Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ\’ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους καὶ τὶς πολιτεῖες μας.
Πάνω στὸ χῶμα σου Εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴν τουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε
κι ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
-Ἔτσι μᾶς μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κι εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος
κι ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾶ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιχνίδι, Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι, Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀϊ Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖχτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουν
ἀπ’ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεία ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο…
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες…
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!