ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1171a21–1172a15 (Ἀπορίες σχετικὰ μὲ τὴ φιλία. Ἔχουμε μεγαλύτερη ἀνάγκη τῶν φίλων στὴν εὐτυχία ἢ στὴ δυστυχία; – Ἐπίλογος: Πεμπτουσία τῆς φιλίας εἶναι ἡ συνεχὴς ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν φίλων)
Πότε χρειάζεται κανεὶς φίλους στὴν εὐτυχία ἢ στὴν δυστυχία του; Τοὺς ζητᾶ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, γιατί οἱ δυστυχισμένοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, κι οἱ εὐτυχισμένοι ἀπὸ συντρόφους ποὺ συζοῦν μαζί τους καὶ τοὺς εὐεργετοῦν, γιατί ἡ ἐπιθυμία τους συνίσταται στὸ νὰ παρέχουν τὶς εὐεργεσίες τους. Εἶναι, λοιπόν, πιὸ ἀναγκαῖο νὰ ἔχει φίλους στὴ δυστυχία του, ἀφοῦ χρειάζεται χρήσιμους φίλους, ἀλλὰ ἀπὸ ἠθικὴ ἄποψη ὡραιότερο εἶναι νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη φίλων στὴν εὐτυχία του, γιατί σ\’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἀναζητεῖ ἐνάρετους ἀνθρώπους, γιατί εἶναι προτιμότερο νὰ παρέχει σ\’ αὐτοὺς τὶς εὐεργεσίες του καὶ νὰ τοὺς συναναστρέφεται. Κι εἶναι ἡ παρουσία τῶν φίλων γλυκειὰ καὶ στὴν εὐτυχία καὶ στὴ δυστυχία, γιατί ὅσο ὑποφέρουν ἀπὸ ὀδύνη ἀνακουφίζεται, ὅταν συμπάσχουν μαζί τους κι οἱ φίλοι. Γιατί καὶ θὰ μποροῦσε ν\’ ἀμφιβάλλει κανείς, ἂν οἱ φίλοι σηκώνουν κι αὐτοὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ βάρος ἤ, ἀντίθετα, ἂν λιγοστεύει τὸν πόνο ἡ εὐχάριστη παρουσία τους κι ἡ πεποίθηση ὅτι συμμετέχει σ\’ αὐτόν.
Ἀλλὰ τὸ ζήτημα, ἂν ἀνακουφίζονται γι\’ αὐτὰ ἢ γιὰ κάτι ἄλλο, ἂς μὴ τὸ ἐξετάσουμε τώρα, ἀρκεῖ τὸ ὅτι ἀνακουφίζονται πραγματικά. Φαίνεται ὅτι ἡ ἐπίδραση ποὺ ὀφείλεται στὴν παρουσία εἶναι ἀνάμεικτη, [1171b] ἐπειδὴ τὸ νὰ βλέπει κανεὶς τοὺς φίλους εἶναι γιὰ τὸν δυστυχισμένο πολὺ εὐχάριστο, ἀφοῦ ὁ φίλος εἶναι παρηγοριὰ καὶ ὅταν τὸν βλέπει κανεὶς καὶ ὅταν μιλᾶ ἂν εἶναι εὐαίσθητος. Γιατί ξεύρει τὸν χαρακτήρα μας καθὼς καὶ ὅ,τι μᾶς προξενεῖ χαρὰ ἢ λύπη. Ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑποφέρουμε καὶ \’μεις, ὅταν βλέπουμε τὸν φίλο μας νὰ λυπᾶται γιὰ τὶς δυστυχίες μας, ἐπειδὴ κάθε φίλος θέλει ν\’ ἀποφεύγει νὰ προκαλεῖ λύπη στὸ φίλο του. Γι\’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀνδροπρεπεῖς ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν θέλουν νὰ δίνουν ἀφορμὴ στοὺς φίλους τους νὰ συμπάσχουν μαζί τους. Ἂν ὅμως δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι μονάχα μὲ μία μικρὴ λύπη τῶν φίλων τους, ἀνακουφίζουν μία δική τους μεγάλη λύπη, δὲν ἀνέχονται νὰ πάσχει ὁ φίλος ἐξαιτίας τους. Γενικὰ προσπαθοῦν ν\’ ἀποφεύγουν ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν διάθεση νὰ κλαψουρίζουν ὅλοι μαζί, γιατί κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν τάση στὸ νὰ θρηνοῦν, μονάχα γυναικάκια καὶ ἄνδρες γυναικωτοὶ αἰσθάνονται χαρὰ νὰ ἀναστενάζουν μ\’ αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν, καὶ ἀγαποῦν αὐτὰ τὰ πρόσωπα σὰ φίλους ποὺ συμμετέχουν στὴ θλίψη τους, ἀλλὰ ἔχει χρέος νὰ μιμεῖται κανεὶς τὸν καλύτερο. Ἀντίθετα στὴν εὐτυχία ἡ παρουσία τῶν φίλων δὲν εἶναι μόνο εὐχάριστη, ἀλλὰ γεννᾶ καὶ τὴν ἰδέα ὅτι οἱ φίλοι χαίρονται γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά. Γι\’ αὐτὸ φαίνεται ὅτι πρέπει νὰ φωνάζουμε πρόθυμα τοὺς φίλους μας, ὅταν εἴμαστε εὐτυχισμένοι (γιατί εἶναι ὡραῖο νὰ εὐεργετεῖ κανεὶς) καὶ στὰ ἀτυχήματά μας νὰ κάνουμε αὐτὸ μὲ δισταγμὸ (γιατί πρέπει ν\’ ἀποφεύγουμε ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο, νὰ παίρνουν μέρος αὐτοὶ στὶς λύπες μας). Ἀπὸ \’δω καὶ τὸ ρητό: «Ἀρκετὸ νὰ εἶμαι μονάχος μου ἐγὼ ὁ δυστυχής».
Τέλος πρέπει νὰ φωνάζουμε προπάντων τοὺς φίλους μας, ὅταν αὐτοὶ πρόκειται νὰ μᾶς προσφέρουν μία μεγάλη ὑπηρεσία, χωρὶς νὰ ἐνοχληθοῦν πολύ. Ἀντίθετα, πρέπει ἴσως νὰ πηγαίνουμε στοὺς φίλους μας ἀπρόσκλητοι καὶ πρόθυμοι, ὅταν αὐτοὶ εἶναι δυστυχισμένοι (γιατί εἶναι καθῆκον τῆς φιλίας νὰ ἐξυπηρετοῦμε μάλιστα ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὴν ἀνάγκη, κι ἀκόμα ὅταν αὐτοὶ δὲν μᾶς τὸ ζητοῦν, ἡ τέτοια προθυμία εἶναι ἀξιοπρεπέστερη καὶ πιὸ εὐχάριστη κι ἀπὸ τὰ δύο μέρη). Ὅταν οἱ φίλοι μας εἶναι εὐτυχισμένοι, πρέπει νὰ τρέχουμε σ\’ αὐτούς, ἐφόσον εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ τοὺς ἐξυπηρετήσουμε (γιατί γι\’ αὐτὸ χρειαζόμαστε τοὺς φίλους). Ὅταν ὅμως πρόκειται νὰ εὐεργετούμεθα, πρέπει νὰ πηγαίνουμε σ\’ αὐτοὺς ἀπρόθυμα καὶ ἀργὰ (γιατί δὲν εἶναι ὡραῖο νὰ τρέχει κανεὶς γιὰ νὰ παίρνει ὀφέλη ἀπὸ τοὺς ἄλλους). Ἐννοεῖται ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ φαίνεται ἀγενὴς ἀποκρούοντας τὶς ὑπηρεσίες ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ φίλοι του. Γιατί κι αὐτὸ συμβαίνει κάποτε. Σύμφωνα μ\’ αὐτὰ τὴν παρουσία τῶν φίλων πρέπει νὰ τὴν εὐχόμαστε σὲ κάθε περίσταση.
Μήπως ἡ συμβίωση δὲν εἶναι γιὰ τὴ φιλία, ὅπως γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ἡ θέα τοῦ λατρεμένου προσώπου, κι ὅπως οἱ ἐραστὲς προτιμοῦν τὴν αἴσθηση αὐτὴ ἀπὸ κάθε ἄλλη, ἐφόσον μέσω αὐτῆς ὑπάρχει κι ἀπ\’ αὐτὴν γεννιέται τὸ ἐρωτικὸ συναίσθημα; Γιατί ἡ φιλία εἶναι ἕνα εἶδος κοινότητας. Ἐπίσης ὅπως διατίθεται κάποιος πρὸς τὸν ἑαυτό του, ἔτσι διατίθεται καὶ στοὺς φίλους του. Ἑπομένως ὅπως ἡ αἴσθηση τῆς ὕπαρξης εἶναι ἀγαπητὴ γιὰ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἔτσι εἶναι καὶ σχετικὰ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Ἀλλὰ ἡ δράση ποὺ γιὰ χάρη της ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ὕπαρξή τους, πραγματοποιεῖται στὴ διάρκεια τῆς συμβίωσης [1172a] ὥστε ἡ προσπάθεια τῶν φίλων μας ἀπευθύνεται σ\’ αὐτήν. Τέλος ὅ,τι ὁ καθένας θεωρεῖ σὰν πραγματικὸ «Εἶναι» καὶ σὰν τελικὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του, θέλει νὰ τὸ πραγματοποιεῖ ἐπικοινωνώντας μὲ τοὺς φίλους του. Ἄλλοι πίνουν μαζὶ κρασί, ἄλλοι παίζουν μαζὶ κύβους, μαζὶ γυμνάζονται, ἄλλοι κυνηγοῦν μὲ τοὺς φίλους τους καὶ ἄλλοι φιλοσοφοῦν μαζί τους. Γιὰ νὰ μιλήσουμε σύντομα, κάθε τι ποὺ ἀγαποῦμε στὴ ζωὴ θέλουμε νὰ τὸ πραγματοποιοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς φίλους μας, ἐπειδὴ ὁ καθένας θέλει νὰ ζεῖ μαζί τους καὶ γι\’ αὐτὸ κάμνει καὶ συμμερίζεται μ\’ αὐτοὺς κάθε τι ποὺ ἐννοεῖ μὲ τὶς λέξεις ζωὴ καὶ συμβίωση. Γι\’ αὐτὸ ἡ φιλία ἀνάμεσα στοὺς φαύλους γίνεται πηγὴ τοῦ κακοῦ (γιατί ἐφόσον οἱ φαῦλοι εἶναι ἐπιπόλαιοι, ὁ ἕνας συμμετέχει στὴν κακία τοῦ ἄλλου, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γίνονται ὅλοι κακοί, ἀφοῦ ἐξομοιώνονται ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο). Ἀντίθετα ἡ ἀνάμεσα στοὺς ἐνάρετους ἀνθρώπους φιλία γίνεται πηγὴ ἀγαθοῦ. Καθημερινὰ αὐξάνεται τὸ ἠθικό της περιεχόμενο, καὶ ἡ πρόοδος συντελεῖται τόσο γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς ἀπὸ κοινοῦ, ὅσο γιὰ τὴν ἀμοιβαία νουθεσία. Ὁ ἕνας δέχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο τὶς εὐχάριστες σ\’ αὐτὸν ἰδιότητες, καὶ ἀπὸ \’δῶ προέρχεται καὶ τὸ ρητό:
«Ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς τὸ ἀγαθὸ θὰ μάθεις».
Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1993. Ἀριστοτέλους Ἠθικὰ Νικομάχεια. Ι–ΙΙ. Ἀθήνα: Νομικὴ Βιβλιοθήκη.
Πρωτότυπο Κείμενο
Πότερον δ’ ἐν εὐτυχίαις μᾶλλον φίλων δεῖ ἢ ἐν δυστυχίαις; ἐν ἀμφοῖν γὰρ ἐπιζητοῦνται· οἵ τε γὰρ ἀτυχοῦντες δέονται ἐπικουρίας, οἵ τ’ εὐτυχοῦντες συμβίων καὶ οὓς εὖ ποιήσουσιν· βούλονται γὰρ εὖ δρᾶν. ἀναγκαιότερον μὲν δὴ ἐν ταῖς ἀτυχίαις, διὸ τῶν χρησίμων ἐνταῦθα δεῖ, κάλλιον δ’ ἐν ταῖς εὐτυχίαις, διὸ καὶ τοὺς ἐπιεικεῖς ζητοῦσιν· τούτους γὰρ αἱρετώτερον εὐεργετεῖν καὶ μετὰ τούτων διάγειν. ἔστι γὰρ καὶ ἡ παρουσία αὐτὴ τῶν φίλων ἡδεῖα καὶ ἐν ταῖς εὐτυχίαις καὶ ἐν ταῖς δυστυχίαις. κουφίζονται γὰρ οἱ λυπούμενοι συναλγούντων τῶν φίλων. διὸ κἂν ἀπορήσειέν τις πότερον ὥσπερ βάρους μεταλαμβάνουσιν, ἢ τοῦτο μὲν οὔ, ἡ παρουσία δ’ αὐτῶν ἡδεῖα οὖσα καὶ ἡ ἔννοια τοῦ συναλγεῖν ἐλάττω τὴν λύπην ποιεῖ. εἰ μὲν οὖν διὰ ταῦτα ἢ δι’ ἄλλο τι κουφίζονται, ἀφείσθω· συμβαίνειν δ’ οὖν φαίνεται τὸ λεχθέν. ἔοικε δ’ ἡ παρουσία μικτή τις αὐτῶν εἶναι. αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ ὁρᾶν [1171b] τοὺς φίλους ἡδύ, ἄλλως τε καὶ ἀτυχοῦντι, καὶ γίνεταί τις ἐπικουρία πρὸς τὸ μὴ λυπεῖσθαι (παραμυθητικὸν γὰρ ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ, ἐὰν ᾖ ἐπιδέξιος· οἶδε γὰρ τὸ ἦθος καὶ ἐφ’ οἷς ἥδεται καὶ λυπεῖται)· τὸ δὲ λυπούμενον αἰσθάνεσθαι ἐπὶ ταῖς αὑτοῦ ἀτυχίαις λυπηρόν· πᾶς γὰρ φεύγει λύπης αἴτιος εἶναι τοῖς φίλοις. διόπερ οἱ μὲν ἀνδρώδεις τὴν φύσιν εὐλαβοῦνται συλλυπεῖν τοὺς φίλους αὑτοῖς, κἂν μὴ ὑπερτείνῃ τῇ ἀλυπίᾳ, τὴν ἐκείνοις γινομένην λύπην οὐχ ὑπομένει, ὅλως τε συνθρήνους οὐ προσίεται διὰ τὸ μηδ’ αὐτὸς εἶναι θρηνητικός· γύναια δὲ καὶ οἱ τοιοῦτοι ἄνδρες τοῖς συστένουσι χαίρουσι, καὶ φιλοῦσιν ὡς φίλους καὶ συναλγοῦντας. μιμεῖσθαι δ’ ἐν ἅπασι δεῖ δῆλον ὅτι τὸν βελτίω. ἡ δ’ ἐν ταῖς εὐτυχίαις τῶν φίλων παρουσία τήν τε διαγωγὴν ἡδεῖαν ἔχει καὶ τὴν ἔννοιαν ὅτι ἥδονται ἐπὶ τοῖς αὑτοῦ ἀγαθοῖς. διὸ δόξειεν ἂν δεῖν εἰς μὲν τὰς εὐτυχίας καλεῖν τοὺς φίλους προθύμως (εὐεργετικὸν γὰρ εἶναι καλόν), εἰς δὲ τὰς ἀτυχίας ὀκνοῦντα· μεταδιδόναι γὰρ ὡς ἥκιστα δεῖ τῶν κακῶν, ὅθεν τὸ «ἅλις ἐγὼ δυστυχῶν». μάλιστα δὲ παρακλητέον ὅταν μέλλωσιν ὀλίγα ὀχληθέντες μεγάλ’ αὐτὸν ὠφελήσειν. ἰέναι δ’ ἀνάπαλιν ἴσως ἁρμόζει πρὸς μὲν τοὺς ἀτυχοῦντας ἄκλητον καὶ προθύμως (φίλου γὰρ εὖ ποιεῖν, καὶ μάλιστα τοὺς ἐν χρείᾳ καὶ [τὸ] μὴ ἀξιώσαντας· ἀμφοῖν γὰρ κάλλιον καὶ ἥδιον), εἰς δὲ τὰς εὐτυχίας συνεργοῦντα μὲν προθύμως (καὶ γὰρ εἰς ταῦτα χρεία φίλων), πρὸς εὐπάθειαν δὲ σχολαίως· οὐ γὰρ καλὸν τὸ προθυμεῖσθαι ὠφελεῖσθαι. δόξαν δ’ ἀηδίας ἐν τῷ διωθεῖσθαι ἴσως εὐλαβητέον· ἐνίοτε γὰρ συμβαίνει. ἡ παρουσία δὴ τῶν φίλων ἐν ἅπασιν αἱρετὴ φαίνεται.
Ἆρ’ οὖν, ὥσπερ τοῖς ἐρῶσι τὸ ὁρᾶν ἀγαπητότατόν ἐστι καὶ μᾶλλον αἱροῦνται ταύτην τὴν αἴσθησιν ἢ τὰς λοιπὰς ὡς κατὰ ταύτην μάλιστα τοῦ ἔρωτος ὄντος καὶ γινομένου, οὕτω καὶ τοῖς φίλοις αἱρετώτατόν ἐστι τὸ συζῆν; κοινωνία γὰρ ἡ φιλία, καὶ ὡς πρὸς ἑαυτὸν ἔχει, οὕτω καὶ πρὸς τὸν φίλον· περὶ αὑτὸν δ’ ἡ αἴσθησις ὅτι ἔστιν αἱρετή, καὶ περὶ τὸν φίλον δή· ἡ δ’ ἐνέργεια γίνεται αὐτῆς ἐν τῷ συζῆν, [1172a] ὥστ’ εἰκότως τούτου ἐφίενται. καὶ ὅ ποτ’ ἐστὶν ἑκάστοις τὸ εἶναι ἢ οὗ χάριν αἱροῦνται τὸ ζῆν, ἐν τούτῳ μετὰ τῶν φίλων βούλονται διάγειν· διόπερ οἳ μὲν συμπίνουσιν, οἳ δὲ συγκυβεύουσιν, ἄλλοι δὲ συγγυμνάζονται καὶ συγκυνηγοῦσιν ἢ συμφιλοσοφοῦσιν, ἕκαστοι ἐν τούτῳ συνημερεύοντες ὅ τι περ μάλιστ’ ἀγαπῶσι τῶν ἐν τῷ βίῳ· συζῆν γὰρ βουλόμενοι μετὰ τῶν φίλων, ταῦτα ποιοῦσι καὶ τούτων κοινωνοῦσιν οἷς οἴονται συζῆν. γίνεται οὖν ἡ μὲν τῶν φαύλων φιλία μοχθηρά (κοινωνοῦσι γὰρ φαύλων ἀβέβαιοι ὄντες, καὶ μοχθηροὶ δὲ γίνονται ὁμοιούμενοι ἀλλήλοις), ἡ δὲ τῶν ἐπιεικῶν ἐπιεικής, συναυξανομένη ταῖς ὁμιλίαις· δοκοῦσι δὲ καὶ βελτίους γίνεσθαι ἐνεργοῦντες καὶ διορθοῦντες ἀλλήλους· ἀπομάττονται γὰρ παρ’ ἀλλήλων οἷς ἀρέσκονται, ὅθεν «ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλά». περὶ μὲν οὖν φιλίας ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω· ἑπόμενον δ’ ἂν εἴη διελθεῖν περὶ ἡδονῆς.