Στὸ ἔργο αὐτό ὁ Ξενοφώντας ἐγκωμιάζει τὸν Σπαρτιάτη βασιλιά Ἀγησίλαο τὸν Β´, ποὺ βασίλευσε ἀπό τὸ 399 ἕως τὸ 360 π.Χ.
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀφιλοκέρδειάν του ποῖα τεκμήρια μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὰ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχη; Διότι κανεὶς ποτὲ δὲν κατηγόρησε τὸν Ἀγησίλαον ὅτι τοῦ ἀφήρεσε τίποτε, ἐνῶ πολλοὶ ὡμολόγουν ὅτι πολλὰ ὠφελήθησαν ἀπὸ αὐτόν. Ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν νὰ δίδη τὰ ἰδικά του πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων, πῶς θὰ ἤθελε νὰ διαρπάζη τὰ ἀλλότρια, ὥστε νὰ δυσφημισθῆ διὰ τοῦτο; Διότι ὁ ἐπιθυμῶν τὰ χρήματα πολὺ εὐκολώτερον θὰ τοῦ ἦτο νὰ φυλάττη τὰ ἰδικά του παρὰ νὰ ζητῆ νὰ πάρη ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶναι δικά του.
Ἄλλωστε, ἐκεῖνος ποὺ φοβεῖται μήπως δὲν ἀποδείξη ὅλην τὴν εὐγνωμοσύνην του, καίτοι δὲν ὑπάρχει ποινὴ ἐναντίον τοῦ μὴ ἀποδιδόντος αὐτήν, πῶς θὰ θελήση νὰ ἀποστερήση ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμποδίζει καὶ νόμος; Ὁ Ἀγησίλαος λοιπὸν ἔκρινε ὅτι ἦτο ἄδικος ὄχι μόνον ἡ ἔλλειψις εὐγνωμοσύνης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόδοσις μικροτέρας ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὁποίαν καθεὶς δύναται.
Ποῖος ἠδύνατο ἐπίσης νὰ τὸν κατηγορήση ἀληθινὰ ὡς κλέψαντα τὰ χρήματα τῆς πόλεως, αὐτὸν ὁ ὁποῖος παρέδιδε εἰς τὴν πατρίδα ὅπως τὰς καρπωθῆ τὰς δωρεὰς ποὺ ἐγίνοντο εἰς αὐτόν; To ὅτι δὲ ὁσάκις ἤθελε νὰ εὐεργετήση τὴν πόλιν ἢ φίλους του μὲ χρήματα, κατέφευγε εἰς δάνεια ἀπὸ ἄλλους, δὲν εἶναι καὶ αὐτὸ ἀπόδειξις ἀφιλοκερδείας;
Διότι, ἂν ἐπώλει τὰς ἀπονεμομένας ὑπηρεσίας ἢ ἔκαμνε χάριτας ἀντὶ πληρωμῆς, κανεὶς δὲ θὰ ἐνόμιζε ὅτι τοῦ ὤφειλε κάτι. Ἀλλ\’ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔλαβον μίαν χάριν δωρεάν, πάντοτε εὐχαρίστως ἀφοσιοῦνται εἰς τὸν εὐεργέτην των καὶ διότι ἔλαβον μίαν χάριν καὶ διότι ἐθεωρήθησαν ἄξιοι νὰ διαφυλάξουν τὴν παρακαταθήκην τῆς εὐεργεσίας.
Ἐκεῖνος δὲ ὁ ὁποῖος ἐπροτίμα νὰ εἶναι πτωχὸς ἀπὸ μεγάλην γενναιοδωρίαν παρὰ ἔστω καὶ δικαίως νὰ ἔχη πολλά, πῶς νὰ μὴ ἀποφεύγη πολὺ τὸ ἄτιμον κέρδος; Αὐτὸς λοιπὸν μόλις ἀπεφασίσθη νὰ ἔχη ὅλα τὰ δικαιώματα τὰ ὁποῖα εἶχε ὁ Ἄγις, παρεχώρησε τὰ ἡμίση εἰς τοὺς ἀπὸ μητρὸς συγγενεῖς του, διότι ἔβλεπε ὅτι ἦσαν πτωχοί. Ὅτι δὲ αὐτὰ εἶναι ἀληθινὰ δύναται νὰ μαρτυρήση ὅλη ἡ πόλις τῶν Λακεδαιμονίων.
Ὅταν δὲ ὁ Τιθραύστης τοῦ προσέφερε πάμπολλα δῶρα, ἂν ἐδέχετο νὰ φύγη ἀπὸ τὴν χώραν του, ὁ Ἀγησίλαος ἀπεκρίθη: «Ὦ Τιθραύστη, θεωρεῖται εἰς τὴν πατρίδα μου ὅτι εἶναι καλύτερον δι\’ ἄρχοντα νὰ πλουτίζη τὸν στρατὸν του παρὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ δὲ τοὺς ἐχθροὺς νὰ προσπαθῆ νὰ λαμβάνη μᾶλλον λάφυρα παρὰ δῶρα».
Μτφρ. Κ. Καιροφύλας. [1939] χ.χ. Ξενοφῶντος Ἀπολογία Σωκράτους, Συμπόσιον, Ἀγησίλαος. Εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ἀθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Πρωτότυπο Κείμενο
[4.1] Περί γε μὴν τῆς εἰς χρήματα δικαιοσύνης ποῖα ἄν τις μείζω τεκμήρια ἔχοι τῶνδε; ὑπὸ γὰρ Ἀγησιλάου στέρεσθαι μὲν οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσεν, εὖ δὲ πεπονθέναι πολλοὶ πολλὰ ὡμολόγουν. ὅτῳ δὲ ἡδὺ τὰ αὑτοῦ διδόναι ἐπ’ ὠφελείᾳ ἀνθρώπων, πῶς <ἂν> οὗτος ἐθέλοι τὰ ἀλλότρια ἀποστερεῖν ἐφ’ ᾧ κακόδοξος εἶναι; εἰ γὰρ χρημάτων ἐπιθυμοίη, πολὺ ἀπραγμονέστερον τὰ αὑτοῦ φυλάττειν ἢ τὰ μὴ προσήκοντα λαμβάνειν.
[4.2] ὃς δὲ δὴ καὶ χάριτας ἀποστερεῖν μὴ ἐθέλοι, ὧν οὐκ εἰσὶ δίκαι πρὸς τὸν μὴ ἀποδιδόντα, πῶς ἅ γε καὶ νόμος κωλύει ἐθέλοι ἂν ἀποστερεῖν; Ἀγησίλαος δὲ οὐ μόνον τὸ μὴ ἀποδιδόναι χάριτας ἄδικον ἔκρινεν, ἀλλὰ καὶ τὸ μὴ πολὺ μείζους τὸν μείζω δυνάμενον.
[4.3] τά γε μὴν τῆς πόλεως κλέπτειν πῇ ἄν τις αὐτὸν εἰκότως αἰτιάσαιτο, ὃς καὶ τὰς αὐτῷ χάριτας ὀφειλομένας τῇ πατρίδι καρποῦσθαι παρεδίδου; τὸ δ’, ὁπότε βούλοιτο εὖ ποιεῖν ἢ πόλιν ἢ φίλους χρήμασι, δύνασθαι παρ’ ἑτέρων λαμβάνοντα ὠφελεῖν, οὐ καὶ τοῦτο μέγα τεκμήριον ἐγκρατείας χρημάτων;
[4.4] εἰ γὰρ ἐπώλει τὰς χάριτας ἢ μισθοῦ εὐεργέτει, οὐδεὶς ἂν οὐδὲν ὀφείλειν αὐτῷ ἐνόμισεν• ἀλλ’ οἱ προῖκα εὖ πεπονθότες, οὗτοι ἀεὶ ἡδέως ὑπηρετοῦσι τῷ εὐεργέτῃ, καὶ διότι εὖ ἔπαθον καὶ διότι προεπιστεύθησαν ἄξιοι εἶναι παρακαταθήκην χάριτος φυλάττειν.
[4.5] ὅστις δ’ ᾑρεῖτο καὶ σὺν τῷ γενναίῳ μειονεκτεῖν ἢ σὺν τῷ ἀδίκῳ πλέον ἔχειν, πῶς οὗτος οὐκ ἂν πολὺ τὴν αἰσχροκέρδειαν ἀποφεύγοι; ἐκεῖνος τοίνυν κριθεὶς ὑπὸ τῆς πόλεως ἅπαντα ἔχειν τὰ Ἄγιδος τὰ ἡμίσεα τοῖς ἀπὸ μητρὸς αὐτῷ ὁμογόνοις μετέδωκεν, ὅτι πενομένους αὐτοὺς ἑώρα. ὡς δὲ ταῦτα ἀληθῆ πᾶσα μάρτυς ἡ τῶν Λακεδαιμονίων πόλις.
[4.6] διδόντος δ’ αὐτῷ πάμπολλα δῶρα Τιθραύστου, εἰ ἀπέλθοι ἐκ τῆς χώρας, ἀπεκρίνατο ὁ Ἀγησίλαος• Ὦ Τιθραύστα, νομίζεται παρ’ ἡμῖν τῷ ἄρχοντι κάλλιον εἶναι τὴν στρατιὰν ἢ ἑαυτὸν πλουτίζειν, καὶ παρὰ τῶν πολεμίων λάφυρα μᾶλλον πειρᾶσθαι ἢ δῶρα λαμβάνειν.