Βίνσεντ βὰν Γκὸγκ
Σταροχώραφο μὲ κοράκια Ἰούλιος 1890

Ἐλαιογραφία σὲ μουσαμὰ 50,5 χ 103 ἐκ.
«Διανύουμε τὸ τελευταῖο τέταρτο ἑνὸς αἰώνα ποὺ θὰ τελειώσει μὲ μία μεγάλη ἐπανάσταση. Σίγουρα ἐμεῖς δὲν θὰ γνωρίσουμε τοὺς καλύτερους καιρούς, τὸν καθαρὸ ἀέρα καὶ τὴν ἀναζωογονημένη κοινωνία ἔπειτα ἀπὸ αὐτὲς τὶς μεγάλες θύελλες. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ὅμως σημαντικὸ εἶναι νὰ μὴ μᾶς ἐξαπατάει ἡ φαυλότητα τῆς ἐποχῆς μας ἡ τουλάχιστον ὄχι μέχρι τὸ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν ἀναγνωρίζουμε τὶς μοιραῖες, πνιγηρὲς καὶ καταθλιπτικὲς ὧρες πρὶν ἀπὸ τὴν καταιγίδα». Αὐτὴ ἡ σκέψη τοῦ Βίνσεντ, ποὺ περιλαμβάνεται στὴν τελευταία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Τεὸ στὶς 23 Ἰουλίου, εἶναι περιεκτικὴ καὶ προφητική. 0 ἀδελφός του θὰ τὴ θεωρήσει ἀκατανόητη. Περιέχει φράσεις ποὺ δύσκολα ἀποκρυπτογραφοῦνται, ὅπως ἡ περίφημη: «Ἤθελα νὰ σοὺ γράψω πολλὰ πράγματα, ἄλλα δὲν ἔχω πιὰ διάθεση, αἰσθάνομαι ὅτι εἶναι ἀνώφελο». Τί συνέβη; Ἀνεξήγητος, μυστήριος συνδυασμὸς διαύγειας καὶ τρέλας, ὁ Βὰν Γκὸγκ ἐκμηδενίζει τὸν ἑαυτό του ἴσως γιὰ νὰ ἀπαλλάξει τὸν ἀδελφό του ἀπὸ ἕνα βάρος ἡ ἴσως ἐπειδὴ φοβᾶται ἄλλη μία ἐγκατάλειψη, ποὺ ὅμως αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ εἶναι πιὸ τρομαχτική. Ἡ ἴσως ἐπειδὴ ξέρει ὅτι ἕνας νεκρὸς καλλιτέχνης ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ἕναν ζωντανό. Κατὰ τὴ διάρκεια μίας βραδινῆς βόλτας στοὺς ἀγροὺς αὐτοπυροβολεῖται στὸ στῆθος, ὅμως ἡ σφαίρα δὲν τὸν σκοτώνει ἀμέσως. 0 Γκασὲ ἀδυνατεῖ νὰ τὴ βγάλει. 0 ἀδελφός του τρέχει ξεψυχισμένος ἀπὸ τὸ Παρίσι. Τὴν 29η Ἰουλίου 1890, στὴ μιάμιση μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὁ Βίνσεντ πεθαίνει ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι, στὸ δωμάτιό του, ἐνῶ καπνίζει τὸ τσιμπούκι του καὶ συζητάει μὲ τὸν Τεό. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Τεὸ θὰ γράψει στὴν ἀδελφή του ἀπελπισμένος: «Γιὰ μένα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ τρομερὰ πράγματα στὸν κόσμο, γιὰ μένα ἀνήκει σ\’ ἐκείνους τοὺς μάρτυρες ποὺ πεθαίνουν χαμογελώντας».
Λεπτομέρειες:

Σύμφωνα μὲ τὸν ζωγράφο, αὐτὸς ὁ πίνακας φανερώνει «ἐκεῖνο ποὺ θεωρῶ ὑγιὲς καὶ δυνατὸ στὴ ζωὴ τῆς ἐξοχῆς», σίγουρα ὅμως ὁ ταραγμένος οὐρανός, ζωγραφισμένος μὲ ἕνα μπλὲ ποὺ κηλιδώνεται ἀπὸ τὸ μαῦρο, ἐμφανίζεται στὰ μάτια μας ὡς ἡ ἐξωτερίκευση μίας ψυχικῆς κατάστασης. Τὸ ἔργο θεωρήθηκε καὶ ἕνα εἶδος «ζωγραφικῆς διαθήκης», δὲν ὑπάρχει ὅμως κάποιο στοιχεῖο ποὺ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώνει.
Τὸ σιτάρι ζωγραφίζεται μὲ μικρὲς διαγώνιες πινελιές, ἐνῶ τὸ μονοπάτι δημιουργεῖται μὲ πιὸ μικρὲς πινελιὲς σὲ φωτεινὸ στυφὸ πράσινο καὶ κόκκινο κεραμιδί.
Ἕνας γνωστὸς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἔτεν θυμόταν ὅτι «ζωγράφιζε πάντα κοράκια ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν καταιγίδα» καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς στὸν Τεὸ γράφει ὅτι ἔφτασε «ὁ καιρὸς τῆς μετανάστευσης», προκαλώντας ἀνοιχτὰ τὴ μοίρα, ποὺ ἐδῶ ἴσως ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸν ταραγμένο οὐρανό.