Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Η γνώσις του Θεού, η αληθινή πίστις, είναι αποτέλεσμα του κηρύγματος περί του Σταύρου. Όμως, το κήρυγμα μόνον δεν είναι ικανόν να φανέρωση εις τους ανθρώπους τον Θεόν. Όπως το κήρυγμα έχει την πηγήν του εις τον Θεόν, ο οποίος απεκαλύφθη εις το πρόσωπον του Χριστού, τοιουτοτρόπως και η παραδοχή του κηρύγματος αυτού από μέρους του ανθρώπου πηγάζει από το πνεύμα το Άγιον, το οποίον οδηγεί τον άνθρωπον εις τον Χριστόν.

  • !

    Τα ανωτέρω μας βοηθούν να κατανοήσωμεν διατί πολλοί άνθρωποι δεν κατώρθωσαν να εύρουν τον δρόμον που οδηγεί εις την αλήθειαν και εις την ζωήν, τον δρόμον, δηλαδή, ο οποίος οδηγεί εις τον Χριστόν. Εννοούμεν επίσης, διατί οι Απόστολοι, προ της Πεντηκοστής, δεν ημπόρεσαν να γνωρίσουν τον Κύριον και να αντιληφθούν την δόξαν Του. Και αυτοί ακόμη οι τρεις μαθηταί, οι οποίοι παρευρέθησαν εις το όρος της Μεταμορφώσεως, δεν έζησαν εκεί ολόκληρον το μεγαλείον της δόξης του Κυρίου. Το απολυτίκιον της Εκκλησίας μας το λέγει αυτό πολύ χαρακτηριστικά, όταν παρουσιάζη τον Χριστόν να δεικνύη εις τους μαθητάς Του την δόξαν Του «καθώς ηδύναντο», δηλαδή, όπως εκείνοι ήτο δυνατόν να αντιληφθούν, όχι ολόκληρον το μεγαλείον της δόξης του Χριστού. Κατανοούμεν, ακόμη, διατί οι μαθηταί εγκατέλειψαν τον Χριστόν επάνω εις τον Σταυρόν και ήσαν φοβισμένοι (Ματθαίος 26,56.

  • !

    Διατί δεν διεκήρυξαν αμέσως την ανάστασιν του Χριστού μετά την φανέρωσίν Του εις αυτούς.

  • !

    Οι Απόστολοι εγνώρισαν, εις την πραγματικότητα, τον Χριστόν μόνον μετά την Πεντηκοστήν. Μόνον τότε ήρχισαν το κήρυγμα, χωρίς πλέον να αισθάνονται κανένα φόβον δια την αντίδρασιν των Ιουδαίων και των Εθνικών: Με δύναμιν και εξουσίαν (Πράξεις 4,1-20).

Ε. Ο. 2.5. Ἡ δύναμις τοῦ Πνεύματος

5. Η δύναμις τον Πνεύματος

Η γνώσις του Θεού, η αληθινή πίστις, είναι αποτέλεσμα του κηρύγματος περί του Σταύρου. Όμως, το κήρυγμα μόνον δεν είναι ικανόν να φανέρωση εις τους ανθρώπους τον Θεόν. Όπως το κήρυγμα έχει την πηγήν του εις τον Θεόν, ο οποίος απεκαλύφθη εις το πρόσωπον του Χριστού, τοιουτοτρόπως και η παραδοχή του κηρύγματος αυτού από μέρους του ανθρώπου πηγάζει από το πνεύμα το Άγιον, το οποίον οδηγεί τον άνθρωπον εις τον Χριστόν.
«Ημείς δεν ελάβομεν το πνεύμα του κόσμου», λέγει ο Απόστολος, «αλλά το πνεύμα που προέρχεται από τον Θεόν, δια να γνωρίσωμεν εκείνα τα οποία μας εχαρίσθησαν από τον Θεόν» (Α\’ Κορινθίους 2,12).
Α Κορ. 2,12 ἡμεῖς δὲ οὐ τὸ Πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῶμεν τὰ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἡμῖν.
Α Κορ. 2,12 Ημείς δε δεν έχομεν λάβει το πνεύμα, που βασιλεύει και εμπνέει τον κόσμον της αμαρτίας, αλλ\’ ελάβομεν το Πνεύμα, το οποίον προέρχεται από τον Θεόν, δια να γνωρίσωμεν όσον το δυνατόν βαθύτερα και πλατύτερα αυτά, που μας έχουν χαρισθή από τον Θεόν.«Δια να ομιλώμεν όχι με λόγους τους όποιους εδίδαξεν η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγους τους οποίους εδίδαξε το πνεύμα το άγιον, ερμηνεύοντες πνευματικά πράγματα εις πνευματικούς ανθρώπους. Ο φυσικός άνθρωπος δεν δέχεται όσα προέρχονται από το πνεύμα του Θεού, διότι δι’ αυτόν είναι μωρία* δεν ημπορεί να τα καταλάβη, διότι πρέπει να εξετασθούν πνευματικώς. Αλλ’ ο πνευματικός άνθρωπος κρίνει όλα τα πράγματα, όμως ο ίδιος δεν κρίνεται από κανέναν. Διότι ποίος εγνώρισε την σκέψιν του Κυρίου, ώστε να διδάξη; ημείς, όμως, έχομεν νουν Χριστού» (Α\’ Κορινθίους 2,13-16.

Α Κορ. 2,13 ἃ καὶ λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνοις σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος Ἁγίου, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες.
Α Κορ. 2,13 Αυτά δε και διδάσκομεν, όχι με καλλωπισμένους και ρητορικούς λόγους, σαν αυτούς που μεταχειρίζεται η ανθρωπίνη σοφία, αλλά με λόγους που μας τους διδάσκει και μας τους εμπνέει το Αγιον Πνεύμα, συγκρίνοντες και αντιπαραβάλλοντες τα πνευματικά νοήματα και γεγονότα με άλλα πνευματικά, δια να τα εννοούμεν καλύτερα.

Α Κορ. 2,14 ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται.
Α Κορ. 2,14 Ο ψυχικός άνθρωπος, ο άνθρωπος δηλαδή που δεν έχει αναγεννηθή, αλλά ζη την κατωτέραν ζωήν των ενστίκτων και παθών, δεν δέχεται εκείνα που αποκαλύπτει το Πνεύμα του Θεού, διότι του φαίνονται ανόητα, και δεν έχει την πνευματικήν ικανότητα να τα γνωρίση, επειδή αυτά ερευνώνται και κατανοούνται κατά τρόπον πνευματικόν, με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος.

Α Κορ. 2,15 ὁ δὲ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται.
Α Κορ. 2,15 Ο πνευματικός όμως άνθρωπος διακρίνει και εννοεί όλα, κάθε γεγονός και κάθε άνθρωπον, ενώ αυτός δεν είναι δυνατόν να κατανοηθή από κανένα κοσμικόν και ξένον προς τον Χριστόν άνθρωπον.

Α Κορ. 2,16 τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; ἡμεῖς δὲ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν.
Α Κορ. 2,16 Διότι, ποίος από εκείνους που δεν εφωτίσθησαν από το πνεύμα του Θεού, εγνώρισε την σκέψιν και τα σχέδια του Θεού και ποιός ποτέ θα διδάξη και θα διορθώση τον Θεόν; Κανείς. Ετσι και κανείς από αυτούς δεν ημπορεί να εννοήση και ημάς, που έχομεν τας σκέψεις και τα αισθήματα του Χριστού.

Παράβαλλε Ησαΐας 40,13).

Ησ. 40,13 τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου, καὶ τίς αὐτοῦ σύμβουλος ἐγένετο, ὃς συμβιβᾷ αὐτόν;
Ησ. 40,13 Ποιός εγνώρισε τον νουν του Κυρίου και ενόησε τα πάνσοφα αυτού σχέδια; Ποιός έγινε σύμβουλος του, ο οποίος θα είναι εις θέσιν να τον διδάξη;

Δεν πρόκειται, λοιπόν, εδώ δια «πειστικούς λόγους ανθρώπινης σοφίας», αλλά δια «πειθώ πνεύματος και δυνάμεως, δια να μη είναι η πίστις μας θεμελιωμένη επάνω εις την σοφίαν των ανθρώπων αλλά εις την δύναμιν του Θεού» (Α\’ Κορινθίους 2,4-5).

Α Κορ. 2,4 καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως,
Α Κορ. 2,4 Και η διδασκαλία μου και το κήρυγμά μου δεν είχε τίποτε από τας πειστικάς δημηγορίας και τα κτυπητά σχήματα της ανθρωπίνης σοφίας, αλλ\\\’ ήτο και έγινε με αποδείξεις του Αγίου Πνεύματος, πειστικάς δια τας ψυχάς των ακροατών και με δύναμιν θείαν, όπως εφαίνετο από τα μεγάλα θαύματα, που το συνώδευαν.

Α Κορ. 2,5 ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει Θεοῦ.
Α Κορ. 2,5 Και τούτο, δια να μη θεμελιώνεται η πίστις σας εις την ματαίαν σοφίαν και ικανότητα των ανθρώπων, αλλ\’ επάνω εις την ακλόνητον και αιώνιον δύναμιν του Θεού.

Τα ανωτέρω μας βοηθούν να κατανοήσωμεν διατί πολλοί άνθρωποι δεν κατώρθωσαν να εύρουν τον δρόμον που οδηγεί εις την αλήθειαν και εις την ζωήν, τον δρόμον, δηλαδή, ο οποίος οδηγεί εις τον Χριστόν. Εννοούμεν επίσης, διατί οι Απόστολοι, προ της Πεντηκοστής, δεν ημπόρεσαν να γνωρίσουν τον Κύριον και να αντιληφθούν την δόξαν Του.

Και αυτοί ακόμη οι τρεις μαθηταί, οι οποίοι παρευρέθησαν εις το όρος της Μεταμορφώσεως, δεν έζησαν εκεί ολόκληρον το μεγαλείον της δόξης του Κυρίου. Το απολυτίκιον της Εκκλησίας μας το λέγει αυτό πολύ χαρακτηριστικά, όταν παρουσιάζη τον Χριστόν να δεικνύη εις τους μαθητάς Του την δόξαν Του «καθώς ηδύναντο», δηλαδή, όπως εκείνοι ήτο δυνατόν να αντιληφθούν, όχι ολόκληρον το μεγαλείον της δόξης του Χριστού.

Κατανοούμεν, ακόμη, διατί οι μαθηταί εγκατέλειψαν τον Χριστόν επάνω εις τον Σταυρόν και ήσαν φοβισμένοι (Ματθαίος 26,56.

Ματθ. 26,56 τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν. Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον.
Ματθ. 26,56 Αλλά αυτό όλο έγινε, δια να εκπληρωθούν όλα όσα έγραψαν οι προφήται”. (Η ενοχή εκείνων μένει, διότι εν επιγνώσει ενήργησαν κατά του αθώου. Η δε Γραφή τα προείπε διότι θα εγίνοντο, και δεν έγιναν διότι τα προείπε η Γραφή). Τοτε οι μαθηταί όλοι τον αφήκαν και έφυγαν.

Μάρκος 14,50.

Μαρκ. 14,50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες.
Μαρκ. 14,50 Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι.

Μαρκ. 14,51 Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι.
Μαρκ. 14,51 Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ\’ ένα σινδόνι. Και τον επιασαν οι νέοι που συμετείχαν στο απόσμασμα.

Ιωάννης 20,19)

Ιω. 20,19 Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.
Ιω. 20,19 Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει• “ειρήνη ας είναι εις σας”.

και διατί δεν διεκήρυξαν αμέσως την ανάστασιν του Χριστού μετά την φανέρωσίν Του εις αυτούς.

Οι Απόστολοι εγνώρισαν, εις την πραγματικότητα, τον Χριστόν μόνον μετά την Πεντηκοστήν. Μόνον τότε ήρχισαν το κήρυγμα, χωρίς πλέον να αισθάνονται κανένα φόβον δια την αντίδρασιν των Ιουδαίων και των Εθνικών: Με δύναμιν και εξουσίαν (Πράξεις 4,1-20).

Πραξ. 4,1 Λαλούντων δὲ αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι,
Πραξ. 4,1 Καθ\’ ον δε χρόνον ωμιλούσαν οι δύο Απόστολοι στον λαόν, ώρμησαν ξαφνικά εις αυτούς οι ιερείς και ο αξιωματικός ιερεύς, ο στρατηγός, που ήτο επί κεφαλής της φρουράς του ναού και οι Σαδδουκαίοι,

Πραξ. 4,2 διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαὸν καὶ καταγγέλλειν ἐν τῷ Ἰησοῦ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν·
Πραξ. 4,2 στενοχωρούμενοι και αγανακτούντες επειδή οι Απόστολοι εδίδασκαν τον λαόν και εκύρυτταν την ανάστασιν των νεκρών δια του Ιησού Χριστού.

Πραξ. 4,3 καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν εἰς τὴν αὔριον· ἦν γὰρ ἑσπέρα ἤδη.
Πραξ. 4,3 Και άπλωσαν επάνω εις αυτούς τα χέρια των, τους επιασαν και τους έβαλαν υπό επιτήρησιν εις την φυλακήν, δια να τους δικάσουν την επομένην ημέραν. Διότι ήτο πλέον εσπέρα και δεν επετρέπετο να γίνη δίκη κατά την νύκτα.

Πραξ. 4,4 πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες πέντε.
Πραξ. 4,4 Ομως πολλοί από όσους ήκουσαν το κήρυγμα του Πετρου επίστευσαν και έτσι ο αριθμός των πιστών έγινε περίπου πέντε χιλιάδες, εκτός από τας γυναίκας και τα παιδιά.

Πραξ. 4,5 Ἐγένετο δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον συναχθῆναι αὐτῶν τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς εἰς Ἱερουσαλήμ,
Πραξ. 4,5 Κατά την επομένην ημέραν συνεκεντρώθησαν οι άρχοντες των Ιουδαίων και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, που κατοικούσαν εις την Ιερουσαλήμ,

Πραξ. 4,6 καὶ Ἄνναν τὸν ἀρχιερέα καὶ Καϊάφαν καὶ Ἰωάννην καὶ Ἀλέξανδρον καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ,
Πραξ. 4,6 όπως επίσης και ο Αννας ο αρχιερεύς και ο Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος και όσοι κατήγοντο από οικογένειαν αρχιερατικήν.

Πραξ. 4,7 καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ μέσῳ ἐπυνθάνοντο· ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς;
Πραξ. 4,7 Αφού, λοιπόν, έβαλαν τους Αποστόλους να σταθούν όρθιοι στο μέσον, τους ανέκριναν και τους ερωτούσαν• “με ποίαν δύναμιν η δια μέσου ποίου ονόματος εκάματε σστούτο, δηλαδή την θεραπείαν του χωλού;”

Πραξ. 4,8 τότε Πέτρος πλησθεὶς Πνεύματος Ἁγίου εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραήλ,
Πραξ. 4,8 Τοτε ο Πετρος, αφού εγέμισε και εφωτίσθη από το Πνεύμα το Αγιον, τους είπε• “άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραηλιτικού έθνους,

Πραξ. 4,9 εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσωσται,
Πραξ. 4,9 εάν ημείς σήμερα ανακρινώμεθα δια την ευεργεσίαν, που εκάμαμεν στον άνθρωπον αυτόν, και ειδικώτερον δια μέσου τίνος έχει αυτός σωθή και θεραπευθή από την ασθένειάν του,

Πραξ. 4,10 γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής.
Πραξ. 4,10 ας γίνη γνωστόν εις όλους σας και εις όλον τον Ισραηλιτικόν λαόν, ότι ο τέως χωλός εθεραπεύθη και στέκεται τώρα ενώπιόν σας υγιής με την επίκλησιν του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις μεν εσταυρώσατε, ο δε Θεός ανέστησε εκ νεκρών.

Πραξ. 4,11 οὗτός ἐστιν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενηθεὶς ὑφ᾿ ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων, ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας.
Πραξ. 4,11 Αυτός είναι ο λίθος, τον οποίον σεις, οι πρωτοστατούντες εις την πνευματικήν οικοδομήν του Ισραήλ, τον επεριφρονήσατε ως άχρηστον και ο οποίος εν τούτοις έγινε θεμελιακό αγκωνάρι εις νέαν πνευματικήν οικοδομήν Ισραηλιτών και ειδωλολατρών.

Πραξ. 4,12 καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς.
Πραξ. 4,12 Και δεν είναι δυνατόν με κανένα άλλο πρόσωπον και τρόπον να επιτύχωμεν την σωτηρίαν, διότι δεν υπάρχει κανένα άλλο όνομα κάτω από τον ουρανόν και εις όλην την γην, που να έχη δοθή εκ μέρους του Θεού στους ανθρώπους, δια του οποίου, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, έχει ορισθή να σωθώμεν όλοι μας”.

Πραξ. 4,13 Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου παῤῥησίαν καὶ Ἰωάννου, καὶ καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καὶ ἰδιῶται, ἐθαύμαζον, ἐπεγίνωσκόν τε αὐτοὺς ὅτι σὺν τῷ Ἰησοῦ ἦσαν,
Πραξ. 4,13 Εκείνοι βλέποντες το θάρρος του Πετρου και του Ιωάννου και έχοντες υπ\’ όψιν των, ότι ήσαν αγράμματοι άνθρωποι του λαού, κατελαμβάνοντο από θαυμασμόν δια την σοφίαν και την δύναμιν του λόγου των και συγχρόνως ανεγνώριζαν και παρεδέχοντο ότι αυτοί ήσαν μαζή με τον Ιησούν.

Πραξ. 4,14 τὸν δὲ ἄνθρωπον βλέποντες σὺν αὐτοῖς ἑστῶτα τὸν τεθεραπευμένον, οὐδὲν εἶχον ἀντειπεῖν.
Πραξ. 4,14 Βλέποντες δε θεραπευμένον τον τέως χωλόν να στέκεται μαζή με αυτούς, δεν είχαν και δεν εύρισκαν να αντείπουν τίποτε.

Πραξ. 4,15 κελεύσαντες δὲ αὐτοὺς ἔξω τοῦ συνεδρίου ἀπελθεῖν, συνέβαλλον πρὸς ἀλλήλους
Πραξ. 4,15 Αφού δε τους διέταξαν να βγουν έξω από την αίθουσαν του συνεδρίου, ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των και να ανταλλάσσουν τας σκέψεις των.

Πραξ. 4,16 λέγοντες· τί ποιήσομεν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις; ὅτι μὲν γὰρ γνωστὸν σημεῖον γέγονε δι᾿ αὐτῶν, πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ φανερὸν καὶ οὐ δυνάμεθα ἀρνήσασθαι·
Πραξ. 4,16 Λεγοντες· “τι να κάμωμεν με αυτούς τους ανθρώπους; Διότι, ότι μεν βέβαια έγινε από αυτούς θαύμα γνωστόν και αναντίρρητον, είναι πλέον φανερόν εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, και δεν ημπορούμεν να το αρνηθούμεν.

Πραξ. 4,17 ἀλλ᾿ ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν, ἀπειλῇ ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων.
Πραξ. 4,17 Δια να μη διαδοθή όμως περισσότερον μεταξύ του λαού το θαύμα, ας τους απειλήσωμεν με μεγάλας τιμωρίας, ώστε να μη ομιλούν εις κανένα πλέον των ανθρώπων δια το όνομά του, δηλαδή δια τον Χριστόν”.

Πραξ. 4,18 καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ.
Πραξ. 4,18 Και αφού τους εκάλεσαν πάλιν εις την αίθουσαν, τους έδωσαν την εντολήν να μη κηρύττουν πλέον και να μη διδάσκουν πίστιν στο όνομα του Ιησού Χριστού.

Πραξ. 4,19 ὁ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀποκριθέντες πρὸς αὐτοὺς εἶπον· εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ κρίνατε.
Πραξ. 4,19 Αλλά ο Πετρος και ο Ιωάννης απεκρίθησαν προς αυτούς και είπαν· “εάν είναι ορθόν και δίκαιον ενώπιον του Θεού, να υπακούωμεν περισσότερον εις σας παρά στον Θεόν, σκεφθήτε και κρίνετε μόνοι σας.

Πραξ. 4,20 οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν.
Πραξ. 4,20 Διότι ημείς δεν ημπορούμεν να μη κηρύττωμεν αυτά που είδαμε και ακούσαμε”.