Καζαμπλάνκα

(βασισμενο στο θεατρικο των Murray Burnett και Joan Alison “Everybody Comes to Rick’s”) 
 
Στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εξωτική Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο  που βρίσκεται λόγω του πολέμου σε ειδικό καθεστώς ουδετερότητας, με την επικυριαρχία Γάλλων και Γερμανών και την επιβολή των δεύτερων στους πρώτους αποτελεί σταυροδρόμι όλων των λαών, που ψάχνουν μια διέξοδο από τα δεινά της Ευρώπης και ένα εισιτήριο προς την ελεύθερη Αμερική. 
Εδώ βρίσκουν καταφύγιο πολιτικοί πρόσφυγες, τυχοδιώκτες, απατεώνες , καταζητούμενοι, καιροσκόποι, αντιστασιακοί, ένα σωρό διαφορετικοί άνθρωποι, που όλοι τους αναζητούν μια ελπίδα για επιβίωση. 
Εδώ βρίσκεται και ο ήρωας της ταινίας ο Αμερικανός Ρίκ Μπλέιν (Χάμφρευ Μπόγκαρτ) ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου μπαρ της πόλης, του «Rick’s Cafe Americain». Οι γνωριμίες του και οι συναναστροφές του τόσο με τον υπόκοσμο, όσο και με τους κατακτητές, του εξασφαλίζουν την άνετη επιβίωσή του. Ο Ρικ είναι ένας κυνικός, απόμακρος και σκληρός άνθρωπος. 

Όταν ο Γερμανός Στρατηγός Στράσερ καταφτάνει στην Καζαμπλάνκα, ο αξιωματικός της γαλλικής αστυνομίας Ρενώ κάνει ότι μπορεί για να τον ευχαριστήσει και του υπόσχεται να του παραδώσει τον διάσημο Τσέχο αρχηγό της Αντίστασης Βίκτορ Λάζλο έναν θρυλικό αντιστασιακό, που καταζητείται από τους ναζί. Ο Λάζλο (Πώλ Χενρέιντ) εμφανίζεται στο κέντρο διασκέδασης του Ρικ μαζί με τη σύζυγό του Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), με την οποία ο Ρικ είχε ερωτική σχέση  κατά την παραμονή του στο Παρίσι. Ο Ρίκ που είναι ακόμα ερωτευμένος με την Ίλσα είναι πικραμένος μαζί της, καθώς τον εγκατέλειψε χωρίς να του δώσει καμία εξήγηση. Όταν βρίσκονται μόνοι και συζητούν, ο Ρικ καταλαβαίνει τους λόγους για τους οποίους τον άφησε η Ίλσα (τον άφησε τότε από υποχρέωση στο σύζυγό της, Βίκτωρ Λάζλο τον οποίο θεωρούσε νεκρό), . Οι δυο τους σχεδιάζουν να το σκάσουν μαζί χρησιμοποιώντας τις δύο πολύτιμες άδειες διακίνησης προς την Αμερική που έχει στην κατοχή του ο Μπλέιν. Το σχέδιο τους όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί έτσι εύκολα, καθώς στην ιστορία μπλέκονται ο Στράσερ, ο Ρενώ και ο σύζυγος της  Ίλσα, ο Βίκτορ.
Η πολυπλοκότητα των καταστάσεων με το πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Η  Ίλσα είναι αντιμέτωπη μ’ ένα δίλημμα που δεν υπολόγιζε πριν συναντήσει ξανά τον Ρίκ. Θέλει να είναι πιστή στον άνδρα της, όχι μόνο γιατί έτσι οφείλει αλλά γιατί πραγματικά τον αγαπά. Από την άλλη νιώθει πως είναι ερωτευμένη με τον Ρίκ και σε τελική ανάλυση είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί να αποφασίσει με την λογική. Την ύστατη στιγμή, αυτός που θα αποφασίσει θα είναι ο Ρίκ, χαρίζοντας μας μια από τις πιο όμορφες στιγμές στην ιστορία του κινηματογράφου.
 
Ο Ουμπέρτο Έκο σε μια διάλεξη του για τη ταινία ανέφερε τα παρακάτω λόγια :
ένα έργο για να γίνει ιερό (είτε αυτό είναι μια ταινία, ένα βιβλίο ή οτιδήποτε άλλο) πρέπει να έχει κάτι από αινιγματικό παιχνίδι. Πρέπει δηλαδή να έχει μπερδεμένη πλοκή και πολλά πρόσωπα έτσι ώστε οι θεατές να μπορούν να ταυτιστούν κάποιο απ’ αυτό ν’ αγαπήσουν μόνο μερικές μορφές να ψάξουν να βρουν τη γεωμετρία του έργου, τα αινίγματα του, την ακροστιχίδα του.
Για να γίνει αντικείμενο λατρείας ένα έργο πρέπει να είναι “αρθρωτό” ή το λιγότερο -και συγχωρέστε με τον νεολογισμό- “αρθροποιητό”. Δηλαδή πρέπει να μπορεί να χωρίζεται σε διάφορα μέρη. Και εδώ εξηγείται η διαφορά ανάμεσα στο βιβλίο και στην ταινία: ένα βιβλίο μπορεί πάντα να χωριστεί σε μέρη, αλλά σε μια ταινία δεν μπορεί να επιβληθεί ο ρυθμός ανάγνωσης. Μία συμπαγής ταινία αποθηκεύεται στη μνήμη σαν ένα μοναδικό σύνολο και γι’ αυτό μόνο μία ταινία που ήδη είναι χωρισμένη σε μέρη από μόνη της, μπορεί να δημιουργήσει πιστούς. 
Τα αρχέτυπα της “Καζαμπλάνκα” είναι πάρα πολλά και ανήκουν στα πιο διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Μπορούμε ν’ απαριθμήσουμε παρά πολλά: η αντίθεση “πολιτισμός κατά της βαρβαρότητας”, ο μύθος της Γης της Επαγγελίας (της Αμερικής φυσικά ), η εξέλιξη του Μπόγκαρτ από κυνικό σε καλό ήρωα , η αιώνια προσμονή της ελευθερίας, η βίζα για τις ΗΠΑ σαν μαγικό κλειδί που λύνει όλα τα προβλήματα, και κυρίως το θέμα της θυσίας, με τον Μπόγκαρτ που αφήνει την Μπέργκμαν για να την “χαρίσει ” στο νόμιμο άνδρα της. Ο Μπόγκαρτ είναι πραγματικά ένα χριστολογικό πρόσωπο, πράγμα που κατάλαβε πολύ καλά ο Γούντυ ’Αλλεν και στην ταινία “Ξαναπαίξτο Σάμ”, όπου ο Μπόγκαρτ του παρουσιάζεται σαν άγγελος βοηθός. Και ποιο πρόσωπο θα μπορούσε να δώσει ζωή σε μια λατρεία αν όχι αυτό;
Αν όλα αυτά τα πράγματα στην “Καζαμπλάνκα” υπάρχουν τυχαία ή σύμφωνα με τη θέληση του σκηνοθέτη, έχει δευτερεύουσα σημασία. Αυτό που ψάχνουμε είναι ή “υποσυνείδητη γλώσσα” της λατρείας. Η “Καζαμπλάνκα” είναι μια χιονοστιβάδα από σύμβολα, που αποκαλύπτει ότι το πνευματικό υποσυνείδητο, υπάρχει σε αντίθεση με το άλλο υποσυνείδητο, εκείνο το ψυχολογικό, που εφευρέθηκε από τους ψυχαναλυτές. 
Προσθέτοντας και η μικρότητα μου δυό λόγια για αυτό το αριστούργημα της έβδομης τέχνης, θα έλεγα ότι δεν είναι μια απλή μάχη μεταξύ του καλού και του κακού,αλλά μια σύγκρουση ανάμεσα στα ανθρώπινα και μικρά «θέλω» ενάντια στα μεγάλα και θεϊκά «πρέπει», που μπορεί στο φινάλε της ταινίας να μας αφήνουν μια πρώτη γλυκόπικρη γεύση ή καλύτερα αυτό που σαν Έλληνες ονομάζουμε χαρμολύπη, αλλά στο τέλος μόνο αγαλλίαση μπορούμε να αισθανθούμε για την απόφαση του ήρωα να ακολουθήσει το δύσκολο δρόμο, το μοναχικό δρόμο που οδηγεί στην ένωση με τον Θεό.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Χάμφρευ Μπόγκαρτ      Ρίκ Μπλέιν
Ίνγκριντ Μπέργκμαν   ´Ιλσα Λάντ
Πώλ χένρειντ              Βίκτωρ Λάζλο
Κλώντ Ρέινς                Λοχαγός Λουίς Ρενέ

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:              Μαίκλ Κέρτιτζ
ΣΕΝΑΡΙΟ: Τζούλιους Επσταιν, Φίλιπ Επσταιν, Χάουαρντ Κόχ, από το θεατρικό των Μάρευ Μπαρνέτ -J Τζόαν Άλλισον “Everybody Comes to Rick’s”
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Χάλ Γουόλις, Τζάκ Γουόρνερ 
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ:  Άρθουρ Έντεσον
ΜΟΥΣΙΚΗ: Μάξ Στάινερ
 
 
Σχετικοί ιστιότοποι
 
http://www.imdb.com/title/tt0034583/
 
http://www.cine.gr/film.asp?id=576&page=4