Τρεῖς γυναῖκες μὲ θάρρος καὶ ἀφοσίωση
Ἡ Ἐκκλησία, ἑορτάζοντας ὅπως κάθε Κυριακή τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, μαζὶ τιμᾶ καὶ τὴ μνήμη πέντε ἀνθρώπων, δυὸ ἀνδρῶν καὶ τριῶν γυναικών.
Αὐτοὶ οἱ πέντε ἄνθρωποι στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι καταδίκασαν σὲ θάνατο τὸν Θεό, ἔσωσαν τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Ὅταν οἱ ξεπεσμένοι ἄρχοντες κι ὁ φανατισμένος ὄχλος ἔκαμαν τὸ ἀνοσιώτατο ἔγκλημα, κι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν πιὰ πεθαμένος στὸν Σταυρό, οἱ δυὸ ἄνδρες φρόντισαν γιὰ τὸν ἐνταφιασμό του.
Κι ὅταν ὅλοι κοιμόντουσαν ἥσυχοι στὴν ἁγία Πόλη κι ἡ κουστωδία φύλαγε τὸν τάφο, οἱ τρεῖς γυναῖκες εἶχαν τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀφοσίωση νὰ ξεκινήσουν, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς νομισμένες ἐντάφιες τιμὲς στὸν «ἐν σπουδῇ» ἐνταφιασμένο νεκρό.
Ἡ Ἐκκλησία διέσωσε τὰ ὀνόματά τους καὶ τὴν πράξη τῶν πέντε αὐτῶν ἀνθρώπων στὰ ἱερότατα ἀρχεῖα της, ποὺ εἶναι τὰ θεῖα Εὐαγγέλια.
Ἡ πρωτοβουλία ἦταν τοῦ Ἰωσήφ, ἀπὸ κοντὰ ὅμως ἦλθε καὶ ὁ Νικόδημος, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης· «Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθῶν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν».
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει γιὰ τὸν Ἰωσὴφ, πὼς ἦταν ἄνθρωπος «ἀγαθὸς καὶ δίκαιος», γι’ αὐτὸ καὶ σὰν βουλευτής, μέλος δηλαδὴ τοῦ συμβουλίου τῶν Ἰουδαίων, δὲν ἦταν σύμφωνος μὲ τὴν γνώμη καὶ τὴν ἀπόφαση τῶν ἄλλων μελῶν «οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει αὐτῶν».
Κι ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικόδημος ἦσαν ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Ὁ φόβος εἶναι παραπάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, μὰ εἶναι καὶ στιγμὲς ποὺ ὁ ἄνθρωπος νικάει τὸν φόβο· αὐτὲς εἶναι οἱ ἱερὲς στιγμὲς τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ χρέους. Ὅταν ὅλοι, ἄρχοντες καὶ λαός, ξεσηκώθηκαν καὶ ζήτησαν τὸν θάνατο τοῦ ἀναμάρτητου, ἕναν θάνατο ἐπώδυνο καὶ ἀτιμωτικό, χρειαζόταν πραγματικὰ θάρρος καὶ τόλμη, γιὰ νὰ φροντίσει κάποιος γιὰ τὸν νεκρὸ αὐτοῦ τοῦ καταδίκου. Ἡ πράξη τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικόδημου εἶναι πραγματικὰ μία πράξη ἡρωική, ποὺ δὲν τὴν τρομάζει ἡ κοινὴ γνώμη, τὸ τί δηλαδὴ θὰ πεῖ ὁ κόσμος. Καὶ τί τάχα πολλὲς φορὲς καταλαβαίνει ὁ κόσμος; Ὅταν οἱ δημαγωγοὶ κατεβάζουν τὸν λαὸ καὶ τὸν κάνουν ὄχλο, τότε τί καταλαβαίνουν οἱ ἄνθρωποι;
Ὅ,τι καταλάβαιναν ἐκεῖνοι, ποὺ ἄφηναν ἐλεύθερο τὸν Βαραββὰ καὶ φώναζαν γιὰ τὸν Χριστὸ «Ἄρον, ἄρον·· σταύρωσον αὐτόν!». Καὶ συμβαίνει πολλὲς φορές, γιὰ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων, νὰ μείνει ἕνας μόνος του μάρτυρας τῆς ἀλήθειας, μέσα σ’ ἕναν ὄχλο φανατισμένο καὶ τυφλό. Ἔτσι, μόνος ἔμεινε ὁ Χριστὸς ἀπέναντι στὸν μαινόμενο ὄχλο. Κι ὅταν οἱ ἄρχοντες, γεμάτοι ἱκανοποίηση γιὰ τὴ νίκη τους, πῆγαν γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ Πάσχα, μόνοι τους βρέθηκαν δυὸ ἄνδρες καὶ τρεῖς γυναῖκες, γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ἐντάφιες τιμὲς στὸν θεῖο Λυτρωτὴ καὶ νὰ σώσουν τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Κάθε τυραννία εἶναι μισητή, μὰ ἀλλοίμονο στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὄχλου! Καὶ χαρὰ σὲ κείνους, ποὺ δὲν φοβήθηκαν τὴν τυφλὴ κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ, τοῦ λαοῦ ποὺ τὸν διέφθειραν οἱ δημαγωγοὶ καὶ τὸν ἔκαμαν ὄχλο. Αὐτοὶ τωόντι εἶναι θαρραλέοι καὶ ἡρωικοί. Μπορεῖ νὰ τοὺς ἀνατρέψει καὶ νὰ τοὺς πατήσει ὁ ὄχλος, μὰ αὐτοὶ δὲν τοῦ κάνουν τόπο νὰ περάσει. Κι ἀκόμα τρὶς χαρὰ σὲ κείνους, ποὺ ὅταν ὁ ὄχλος τοὺς ἀναθεματίζει καὶ τοὺς λιθοβολεῖ, αὐτοὶ συγχωροῦν κι εὐλογοῦν, σὰν τὸν ἅγιο Στέφανο· «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην».
Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπῆ ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὴν τολμηρὴ πράξη τῶν τριῶν μυροφόρων γυναικῶν. Εἶναι κι αὐτὴ μία πράξη, ποὺ τὴν ἐμπνέει ἡ ἀγάπη κι ἡ ἀφοσίωση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου διδασκάλου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πολλὲς δυσκολίες εἶχαν νὰ ὑπερνικήσουν οἱ τρεῖς γυναῖκες· τοὺς ἄρχοντες, τὸν λαό, τὴν στρατιωτικὴ φρουρὰ καὶ τὴν πέτρα τοῦ μνήματος. Δὲν λογάριασαν τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά, καὶ μόνο τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν εἶχαν πιὰ ξεκινήσει κι ἔφτασαν στὸ μνημεῖο, θυμήθηκαν τὴν πέτρα. Ποιὸς θὰ τραβοῦσε τὴν μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου; Μὰ ἡ πέτρα βρέθηκε τραβηγμένη καὶ Ἄγγελος Κυρίου καθότανε στὰ δεξιὰ μέσα στὸ μνημεῖο. Αὐτὸς ἀνάγγειλε στὶς μυροφόρες τὴν Ἀνάσταση· «Ἠγέρθη! Οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Στὸν καιρό μας, ποὺ μὲ ἐπίταση κάποιοι ὁμιλοῦν γιὰ τὴν γυναῖκα καὶ γιὰ τὴ θέση της δίπλα στὸν ἄνδρα, τάχα νὰ πρόσεξαν σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο; Οἱ γυναῖκες πρῶτες εἶδαν τὸ κενὸ μνημεῖο κι ἄκουσαν τὸ «ἠγέρθη!», καὶ στὶς γυναῖκες πρῶτες δόθηκε ἡ ἐντολὴ νὰ κηρύξουν τὴν Ἀνάσταση, «εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ…». Εἶναι τάχα αὐτὸ μία σύμπτωση, ὅτι καὶ στὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ στὴν ἀνάσταση τῆς Ζωῆς πρωτοστατεῖ ἡ γυναίκα;
Ἀλλ’ ὅμως σύμπτωση καὶ τύχη δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὴν βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι γίνεται στὸν κόσμο, γίνεται κατὰ ἕναν πνευματικὸ λόγο, ποὺ ἔχει τὴ ρίζα του μέσα στὴν βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς λόγος δὲν εἶναι ὅ,τι μάθαμε νὰ λέμε φυσικὸ νόμο. Ὁ φυσικὸς νόμος εἶναι δουλεία, ἡ δουλεία τοῦ αἰτίου καὶ τοῦ αἰτιατοῦ. Ὁ πνευματικὸς λόγος εἶναι ἔξω ἀπὸ κάθε ἔννοια καταναγκασμοῦ, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς προσωπικῆς εὐθύνης. Πίσω ἀπὸ τοὺς λεγόμενους φυσικοὺς νόμους πρέπει πάντα νὰ ἀναζητοῦμε τοὺς πνευματικοὺς λόγους, τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἄνθρωπου. Δὲν εἶναι σύμπτωση καὶ τύχη, ὅτι στέκει ὁ κόσμος καὶ κινεῖται ἡ ζωὴ στὴν ἱστορική της πορεία· εἶναι ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Πῶς θὰ μποροῦσαν τώρα νὰ μὴν εἶναι γυναῖκες οἱ ἄγγελοι τῆς Ἀναστάσεως; Αὐτὲς κινήθηκαν ἀπὸ δική τους θέληση καὶ ἀγάπη καὶ πῆγαν στὸ μνημεῖο, ἀψηφώντας κάθε ἐμπόδιο καὶ κάθε κίνδυνο.
Μέσα στοὺς πανηγυρικοὺς καὶ χαρμόσυνους ὕμνους τῆς Ἀναστάσεως, πρώτους μάρτυρες τοῦ κενοῦ μνημείου καὶ τοῦ μεγάλου θαύματος ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τὶς τρεῖς μυροφόρες γυναῖκες·«Δεῦτε ἀπὸ θέας, γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τῇ Σιών εἴπατε· Δέχου παρ’ ἡμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια τῆς ἀναστάσεως Χριστοῦ…». Ἀμήν.