Ὅταν ξεκινᾶμε βέβαιοι γιὰ τὴν ἀποτυχία
συλλογιζόμαστε τί μᾶς κάνει νὰ πέφτουμε
κι ὕστερα τί μᾶς φέρνει ν\’ ἀνθίζουμε αὐτὸ τὸ πέσιμο;
Πρὶν ξεκινήσουμε τὴν τελευταία φορά, λέγαμε:
πῶς θὰ ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ’ ἕνα ρόδο στὴν καρδιά σου;
―ἔχοντας τὴν ἀντοχὴ μόνο στὴ θύμηση περασμένων;―
Ὑπάρχει πάντα κάτι λέω τώρα,
ὓστερ’ ἀπὸ τόσες ἀποτυχίες
μία ἀνακωχὴ μ’ ἀνθισμένο χαμόγελο:
Τὸ πρῶτο χελιδόνι στὸν κάμπο ποὺ ἀκόμη δὲν ξύπνησε,
―μιὰ γλάστρα θυμᾶμαι ποὺ εἶδα ἐγὼ πρῶτος τὸν ἀνθό της,
φώναξα μεθυσμένος: τὸ πρῶτο ρόδο! καὶ μέσα μου
γαλήνεψε ὅλ’ ἡ φουρτούνα…―
Ἔτσι σοῦ συνεχίζουμε τώρα τὸ γράμμα μας,
Δύσκολη καὶ χωρὶς ἐλπίδα! ―γι’ αὐτὸ δοκιμάζω τὴ φωνή μου,
παρακάτω σοῦ γράφω γιὰ τὸν πυρετό μας
ποὺ μετριέται σὲ περιπλάνηση
στὸ ἀττικὸ τοπεῖο ποὺ ξέρεις μ’ ἄλλα μάτια ἀπὸ τὰ δικά μου.
Χτὲς τὸ πρωὶ λοιπὸν καθὼς ἔφτανε ἡ ὥρα μας
σὲ βραδιασμένους πιὰ στίχους νὰ δοξάζουμε
τὴ διάθεση τούτη,
μουρμούριζα εὐλογώντας τὴν ἀπόσταση
ποὺ μοῦ παίρνει καὶ μοῦ δίνει τέτοιες ὧρες…