Τώρα ποὺ οἱ μέρες μου μετροῦνται σὲ λεπτά,
ζητᾶτε μου νὰ σᾶς εἰπῶ γιὰ τὸ νεκρὸ παιδί μου,
πού οἱ Ἄγγλοι τὸ ἐπιάσασι, στὴ φυλακὴ τὸ ’ρίξαν.
Βασανιστήρια πολλὰ μερόνυχτα τοῦ ’κάναν
σὰν βγάλαν -ἀπὸ τρόμο- τὴν ἀπόφαση
νὰ τὸν κρεμάσουσι σὰ νὰ ’τανε φονιάς!
Μπήζω τὰ νύχια στὴν καρδιὰ
βουβὸς τὸ στῆθος μου γρονθοκοπῶ!…
Ξάφνου, τὰ ὑγραμένα μου μάτια ὑψώνω
κάνοντας τὸ σταυρό μου.
κι ὅσες τῆς κεφαλῆς μου τρίχες,
τόσες εὐχὲς τοῦ στέλνω!
Καμάρι, γιὸς λεβεντονιός, τῆς Κύπρου Μάνας γέννα,
ἔγγονος τῆς Ἑλλάδος λατρευτός!
Τρανός της λευτεριᾶς μας ἐραστής,
τὸν θάνατο ἐνίκησε στὸ κούρσεμα αὐτό.
Ἀλύγιστος ὁ ἥρωας, στητὸς σὰν κυπαρίσσι!
Ἀδίστακτοι οἱ κατακτητὲς πιότερο ἐφοβήθησαν
στοῦ χάρου τὴν ἀγχόνη σπρώχνοντας τὸν!
Καυχιέμαι γιὰ τὸν Βαγόρα μου, τὸ ἔνδοξο παλληκάρι,
πού γλήγορά τῆς λευτεριᾶς τὰ σκαλοπάτια ἀνέβη!
Μυριοστεφανωμένος, ἄυλος, ἀρχάγγελος στοὺς οὐρανούς,
ἀλάβωτη ψυχή, ἰδέα ὑψηλή, παγκόσμια ἀλήθεια,
φῶς ἀπαστράπτον.
Χαλάλιν τῆς γλυκιᾶς σκλάβας πατρίδος!