Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σήμερα, καὶ κατὰ τὴ λιτανεία τῶν ἱερῶν εἰκόνων μνημονεύουμε αὐτοὺς ποὺ στερέωσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη ὄχι μόνο μὲ τὶς διδασκαλίες τους ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς μέχρι θανάτου ἄθλους τους. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπιλέγει ὡς ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μία περικοπὴ ἀπὸ τὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἕνα κεφάλαιο ποὺ σωστὰ ἔχει χαρακτηρισθεῖ «εἰκονοστάσι τῆς πίστης».
Ἀληθινὸς πλοῦτος ἢ διακόσμηση;
Δεσπόζουσα θέση σ’ αὐτὸ τὸ εἰκονοστάσι ἔχει ὁ προφήτης Μωυσῆς. Πελώριο ἦταν τὸ τίμημα τῆς πίστης τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἀρνήθηκε -«μίσησε» θὰ τὸ πεῖ ὁ Χρυσόστομος- τὸ νὰ θεωρεῖται γιὸς μιᾶς ἀλλόθρησκης πριγκίπισσας μὲ ὅλες τὶς παρεπόμενες ἀνέσεις καὶ ἀπολαύσεις, καὶ προτίμησε νὰ συγκακουχεῖται μὲ τοὺς ὑπόδουλους συμπατριῶτες του. Τὴ δύναμη γιὰ μία τέτοια σωτήρια ἀνατροπὴ στὴ ζωὴ του τὴ βρῆκε ἀτενίζοντας σταθερὰ τὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ καὶ ἀποβλέποντας σὲ «μεγαλύτερο πλοῦτο». Ποιὸν πλοῦτο; θαυμάζει καὶ ὁ Χρυσορρήμων μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο, ἀναγνωρίζοντας ὅτι, γιὰ τὸν προφήτη Μωυσῆ, αὐτὸς ὁ «μείζων πλοῦτος» δὲν ἦταν «ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» ἀλλὰ «ὁ ὀνειδισμὸς τοῦ Χριστοῦ»· δηλαδὴ τὸ νὰ πάσχει μέχρι ἐσχάτης του ἀναπνοῆς γιὰ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ὀνειδίζεται καὶ νὰ χλευάζεται ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦσε.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ μᾶς ρωτάει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Ἐσεῖς γιὰ ποιὸν πάσχετε; Μήπως μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σας; Ὁ Μωυσῆς ὅμως ἔπασχε καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀλήθεια βέβαια εἶναι ὅτι συχνὰ δὲν πάσχουμε οὔτε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας· καὶ καταντᾶμε τὴν πίστη, τὴν «μάχαιραν τοῦ Πvεύματος» -ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει σύγχρονος θεολόγος-, «διακοσμητικό τοῦ σαλονιοῦ δίχως ἐνέργεια καὶ δίχως ἱκανότητα κοπῆς. Στὴ δίστομο μάχαιρα, ἡ μία ἀκμὴ βλέπει τὸν ἀντίπαλο, ἡ ἄλλη βλέπει τὸν χρήστη. Καλεῖσαι νὰ κόψεις, μόνο ἂν εἶσαι ἕτοιμος νὰ κοπεῖς. Ἡ πίστη δὲν ἔχει τὴ νεκρικὴ ἀσφάλεια τοῦ διακοσμητικοῦ. Ζητάει κόπο καὶ ἑτοιμότητα γιὰ διόρθωση, πρῶτα δική μας». Ἡ ὀρθόδοξη πίστη, τῆς ὁποίας σήμερα γιορτάζουμε τὸν θρίαμβο κατὰ τῆς πλάνης, εἶναι ὄντως ἕνα «δίκοπο μαχαίρι». Δὲν προορίζεται ὅμως μόνο γιὰ τὴν ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς «σφαγὴ» τῶν αἱρετικῶν. Πρωτίστως ἔχει σκοπὸ ἐμᾶς νὰ «χειρουργήσει», καθαρίζοντας ὄχι μόνο τὶς ἐπιφανειακές μας πληγές, ἀλλὰ φτάνοντας «ἄχρις ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν» (Ἑβρ. 4,12), μέχρι τὸ μεδούλι τῶν ὀστῶν μας, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὸ σάπιο ἀπὸ τὸ ὑγιές, τὸ νεκρὸ ἀπὸ τὸ ζωντανό, τὸ ψεύτικο ἀπὸ τὸ ἀληθινό.
Οἱ δύο ζυγαριὲς
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος παρουσιάζει μία σειρὰ ἀγωνιστῶν τῆς πίστης ἀναφέροντας πρῶτα τέσσερις ἐκ τῶν Κριτῶν καὶ ἔπειτα τοὺς προφῆτες Δαβὶδ καὶ Σαμουήλ. Ἀρχίζει μὲ ἀθλητὲς τῆς πίστης, ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν ὅλοι τους πρότυπα «λαμπροῦ, βίου», ἀλλὰ ἀγωνίστηκαν μὲ εἰλικρίνεια καὶ φιλοτιμία. Ἀμέσως μετά, βέβαια, θὰ ἀναφερθεῖ στὰ κατορθώματα τῶν πρωταθλητῶν τῆς πίστης, μαρτύρων καὶ ἀσκητῶν, oἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα καὶ ἀπαρνήθηκαν ὅλα τὰ φθαρτὰ καὶ ἐπίγεια ἐξαιτίας τῆς ἀταλάντευτης πίστης καὶ τῆς φλογερῆς ἀγάπης τους γιὰ τὸν Θεό. Ἀνάμεσα στοὺς καρποὺς τῆς πίστης τους ἀναφέρει καὶ δύο σημεῖα ποὺ φαίνονται ἀντιφατικά: «oἱ μὲν ἔφυγov στόματα μαχαίρας, oἱ δὲ ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον». «Τελικὰ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο ἐπαινεῖς καὶ θαυμάζεις;», ρωτάει ρητορικὰ τὸν Ἀπόστολο ὁ Χρυσoρρήμωv. Καὶ ἀπαντάει ὁ ἴδιος: «Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ τὰ δύο εἶναι θαύματα τῆς πίστης· καὶ τὸ ὅτι κατορθώνει μεγάλα, καὶ τὸ ὅτι πάσχει πολλά».
Οἱ ἅγιοι ὑπέμειναν μὲ καρτερία τόσες θλίψεις, διότι εἶχαν βαθιὰ μέσα τους πιστέψει -ὅπως τὸ βεβαίωσε καὶ ὁ Χριστὸς- ὅτι «δὲν θὰ ὠφελήσει τίποτα τὸν ἄνθρωπο, ἂν κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο καὶ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του». Γι\’ αὐτοὺς ἡ ζυγαριά, ποὺ ἀπὸ τὴ μία εἶχε τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν ψυχή τους, πάντα ἔγερνε πρὸς τὸ μέρος τῆς φροντίδας γιὰ τὴν ψυχή τους. Γι\’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκαν νὰ ἀποκτήσουν oι ἴδιοι ἀξία μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμo. Ἔτσι, ἡ ἄλλη ζυγαριά, ποὺ ἀπὸ τὴ μία ἔχει ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὰ δῆθεν σπουδαῖα του καὶ τοὺς δῆθεν σπουδαίους του καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τοὺς ἁγίους, γέρνει πάντα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν ἁγίων, ἀφοῦ αὐτῶν «οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος».
Μᾶς περιμένουν στὸ τραπέζι
Ὁ τονισμὸς τῆς μεγάλης δόξας τῶν ἁγίων δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς δημιουργήσει αἰσθήματα κατωτερότητας. Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας ἀπόστολος Παῦλος μᾶς τονώνει ὑγιῶς τὴν αὐτοπεποίθηση, θυμίζοντάς μας ὅτι ὁ Ἀρχιποίμην Χριστὸς «κάτι μεγαλύτερο προέβλεψε γιὰ ἐμᾶς»· ὄχι ὅτι ἀπολαμβάνουμε «κρείττονα σωτηρίαν», ἀλλὰ ἀξιωθήκαμε νὰ ζοῦμε σὲ χρόνους ποὺ ἔχει συντελεσθεῖ ἡ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπολύτρωση καὶ ἡ περίοδος ἀναμονῆς γιὰ τὴν τελικὴ δόξα εἶναι γιὰ ἐμᾶς συντομότερη. Ἔτσι, χωρὶς νὰ ἀδικήσει ἐκείνους τοὺς κορυφαίους ἀγωνιστὲς τῆς πίστης, τίμησε κι ἐμᾶς. «Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ ἕνα φιλόστοργο πατέρα», θὰ ἐξηγήσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης. «Γιὰ τὰ προκομένα παιδιὰ του παραγγέλλει νὰ μὴν τοὺς δώσουν νὰ φᾶνε, μέχρις ὅτου ἔρθουν καὶ τὰ ἄλλα ἀδέλφια τους. Ἔτσι μαζί μας θὰ λάβουν τὰ στεφάνια κι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἀθλήσει πρὶν ἀπὸ τόσα πολλὰ χρόνια. Κι αὐτοί, γεμάτοι ἀγάπη γιὰ ἐμᾶς, μὲ χαρὰ τὸ περιμένουν, ὥστε ὅλοι μαζὶ νὰ χαροῦμε».
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ποιὸς θὰ δικαιολογεῖται νὰ μὴν τὰ δώσει «ὅλα», γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸ στεφάνι τῆς πίστης;