Γλυκὰ φυσᾶ ὁ μπάτης,
ἡ θάλασσα δροσίζεται,
στὰ γαλανὰ νερά της
ὁ ἥλιος καθρεφτίζεται•
καὶ λὲς πὼς παίζουν μ’ ἔρωτα
πετῶντας δίχως ἔννοια
ψαράκια χρυσοφτέρωτα
σὲ κύματ’ ἀσημένια.
Στοῦ καραβιοῦ τὸ πλάι
ἕνα τρελὸ δελφίνι
γοργόφτερο πετάει
καὶ πίσω μᾶς ἀφήνει.
καὶ σὰν νὰ καμαρώνεται
τῆς θάλασσας τὸ ἄτι
μὲ τοὺς ἀφρούς του ζώνεται
καὶ μᾶς γυρνᾶ τὴν πλάτη.
Χιονοπλασμένοι γλάροι,
πόχουν φτερούγια ἀτίμητα
καὶ γιὰ κανένα ψάρι
τὰ μάτια τους ἀκοίμητα,
στὰ ξάρτια τριγυρίζοντας
ἀκούραστοι πετοῦνε
ἢ μὲ χαρὰ σφυρίζοντας
στὸ πέλαγος βουτοῦνε.
Καὶ γύρω καραβάκια
στὴ θάλασσ’ ἀρμενίζουν
σὰν ἄσπρα προβατάκια
ποὺ βόσκοντας γυρίζουν
μὲ χαρωπὰ πηδήματα
στοὺς κάμπους ὅλη μέρα,
κι ἔχουν βοσκὴ τὰ κύματα,
βοσκό τους τὸν ἀέρα.