Τὶ μοῦ στέλνεις γράμματα (Καππαδοκία)

Παραδοσιακό τραγούδι ἀπό τὴν Καππαδοκία
Τι μου στέλνεις γράμματα (Καππαδοκία)
Ε, τι μου τα μηνάς στα λόγια,τι μου στέλνεις γράμματα
τι μου στέλνεις γράμματα.
Και δεν ξεύρω ν’ ανεγνώσω κι αρχινώ τα κλάματα
κι αρχινώ τα κλάματα κι αρχινώ τα κλάματα

Σγουρέ βασιλικέ μου
και δυόσμε φουντωτέ
σαν τη δικιά σ’ αγάπη
δεν ένοιωσα ποτέ.

Ε, δε μου λες εψές το βράδυ,ο θυμός σου τι ‘τανε.
Μ’ απαντήσανε δυο φίλοι και για σένα μου ‘πανε
και για σένα μου ‘πανε και για σένα μου ‘πανε

Σγουρέ βασιλικέ μου
και δυόσμε φουντωτέ
σαν τη δικιά σ’ αγάπη
δεν ένοιωσα ποτέ.
Σγουρέ βασιλικέ μου
με φύλλα πράσινα
θέλω τον ερωτά σου
με χίλια βάσανα.

Η Καππαδοκία, που προέρχεται ετυμολογικά από το περσικό Κατπατούκα που σημαίνει “η χώρα των όμορφων αλόγων”, είναι μία από τις μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας. Είναι πατρίδα του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Γρηγορίου του Νανζιανζηνού και του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου). Πρόκειται για την πιο μακρινή επαρχία, όπου έζησε ως τα τελευταία χρόνια καθαρός ελληνικός πληθυσμός, ο οποίος κρατήθηκε ανάμεσα στα βουνά, μακριά από τη θάλασσα – γεγονός παράξενο για ελληνικό στοιχείο. Το αξιοπερίεργο είναι ότι ο ορεινός όγκος της χώρας δεν την απομόνωσε. Ακόμα και όταν άλλαξαν οι συνθήκες των εμπορικών συναλλαγών, οι Καππαδόκες βρήκαν άλλες διεξόδους για τη επιβίωση τους μεταναστεύοντας στα μεγάλα κέντρα του ελληνισμού, ιδιαίτερα στην Πόλη, στην Σμύρνη και στις πόλεις του Πόντου, χωρίς ποτέ να ξεκόψουν από την πατρική γη. Μέχρι το 1922 ζούσαν μαζί με μουσουλμάνους Τούρκους και με Αρμένιους. Όμως αυτή τη χρονιά, κατά τη μικρασιατική καταστροφή, ο καππαδοκικός λαός , ξεριζωμένος από τις πανάρχαιες εστίες του, ήρθε στην ελεύθερη πατρίδα, σε μια χώρα που τη θεωρούσε δική του και την αγαπούσε, οπωσδήποτε όμως ξένη από πολλές πλευρές και διαφορετική από τη δική του γη, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής του.