Τὸ νᾶμα τῆς ζωῆς μου

Τὸ νᾶμα τῆς ζωῆς μου
Στὴ δίψα μου μὲ δρόσισες, Ἐσὺ ὦ Κύριέ μου
Στὴν πεῖνα μου μὲ ἔθρεψες, Ἐσὺ Χριστὲ Θεέ μου.

Στὴ μοναξιά μου ἦρθες Σὺ καὶ μοῦ ‘κανες παρέα
Στὴ θλίψη μου μοῦ ἔδωσες χαρὰ Ἐσὺ Πατέρα.

Στὸ τραῦμά μου μὲ γιάτρεψες, Ἐσὺ εἰς τὶς πληγές μου
Καὶ εἰς τὸν πόνο Κύριε, βρῆκ’ ἀπὸ Σὲ χαρές μου.

Στὸν διωγμό μου ἔλαβα ἀγάπη ἀπὸ Σένα
Καὶ στὴ συκοφαντία μου ἀγκάλη Σου ὡραία.

Στὸν ἐμπτυσμὸ καὶ χλευασμό, μοῦ ἔδειξες μορφή Σου
Στὸν πόλεμο ἀόρατο, εἶδα ὑπομονή Σου.

Μὲ σήκωσες γιὰ νὰ σωθῶ, μὲ κράτησες κοντά Σου
Στὸ πανδοχεῖο μ΄ ἔβαλες, μέσα στὴν Ἐκκλησιά Σου.

Βρίσκω ἀνάπαυση πολλή, βρίσκω παρηγορία
Βρίσκω ἀγάπη ἀπὸ Σὲ Ἰησοῦ μου στὴν καρδία.

Οἱ ὀφθαλμοί μου μὲ πονοῦν ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία
Ποὺ Σὲ προσμένω νὰ Σὲ δὼ μὲ πίστη κι ἀγωνία.

Τρέχουν τὰ δάκρυα Σωτὴρ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη
Ἀπὸ ἀγάπη διὰ Σέ, ὅπου Ἐσὺ μοῦ δίδεις.

Ὢ τί χαρὰ καὶ ἔλεος! Ὢ τί μακαριότης!
Ὢ χαίρετ’ ἡ ψυχούλα μου καὶ ὅ,τι θέλεις δῶσ’ της.

Ὢ εὐφροσύνη χάριτος εὐφραίνει τὴν ψυχή μου
Μόνο Ἐσὲ ποὺ σκέπτομαι, Νυμφίε ἐραστή μου.

Μεγαλειότης, ὀμορφιὰ καὶ θεία τελειότης
Ἀγαλλιάσεως ζωή, εἶσαι ὁ Ζωοδότης.

Ἡ λάμψη τῆς καρδίας μου, τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου
Ἡ αὔρα τῆς ψυχούλας μου, Ἰησοῦ εἶσ’ ὁ Θεός μου.

Ἡ χάρη τῆς λαλίας μου καὶ ἦχος τῶν χειλέων
ᾎσμα Σοῦ λέγω Κύριε, δέξου αὐτὰ ποὺ λέγω.

Στιγμὴ γλυκειὰ ἀνάλαφρη στὴ σκέψη ἡ ὀμορφιά Σου
Εἶσαι τὸ πᾶν γιὰ μένανε, ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου.

Ἄρωμα θεῖο τέλειο, στὴ θεία τὴ σκιά Σου
Εὐφραίνετ’ ἡ ψυχούλα μου ἀπὸ τὴν ὀμορφιά Σου.

Τὸ ἄκουσμά σου στὴν ψυχή, στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία
Στὸ σῶμά μου τὸ γήινο, δίνει αὐτὸ σοφία.

Τὴν ἴαση νὰ ἔχω ἐγὼ ὅπως στὶς θεραπεῖες
Στὰ θαύματά Σου τὰ πολλά, ποὺ κάνεις στὶς καρδίες

Φωνάζω καὶ ἐπιφωνῶ τὴν δόξα Σου Χριστέ μου
Τὴ θεία ὄψη Σου Σωτήρ, νὰ βλέπω Κύριέ μου.

Ὀπτάνομαι καὶ σκέφτομαι τὴ θεία ὕπαρξή Σου
Τὰ κάλλη Σου τὰ ὄμορφα, τὴν τέλεια μορφή Σου.

Τὸ βλέμμα Σου τὸ ἱλαρὸ διεισδυτικὸ σὲ μένα
Ποὺ μὲ κοιτάζει μὲ στοργή, μὲ συγχωρεῖς Πατέρα.

Τὴν λογχευμένη Σου πλευρά, κοιτῶ αὐτὴ καὶ λυώνω
Πονῶ καὶ δέομαι Σωτήρ, ἔρωτα Σ’ ἔχω μόνο.

Τὶς θεῖες τὶς παλάμες Σου, ποὺ εἶν’ καθηλωμένες
Θέλω πάντα νὰ τὶς κοιτῶ, τὶς αἱματοβαμμένες.

Τοὺς πόδες Σου ποὺ ἔπαθαν γιὰ μὲ γλυκὲ Ῥαββί μου
Τοὺς προσκυνῶ καὶ τοὺς φιλῶ μοῦ δίδουν τὴν ζωή μου.

Τέλος μὲ φόβο καὶ ντροπὴ σηκώνω ἐγὼ τὸ βλέμμα
κοιτῶ Ἐσὲ στὸ Γολγοθᾶ, Ἰησοῦ γλυκὲ Πατέρα.

Αρχιμ. Ονούφριος