Συναξαριστής

(Ἰαν.31) Κύρου καὶ Ἰωάννου Ἀναργύρων


Οἱ Ἅγιοι Κῦρος καὶ Ἰωάννης οἱ Ἀνάργυροι, καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία μὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία

Ὁ Ἅγιος Κῦρος, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (292), πῆγε σὲ μοναστήρι ποὺ ἦταν στὸν Ἀραβικὸ κόλπο. Ἡ φήμη δὲ τῆς θαυματουργικῆς χάριτος μὲ τὴν ὁποία ἦταν προικισμένος, ἔφερε σ᾿ αὐτὸν συμμοναστὴ τὸν Ἰωάννη (ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας), στολισμένο ἐπίσης μὲ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα.

 Οἱ δυὸ Ἅγιοι, μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστης στὸ Σωτῆρα Χριστό, γιάτρευαν θαυματουργικὰ κάθε πάσχοντα ποὺ πήγαινε στὸ ἐρημητήριό τους. Αὐτὸ δὲν εἶναι παράξενο, διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε: «Ἀμήν, λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει». Δηλαδή, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα ποὺ κάνω ἐγὼ θὰ τὰ κάνει καὶ ἐκεῖνος, καὶ μάλιστα μεγαλύτερα κι ἀπὸ αὐτά.

Ὅμως, ὁ Κῦρος καὶ ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν ἀποκλειστικὰ κλεισμένοι στὰ κελλιά τους. Ἔμαθαν ὅτι σε κάποια πόλη οἱ εἰδωλολάτρες ἔπιασαν μία χήρα γυναῖκα, τὴν Ἀθανασία, μὲ τὶς τρεῖς νεαρὲς θυγατέρες της, Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία, καὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ τὶς βασανίσουν.

Τότε, οἱ δυὸ Ἅγιοι ἄφοβα πῆγαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου καὶ μὲ τὰ λόγια τους ἐνδυνάμωσαν καὶ παρακίνησαν τὶς τέσσερις γυναῖκες στὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου. Ἐξ αἰτίας ὅμως αὐτοῦ, οἱ εἰδωλολάτρες, μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες ἀποκεφάλισαν καὶ τοὺς δυὸ Ἁγίους.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Κοντάκιον

Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τήν δωρεάν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα ἡμῶν τά πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ, Κῦρε θεόφρον, σύν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ· ὑμεῖς γάρ θείοι ἱατροί ὑπάρχετε.

Ὁ Οἶκος

Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.

Κάθισμα

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.


Οἱ Ἅγιοι Οὐϊκτωρῖνος, Οὐΐκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπῖνος καὶ Παππίας

Ἦταν ὅλοι Κορίνθιοι καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Διατάχθηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, ἀλλ᾿ αὐτοὶ τὸν ὁμολόγησαν γενναῖα. Τότε ὁ ἀνθύπατος Τέρτιος τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ μαρτύρια, ποὺ μπροστὰ τοὺς οἱ Ἅγιοι ἔμειναν ἄφοβοι καὶ ἀμετακίνητοι, ἄξιοι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τοῦ θεμελιωτῆ τῆς Ἐκκλησίας τους.

Καὶ πέθαναν μὲ τὴν σειρά, κάτω ἀπὸ τὸν ὡραῖο οὐρανὸ τῆς πατρίδας τους, χωρὶς νὰ λυπηθοῦν καθόλου. Ἀντίθετα μάλιστα, χαίρονταν διότι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοὺς ἔφερνε, ἐκεῖ ὅπου λάμπει ὁ ἀνέσπερος Ἥλιος καὶ ἁπλώνονται τὰ ἀνέκφραστα καὶ ἄπειρα καὶ ἀθάνατα κάλλη καὶ θέλγητρα τῆς θείας βασιλείας. Ἔτσι οἱ μὲν Οὐΐκτωρινος, Οὐΐκτωρ καὶ Νικηφόρος πέθαναν, ἀφοῦ τοὺς συνέτριψαν τὰ μέλη, ὁ Κλαύδιος πέθανε, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ὁ Διόδωρος ῥίχτηκε στὴ φωτιά, τοῦ Σαραπίνου ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ τὸν Παππία τὸν ἔπνιξαν μέσα στὴ θάλασσα.


Ἡ Ἁγία Τρυφαίνη

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο καὶ εἶχε πατέρα Συγκλητικὸ ὀνομαζόμενο Ἀναστάσιο, μητέρα δὲ τὴν εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετη Σωκρατία, χριστιανή. Ἔτσι ἡ κόρη ἀνατράφηκε μὲ τὴν ἐνθουσιώδη φλόγα τῆς πίστης καὶ ἔγινε ἀληθινὴ ἡρωΐδα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ γενναιότητά της φάνηκε σ᾿ ἕναν διωγμό. Γιὰ νὰ ἐνθαῤῥύνει τοὺς ἀσθενέστερους καὶ γιὰ νὰ ἀπελπίσει τοὺς εἰδωλολάτρες, παρουσιάστηκε μόνη της καὶ γνωστοποίησε ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ κήρυξε τὸν βέβαιο θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τόλμη της αὐτὴ τὴν ὁδήγησε στὸ μαρτύριο.

Μετὰ ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες, ποὺ ὑπέμεινε μὲ θαυμαστὴ ὑπομονή, ῥίχτηκε στὰ ἄγρια θηρία. Τότε, ταῦρος ἄγριος ὅρμησε ἐναντίον της καὶ τὴν διέσχισε, χωρὶς αὐτὴ νὰ κάνει καμιὰ κίνηση διαφυγῆς. Ἔτσι ἔνδοξα πῆρε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.


Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης

 

Γεννήθηκε στὴν Καλαμάτα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ κουρέα καὶ εἶχε μεγάλη ὑπόληψη ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τῆς Καλαμάτας. Μιλῶντας κάποτε σ᾿ αὐτούς, τοὺς προέτρεψε νὰ ἐνεργήσουν γιὰ νὰ ἐλαφρυνθοῦν οἱ φόροι ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ Τοῦρκοι στοὺς χριστιανούς, διότι ἀλλιῶς κινδυνεύουν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τῶν πατέρων τους.

Κατὰ τὴν συζήτηση δημιουργήθηκε λογομαχία καὶ ὁ Ἀρδουνης παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἐλεγχόμενος ὅμως ἀπὸ τὴν συνείδησή του, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μόνασε γιὰ 8 χρόνια, ἀσκούμενος στὴν ἀρετή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προετοιμασία γιὰ τὸ μαρτύριο.

Ἐπανῆλθε λοιπὸν στὴν Καλαμάτα, παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ὁμολόγησε μπροστά του τὴν χριστιανικὴ πίστη. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ὁ Ἠλίας ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι στὶς 31 Ἰανουαρίου 1686, τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἡ τίμια κάρα τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ, εἶναι θησαυρισμένη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βουλκάνου τῆς Μεσσηνίας.


Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Νέος ἐν Πάρῳ
 

Διακρίθηκε στὴν εὐσέβεια σὰν μοναχὸς καὶ τιμᾶται σήμερα στὶς Κυκλάδες ὡς Ὅσιος. Γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα στὶς 31 Ἰανουαρίου 1800 καὶ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἀθανάσιος. Σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν πῆγε στὶς Κυδωνιὲς τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ἐκεῖ ὀνομαστὴ σχολὴ τῆς πόλης, ἔχοντας διδάσκαλο τὸν Γρηγόριο Σαράφη.

Τὸ 1815 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μαζὶ μὲ κάποιο γέροντα ἀπὸ τὴν Ζαγορά, ὀνόματι μοναχὸς Δανιήλ, ποὺ ὑπῆρξε χειραγωγός του κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ ἐφηβικὴ ἡλικία του, καὶ ὅπου στὴ συνέχεια ἔγινε μοναχός. Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια οἱ δυὸ μοναχοί, ἔφυγαν καὶ ἦλθαν στὴ Μονὴ Πεντέλης καὶ ἀπὸ κεῖ στὶς Κυκλάδες. Ὁ Ἀρσένιος, κυρίως ἔδρασε στὴν Πάρο καὶ τὴν Φολέγανδρο, ὅπου δίδαξε γιὰ κάποιο διάστημα στὴ σχολὴ ἑλληνικῶν γραμμάτων, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.

Τὸ περισσότερο ὅμως τῆς ζωῆς του τὸ πέρασε στὴν Πάρο, ἀφοσιωμένος σὲ πνευματικὰ ἔργα καὶ ἰδίως στὴν ἐξομολόγηση. Ἀπεβίωσε, τὴν 31η Ἰανουαρίου τοῦ 1877 στὴν ἐν Πάρῳ γυναικεία Μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου διετέλεσε πνευματικὸς πατήρ. Ὁ λαός, ἰδίως τῆς Πάρου, τίμησε, τὸν Ἀρσένιο καὶ ζωντανὸ ὡς Ὅσιο, μετὰ δὲ τὸν θάνατό του ἀνηγέρθη ναΐσκος στὴν Πάρο, στὸν ὁποῖο περιλαμβάνεται ὁ τάφος του. Ἀναφέρονται δὲ καὶ θαύματα αὐτοῦ.

Απολυτίκιον Ἦχος α’

Τῆς Ἠπείρου τήν δόξαν καί τῆς Πάρου τό καύχημα,
τῆς Μονῆς τοῦ Δάσους προστάτην σέ τιμῶμεν, Αρσένιε.
Ώς ἄγγελος γάρ ὤφθης ἐπὶ γῆς ἀσκήσει οὐρανίων ἀρετῶν,
διά τοῦτο ἐδοξάσθης παρά Θεοῦ θαυμάτων πάτερ χάρισει.
Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ ,
Δόξα τῷ σέ θαυμαστώσαντι,
Δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.


 
Ἅγιος Aed ἀπό τό Ferns
 
Ὁ Ἅγιος Aed γεννήθηκε στό Inisbrefny (ἕνα νησί στή λίμνη Templeport) περί τό 550 μ.×. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Setna καί ἡ μητέρα του Eithne.

 

Ὁ Ἅγιος Aed ἦταν ἕνας ἀπό τούς πρώτους ἐπισκοπους τῆς πόλης Ferns στήν Ἰρλανδία καί ἴδρυσε μοναστήρια στό Drumlane, κοντά στό Milltown, στό Ferns, στό Disert-Nairbre καί στό Rossinver.

Κοιμήθηκε στίς 31 Ἰανουαρίου 632 μ.Χ.


Ὅσιος Νικήτας ἐκ Κιέβου
 

Ὁ Ὄσιος Νικήτας καταγόταν ἀπό τήν Ρωσία καί ἦταν κατά σάρκα ἀδελφός τοῦ Ὁσίου Νίκωνος (τιμᾶται 23 Μαρτίου), ἡγουμένου τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Μόνασε στή μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἀλλά τό ἀνυπάκουο τοῦ χαρακτήρα του τόν ὁδήγησε στό νά ἐγκαταλείψει τήν κοινοβιακή ζωή καί τούς Πατέρες καί νά ζήσει, ὡς μοναχός, ἀπομονωμένος σέ ἕνα κελί πού ἔφτιαξε για τόν ἑαυτό του. Ὁ Ὄσιος Νίκων, πού δέν ἔδωσε τήν εὐλογία του για τήν ἀπομάκρυνση τοῦ μοναχοῦ Νικήτα εἶδε μέ θλίψη τήν πράξη του καί περιμενε μέ φόβο τήν τιμωρία τῆς παρακοῆς του. Πράγματι, ἡ δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Μια μέρα καί ἐνῶ ὁ Ὅσιος Νικήτας προσευχόταν, ὀ διαβολος μεταμορφωμένος σέ Ἄγγελο Κυρίου, παρουσιάσθηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε νᾶ μήν προσεύχεται πλέον, ἀλλά νᾶ μελετᾶ τίς Ἁγίες Γραφές. Τό ἔργο τῆς προσευχῆς θά ἀναλάμβανε ἀντί τοῦ Ὁσίου ὀ ψευτοάγγελος. Ὁ Ὄσιος ὑπέκυψε στόν πειρασμό. Νόμισε ὄτι κατά θεία παραχώρηση καί λόγῳ τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων ὁ Θεός τοῦ χάρισε αὐτὴ τήν μεγάλη δωρεά. Ἔτσι σταμάτησε τήν προσευχή καί ἄρχισε τή μελέτη. Μελέτη ὄμως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ χωρίς προσευχὴ δέν γίνεται. Ἔτσι ἡ καρδιά τουπεριέπεσε σέ ἀκηδία καί πνευματικό λήθαργο, γι’ αὐτό δέν καταφερε νά τελειώσει οὔτε τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ὁ Ὅσιος ἄρχισε ξαφνικά νά προφητεύει μόνο τά μέλλοντα κακά: κλοπές, ἐγκλήματα, κακές ἐνέργειες καί πράξεις, ὄλα δηλαδή ἐκεῖνα πού κατεργάζεται ὀ διαβολος, ὀ πατέρας τοῦ ψεύδους καί τῆς κακίας. Ἡ φήμη του ἀπλώθηκε παντοῦ καί ὅλοι τόν θαύμαζαν για τήν ἀκριβῆ ἐκπλήρωση τῶν προφητικῶν του λόγων. Οἰ Πατέρες τῆς μονῆς ἄρχισαν νὰ καταλαβαίνουν ὄτι ὁ Ὅσιος Νικήτας εἶχε πέσει σέ πλάνη καί εἶχε ὁδηγηθεῖ ἀπό τόν σατανᾶ σέ ὀδό ἀπωλείας. Ἔτσι ξεκίνησαν θερμή προσευχή για νά φωτισθεῖ ὀ νούς τοῦ Ὁσίου καί νά σωθεῖ. Χάρη στήν προσευχή τῶν συνασκητῶν του, τῶν Ἁγίων ἐκείνων Πατέρων, ποὺ ἀπό ἀγάπη για τόν ἀνθρωπο προσεύχονταν καί για τόν ἀδελφό τους, ὁ νοῦς τοῦ Ὁσίου φωτίσθηκε καί ἄρχισε πάλι νά προσεύχεται καί νά βιώνει τούς ἀληθινούς καρπούς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀσκήσεως. Ὁ Θεός ὄχι μόνο ἔκανε δεκτή τή μετανοιά του, ἀλλά καί τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.

Λόγῳ τῆς ὀσιακῆς ζωῆς του ὀ Ἅγιος Νικήτας, τό ἔτος 1096 μ.Χ., ἐξελέγη Ἐπισκοπος Νόβγκοροντ. Ἀφού ποίμανε ἀξίως καί θεοφιλῶς τό ποίμνιό του, κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1109 μ.Χ. καί τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στόν ἱερό ναό τῶν Ἁγίων καί Δικαίων Θεοπατόρων Ἰωακείμ καί Ἄννης τοῦ Νόβγκοροντ.


Ἅγιος Ἰούλιος ὁ Πρεσβύτερος ἐξ Αἰγίνης
 
Ὄπως ἀναφέρεται στό Συναξάρι του, ὁ Ἅγιος Ἰούλιος γεννήθηκε τό 330 μ.Χ. στήν Αἴγινα ἀπό εὔπορους καί εὐσεβεῖς γονεῖς πού τόν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἔμαθε τά ἐγκύκλια γράμματα στήν Αἴγινα καί στήν συνέχεια σπούδασε στήν Ἀθήνα, μαζί μέ τούς Ἁγίους Βασίλειο (βλέπε 1 Ἰανουαρίου) καί Γρηγόριο (βλέπε 25 Ἰανουαρίου). Ἀφοῦ ἐπανέκαμψε στήν Αἴγινα, ἀποφάσισε μαζί μέ τόν διακονο Ἰουλιανό, νά μιμηθεῖ τόν Ἀποστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο καί νά κηρύξει τόν Χριστό. Ἔτσι οἰ δύο Ἅγιοι πήραν ἀποστολικές ράβδους καί παρέδωσαν τόν ἑαυτό τους στόν Κύριο. Ὁ Ἐπισκοπος τῶν Ἀθηνῶν χειροτόνησε τόν Ἰούλιο Πρεσβύτερο. Κοσμημένος μέ τήν χάρη τῆς ἱεροσύνης ἐξῆλθε μαζί μέ τόν διακονο Ἰουλιανό, για νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο καί νά βαπτίσει πολλούς Ἐθνικούς.

 

Στά τέλη τοῦ βίου του ἀναχώρησε στό Κούσιον τῆς λίμνης Ὄρτα, ὄπου μετὰ ἀπό ἄσκηση καί προσευχή κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 401 μ.Χ., σέ ἠλικία 71 ἐτῶν.