Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία, ἔπρεπε τὸ ἐργαστήριο ποὺ θὰ τὸ ὑπηρετοῦσε νὰ εἶναι γεμᾶτο ἁγιότητα, ὥστε ὁ ὑπεράγιος καὶ «ἀναπαυόμενος στοὺς ἁγίους», ἀφοῦ κατοικήσει στὸ ἅγιο νὰ ἐκπληρώσει τὴν προφητεία.

  • !

    Ἐπειδὴ ἐκεῖνο τὸ σπουδαιότατο καὶ θεόπλαστο δῶρο, δηλαδὴ τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ μᾶς δόθηκε, σκοτίσθηκε μὲ τὴν ἀπάτη τοῦ διαβόλου, δίκαια παραδοθήκαμε στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προήλθαμε. Στερηθήκαμε καὶ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀθανασία καὶ, ἀντὶ τῆς ἁγιότητας, κατρακυλήσαμε στὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, ὑποδουλωθήκαμε σ’ αὐτὴν καὶ πέσαμε ἀπὸ ἀνομία σὲ ἀνομία. Ὅλη ἡ οἰκουμένη καλύφθηκε ἀπὸ κάθε εἶδος παρανομίας, ὥστε νὰ λέει ὁ Δαβὶδ, «δὲν ὑπάρχει κανένας, ποὺ νὰ κάνει σήμερα τὸ ἀγαθό. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας».

  • !

    Ἐπειδὴ ἦταν ἀνάξιο τῆς μεγάλης εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀφήσει τὸ δικό του δημιούργημα τροφὴ στὸν ἐχθρό, καὶ ἡ ἁμαρτία χρειαζόταν σωστὸ ἀντίδοτο, «τὴν δικαιοσύνη καὶ τὸν ἁγιασμό», γεννιέται μὲ θεία ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα ἡ ἀμόλυντη καὶ καθαρὴ Παρθένος Μαριάμ, ὥστε ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος, μὲ τὴν συμφωνία τῶν ἄλλων δύο Προσώπων, νὰ πάρει σάρκα ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ καταργήσει τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν σάρκα του.

  • !

    Ποῦ ἔπρεπε αὐτὴ ἡ Παρθένος νὰ ἀνατραφεῖ καὶ νὰ κατοικεῖ; Μήπως σὲ ἕνα ἁπλὸ καὶ ἀκάθαρτο σπίτι; Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, ἐπειδὴ ἦταν ἁγιότερη ἀπὸ αὐτὰ καὶ δάνεισε σάρκα στὸν Ὑπεράγιο Λόγο καὶ Θεό. Αὐτὴν σήμερα, σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν, οἱ γονεῖς ὁδηγοῦν στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, μὲ συνοδεία πολλῶν παρθένων καὶ φωτεινῶν λαμπάδων, ἐκπληρώνοντας ὁλοφάνερα τὶς ὑποσχέσεις τους.

  • !

    Καὶ ἔβλεπε κάποιος τώρα νὰ γίνονται μερικὰ παράδοξα καὶ θαύμαζε, πὼς οἱ Ἰουδαῖοι, «οἱ ὁποῖοι περνοῦν ἀπὸ στραγγιστήρι τὸ κουνούπι καὶ καταπίνουν ὁλόκληρη καμήλα», δὲν ἀντιστάθηκαν σ’ αὐτὸ ποὺ ἔγινε οὔτε ἐπαναστάτησαν; Γιατί ἦταν εὔλογο σ’ αὐτούς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική, στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων νὰ μπαίνει μιὰ φορὰ τὸν χρόνο ὁ ἀρχιερέας μὲ πολλὴ καθαρότητα, προσφέροντας ξένο αἷμα. Πῶς ἐσεῖς, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὁδηγεῖτε τρίχρονη κόρη στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων; Γιατί καὶ σύ, ἀρχιερέα Ζαχαρία, συμφωνεῖς μὲ αὐτό; Ἀλλὰ ὅπως φαίνεται, προτίμησες ἀντὶ νὰ τηρήσεις τὸ νόμο, τὴν συγγενῆ τῆς Ἐλισάβετ καὶ παρέδωσες τὰ ἄδυτα νὰ γίνουν κατοικία ἑνὸς τρίχρονου κοριτσιοῦ. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, οὔτε εἶπαν οὔτε σκέφτηκαν. Γιατί, ποιός μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ σὲ ὅσα ἔχει ἀποφασίσει ὁ Θεός;
    Ἐπίσης, εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ, τό πῶς κατάφερε τρίχρονο κορίτσι νὰ ἀφήσει τὴν στοργὴ τῶν γονέων, τὴν φροντίδα τῶν ὑπηρετριῶν, τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὰ σπίτια τῶν πλουσίων, καὶ νὰ παραμένει μέσα στὸ ναό, κάτι ποὺ εὔκολα δὲν κατορθώνει κάποια γυναῖκα ἢ ἄνδρας προχωρημένης ἡλικίας.
    Ὅλα ὅμως, ὅσα σκέφτεται ὁ Θεὸς, γίνονται εὔκολα.

  • !

    Ἡ δὲ ἄχραντη Παρθένος, παραμένοντας ἐννιὰ χρόνια στὰ ἄδυτα καὶ τὸν θεῖο ναό, δεχόταν οὐράνια τροφὴ ἀπὸ θεῖο ἄγγελο, ἐπειδὴ εἶχε προεκλεγεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ τῶν ἀγγέλων. Ὅταν ἡ ἄχραντη κόρη συμπλήρωσε τὰ δώδεκα χρόνια, σκέφτονται οἱ ἱερεῖς νὰ τὴν βγάλουν ἀπὸ τὰ Ἅγια, ὑποψιαζόμενοι μήπως ὡς νεαρὴ κόρη, τῆς συμβεῖ κάτι τὸ γυναικεῖο.

  • !

    Ἤχησε ἡ σάλπιγγα καὶ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ γέροντες, ποὺ εἶχαν χηρέψει, μαζὶ μὲ τὸν μαραγκὸ Ἰωσήφ. Ἀφοῦ πῆρε τὰ ραβδιά τους ὁ Ζαχαρίας καὶ προσευχήθηκε, τοὺς τὰ ἐπέστρεψε χωρὶς νὰ φανεῖ κανένα σημάδι σ’ αὐτά. Δίνοντας στὸ τέλος καὶ στὸν μαραγκὸ Ἰωσὴφ τὸ ραβδί του, ἀμέσως πέταξε περιστέρι ἀπὸ τὴν ἄκρη του καὶ στάθηκε στὸ κεφάλι του καὶ ὁρίσθηκε τῆς Παρθένου μνήστορας, δηλαδὴ φύλακας, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἤθελε, γιατί γιὰ πολλὰ αἴτια ἀπέρριπτε τὴν μνηστεία της. Δὲν τὸ ἀπέφυγε ὅμως καὶ τὴν πῆρε στὸ σπίτι του ὡς θεῖο θησαυρὸ ὁ ἀξιοθαύμαστος μαραγκός.

  • !

    Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε πανάχραντε, ἡ «ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος» τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς ὁποίας κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Ὕψιστος καὶ, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὰ ὑπόγεια τοῦ ἅδη τὴν πεσμένη φύση μας, τὴν ἀνέβασε καὶ τὴν τοποθέτησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τὴν καταξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματά του.

  • !

    Χαῖρε, Παντάνασσα θεοχαρίτωτε Δέσποινα Παρθένε Θεοτόκε, ποὺ εἶσαι μὲ τὸν πάνσεπτο Σταυρὸ τοῦ Υἱοῦ σου ἀνίκητο φρούριο καὶ τεῖχος πανίσχυρο αὐτῆς τῆς Ἐγκλείστρας μου, ἀνατροπὴ καὶ πτώση ἀοράτων ἢ ὁρατῶν δόλιων ἐχθρῶν.

Λόγος στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου

 

Σύντομος λόγος γιὰ τὴν θεόπαιδα Μαρία, ὅταν ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ, σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν, στὰ ἅγια τῶν ἁγίων ἀπὸ τοὺς γονεῖς της.

Λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου

Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία, ἔπρεπε τὸ ἐργαστήριο ποὺ θὰ τὸ ὑπηρετοῦσε νὰ εἶναι γεμᾶτο ἁγιότητα, ὥστε ὁ ὑπεράγιος καὶ «ἀναπαυόμενος στοὺς ἁγίους», ἀφοῦ κατοικήσει στὸ ἅγιο νὰ ἐκπληρώσει τὴν προφητεία. «Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀκριβὴς ἐπαλήθευση τῶν ὑποσχέσεών του συναντήθηκαν καὶ ἑνώθηκαν. Ἡ δικαιοσύνη του καὶ ἡ εἰρήνη ἔδωσαν ἀμοιβαῖο ἀσπασμό. Ἀναβλάστησε ἡ ἀλήθεια στὴν γῆ, ἀπὸ δὲ τὸν οὐρανὸ ἔσκυψε πρὸς τὰ κάτω καὶ ἐπισκέφθηκε τὴν γῆ ἡ δικαιοσύνη». «Διότι ὁ Κύριος», ὡς Πατέρας, «θὰ δείξει τὴν καλωσύνη του», τὸν Θεὸ Λόγο του, «καὶ ἡ γῆ μας θὰ δώσει τὸν καρπό της», τὴν κατοικία τοῦ Θεοῦ Λόγου, δηλαδὴ τὴν θεόκλητη Μαρία. «Μπροστὰ ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ προπορεύεται ἡ δικαιοσύνη του», ποὺ θὰ φωνάζει: «Ἑτοιμάστε τὸν δρόμο γιὰ τὸν Κύριο» «καὶ θὰ κάνει τὰ ἴχνη τῆς πορείας του ὑπόδειγμα γιὰ τὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας».

Ἐπειδὴ ἐκεῖνο τὸ σπουδαιότατο καὶ θεόπλαστο δῶρο, δηλαδὴ τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ μᾶς δόθηκε, σκοτίσθηκε μὲ τὴν ἀπάτη τοῦ διαβόλου, δίκαια παραδοθήκαμε στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προήλθαμε. Στερηθήκαμε καὶ τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀθανασία καὶ, ἀντὶ τῆς ἁγιότητας, κατρακυλήσαμε στὸν βόρβορο τῆς ἁμαρτίας, ὑποδουλωθήκαμε σ’ αὐτὴν καὶ πέσαμε ἀπὸ ἀνομία σὲ ἀνομία. Ὅλη ἡ οἰκουμένη καλύφθηκε ἀπὸ κάθε εἶδος παρανομίας, ὥστε νὰ λέει ὁ Δαβὶδ, «δὲν ὑπάρχει κανένας, ποὺ νὰ κάνει σήμερα τὸ ἀγαθό. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας». Ὁ Κύριος «ἔσκυψε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔριξε τὸ βλέμμα του κάτω στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δεῖ, ἂν ὑπάρχει μεταξύ τους κανένας συνετός, ποὺ νὰ ἀναζητεῖ τὸν Θεό». Ἀντὶ γι’ αὐτοὺς, εἶδε, ὅτι «ὅλοι παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸ δρόμο του καὶ συγχρόνως ἐξαχρειώθηκαν».

Τί, λοιπὸν, συνέβη μετὰ ἀπὸ αὐτά; Μήπως ὁ Θεὸς βρέθηκε σὲ ἀμηχανία λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς κακίας; Μήπως μᾶς περιφρόνησε; Μήπως δὲν βρῆκε θεραπευτικὸ φάρμακο τῆς ὁλοκληρωτικῆς σαπίλας; Μήπως σταμάτησαν νὰ τρέχουν οἱ ποταμοὶ καὶ οἱ πηγὲς στὴν θάλασσα τῶν οἰκτιρμῶν καὶ στοὺς ὠκεανοὺς τοῦ ἐλέους; Ὄχι βέβαια. Ἐπειδὴ ἦταν ἀνάξιο τῆς μεγάλης εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀφήσει τὸ δικό του δημιούργημα τροφὴ στὸν ἐχθρό, καὶ ἡ ἁμαρτία χρειαζόταν σωστὸ ἀντίδοτο, «τὴν δικαιοσύνη καὶ τὸν ἁγιασμό», γεννιέται μὲ θεία ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα ἡ ἀμόλυντη καὶ καθαρὴ Παρθένος Μαριάμ, ὥστε ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος, μὲ τὴν συμφωνία τῶν ἄλλων δύο Προσώπων, νὰ πάρει σάρκα ἀπὸ αὐτὴν καὶ νὰ καταργήσει τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν σάρκα του. Τί λογῆς ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐκείνη ἡ Παρθένος, ἡ ὁποία πάντως θὰ ἦταν καθαρότερη ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες, γιὰ νὰ μεταδώσει σάρκα ἀμόλυντη καὶ καθαρή; Ποῦ ἔπρεπε αὐτὴ ἡ Παρθένος νὰ ἀνατραφεῖ καὶ νὰ κατοικεῖ; Μήπως σὲ ἕνα ἁπλὸ καὶ ἀκάθαρτο σπίτι; Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, ἐπειδὴ ἦταν ἁγιότερη ἀπὸ αὐτὰ καὶ δάνεισε σάρκα στὸν Ὑπεράγιο Λόγο καὶ Θεό. Αὐτὴν σήμερα, σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν, οἱ γονεῖς ὁδηγοῦν στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων, μὲ συνοδεία πολλῶν παρθένων καὶ φωτεινῶν λαμπάδων, ἐκπληρώνοντας ὁλοφάνερα τὶς ὑποσχέσεις τους, ὅπως εἶπε καὶ ὁ προπάτοράς της Δαβὶδ· «θὰ προσαχθοῦν στὸν βασιλέα Νυμφίο οἱ παρθένες ποὺ ἀκολουθοῦν τὴ Νύμφη. Οἱ φίλες της ποὺ τὴν συνοδεύουν θὰ προσαχθοῦν σὲ σένα βασιλέα-Νυμφίε. Θὰ προσαχθοῦν μὲ εὐφροσύνη καὶ χαρὰ καὶ θὰ ὁδηγήσουν τὴν βασίλισσα Νύμφη στὸ ναὸ τοῦ βασιλέως Νυμφίου».

Καὶ ἔβλεπε κάποιος τώρα νὰ γίνονται μερικὰ παράδοξα καὶ θαύμαζε, πὼς οἱ Ἰουδαῖοι, «οἱ ὁποῖοι περνοῦν ἀπὸ στραγγιστήρι τὸ κουνούπι καὶ καταπίνουν ὁλόκληρη καμήλα», δὲν ἀντιστάθηκαν σ’ αὐτὸ ποὺ ἔγινε οὔτε ἐπαναστάτησαν; Γιατί ἦταν εὔλογο σ’ αὐτούς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική, στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων νὰ μπαίνει μιὰ φορὰ τὸν χρόνο ὁ ἀρχιερέας μὲ πολλὴ καθαρότητα, προσφέροντας ξένο αἷμα. Πῶς ἐσεῖς, Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα, ὁδηγεῖτε τρίχρονη κόρη στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων; Γιατί καὶ σύ, ἀρχιερέα Ζαχαρία, συμφωνεῖς μὲ αὐτό; Ἀλλὰ ὅπως φαίνεται, προτίμησες ἀντὶ νὰ τηρήσεις τὸ νόμο, τὴν συγγενῆ τῆς Ἐλισάβετ καὶ παρέδωσες τὰ ἄδυτα νὰ γίνουν κατοικία ἑνὸς τρίχρονου κοριτσιοῦ. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, οὔτε εἶπαν οὔτε σκέφτηκαν. Γιατί, ποιός μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ σὲ ὅσα ἔχει ἀποφασίσει ὁ Θεός;

Ἐπίσης, εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ, τό πῶς κατάφερε τρίχρονο κορίτσι νὰ ἀφήσει τὴν στοργὴ τῶν γονέων, τὴν φροντίδα τῶν ὑπηρετριῶν, τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὰ σπίτια τῶν πλουσίων, καὶ νὰ παραμένει μέσα στὸ ναό, κάτι ποὺ εὔκολα δὲν κατορθώνει κάποια γυναῖκα ἢ ἄνδρας προχωρημένης ἡλικίας.

Ὅλα ὅμως, ὅσα σκέφτεται ὁ Θεὸς, γίνονται εὔκολα. Προφήτεψε καὶ γι’ αὐτὸ ὁ προπάτοράς της Δαβὶδ λέγοντας· «Ἄκουσε θυγατέρα καὶ δὲς καὶ κλῖνε τὸ αὐτί σου, ὥστε νὰ ἀκούς μὲ προσοχὴ, καὶ ξέχασε τελείως τὸν λαό σου καὶ τὸ πατρικό σου σπίτι καὶ θὰ ἀγαπήσει ὁ βασιλιάς τὸ κάλλος σου».

«Ἄκουσε», δηλαδὴ τὶς γονικὲς συμβουλές, πὼς μετὰ ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις στὸ Θεὸ γεννήθηκες ἀπὸ ἄκαρπη κοιλιά, πὼς σὲ ἀπέκτησαν μετὰ ἀπὸ πολλὲς προσευχὲς καὶ δάκρυα καὶ πὼς ὑποσχέθηκαν νὰ σὲ προσφέρουν σ’ αὐτὸν ποὺ σὲ ἔδωσε. «Καὶ κλῖνε τὸ αὐτί σου» καὶ ἄκουσέ τους· «καὶ ξέχασε τελείως τὸν λαό σου καὶ τὸ πατρικό σου σπίτι» καὶ κοίταξε τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν θαυμαστὴ εὐπρέπεια τοῦ ναοῦ, ποὺ εἰκονίζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν σκηνὴ, ποὺ εἶχε στήσει παλαιότερα στὴν Σιλωάμ. Καὶ σ’ αὐτὸν τὸ ναὸ νὰ ζεῖς ὡς θεῖο καὶ ἁγνὸ περιστέρι καὶ «ξέχασε τελείως τὸν λαό σου καὶ τὸ πατρικό σου σπίτι, καὶ θὰ ἀγαπήσει ὁ βασιλιάς τὸ κάλλος σου»· καὶ ἀφοῦ χαμήλωσε τοὺς οὐρανούς, «ὅπως ἡ δροσιὰ ἔπεσε στὸ ποκάρι τοῦ μαλλιοῦ» ἥσυχα καὶ ἀθόρυβα, χωρὶς νὰ καταλάβουν οἱ οὐράνιες δυνάμεις, θὰ κατοικήσει μέσα σου, «γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριός σου» καὶ ἐσὺ ὡς μητέρα καὶ δούλη θὰ τὸν προσκυνήσεις. Τὸ ὅτι «οἱ πλούσιοι τοῦ λαοῦ θὰ προσκυνήσουν τὸ πρόσωπό σου» καὶ ὡς πανένδοξη βασίλισσα καὶ πάναγνη μητέρα, ὁ βασιλιάς τῆς κτίσεως θὰ σὲ ἔχει στὰ δεξιά του, στολισμένη, δοξασμένη καὶ χρυσοντυμένη μὲ ἀρετὲς καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ἀναφέρει ὁ ψαλμός.

Ὁ Θεὸς ποὺ προεῖπε γι’ αὐτὴν διὰ τοῦ Δαβὶδ ὅλα αὐτά, ὁ ἴδιος πλούτισε μὲ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ τὸ νοῦ τῆς Παρθένου, ὥστε νὰ προτιμήσει νὰ παραμένει στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων καὶ νὰ ξεχάσει τὸν λαό, τοὺς συγγενεῖς καὶ «τὸ πατρικὸ σπίτι». Ἐὰν δὲ αὐτὰ ἀναφέρθηκαν ἀπὸ κάποιους στὴν θεόκλητη Ἐκκλησία, εἰπώθηκαν μεταφορικά. Τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὰ προφήτευσε κυρίως γιὰ τὴν ἁγία Παρθένο.

Ἡ δὲ ἄχραντη Παρθένος, παραμένοντας ἐννιὰ χρόνια στὰ ἄδυτα καὶ τὸν θεῖο ναό, δεχόταν οὐράνια τροφὴ ἀπὸ θεῖο ἄγγελο, ἐπειδὴ εἶχε προεκλεγεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ τῶν ἀγγέλων. Ὅταν ἡ ἄχραντη κόρη συμπλήρωσε τὰ δώδεκα χρόνια, σκέφτονται οἱ ἱερεῖς νὰ τὴν βγάλουν ἀπὸ τὰ Ἅγια, ὑποψιαζόμενοι μήπως ὡς νεαρὴ κόρη, τῆς συμβεῖ κάτι τὸ γυναικεῖο. Ἀγνοῶντας δὲ, ποιόν προτιμᾶ ὁ Θεὸς ὡς φύλακα τῆς Παρθένου, ζητοῦν θαυμαστὸ σημεῖο μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο. Μὲ τὴν γνώμη τῶν ἱερέων, παρακινεῖται ὁ Ζαχαρίας νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτό. Αὐτὸς, ἀφοῦ φόρεσε τὴν ἀρχιερατικὴ στολή του καὶ ζήτησε πληροφορία, ἔρχεται σ’ αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου λέγοντας: Συγκέντρωσε τοὺς γέροντες Ἰσραηλῖτες, ποὺ ἔχουν χηρέψει, καὶ πᾶρε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ραβδιά τους, προσευχήσου καὶ δῶσε τα πάλι σ’ αὐτούς. Σὲ ὅποια ράβδο δεῖς ἕνα σημάδι, νὰ καταλάβεις, ὅτι σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀνήκει, ἔχει κληρωθεῖ νὰ εἶναι κύριος καὶ φύλακας τῆς Παρθένου.

Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἤχησε ἡ σάλπιγγα καὶ συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ γέροντες, ποὺ εἶχαν χηρέψει, μαζὶ μὲ τὸν μαραγκὸ Ἰωσήφ. Ἀφοῦ πῆρε τὰ ραβδιά τους ὁ Ζαχαρίας καὶ προσευχήθηκε, τοὺς τὰ ἐπέστρεψε χωρὶς νὰ φανεῖ κανένα σημάδι σ’ αὐτά. Δίνοντας στὸ τέλος καὶ στὸν μαραγκὸ Ἰωσὴφ τὸ ραβδί του, ἀμέσως πέταξε περιστέρι ἀπὸ τὴν ἄκρη του καὶ στάθηκε στὸ κεφάλι του καὶ ὁρίσθηκε τῆς Παρθένου μνήστορας, δηλαδὴ φύλακας, ἔστω καὶ ἂν δὲν ἤθελε, γιατί γιὰ πολλὰ αἴτια ἀπέρριπτε τὴν μνηστεία της. Δὲν τὸ ἀπέφυγε ὅμως καὶ τὴν πῆρε στὸ σπίτι του ὡς θεῖο θησαυρὸ ὁ ἀξιοθαύμαστος μαραγκός, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Δημιουργὸς ὅλων, ὅσων συμβαίνουν διὰ τῆς Παρθένου, ἀνορθώσει τὴν σαπισμένη δική μας φύση «μὲ τσεκούρια καὶ σιδερένιες σφῆνες» τῆς ἀνείπωτης σοφίας καὶ δυνάμεώς του.

Ἐμεῖς τὴν αἰτία τῆς ἀνακαινίσεώς μας, τὴν πανάχραντη Μαρία, ἀφοῦ τῆς ἀπευθύνουμε λίγους χαιρετισμούς, θὰ τελειώσουμε τὸν λόγο, γιατί τὶς χαρμόσυνες εἰδήσεις τοῦ θεϊκοῦ Γαβριὴλ σ’ αὐτήν, πρέπει νὰ περιμένουμε τὸν κατάλληλο καιρό. Τώρα δὲ, ἀφοῦ μιλήσαμε σύντομα γιὰ τὴν εἴσοδό της στὸ ναό, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μακρύνουμε τὸν λόγο καὶ νὰ προκαλέσουμε κόπο καὶ νυσταγμὸ στοὺς ἀδελφούς. Τὸ νὰ ἀπευθύνουμε μὲ χαρὰ σύντομους χαιρετισμοὺς, θὰ ξυπνήσουμε καὶ τοὺς ράθυμους γιὰ νὰ ἀκούσουν.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ὁ ἔμψυχος θησαυρὸς τῆς ἀδιαίρετης Τριάδος, στὸν ὁποῖον κατοίκησε «ὁ βασιλιᾶς τῆς δόξας», Χριστὸς ὁ Κύριος, καὶ μᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ ἐχθροῦ.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ὁ πανάγιος ναὸς τοῦ ὑπεραγίου Θεοῦ, ποὺ ἀνατράφηκες μέσα στὰ Ἅγια τῶν ἁγίων καὶ προσκάλεσες σὲ ἁγιότητα τὴν παναμαρτωλή μας φύση.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, τὸ καύχημα τῆς οἰκουμένης καὶ ἡ λύτρωση ὅλων μας, ποὺ εἴμαστε αἰχμάλωτοι.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, τὸ ἄνθος τῆς παρθενίας, τὸ κάλλος τῆς καθαρότητος καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἀτιμία τοῦ γένους τῶν γυναικῶν.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ἡ δόξα τῶν βασιλέων, ἡ τιμὴ τῶν ἀρχόντων καὶ τὸ σταθερὸ τεῖχος ὅλων τῶν χριστιανῶν.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ἡ σκέπη ὅσων σὲ ἐμπιστεύονται, ἡ μεσίτρια τῶν ἁμαρτωλῶν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἡ ταχεῖα βοήθεια τῶν θερμῶς μετανοούντων.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, τὸ καύχημα τῶν προπατόρων, τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ δόξα τῶν μαρτύρων.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε, ἡ τύφλωση τῶν ἀπίστων, τὸ φῶς ὅσων πιστεύουν καὶ ἡ σταθερὴ προστασία ὅλων τῶν πιστῶν.

Χαῖρε, Θεοτόκε Παρθένε πανάχραντε, ἡ «ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος» τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς ὁποίας κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Ὕψιστος καὶ, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὰ ὑπόγεια τοῦ ἅδη τὴν πεσμένη φύση μας, τὴν ἀνέβασε καὶ τὴν τοποθέτησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τὴν καταξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματά του.

Τί μεγάλο μυστήριο, τί ἐξαιρετικὴ καὶ ὑπερβολικὴ τιμή! Οἱ ἄγγελοι θὰ ἤθελαν νὰ κατανοήσουν αὐτὴν τὴν τιμή, ἐπειδὴ δὲν ἦλθε νὰ βοηθήσει τοὺς ἀγγέλους ἀλλὰ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως ἀνέφερε ὁ Παῦλος. Τί θὰ κάνουμε, ἂν πάλι μὲ τὴν ἁμαρτία κατρακυλήσουμε στὰ ὑπόγεια τοῦ ἅδη; Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν θὰ κατέβει ξανὰ, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν ἐκεῖ. Κατέβηκε μιὰ φορὰ καὶ μᾶς λύτρωσε καὶ νομοθέτησε, ὅτι ὅσοι βαπτίζονται, νὰ μὴν ὑποδουλώνονται στὴν ἁμαρτία καὶ κατεβαίνουν στὸν ἅδη, γιατί δὲν θὰ πάει ξανὰ ἐκεῖ ἀλλὰ θὰ ἔλθει γιὰ «νὰ κρίνει ζῶντας καὶ νεκροὺς» καὶ νὰ ἀποδώσει στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του. Δὲν θὰ ποῦμε ὅμως πολλὰ γι’ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψουμε στὸ θέμα μας καὶ χαιρετίσουμε ἀκόμα μιὰ φορὰ τὴν Παρθένο, συμπληρώνοντας μὲ τὸ δέκατο «χαῖρε» τὸν ἀριθμὸ τῶν παρθένων τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, θὰ τελειώσουμε.

Χαῖρε, Παντάνασσα θεοχαρίτωτε Δέσποινα Παρθένε Θεοτόκε, ποὺ εἶσαι μὲ τὸν πάνσεπτο Σταυρὸ τοῦ Υἱοῦ σου ἀνίκητο φρούριο καὶ τεῖχος πανίσχυρο αὐτῆς τῆς Ἐγκλείστρας μου, ἀνατροπὴ καὶ πτώση ἀοράτων ἢ ὁρατῶν δόλιων ἐχθρῶν.

Μὴ σταματήσεις, σὲ παρακαλῶ, πανσεβάσμια καὶ πανίερη δυάδα, Θεοτόκε καὶ Τίμιε Σταυρέ, μὲ τὴν ἀκατανίκητη παρουσία σου μέχρι τέλους νὰ προστατεύεις αὐτὸν τὸν τόπο σου, καὶ ὅσους κατοικοῦν σ’ αὐτὸν καὶ αὐτὴν τὴν νέα Σιῶν (δηλαδὴ τὸ ἄνω μέρος της Ἐγκλείστρας), ποὺ ἔκτισα πρόσφατα μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μὲ διαφυλάττεις ἀπὸ κάθε ἐχθρικὴ ἐπιβουλὴ ἀκέραιο καὶ ἀβλαβῆ, καὶ γιὰ μένα, τὸν ἄχρηστο ἱκέτη σας, νὰ ἀναπέμπετε στὸν Κύριο εὐπρόσδεκτη ἱκεσία γιὰ τὴν σωτηρία μου, ὥστε καὶ ἐδῶ νὰ δοξασθεῖ τὸ δοξασμένο καὶ πανάγιο ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.