Παρουσιάστηκε καθὼς κοίταζα στὸ τζάκι μου τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα. Κρατοῦσε στὰ χέρια ἕνα μεγάλο κουτὶ κόκκινα σπίρτα. Μοῦ τὸ ’δειξε σὰν τοὺς ταχυδακτυλουργοὺς ποὺ βγάζουν ἀπὸ τὴ μύτη τοῦ διπλανοῦ μας ἕνα αὐγό. Τράβηξε ἕνα σπίρτο, ἔβαλε φωτιὰ στὸ κουτί, χάθηκε πίσω ἀπὸ μιὰ πελώρια φλόγα, κι ὕστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμᾶμαι τὸ βυσσυνί του χαμόγελο καὶ τὰ γυαλένια του μάτια. Ἕνα ὀργανέτο στὸ δρόμο χτυποῦσε ὁλοένα τὴν ἴδα νότα. Δὲν ξέρω νὰ πῶ τί φοροῦσε. Μ᾿ ἔκανε νὰ συλλογίζομαι ἐπίμονα ἕνα πορφυρὸ κυπαρίσσι. Σιγὰ-σιγὰ τὰ χέρια του ἄρχισαν νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸ τεντωμένο του κορμὶ σὲ σταυρό. Ἀπὸ ποῦ μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θὰ ’λεγες πὼς τὰ εἶχε κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες του. Πετοῦσαν ἀδέξια, παλαβά, μὲ ὁρμὴ· χτυποῦσαν πάνω στοὺς τοίχους τῆς στενῆς κάμαρας, πάνω στὰ τζάμια, καὶ στρώνανε τὸ πάτωμα σὰ χτυπημένα. Ἔνιωθα στὰ πόδια ἕνα ζεστὸ στρῶμα ἀπὸ πούπουλα καὶ σφυγμοὺς νὰ φουσκώνει. Τὸν κοίταζα μὲ μιὰ παράξενη θέρμη ποὺ κυρίευε τὸ κορμί μου σὰν κυκλοφορία. Ὅταν τελείωσε νὰ ὑψώνει τὰ χέρια, ὅταν οἱ παλάμες του ἄγγιξαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ἔκανε ἕνα ξαφνικὸ πήδημα, σὰ νὰ εἶχε σπάσει τὸ ἐλατήριο τοῦ ρολογιοῦ μπροστά μου. Χτύπησε στὸ ταβάνι ποὺ ἤχησε μονοκόμματα μ᾿ ἕναν ἦχο κυμβάλου, τέντωσε τὸ δεξί του χέρι, ἔπιασε τὸ σύρμα τῆς λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, ἀφέθηκε, κι ἄρχισε νὰ γράφει μέσα στὸ σκοτεινὸ φῶς, μὲ τὸ κορμί του τὸν ἀριθμὸ 8. Τὸ θέαμα αὐτὸ μὲ ζάλισε καὶ σκέπασα μὲ τὰ δυό μου χέρια τὸ πρόσωπό μου. Ἕσφιγγα τὸ σκοτάδι πάνω στὰ βλέφαρά μου, ἀκούγοντας τὸ ὀργανέτο ποὺ ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη στὴν ἴδια νότα κι ἔπειτα σταμάτησε ἀπότομα. Ἕνας ξαφνικὸς ἀέρας μὲ χτύπησε, παγωμένος. Ἔνιωσα τὰ πόδια μου ξυλιασμένα. Ἄκουσα ἀκόμη ἕνα χαμηλὸ καὶ βελουδένιο ἦχο φλογέρας, κι ἀμέσως ἔπειτα, ἕνα στρωτὸ καὶ παχὺ πλατάγισμα. Ἄνοιξα τὰ μάτια. Τὸν εἶδα πάλι νὰ πατᾶ μὲ τὰ νύχια σὲ μιὰ κρουσταλλλένια σφαίρα, στὴ μέση τῆς κάμαρας, κρατώντας στὸ στόμα ἕνα ἀλλόκοτο πράσινο σουραύλι, ποὺ τὸ κυβερνοῦσαν τὰ δάχτυλά του, σὰ νὰ ἦταν ἑφτὰ χιλιάδες. Τὰ πουλιὰ τώρα ξαναζωντάνευαν μὲ μιὰ ἐξωφρενικὴ τάξη, ὑψωνόντουσαν, σμίγανε, σχηματίζανε μιὰ χοντρὴ συνοδεία ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ τὴν ἀγκαλιάσεις, καὶ βγαῖναν πρὸς τὴν νύχτα, ἀπὸ τὸ παράθυρο ποὺ, δὲν ξέρω πῶς, βρέθηκε ἀνοιχτό. Ὅταν δὲν ἀπόμεινε πιὰ οὔτε μισὴ φτερούγα, ἐκτὸς ἀπὸ μιὰ πνιγερὴ μυρωδιὰ κυνηγιοῦ, ἀποφάσισα νὰ τὸν κοιτάξω κατὰ πρόσωπο. Πρόσωπο δὲν ὑπῆρχε· πάνω ἀπὸ τὸ πορφυρὸ κορμί, θά ’λεγες ἀκέφαλο, καμάρωνε μιὰ μαλαματένια προσωπίδα, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ βρέθηκαν στοὺς μηκυναϊκοὺς τάφους, μ᾿ ἕνα μυτερὸ γένι ποὺ ἄγγιζε τὴν τραχηλιά. Προσπάθησα νὰ σηκωθῶ. Δὲν εἶχα κάνει τὴν πρώτη κίνηση, κι ἕνας κατακλυσμιαῖος ἦχος, σὰν νὰ εἶχαν σωριαστεῖ μιὰ στίβα τάσια σὲ νεκρώσιμο ἐμβατήριο μὲ κάρφωσε στὴ θέση μου. Ἦταν ἡ προσωπίδα. Τὸ πρόσωπό του φανερώθηκε πάλι, ὅπως τὸ εἶδα στὴν ἀρχή, τὰ μάτια, τὸ χαμόγελο καὶ κάτι ποὺ τώρα παρατηροῦσα γιὰ πρώτη φορά: τὸ λευκὸ δέρμα τεντωμένο ἀπὸ δυὸ κατάμαυρα τσουλούφια ποὺ τὸ δάγκωναν μπροστὰ στ᾿ αὐτί. Δοκίμασε νὰ πηδήξει, μὰ δὲν εἶχε πιὰ τὴν εὐκινησία του τὴν πρώτη. Θαρρῶ μάλιστα πὼς σκόνταψε σ᾿ ἕνα βιβλίο πεσμένο κατὰ τύχη καὶ γονάτισε μὲ τὸ ἕνα γόνατο. Μποροῦσα τώρα νὰ τὸν κοιτάξω μὲ προσοχή. Ἔβλεπα τοὺς πόρους στὸ δέρμα του νὰ βγάζουν ψιλὲς στάλες ἱδρώτα. Κάτι σὰ λαχάνιασμα μὲ βάραινε. Προσπάθησα νὰ ἐξηγήσω γιατί τὰ μάτια του μοῦ εἶχαν φανεῖ τόσο περίεργα. Τά ’κλεισε. Ἔκανε νὰ σηκωθεῖ, μὰ θὰ ἦταν τρομερὰ δύσκολο, γιατὶ φαινόταν ν᾿ ἀγωνίζεται νὰ μαζέψει ὅλη του τὴ δύναμη, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ καταφέρει τίποτε. Ἀπεναντίας γονάτισε καὶ μὲ τὸ ἄλλο γόνατο. Ἔβλεπα τὸ ἄσπρο δέρμα τρομερὰ χλωμό, πρὸς ἕνα κίτρινο φιλντισί, καὶ τὰ μαῦρα μαλλιὰ σὰ πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστὰ σὲ μιὰν ἀγωνία, εἶχα τὸ συναίσθημα πὼς ἤμουνα καλύτερα, πὼς εἶχα κάτι νικήσει.
Δὲν πρόφταξα νὰ ἀνασάνω καὶ τὸν εἶδα, ὁλότελα πεσμένω χάμω, νὰ βυθίζεται μέσα σὲ μιὰ πράσινη παγόδα ποὺ εἶναι ζωγραφισμένη στὸ χαλί μου.