Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης, ἐρχόμενος νὰ μᾶς σώσει, μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν τεράστια ἀξία τοῦ θεόσδοτου δώρου τῆς ἐλευθερίας μας. Καὶ μᾶς κάνει τὴν ὕψιστη τιμὴ νὰ μᾶς ζητήσει νὰ συνεργαστοῦμε μαζί του, ὄχι γιὰ δικό του ὄφελος, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἐπιλέγοντάς τον ἐλεύθερα Λυτρωτή μας, θὰ γίνει βέβαια ἐνδοξότερη ἡ νίκη τῆς Ἀνάστασής του. Ὄχι ὅμως γιατί ἔχει ἀνάγκη τὴν ἐπιλογή μας, ἀλλὰ γιατί Ἐκεῖνος, ὁ μόνος ἀvεvδεὴς καὶ αὐτάρκης, καταδέχεται νὰ θεωρεῖ δόξα του τὴ δική μας ἐλεύθερη συμμετοχὴ στὴ δική του νίκη κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

  • !

    Μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ νίκη προϋποθέτει, καὶ γιὰ Ἐκεῖνον καὶ γιά μᾶς, ἄρση σταυροῦ. Ὅπως Ἐκεῖνος «ἐκένωσε» τὸν ἑαυτό του, ἄδειασε ἀπὸ τὴ θεία του δόξα καὶ σήκωσε τὸν σταυρὸ τῆς ὑπακοῆς στὸν Πατέρα του ἕως θανάτου, ἔτσι κι ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε καὶ νὰ ἀδειάσουμε ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας, καὶ νὰ σηκώσουμε τὸν δικό μας σταυρό.

  • !

    Γιὰ νὰ «ἀπολέσει» κάποιος τὴν ψυχὴ του ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀπελπιστεῖ ὑγιῶς ἀπὸ τὸν πεσμένο ἑαυτό του, νὰ ξεχάσει τὸ παραμύθι ὅτι εἶναι αὐτόφωτος, αὐτόνομος καὶ αὐτάρκης, νὰ πάψει νὰ πιστεύει σὲ αὐτολύτρωση καὶ αὐτοθεραπεία, καὶ νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι ἑτερόφωτος καὶ ἑτερόvομος, δηλαδὴ ὅτι σώζεται μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ ὁλόκαρδη ὑπακοή του στὸ θεῖο θέλημα. Τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος «εὑρίσκει τὴν (χαμένη) ψυχή του». Τότε μόνο ζεῖ τὸ ψαλμικό: «Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδὲν μὲ ὑστερήσει· τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν» (22,1).

  • !

    Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καύχημά μας. Καὶ γίνεται τόσο μεγαλύτερη δόξα καὶ καμάρι μας, ὅσο δεχόμαστε ἑκούσια νὰ συσταυρωθουμε μὲ τὸν Χριστό, σταυρώνοντας τὸν ἐγωισμό, τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες μας.

  • !

    Γεμάτη μὲ αὐτὸ τὸ φῶς, ποὺ δείχνει τί εἶναι ἀληθινὴ δόξα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τί ντροπή, μία ἁγία μητέρα, στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας, ἔκλεισε τὴν πόρτα στὸν ἀρνησίχρηστο γιό της καὶ τὸν ἔδιωξε μὲ τὰ λόγια: «Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Φύγε! Ἐγὼ δὲν γέννησα Τοῦρκο, ἀλλὰ Νικόλαο χριστιανό». Ἡ σωστὴ ἀγάπη τῆς μητέρας του ξύπνησε τὸν ἐξωμότη ραγιά. Μετάνιωσε ἀληθινά, ἔγινε μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ τὸ ὄνομα Νεκτάριος καὶ ξέπλυνε τὴν ἄρνησή του μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του στὶς 11 Ἰουλίου 1820 στὰ Βουρλὰ τῆς Μ. Ἀσίας.

  • !

    Ὁ ἅγιος Ιvvοκέvτιος Βενιαμίνωφ τὸ ἐπισημαίνει: «Χρόνια καὶ χρόνια χτυπάει ὁ Χριστὸς τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει καὶ νὰ μᾶς ξεσηκώσει τὸν πόθο τῆς σωτηρίας. Μά, ὦ συμφορὰ του ἐκείνου, ποὺ ἐπιμένει νὰ κωφεύει· καὶ τελικὰ ὁ Χριστὸς θὰ τὸν παρατήσει καὶ σὰν υἱὸ τῆς ἀπωλείας θὰ τὸν ἀρνηθεῖ». Μὴ γένοιτο, Κύριε!

Ὁ Σταυρὸς μας Σταυρός Του

Βρισκόμαστε στὴ μέση τῆς πορείας μας πρὸς τὸ Πάσχα. Καὶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει τὸν ἀδιαμφισβήτητο νικητὴ τοῦ πασχαλινοῦ θριάμβου! Ὁ σαρκωθεὶς Κύριος καὶ Θεός μας, ποὺ τὸ Πάσχα θὰ τὸν δοῦμε νὰ νικάει τὸν θάνατο, ἐπιλέγοντας ἐλεύθερα τὴν ἕως θανάτου ὑπακοὴ στὸν Πατέρα του, καλεῖ κι ἐμᾶς νὰ τὸν ἐπιλέξουμε ἐλεύθερα Σωτήρα μας, κάνοντας ὑπακοὴ στὸ θέλημά του.

 

Ἐλεύθερη ἐπιλογὴ

Ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης, ἐρχόμενος νὰ μᾶς σώσει, μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν τεράστια ἀξία τοῦ θεόσδοτου δώρου τῆς ἐλευθερίας μας. Καὶ μᾶς κάνει τὴν ὕψιστη τιμὴ νὰ μᾶς ζητήσει νὰ συνεργαστοῦμε μαζί του, ὄχι γιὰ δικό του ὄφελος, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἐπιλέγοντάς τον ἐλεύθερα Λυτρωτή μας, θὰ γίνει βέβαια ἐνδοξότερη ἡ νίκη τῆς Ἀνάστασής του. Ὄχι ὅμως γιατί ἔχει ἀνάγκη τὴν ἐπιλογή μας, ἀλλὰ γιατί Ἐκεῖνος, ὁ μόνος ἀvεvδεὴς καὶ αὐτάρκης, καταδέχεται νὰ θεωρεῖ δόξα του τὴ δική μας ἐλεύθερη συμμετοχὴ στὴ δική του νίκη κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

Μόνο ποὺ αὐτὴ ἡ νίκη προϋποθέτει, καὶ γιὰ Ἐκεῖνον καὶ γιά μᾶς, ἄρση σταυροῦ. Ὅπως Ἐκεῖνος «ἐκένωσε» τὸν ἑαυτό του, ἄδειασε ἀπὸ τὴ θεία του δόξα καὶ σήκωσε τὸν σταυρὸ τῆς ὑπακοῆς στὸν Πατέρα του ἕως θανάτου, ἔτσι κι ἐμεῖς καλούμαστε νὰ ἀπαρνηθοῦμε καὶ νὰ ἀδειάσουμε ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό μας, καὶ νὰ σηκώσουμε τὸν δικό μας σταυρό.

Ὁ σταυρὸς μας εἶναι, ἀφενὸς οἱ ἀκούσιες ἐξωτερικὲς θλίψεις, ὅπως ἀδικίες, ἀσθένειες, ἀνέχεια, καὶ ἀφετέρου ὁ ἐσωτερικὸς ἀγώνας νὰ νικήσουμε τὰ πάθη τῆς ψυχῆς μας. «Μάταιος καὶ ἀνώφελος εἶναι ὁ σταυρός μας, ἔστω κι ἂν εἶναι βαρύς», λέει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, «ἂν δὲν μεταβληθεῖ σὲ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστό». Οὔτε ἡ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις οὔτε ἡ οὐσιαστικὴ θεραπεία μας ἀπὸ τὰ πάθη μποροῦν νὰ εἶναι καρποὶ ἀνθρωποκεντρικῶν τεχνικῶν. Μόνο ἂν «χάσουμε» τὴν «ψυχή» μας, «ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου του», μποροῦμε ἀληθινὰ νὰ σωθοῦμε.

Ἡ σωτήρια ἀπώλεια

Ποιὰ εἶναι ἡ «ψυχὴ» ποὺ πρέπει νὰ «ἀπολέσουμε»; Ἐξηγεῖ πάλι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος: «Τόσο πολὺ καὶ τόσο γερὰ ζυμώθηκε ἡ ἁμαρτία μὲ τὴν πεσούσα φύση μας, ὥστε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν παύει νὰ τὴν ὀνομάζει ψυχὴ τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου». Ἑπομένως, γιὰ νὰ «ἀπολέσει» κάποιος τὴν ψυχὴ του ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ, σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀπελπιστεῖ ὑγιῶς ἀπὸ τὸν πεσμένο ἑαυτό του, νὰ ξεχάσει τὸ παραμύθι ὅτι εἶναι αὐτόφωτος, αὐτόνομος καὶ αὐτάρκης, νὰ πάψει νὰ πιστεύει σὲ αὐτολύτρωση καὶ αὐτοθεραπεία, καὶ νὰ καταλάβει ὅτι εἶναι ἑτερόφωτος καὶ ἑτερόvομος, δηλαδὴ ὅτι σώζεται μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ ὁλόκαρδη ὑπακοή του στὸ θεῖο θέλημα. Τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος «εὑρίσκει τὴν (χαμένη) ψυχή του». Τότε μόνο ζεῖ τὸ ψαλμικό: «Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδὲν μὲ ὑστερήσει· τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν» (22,1).

Γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ὁ Χριστὸς τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν θάνατο, ἔδωσε ἐλεύθερα τὴ ζωὴ του χύνοντας τὸ τίμιο αἷμα του πάνω στὸν σταυρό. Γι\’ αὐτὸ κανένα ἀντάλλαγμα δὲν μπορεῖ νὰ ἰσοσταθμίσει τὴν ἀξία τῆς θυσίας του· οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Καὶ γι\’ αὐτό, ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καύχημά μας. Καὶ γίνεται τόσο μεγαλύτερη δόξα καὶ καμάρι μας, ὅσο δεχόμαστε ἑκούσια νὰ συσταυρωθουμε μὲ τὸν Χριστό, σταυρώνοντας τὸν ἐγωισμό, τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες μας.

Ὅσο ὅμως μένουμε ὑπόδουλοι σ’ αὐτά, τόσο δείχνουμε ὅτι «ἐπαισχυνόμεθα» καὶ ἀρνούμαστε τὸν Χριστὸ καὶ τὰ λόγια του. Καὶ τότε κι Ἐκεῖνος θὰ «ντραπεῖ» νὰ μᾶς ὁμολογήσει ὡς δικά του παιδιὰ ἐνώπιον τοῦ Πατέρα του, τὴν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας του.

Μὴν ἀναβάλλεις!

Γεμάτη μὲ αὐτὸ τὸ φῶς, ποὺ δείχνει τί εἶναι ἀληθινὴ δόξα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τί ντροπή, μία ἁγία μητέρα, στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας, ἔκλεισε τὴν πόρτα στὸν ἀρνησίχρηστο γιό της καὶ τὸν ἔδιωξε μὲ τὰ λόγια: «Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Φύγε! Ἐγὼ δὲν γέννησα Τοῦρκο, ἀλλὰ Νικόλαο χριστιανό». Ἡ σωστὴ ἀγάπη τῆς μητέρας του ξύπνησε τὸν ἐξωμότη ραγιά. Μετάνιωσε ἀληθινά, ἔγινε μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος μὲ τὸ ὄνομα Νεκτάριος καὶ ξέπλυνε τὴν ἄρνησή του μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου του στὶς 11 Ἰουλίου 1820 στὰ Βουρλὰ τῆς Μ. Ἀσίας.

Τὸ ξέρουμε καλὰ ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ προδότη Ἰούδα, ὅτι τὸ φιλάνθρωπο κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ στὴ σωτηρία μὲ τὰ λόγια «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι», ὑπόκειται σὲ χρονικὰ ὅρια. Ὁ ἅγιος Ιvvοκέvτιος Βενιαμίνωφ τὸ ἐπισημαίνει: «Χρόνια καὶ χρόνια χτυπάει ὁ Χριστὸς τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει καὶ νὰ μᾶς ξεσηκώσει τὸν πόθο τῆς σωτηρίας. Μά, ὦ συμφορὰ του ἐκείνου, ποὺ ἐπιμένει νὰ κωφεύει· καὶ τελικὰ ὁ Χριστὸς θὰ τὸν παρατήσει καὶ σὰν υἱὸ τῆς ἀπωλείας θὰ τὸν ἀρνηθεῖ». Μὴ γένοιτο, Κύριε!