Ραφαήλ

Τον καιρό που ο Μιχαηλάγγελος και ο Λεονάρντο συναγωνιζόταν ο ένας τον άλλον
στη Φλωρεντία, το 1504, έφτασε στην πολιτεία ένας μικρός ζωγράφος από το Ουρμπίνο, μια μικρή πόλη στην επαρχία της Ούμπρια. Ήταν ο Raffaello Santi (1483-1520), που είχε δώσει δείγματα του ταλέντου του όταν δούλευε στο εργαστήριο του κυριότερου καλλιτέχνη της Ούμπρια, του Pietro Perugino(1446-1523).(.)O Περουτζίνο ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που η γλυκύτητα και η ευλάβεια του ύφους του σε θρησκευτικά θέματα είχε εμπνεύσει ομόφωνο σεβασμό.(…)ο νεαρός Ραφαήλ γρήγορα κατάκτησε και αφομοίωσε το ύφος του δασκάλου του. Όταν έφτασε στη Φλωρεντία, βρέθηκε αντιμέτωπος με μία ερεθιστική πρόκληση. Ο Λεονάρντο και ο Μιχαηλάγγελος, ο ένας τριάντα ένα χρόνια μεγαλύτερος του και ο άλλος οχτώ, είχαν ανεβάσει την τέχνη σ΄ένα επίπεδο που κανένας δεν είχε ονειρευτεί ως τότε. Ένας άλλος καλλιτέχνης αυτής της ηλικίας θα αποθαρρυνόταν ίσως απο αυτή τη φήμη αυτών των γιγάντων. Όχι όμως ο Ραφαήλ. Ήταν αποφασισμένος να μάθει. Θα έπρεπε να ήξερε ότι σε ορισμένα σημεία μειονεκτούσε. Δεν είχε ούτε τις απέραντες γνώσεις του Λεονάρντο, ούτε τη δύναμη του Μιχαηλάγγελου. Ενώ όμως αυτοί οι δύο μαγαλοφυείς καλλιτέχνες ήταν δύσκολοι στις σχέσεις τους με τους άλλους , απροσδόκητοι στις αντιδράσεις τους και ασύλληπτοι για τους κοινούς θνητούς, ο Ραφαήλ είχε έναν πράο χαρακτήρα που του εξασφάλιζε την εύνοια των ισχυρών. Είχε εξάλλου την απαιτούμενη θέληση για να δουλέψει και να φτάσει στο επίπεδο των παλαιότερων δασκάλων.

Οι μεγάλοι πίνακες του Ραφαήλ μοιάζουν τόσο άνετα εκτελεσμένοι, που δεν τους συνδέεις συνήθως με σκληρή και εντατική δουλειά. Για πολλούς ειναι ο ζωγράφος που έκανε τις γλυκιές Παναγίες, οι οποίες έγιναν

τόσο γνωστές ώστε να μην τις αντιμετωπίζουμε πια σχεδόν σαν ζωγραφική.(…) Αυτή η φαινομενική απλότητα είναι καρπός βαθιάς σκέψης, προσεχτικού σχεδιασμού και απέραντης καλλιτεχνικής σοφίας.

Ύστερα από μερικά χρόνια στη Φλωρεντία ο Ραφαήλ πήγε στη Ρώμη. Έφτασε εκεί , ίσως το 1508, όταν ο Μιχαηλάγγελος άρχισε να δουλεύει στην οροφή της Σιστίνας . Ο Πάπας Ιούλιος Β΄ βρήκε αμέσως δουλειά για τον νέο και συμπαθητικό καλλιτέχνη. Του ανέθεσε να διακοσμήσει στο Βατικανό διάφορες αίθουσες, που τις ξέρουμε με το όνομα Stanze (δωμάτια). Ο ζωγράφος απέδειξε την ικανότητα του στο τέλειο σχέδιο και την αρμονία της σύνθεσης με μία σειρά από νωπογραφίες που κάλυπταν τοίχους και οροφές των δωματίων. Για να καταλάβουμε την ομορφιά αυτών των έργων , πρέπει να μείνουμε στις αίθουσες αρκετή ώρα , να νιώσουμε την αρμονία και την πολυμορφία της όλης σύλληψης , όπου βλέπουμε να ζυγιάζονται κινήσεις και σχήματα.

Υπήρχε άλλη μία ιδιότητα στα έργα του Ραφαήλ, που τη θαύμαζαν τόσο οι σύγχρονοι του όσο και οι επόμενες γενιές – η εξαίσια ωραιότητα των μορφών του. (…) Ως ένα βαθμό, λοιπόν ο Ραφαήλ, όπως ο δάσκαλος του Περουτζίνο, είχε απομακρυνθεί από την πιστή μίμησητης φύσης που επιδίωκαν τόσοι καλλιτέχνες του Quattrocento. Χρησιμοποίησε εσκεμμένα έναν φανταστικό τύπο καλλονής. Αν γυρίσουμε στην εποχή του Πραξιτέλη (…), θα δούμε πως η «ιδανική» ομορφιά δημιουργήθηκε από μίαν αργή προσέγγιση των σχηματικών μορφών στη φύση. Τώρα , η διαδικασία αντιστράφηκε. Οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να τροποποιήσουν τη φύση σύμφωνα με την ιδέα της ομορφιάς που είχαν σχηματίσει μελετώντας τα κλασσικά αγάλματα – «εξιδανίκευσαν» δηλαδή το μοντέλο. Η τάση αυτή είχε τους κινδύνους της, γιατί, όταν ο καλλιτέχνης « βελτιώνει» εσκεμμένα τη φύση, το έργο του μπορεί εύκολα να μοιάσει εξεζητημένο και ανούσιο . Αν ξανακοιτάξουμε όμως το έργο του Ραφαήλ, διαπιστώνουμε πως , αυτός τουλάχιστον, μπορούσε να εξιδανικεύσει χωρίς να χάνει καθόλου το έργο τη ζωντάνια και την ειλικρίνεια του. (…)

Ο Πάπας μάλιστα είχε αναθέσει τότε στον Ραφαήλ την ευθύνη για την όλη επιχείρηση, μετά το θάνατο του Μπραμάντε(1514). Έτσι είχε γίνει και αρχιτέκτονας, που σχεδίαζε εκκλησίες, επαύλεις και παλάτια και μελετούσε τα ερείπια της αρχαία Ρώμης. Δεν είχε τα προβήματα επικοινωνίας του μεγάλου αντιπάλου του, του Μιχαηλάγελλου . Τα πήγαινε καλά με τους ανθρώπους , και το εργαστήρι του είχε πολλές παραγγελίες . Οι αρετές αυτές και η κοινωνικότητα του τον έκαναν αγαπητό στους λόγιους και τους αξιωματούχους της παπικής αυλης . Κυκλοφορούσε μάλιστα η φήμη πως θα τον έκαναν καρδινάλιο, αλλά πέθανε , τριάντα επτά μόλις χρονών, τόσο νέος σχεδόν όσο ο Μόσταρτ, έχοντας συσσωρεύσει στη σύντομη ζωή του ένα εκπληκτικό πλήθος καλλιτεχνικών επιτευγμάτων. Ένας από τους φημισμένους λόγιους της εποχής , ο Καρδινάλιος Bembo, έγραψε το επιτύμβιο στον τάφο του, που βρίσκεται στο Πάνθεον της Ρώμης :

Τούτος είναι ο τάφος του Ραφαήλ΄όσο ζούσε, η Μητέρα Φύση φοβόταν ότι θα την ξεπέρναγε, όταν πέθανε , ότι θα πέθαινε κι αυτή.

(Ε.Η.GOMBRICH¨ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ¨ Μ.Ι.Ε.Τ.)