Ἡ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι κάποιο ὄν, ὅσο περισσότερο ἱκανοποιοῦσε τὴν πείνα του τόσο αὐτὴ μεγάλωνε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατασπαράξει τὸν ἑαυτό του. Τὸ πρόσωπο αὐτὸ εἶναι καὶ πρόσωπο τῆς δικῆς μας κοινωνίας, τῆς λεγόμενης Καταναλωτικῆς, ποὺ καταναλώνεται καταναλώνοντας καὶ ὁ ἄνθρωπος τρώγεται τρώγοντας.
Πραγματικά, παρατηρώντας τὸν σημερινὸ κόσμο καὶ τὰ ἐπιτεύγματα μὲ τὰ ὁποία ἐχει κορεστεῖ, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ, πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεννημένος γιὰ νὰ δημιουργεῖ κι ὕστερα νὰ καταστρέφεται. Ἀναζητεῖ συνέχεια τὸ καλύτερο, μὲ σκοπὸ τὴ βελτίωση τῆς ζωῆς. Ὅμως κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας του, το «καλύτερο» συχνὰ μετατρέπεται σὲ «χειρότερο», ἐφόσον εἶναι γνωστὸ, πὼς συχνὰ τὸ καλύτερο εἶναι ἐχθρός τοῦ καλοῦ.
Στὴν περίπτωση ποὺ ἀναφερόμαστε, ὁ ἄνθρωπος δημιούργησε μία ἀτελεύτητη ἁλυσίδα πραγμάτων ποὺ θὰ ἔλυναν τὰ προβλήματά του, κι ὅμως βρέθηκε δεμένος μὲ τὴν ἁλυσίδα αὐτή. Αχρηστεύτηκε ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του. Περιτριγυρίζεται ἀπὸ τόσο «χρήσιμα» πράγματα, ποὺ τὸν κάνουν νὰ νιώθει ἄχρηστος· ἕνα παθητικὸ ἄτομο, ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ τὰ ἐπιτεύγματά του. Ἔτσι, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος μοιάζει μὲ κάποιον, ποὺ ἔχει ὑποστεῖ λοβοτομὴ κι ἔχει μετατραπεῖ σ’ ἕνα ἄτομο χωρὶς βούληση, ποὺ ἀδρανοποιεῖται μέρα μὲ τὴ μέρα.
Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ, ἔχει παρανοηθεῖ ἡ ἔννοια τῆς λέξης «χρήσιμος». Χρήσιμος είναι αὐτὸς ποὺ προσφέρεται πρὸς χρήση, ποὺ βοηθάει στὴν καλυτέρευση ἑνὸς πράγματος ἢ μίας κατάστασης. Χρήσιμος εἶναι ἀκόμη αὐτὸς, ποὺ χρησιμεύει σὲ κάτι. Ὅμως σὲ τί χρησιμεύουν τόσα «χρήσιμα» πράγματα, ποὺ μᾶς κατακλύζουν; Σε τί χρησιμεύει ὁ ἄνθρωπος, πέρα ἀπὸ τὸ νὰ τὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ τὰ ὑπηρετεῖ; Ποιὸ νόημα ἔδωσε στὴ ζωή του, πέρ’ ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ «ἀγοραστῆ»; Στο σύγχρονο λεξιλόγιο ποὺ χρησιμοποιεῖ, ἐνέταξε καὶ τὸ «χρήσιμος» στὰ ἐπίθετα ποὺ ἔχουν τὴν ἔννοια τοῦ μὴ χρησιμοποιούμενου. Στὸ μυαλὸ του, κυριαρχεῖ ἡ ἐντολὴ «ἀγόρασε καὶ ἀπόλαυσε» καὶ σύμφωνα μ’ αὐτὴ χτίζει μία ζωή, στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος χρησιμεύει γιὰ νὰ χρησιμοποιεῖται, χρησιμοποιώντας παθητικὰ τ’ ἀγαθὰ ποὺ ἀγοράζει μηχανικά, γιὰ νὰ κορέσει τὴν ἀγοραστική του μανία.
Θὰ μποροῦσε νὰ παρατηρήσει κανεὶς, ὄτι ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος παχαίνει σωματικὰ κι ἀδυνατίζει πνευματικά. Ἡ πάχυνση εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ φαγητοῦ καὶ τῆς ἀκινησίας. Ἡ πνευματικὴ ἀβιταμίνωση, ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς ὀκνηρίας. Ὁ κόσμος μας ἀποτελεῖται ἀπὸ παθητικὰ, στὴν πλειοψηφία τους, ἄτομα καὶ ἡ εἰρωνεία εἶναι, πὼς τὰ ἴδια τὰ ἄτομα μὲ τὴ στάση τοὺς κατέληξαν, στὸ νὰ γίνουν ἀδρανὴ πλάσματα. Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἐνδεικτικό: μὲ τὴ σπάταλη χρησιμοποίηση ποὺ τῆς κάνουμε, δώσαμε τὸ δικαίωμα στὴν τηλεόραση νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ καθορίζει τὴ ζωή μας, ἰδίως κατὰ τὶς βραδινὲς ὧρες. Δύσκολα βγαίνουμε ἀπὸ τὸ σπίτι κι εὔκολα ἀπαρνιόμαστε τὴν κουβέντα μὲ τοὺς φίλους, γιὰ νὰ μὴ χάσουμε κάποια ἐνδιαφέρουσα «σειρά», ποὺ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς εἶναι σειρὰ πληκτικῶν σκηνῶν. Ἀλλὰ τὸ παράδειγμα δὲν ἀφορᾶ στὴν τηλεόραση, ἀποκλειστικά, ἀλλὰ σ’ ἕνα ἐξάρτημά της, τὸν τηλεχειριστή* («τηλεκομάντερ» λέγεται στὴ «γλώσσα» τῆς T.V.), ποὺ χρησιμεύει στὴ ρύθμιση ἢ τὴν ἀλλαγὴ σταθμῶν. Μ’ αὐτὸ τὸ ὄργανο, γλιτώνουμε ἀπὸ τὸν κόπο ν’ ἀλλάξουμε τὴ νωχελικὴ στάση μας στὴν πολυθρόνα, νὰ σηκωθοῦμε καὶ ν’ ἀλλάξουμε κανάλι, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ κινηθοῦμε ἔστω γιὰ ἕνα λεπτό. Μὲ μία πίεση τοῦ δακτύλου, ρυθμίζονται ἀπὸ μακριὰ τὰ πάντα. Τὸ βιβλίο, πού μᾶς παρέχει γνώσεις καὶ τέρψεις καὶ παράλληλα ἀσκεῖ τὸ νοῦ μας, ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπὸ τὴν τηλεόραση καὶ τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸ βίντεο. Προτιμᾶμε νὰ μᾶς προσφέρουν ἕτοιμη μία γνώση, παρὰ νὰ τὴν κατακτήσουμε μόνοι μὲ προσωπικὸ μόχθο.
Ἀγνοοῦμε τὸ θέατρο, πού μᾶς παρέχει μία ὑψηλότερη καλλιτεχνικὴ τέρψη καὶ μία μοναδικὴ αἴσθηση τῆς σχέσης ἠθοποιοῦ-θεατή, γιατί, εἴτε δέ μᾶς προσφέρει τὶς γρήγορες ἐναλλαγὲς εἰκόνων τῶν ταινιῶν τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ κινηματογράφου εἴτε εἴμαστε τόσο ὀκνηροὶ ὥστε, ἂν κι ἔχουμε αὐτοκίνητο γιὰ νὰ κινηθοῦμε, ἐν τούτοις ἐπιλέγουμε τὴν «καλύτερη» λύση καὶ τὴν πιὸ «ξεκούραστη», νὰ κάτσουμε, δηλαδή, στὸ σπίτι καὶ νὰ δοῦμε τηλεόραση. Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο σύστημα ὑποκατάστατων ζωῆς ὁ ἄνθρωπος φθείρεται, χάνει τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ κάνει τὴ ζωὴ πουλιοῦ μέσα στὸ κλουβί. Μόνο ποὺ ἡ αὐτοφυλάκιση εἶναι δική του ἐπιλογή.
Ὁ Ἀριστοτέλης ὀνόμασε τὸν ἄνθρωπο «ζῶον κοινωνικόν». Δυστυχῶς, ὁ ἄνθρωπος κατάφερε νὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ ὁ ἐπιθετικὸς προσδιορισμὸς τοῦ κοινωνικοῦ. Ἔχασε τὴν κοινωνικότητά του ἀλλ’ αὐτὸ δὲ σημαίνει, ὅτι τοῦ ἀπόμεινε ἡ ἰδιότητα τοῦ ζώου στὴν πλήρη διάστασή της. Ἕνα ζῶο κινεῖται, ἀπολαμβάνει τὴ φύση, τρώγει ὑγιεινὲς τροφές. Ὁ ἄνθρωπος ἀκινητοποιεῖται, χάνει τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση καὶ τρώγει «ὑγιεινές» τροφές, γιὰ νὰ διατηρεῖ τὴν ὑγεία του, ποὺ φθείρεται ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἀκινησία.
Ἡ κακὴ χρησιμοποίηση, λοιπόν, τῶν μέσων διευκόλυνσης τῆς ζωῆς ἔχει καταντήσει δύσκολη τὴ ζωή μας. Ἔνα χαρτονόμισμα ἔχει ἀντίκρισμα σὲ χρυσὸ κι ἔτσι δικαιολογεῖ τὴν ὀνομαστική του ἀξία. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅμως, στὴν κατάσταση ποὺ ἔχει περιέλθει σήμερα, δὲν ἔχει κανένα ἀντίκρισμα. Τὸ ἀντίκρισμά της ἦταν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχουν. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει ἀπομείνει στὸν κόσμο εἶναι ἄτομα, ποὺ πλανιῶνται ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, δίχως νόημα καὶ προορισμό. Γιὰ νὰ ξαναρχίσει ἡ ζωή μας νὰ λειτουργεῖ, πρέπει νὰ τῆς δώσουμε ζωή.
Κάποτε ὁ εὐαγγελιστὴς τῶν τεχνολογικῶν ἀνακαλύψεων, ὁ μεγάλος συγγραφέας Ἰούλιος Βέρν, εἶχε πεῖ προφητικὰ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος στὸ μέλλον θὰ γίνει ἔνα διακοσμητικό ἀντικείμενο, μέσα στὸν μηχανοποιημένο κόσμο ποὺ θὰ δημιουργήσει. Τὸ μέλλον τοῦ Βὲρν εἶναι τὸ δικό μας παρόν. Ὁ Βὲρν θέλησε νὰ μᾶς προειδοποιήσει γιὰ τὰ ἐπακόλουθα, ποὺ θὰ εἶχαν οἰ συνεχεῖς τελειοποιήσεις, ποὺ ἄφηναν ἀπέξω τὸν ἄνθρωπο. Νὰ μᾶς προειδοποιήσει γιὰ μία ἐποχή, ποὺ θὰ ἦταν ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων μὲ τὴν ἀρχική, τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς ζωῆς. Δυστυχῶς, ἡ προφητεία ἐπαληθεύτηκε καὶ δημιουργήσαμε ἕναν θαυμαστὸ κόσμο θαυμαστῶν πραγμάτων, στὰ ὁποῖα ἐντάξαμε τὴ ζωή μας, ἀντὶ νὰ ἐντάξουμε τὰ πράγματα στὴ ζωή μας.
Τὰ πάντα λειτουργοῦν στὴν ἐντέλεια, σὲ βάρος τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωὴ του ἔγινε πιὸ «εὔκολη» ἀλλὰ καὶ πιὸ κουραστικὴ μέσα στὶς τόσες εὐκολίες. «Ἀλλοτριώνεται πρόσχαρα» καὶ γι’ αὐτὸ δὲν καταλαβαίνει πόσο βαθιὰ μπαίνει σ’ ἕνα λαβύρινθο, ποὺ δὲν ἔχει ἔξοδο καὶ τελειωμό. Οἱ ἄνθρωποι ξυπνᾶνε ἀπὸ ἕναν τυχὸν βραδινὸ ἐφιάλτη, γιὰ νὰ ζήσουν ἕναν ἄλλο, τὸν ἡμερήσιο, καθημερινὸ ἐφιάλτη. Ζοῦν μὲ τὸ ἄγχος νὰ προλάβουν, νὰ τὰ προφτάσουν ὅλα. Ελάχιστες εἶναι οἱ στιγμές ποὺ χαίρονται τὴ ζωή τους, σὰν πραγματικοὶ ἄνθρωποι κι ὄχι σὰν αὐτόματα ὄντα. Ἕνας κόσμος ζωντανῶν-νεκρῶν θὰ ἦταν, βέβαια, ἕνας πολὺ βαρὺς χαρακτηρισμὸς γιὰ τὸν σημερινὸ κόσμο ἀλλ’ ἀνταποκρίνεται σὲ κάποιες πολὺ συνηθισμένες καταστάσεις τῆς ζωῆς του. Στὴ σημερινὴ ἐποχὴ, εἶναι δύσκολο νὰ ξεχωρίσει κανεὶς, ποιὸς εἶναι «ζωντανός» καὶ ποιὸς «νεκρός». Ἀρκεῖται, στὸ νὰ παρατηρεῖ ἄτομα νὰ κινοῦνται σὰν νὰ τὰ κατευθύνει κάποια ἀόρατη δύναμη καὶ ποὺ εἶναι ἀνίκανα ν’ ἀντισταθοῦν καὶ νὰ βαδίσουν ἀντίθετα στὸ ρεῦμα τῆς κατανάλωσης. Αγοράζουν περισσότερα, ἀπὸ ὅσα χρειάζονται γιὰ νὰ ζήσουν. Τουλάχιστον, οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι πίστευαν, πὼς ἡ ζωή τους θὰ συνεχισθεῖ καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους καὶ γι’ αὐτὸ μετέτρεπαν τοὺς τάφους τους σὲ σοῦπερ μάρκετ. Ἐμεῖς, ὅμως, γιατί ἀγοράζουμε τόσα, ἀφοῦ δὲν πρόκειται νὰ τὰ πάρουμε μαζί μας;
Ἡ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή: ἡ μόνη δραστηριότητα ποὺ ἐπιτρέπεται στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο εἶναι ἡ κατανάλωση, ἡ ἀφθονία. Ἔτσι, κυνηγᾶ μόνος τὸν πλοῦτο τῆς κόλασής του. Γιατί η καταναλωτικὴ μανία μοιάζει μὲ τὸ ναρκωτικό. Ὅσο περισσότερο τὸ παίρνεις, τόσο πιὸ πολὺ τὸ ζητᾶς, ἂν καὶ ξέρεις, πὼς αὐτὸ μία μέρα θὰ σὲ καταστρέψει.
Μὲ τὴ μανία γιὰ συνεχῆ καὶ ὑπερβολικὴ κατασκευὴ καὶ προμήθεια πραγμάτων, ποὺ θὰ ἔκαναν τὴ ζωή μας ἀνετότερη, χάσαμε τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐρυχωρία μας. «Μᾶς διώχνουνε τὰ πράγματα», ὅπως λέει ὁ Καρυωτάκης. Εἴμαστε ἐξόριστοι σ’ ἕναν τόπο ποὺ δημιουργήσαμε μόνοι μας. Θεοποιήσαμε τὰ ἐπιτεύγματά μας καὶ ὑπακοῦμε σ’ αὐτά, βάζοντας παρωπίδες, ὠτοασπίδες καὶ ρινοασπίδες, γιὰ νὰ μὴ δεχόμαστε ἄλλα ἐρεθίσματα. Υπάρχουν, ὅμως, κάποιοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ποὺ μὲ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας προσπαθοῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ συνειδητοποιήσουμε, σὲ τί φαῦλο κύκλο ἔχουμε πέσει καὶ στριφογυρίζουμε δαιμονισμένα γύρω-γύρω, ὅπως ὁ σκύλος ποὺ θέλει νὰ δαγκώσει τὴν οὐρά του. Μᾶς δείχνουν μίαν ἔξοδο, ὅμως ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο «ἀσθενικοί», πού μᾶς εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσουμε ὡς αὐτή.
Ἐλπίζουμε πάντοτε νὰ πληθύνουν τὰ φῶτα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, γιὰ νὰ μπορέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μία μέρα να βαδίσουν πρὸς τὴν ἔξοδο καὶ νὰ κοιτάξουν τὸν οὐρανό, ποὺ ἔχουν ξεχάσει πιά, τί χρῶμα ἔχει.
* Τὸ σωστὸ θὰ ἦταν τηλεχειριστήρας. Τηλεχειριστὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὸν χρησιμοποιεῖ. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ «διακόπτης». Σωστὸ εἶναι τὸ «διακοπτήρ» – «διακοπτήρας».