Α’ Χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου

Α’ Χαιρετισμοί της Θεοτόκου
Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε και συν τη ασωμάτω φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε, εξίστατο και ίστατο, κραυγάζων προς Αυτήν τοιαύτα Χαίρε, δ’ ής η χαρά εκλάμψει, χαίρε, δι’ ής η αρά εκλείψει. Χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις, χαίρε, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις. Χαίρε, ύψος δυσανάβατον αθρωπίνοις λογισμοίς, χαίρε, βάθος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς. Χαίρε, ότι υπάρχεις Βασιλέως καθέδρα, χαίρε, ότι βαστάζεις τον βαστάζοντα πάντα. Χαίρε, αστήρ εμφαίνων τον ήλιον, χαίρε, γαστήρ ενθέου σαρκώσεως. Χαίρε, δι’ ής νεουργείται η κτίσις, χαίρε, δι’ ής βρεφουργείται ο Κτίστης. Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.

Βλέπουσα η Αγία, εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριὴλ θαρσαλέως το παράδοξόν σου της φωνής, δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται ασπόρου γάρ συλλήψεως, την κύησιν πως λέγεις κράζων
Αλληλούια.

Γνώσιν άγνωστον γνώναι, η Παρθένος ζητούσα, εβόησε προς τον λειτουργούντα εκ λαγόνων αγνών, υίον πως έσται τεχθήναι δυνατόν; λέξον μοι. Προς ην εκείνος έφησεν εν φόβω, πλήν κραυγάζων ούτω Χαίρε, βουλής απορρήτου μύστις, χαίρε, σιγής δεομένων πίστις. Χαίρε, των θαυμάτων Χριστού το προοίμιον, χαίρε, των δογμάτων αυτού το κεφάλαιον. Χαίρε, κλίμαξ επουράνιε, δι’ ής κατέβη ο Θεός, χαίρε, γέφυρα μετάγουσα από γης προς ουρανόν. Χαίρε, το των Αγγέλων πολυθρύλητον θαύμα, χαίρε, το των δαιμόνων πολυθρήνητον τραύμα. Χαίρε, το φώς αρρήτως γεννήσασα, χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα. Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν, Χαίρε, πιστών καταυγάζουσα φρένας.

Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.

Δύναμις του Υψίστου, επεσκίασε τότε, προς σύλληψιν τη Απειρογάμω και την εύκαρπον ταύτης νηδύν, ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, εν τω ψάλλειν ούτως Αλληλούια.

Έχουσα θεοδόχον, η Παρθένος την μήτραν, ανέδραμε προς την Ελισάβετ. Το δε βρέφος εκείνης ευθύς επιγνόν, τον ταύτης ασπασμόν έχαιρε, και άλμασιν ως άσμασιν, εβόα προς την Θεοτόκον Χαίρε, βλαστού αμάραντου κλήμα, χαίρε, καρπού ακήρατου κτήμα. Χαίρε, γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον, χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα, Χαίρε, άρουρα βλαστάνουσα ευφορίαν οικτιρμών, χαίρε, τράπεζα βαστάζουσα ευθηνίαν ιλασμών. Χαίρε, ότι λειμώνα της τρυφής αναθάλλεις, χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις. Χαίρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα, χαίρε, παντός του κόσμου εξίλασμα. Χαίρε, Θεού προς θνητούς ευδοκία, χαίρε, θνητών προς Θεόν παρρησία.

Χαίρε, Νύμφη άνύμφευτε.

Ζάλην ένδοθεν έχων, λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη προς την άγαμον σε θεωρών, και κλεψίγαμον υπονοών Άμεμπτε μαθών δε σου την σύλληψιν, εκ Πνεύματος Αγίου, έφη
Αλληλούια.