Μπάχ, Ἔχω ἀρκετά (Συμεών ὁ δίκαιος)

Καντάτα του Μπάχ – ο αριθμός 82.
Τιτλοφορείται Ich Habe Genug, (Έχω Αρκετά) και έχει θέμα της το θάνατο. Η σύνθεση αυτή για μία φωνή και ορχήστρα, γράφτηκε για την εορτή της Υπαπαντής, όταν ο Χριστός παρουσιάζεται στο Ναό μπροστά στον άγιο Συμεών, ο οποίος Τον υποδέχεται μαζί με τη Μητέρα του και δηλώνει στον Κύριο ότι είναι πλέον έτοιμος για να πεθάνει.

Ο Μπάχ έγραψε μια συγκλονιστική σύνθεση με θέμα τον πόθο του ανθρώπου για την Ουράνια πατρίδα, για να φθάσει πέρα από την επίγεια «κοιλάδα του κλαυθμώνος». Ο βαρύτονος τραγουδάει τρεις άριες απευθυνόμενος στην ίδια την ψυχή Του, ενώ τον συνοδεύουν απλές και κατανυκτικές μελωδίες θεϊκής ομορφιάς.

Η πρώτη είναι ένας αναστεναγμός ανακούφισης καθώς πλησιάζει το τέλος της ζωής: «Έχω αρκετά. Έχω δεχθεί το Σωτήρα, την ελπίδα των πιστών στην αγκαλιά μου που Τον λαχταρούσε. Έχω αρκετά. Αντίκρισα Εκείνον, η πίστη μου έχει αγκαλιάσει τον Ιησού και σήμερα θα άφηνα με χαρά αυτόν τον κόσμο. Μοναδική ελπίδα μου είναι ο Ιησούς – ότι θα γίνει δικός μου κι εγώ δικός Του. Στηρίζομαι σ’ Αυτόν με πίστη και όπως ο Συμεών, διακρίνω ήδη τη χαρά αυτής της άλλης ζωής. Ας Τον ακολουθήσουμε! Είθε ο Κύριος να με απελευθέρωνε από τα δεσμά της ανθρώπινης μορφής μου.
Είθε η ημέρα της αναχώρησής μου να είχε φθάσει· με χαρά τότε θα έλεγα στον κόσμο: «Έχω αρκετά».

Στο δεύτερο μέρος η μουσική γίνεται ήρεμη, απαλή σα νανούρισμα και η ψυχή παρακινείται να κλείσει τα μάτια της στη ζωή για πάντα: «Αναπαυθείτε τώρα κουρασμένα μάτια – κλείστε απαλά και ειρηνικά. Κόσμε, δε μένω άλλο πια εδώ. Σε αποκηρύσσω, ώστε το πνεύμα μου να αναθάλει. Εδώ τα πάντα είναι δυστυχία, εκεί όμως θα αντικρίζω γλυκιά ειρήνη, τέλεια ανάπαυση».
Σ’ αυτό το σημείο εκφράζεται μια θερμή παράκληση: «Θεέ μου! Πότε θα με καλέσεις να έλθω ειρηνικά κοντά Σου, να ξαπλώσω στη δροσερή γη και να αναπαυθώ εκεί σε Σένα;» Η ψυχή πεθαίνει γι’ αυτόν τον κόσμο και τον αποχαιρετά: «Καληνύχτα κόσμε!»

Η μελωδία σταματά και το μόνο που ακούγεται τώρα είναι το χαμηλόφωνο ψιθύρισμα ενός εκκλησιαστικού οργάνου, συμβολίζοντας το πέρασμα του θανάτου.

Στο τρίτο μέρος η ψυχή, απελευθερωμένη από τα γήινα δεσμά, ξεπηδά από το σώμα και εισέρχεται στην αιωνιότητα. Η μουσική αντανακλά το ανάλαφρο φτερούγισμα, την ελευθερία και την έκσταση ενός πουλιού που πετά ψηλά: «Αγαλλιάζω στο θάνατό μου!»