ἀφοῦ τόσο Τὴν ἀγαπᾶς, ἀντὶ γιὰ μία φορᾶ, τρεῖς φορὲς τὴν ἥμερα νὰ Τῆς κάνης Παράκλησι».
-«Ναί; μὲ ρώτησε, μπορῶ;».
-«Πῶς δὲν μπορεῖς, τοῦ ἀπάντησα, τρεῖς φορὲς τὴν ἥμερα Παράκλησι νὰ κάνης». Τί μεγαλεῖο, τί πίστι ποὺ ἔχουμε!
Σκεφτεῖτε, ἀφοῦ καὶ τώρα ποὺ εἶναι μεγάλος ἄνθρωπος, Τὴν βλέπει μπροστά του, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια! Δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ φύγη αὐτή ἡ μορφή! Καὶ λέω, γιὰ κοίταξε τί κάνει ὃ Θεός.
Τί ἐμφυτεύτηκε στὴν ψυχὴ αὐτοῦ τοῦ ἄνθρωπου ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία. Κι ὅταν τὰ διηγεῖτο, ἄστραφτε τὸ πρόσωπό του, κι ἔβλεπες τὸν θεῖο χορτασμὸ στὴν καρδιά του.
Ἔμεινα ἀναλογιζόμενη, τί μπορεῖ νὰ συναντήση κανεὶς σ’ ἕνα κοσμικὸ ἄνθρωπο! Τὰ ματάκια του μέσα δάκρυζαν, ἀφοῦ μοῦ ἦρθε μέσα στὴν ψυχή μου ἕνα ἄλλο πράγμα- τόσο πολὺ ἀντανάκλασε ἠ Χάρις τῆς Παναγίας μέσα στὴν ψυχή μου.
Τόση εὐλάβεια αἰσθάνθηκα, τόσο πολὺ ἀλλοιώθηκα, πού, κατὰ κάποιον τρόπο, ἡ ψυχῆ μου ἤθελε νὰ τὸν ἀγκαλιάση. Καὶ ἤθελα νὰ καταλήξω, τί ὡραῖο πράγμα ἠ Κυρία Θεοτόκος νὰ παρουσιάζεται σὲ ὠρισμένους ἄνθρωπους, γιὰ νὰ μᾶς δείξη τὰ μεγαλεῖα ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς στὸν οὔρανο καὶ τὴν ἄγαπη ποὺ ἔχει πρὸς ἐμᾶς! Τί σπουδαῖο, πολὺ σπουδαῖο!