Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Κατ’ ἀρχάς, εἶναι βέβαιον, πὼς οἱ Τοῦρκοι κατακτητὲς εἶχαν ἐντοπίσει πὼς δυὸ ἤτανε οἱ βασικοὶ τόποι ἐνίσχυσης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης καὶ, κατὰ συνέπεια, τόποι ἐκκόλαψης ἐξεγέρσεων: οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ σχολεῖα.

  • !

    Ὅσο γιὰ τὰ σχολεῖα, ἂν καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀνέχονταν, κατὰ κάποια ἔννοια, τὶς ἐκπαιδευτικὲς πρακτικὲς τῶν ραγιάδων, ὡστόσο συνεχῶς «τὶς εἶχαν στὸ στόχαστρο». Για νὰ ἱδρυθεῖ ἕνα σχολεῖο, ἀπαραίτητη διαδικασία ἦταν ἡ δωροδοκία. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἱδρυόταν, πάνω σὲ αὐτὸ ξεσποῦσε τὸ τουρκικὸ μένος, ὅταν ὑπῆρχαν πολιτικὲς ταραχές.
    Κατὰ δεύτερον, ἡ διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἦταν, ἐπίσης, κάτι ποὺ ἐνοχλοῦσε ὑπερβολικὰ τοὺς Τούρκους.

  • !

    Συνεπῶς, εἶναι φανερὸ πώς Κρυφὰ Σχολειά, ἠμιπαράνομα καὶ ἠμιμόνιμα, ὄχι μόνο ὑπῆρξαν ἀλλὰ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ὑπάρχουν. Και ἂν δὲν ὑπάρχουν μαρτυρίες, εἶναι ἀκριβῶς διότι τέτοιες δραστηριότητες καλύπτονταν ἀπὸ ἕνα πέπλο μυστικότητας γιὰ τὶς αὐτονόητες συνέπειες.

  • !

    Δὲν εἶναι τυχαῖο, πὼς τὰ περισσότερα Κρυφὰ Σχολειά, ἀπὸ ὑπαινιγμοὺς ἢ ἀπὸ τὴν παράδοση, τὰ βρίσκουμε ἐντοπισμένα κοντὰ στὰ μοναστήρια, ὅπου ἀποτελοῦσαν τὰ πιὸ ἀπομακρυσμένα κέντρα ἀπὸ τὸ «μάτι» τοῦ κατακτητῆ.

  • !

    Οἱ Τοῦρκοι «ἐμπόδιζαν τὰ σχολεῖα αὐστηρότερα καὶ ἀπὸ τὰς ἐκκλησίας. Τοῦτο καὶ ἄλλαι συγχρόνως αἰτίαι ἐβίαζαν τοὺς Γραικούς…νὰ συστένουν κοινὰ σχολεῖα κρυφίως»[8].

  • !

    Συμπερασματικά, τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ ἀποτελεῖ, ὄχι μόνον ἱστορικὸ γεγονός ἀλλὰ καὶ σύμβολο γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὶς διώξεις ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ παιδεία στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, καὶ ὡς τέτοιο τὴν ἐξέλαβε ὁ ἑλληνικὸς λαός.

Κρυφὸ Σχολειό

 

Το Κρυφὸ Σχολειό, ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1990, δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἕνα ἱστορικὸ στοιχεῖο. Ἔχει ἀναχθεῖ σὲ σύμβολο σύγκρουσης τῶν κλασικῶν ἱστορικῶν τῆς Ἐπανάστασης μὲ τοὺς σύγχρονους ἀποδομητὲς τῆς ἱστορίας τῆς ὕστερης μεταπολίτευσης[1]. Πρὶν ἀπὸ τὸ διάστημα αὐτό, οἱ ἀμφισβητίες εἶναι ἐλάχιστοι[2]. Ἀπὸ τὴν τελευταία δεκαετία, ὅμως, τοῦ 20οῦ αἰῶνα, τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ θὰ ἀναχθεῖ, μὲ πρωτεργάτη τὸν Ἄλκη Ἀγγέλου[3] σὲ κομβικὸ στοιχεῖο τῆς μεγάλης ἰδεολογικῆς ἀντιπαράθεσης Ἐκκλησίας καὶ «ἐκσυγχρονισμοῦ», ποὺ θὰ κορυφωθεῖ τὰ ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια, μὲ ἀφορμὴ τὸ ζήτημα τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στὶς ταυτότητες τῶν πολιτῶν. Τὸ βασικὸ στοιχεῖα περὶ μὴ ὕπαρξης Κρυφοῦ Σχολειοῦ εἶναι τὰ προνόμια, ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Σουλτάνο Μεχμὲτ τὸν Β΄ στὸν Γεννάδιο Σχολάριο  γιὰ τὴν Ἐκκλησία, κάτι, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τῶν «ἐκσυγχρονιστῶν», εἶχε ὡς αὐτονόητη συνέπεια τὴν ἐλεύθερη ὕπαρξη σχολείων. Ἐπιπροσθέτως, οἱ ἴδιοι ἐπισημαίνουν, πὼς δὲν ὑπάρχουν ἐπίσημα κείμενα, ποὺ νὰ ἀπαγορεύουν ἢ νὰ κλείνουν ἑλληνικὰ σχολεῖα.

Ἱστορικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν ὕπαρξη κρυφῶν σχολειῶν.

Εἶναι, ὅμως, πολλὰ τὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ ἀβάσιμο αὐτῶν τῶν ἀπόψεων:

Κατ’ ἀρχάς, εἶναι βέβαιον, πὼς οἱ Τοῦρκοι κατακτητὲς εἶχαν ἐντοπίσει πὼς δυὸ ἤτανε οἱ βασικοὶ τόποι ἐνίσχυσης τῆς ἐθνικῆς συνείδησης καὶ, κατὰ συνέπεια, τόποι ἐκκόλαψης ἐξεγέρσεων: οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ σχολεῖα.

Στὶς πόλεις σπανιότατα ἐπιτρεπόταν ἡ ἀνέγερση ναοῦ καὶ ὅσοι ναοὶ βρίσκονταν κοντὰ σὲ μουσουλμανικοὺς χώρους κατεδαφίζονταν. Γνωρίζουμε, ἐπίσης, πὼς ἀποτελοῦσε ἐπίσημη πρακτικὴ τῶν διαδόχων τοῦ Μωάμεθ ἡ μετατροπὴ χριστιανικῶν ναῶν σὲ τζαμιά καὶ μόνο τρεῖς ἀπὸ τοὺς ναοὺς τῆς πάλαι ποτὲ Βασιλεύουσας διατηρήθηκαν. Τοὺς περίλαμπρους ναοὺς ἀντικατέστησαν πρόχειρες ξύλινες κατασκευές, οἱ ὁποῖες, ἐπίσης συχνά, κατεδαφίζονται ἐν μιᾷ νυκτί, ἰδιαίτερα ἂν ἔβρισκαν μέσα τὸ ὁτιδήποτε καινούργιο ποὺ συνέβαλε στὴ συντήρησή τους[4].

Ὅσο γιὰ τὰ σχολεῖα, ἂν καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀνέχονταν, κατὰ κάποια ἔννοια, τὶς ἐκπαιδευτικὲς πρακτικὲς τῶν ραγιάδων, ὡστόσο συνεχῶς «τὶς εἶχαν στὸ στόχαστρο». Για νὰ ἱδρυθεῖ ἕνα σχολεῖο, ἀπαραίτητη διαδικασία ἦταν ἡ δωροδοκία. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἱδρυόταν, πάνω σὲ αὐτὸ ξεσποῦσε τὸ τουρκικὸ μένος, ὅταν ὑπῆρχαν πολιτικὲς ταραχές.

Κατὰ δεύτερον, ἡ διατήρηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἦταν, ἐπίσης, κάτι ποὺ ἐνοχλοῦσε ὑπερβολικὰ τοὺς Τούρκους μὲ συχνὰ περιστατικὰ ἀκραίων μέτρων:

Ὁ Πηγᾶς (1549-1601), πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μετὰ τὸ 1590 καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους πνευματικοὺς ἡγέτες τοῦ Γένους κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, σὲ ἐπιστολὴ του πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς Πολωνίας τὸ 1598, ἀναφέρεται στὴν καταδίωξη καὶ τὴν ἀπαγόρευση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, καθὼς καὶ τὴν πυρπόληση βιβλίων ἑλληνικῶν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πατριαρχίας τοῦ προκατόχου τοῦ Σιλβέστρου (1565-1590). Ἀναφέρει μάλιστα, πὼς «καθὰ μοὶ Ἰωακεὶμ τὶς γέρων διηγεῖτο, τριάκοντα χιλιάδες γλωσσῶν ἐν τῇ Αἰγύπτῳ ἀπετμήθησαν ἡμέρα μία, διὰ τὸ μόνον ἑλληνιστὶ λαλῆσαι»[5].

Δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἀπόφαση ἱδρύσεως ἑλληνικοῦ κοσμικοῦ ἐκπαιδευτηρίου στὴν ὀθωμανικὴ ἐπικράτεια κατὰ τὴν Τουρκοκρατία, γεγονὸς πού μᾶς καθιστᾶ βεβαίους γιὰ τὴν ἐπίσημη, ἂν καὶ ὄχι πάντα ἐμφανῆ, πολιτικὴ τῶν Τούρκων ἀπέναντι στὴν ἀπρόσκοπτη μόρφωση τῶν Ἑλλήνων. Ἄλλωστε, τὸ ἐνδεχόμενο αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο συμβατὸ μὲ τὸν συστηματικὸ ἐξισλαμισμὸ χριστιανικῶν πληθυσμῶν, τὸν ὁποῖον μόνον  ἡ ἐκκλησιὰ καὶ τὸ σχολειὸ μποροῦσαν νὰ δυσχεράνουν.

Συνεπῶς, εἶναι φανερὸ πώς Κρυφὰ Σχολειά, ἠμιπαράνομα καὶ ἠμιμόνιμα, ὄχι μόνο ὑπῆρξαν ἀλλὰ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ὑπάρχουν. Και ἂν δὲν ὑπάρχουν μαρτυρίες, εἶναι ἀκριβῶς διότι τέτοιες δραστηριότητες καλύπτονταν ἀπὸ ἕνα πέπλο μυστικότητας γιὰ τὶς αὐτονόητες συνέπειες.

Δὲν εἶναι τυχαῖο, πὼς τὰ περισσότερα Κρυφὰ Σχολειά, ἀπὸ ὑπαινιγμοὺς ἢ ἀπὸ τὴν παράδοση, τὰ βρίσκουμε ἐντοπισμένα κοντὰ στὰ μοναστήρια, ὅπου ἀποτελοῦσαν τὰ πιὸ ἀπομακρυσμένα κέντρα ἀπὸ τὸ «μάτι» τοῦ κατακτητῆ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ὁ Διαφωτισμὸς τῆς Εὐρώπης ἔφερε σιγὰ σιγὰ μία ἀλλαγὴ στὰ πράγματα τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας, ἡ ἐπίσημη ἔναρξη ἑλληνικοῦ σχολείου χρειαζόταν σουλτανικὸ φιρμάνι, ἀκριβῶς γιὰ νὰ καμφθοῦν οἱ ἀντιδράσεις τῶν Ὀθωμανῶν τοῦ τόπου ἐκείνου, ποὺ διαρκῶς τὰ ἀπειλοῦσαν[6].

Ἐπίσημη μαρτυρία γιὰ Κρυφὸ Σχολειό μᾶς δίνει ὁ Στέφανος Κανέλλος (1792-1823), διαφωτιστὴς καὶ ὀπαδὸς τῶν ἀπόψεων τοῦ Κοραῆ, ἀπὸ τοὺς βασικοὺς συνεργάτες τοῦ «Λόγιου Ἑρμῆ»[7]. Οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἔστειλε πρὸς τὸν φιλέλληνα Κὰρλ Ἴκεν ἐκδόθηκαν μὲ τὸν τίτλο Leukothea. Ἐκεῖ ἀναφέρεται σαφῶς, πὼς οἱ  Τοῦρκοι «ἐμπόδιζαν τὰ σχολεῖα αὐστηρότερα καὶ ἀπὸ τὰς ἐκκλησίας. Τοῦτο καὶ ἄλλαι συγχρόνως αἰτίαι ἐβίαζαν τοὺς Γραικούς…νὰ συστένουν κοινὰ σχολεῖα κρυφίως»[8]. Ἡ μαρτυρία του ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, καθότι συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ριζοσπαστῶν διαφωτιστῶν, διατυπώνοντας συχνὰ μομφὲς κατὰ τοῦ Κλήρου γιὰ τὴν στάση του ἀπέναντι στὸν Διαφωτισμό[9]. Πρόκειται γιὰ πρόσωπο ἀξιόπιστο, ἀκριβῶς διότι δὲν συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν «παραδοσιακῶν» ἀλλὰ μεταξὺ τῶν διαφωτιστῶν, ποὺ διατύπωσαν κρίσεις ὑποτιμητικὲς γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς πρὸς τὴ στάση της ἀπέναντι στὸ Διαφωτισμό.

Συμπερασματικά, τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ ἀποτελεῖ, ὄχι μόνον ἱστορικὸ γεγονός ἀλλὰ καὶ σύμβολο γιὰ τὶς δυσκολίες καὶ τὶς διώξεις ποὺ ἀντιμετώπιζε ἡ παιδεία στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, καὶ ὡς τέτοιο τὴν ἐξέλαβε ὁ ἑλληνικὸς λαός. Ἡ μόδα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, νὰ ἐξυψώνεται ἡ ἀνεκτικότητα τῶν Τούρκων στὸ ὄνομα μιᾶς  -Κύριος οἶδε τί εἴδους – προσέγγισης μὲ τοὺς ἐξ ἀνατολῶν γείτονες, εἶχε σὰν ἄμεση συνέπεια τὴν ὑποβάθμιση τῶν δεινῶν τῶν Ἑλλήνων καὶ κατὰ συνέπεια  τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶχε ἐπωμιστεῖ αὐτὴ τὴ διαδικασία. Εἶναι καλὸ νὰ γνωρίζουμε, πὼς ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ δὲν ἀποτελεῖ μεμονωμένο σύμπτωμα ἀλλὰ ἕνα δεῖγμα μίας γενικότερης ἰδεολογικῆς ἀγκύλωσης ὡς πρὸς τὴν ἱστορικὴ καταγραφή.

Παραπομπές:

[1] Βλ. Γιώργου Καραμπελιᾶ, «Τὸ Κρυφὸ Σχολειό, οἱ Ἕλληνες διαφωτιστὲς τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ ἡ ἀποδομητικὴ ἱστοριογραφία τῆς ὕστερης μεταπολίτευσης»  στὸ Ἑλληνικὸς καὶ Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμός, Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πρακτικὰ Δ΄ Συνεδρίου, ἔκδ. Ἀρχονταρίκι, 119-143.

[2] Βλ. Γιάννης Βλαχογιάννης, «Τὸ Κρυφὸ Σχολειό», Νέα Ἐστία τ. 436 (15 Αὐγούστου 19450, 679.

[3] Ἄλκη Ἀγγέλου, Τὸ Κρυφὸ Σχολειό. Χρονικὸ ἑνὸς μύθου, ἔκδ. Ἑστία, Ἀθήνα 1997.

[4] «Οἱ ὀθωμανοὶ ἠρεύνων τὰς ἐκκλησίας ἐπιμελῶς, καὶ ἂν εὕρισκον ἔστω καὶ ἧλον ἕνα ἢ κέραμον, κατεδίωκον τοὺς χριστιανοὺς ἢ διέτασσον τὴν κατεδάφισιν». Ἀ. Διομήδη-Κυριακοῦ, Δοκίμιον Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Ἀθήνα 1872, 272.

[5] Α. Κομνηνοῦ-Ὑψηλάντη, Τὰ μετὰ τὴν Ἅλωσιν, Κων/πολις 1870, 117.

[6] Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Κωνσταντᾶ, ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῆς Βιβλιοθήκης Μηλεῶν, ποὺ εἶναι δημοσιευμένη καὶ σχολιασμένη στὸ Ἄπ. Διαμαντή, «Τὰ φῶτα καὶ ἡ φθοροποιὸς τῶν Ἑλλήνων ἀποστασία», στὸ Τά Ἱστορικὰ 48 (2008), 33-54.

[7] Μὲ τὸν τίτλο Ἐρμής ὁ Λόγιος ἤ Λόγιος Ἐρμής ἦταν γνωστὸ τὸ δεκαπενθήμερο φιλολογικὸ περιοδικὸ στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ ἐκδιδόταν ἀπὸ τὸ 1811 ἕως τὸ 1821 στὴν ἑλληνικὴ παροικία τῆς Βιέννης, φέρνοντας κοντά τους Ἕλληνες λογίους τῆς διασπορᾶς. Ἐμπνευστὴς τοῦ περιοδικοῦ ἦταν ὀ Αδαμάντιος Κοραής καὶ πρῶτος διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ ὀ Ἄνθιμος Γαζῆς. Θεωρεῖται ὡς τὸ σημαντικότερο περιοδικὸ τῆς περιόδου πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης

[8] Carl Iken, Leukothea, τ. 1, λειψία 1825, 7,14.

[9] Βλ. σχετικά, ἀρχιμ. Α. Δημητρακοπούλου, Ἐπανορθώσεις Σφαλμάτων παρατηρηθέντων ἐν τῇ Νεοελληνικῇ Φιλολογίᾳ τοῦ Κ. Σαθᾶ, μετὰ καὶ τίνων προσθηκῶν, Τεργέστη 1872, 50-51.