Ανάλυση τοῦ Γαλ. α΄11-19

 

23 Ὀκτωβρίου 1966

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ πέφτει μαζὶ μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Γι\’ αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας, ἀντὶ γιὰ τὴν περικοπὴ τῆς σειρᾶς διαβάζεται Ἀπόστολος τοῦ Ἁγίου. Καὶ θὰ ἀκολουθούσαμε καὶ σήμερα τὴν τακτικὴ ποὺ ἐφαρμόσαμε καὶ σὲ ἄλλη τέτοια περίπτωση, θὰ προτιμούσαμε δηλαδὴ τὴν περικοπὴ τῆς σειρᾶς γιὰ νὰ \’χουμε τὴ συνέχεια τοῦ Κυριακοδρομίου. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ περικοπὴ τῆς σειρᾶς εἶναι ἡ ἴδια ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωση, γι\’ αὐτὸ σήμερα θὰ μείνουμε πιστοὶ στὸ Τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς ἀκούσουμε τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα.

Ἀδελφοί, σᾶς κάνω γνωστὸ πὼς τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα δὲν εἶναι ἀνθρώπινη διδαχή, γιατί οὔτε ἐγὼ τὸ πῆρα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ ἄνθρωπο, μὰ μὲ ἀποκάλυψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχετε ἀκουστὰ βέβαια ποιὰ ἦταν κάποτε ἡ συμπεριφορά μου ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους, ὅτι δηλαδὴ κυνηγοῦσα μὲ μανία καὶ ξωλόθρευα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ξεπερνοῦσα σὲ προκοπὴ μέσα στὸν Ἰουδαϊσμὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, ἐπειδὴ μ\’ ἔκαιγε μέσα μου ὁ ζῆλος γιὰ τὶς παραδόσεις τῶν πατέρων μου. Μὰ ὅταν ὁ Θεός, ποὺ μὲ ξεχώρισε ἀφ\’ ὅταν ἤμουν ἀκόμα στὴν κοιλιὰ τῆς μάννας μου καὶ μὲ κάλεσε μὲ τὴ χάρη του, εὐδόκησε νὰ ἀποκαλύψη μέσα μου τὸν υἱό του, γιὰ νὰ τὸν κηρύττω στὰ ἔθνη, ἀμέσως τότε δὲν ἐμπιστεύθηκα τὸν ἑαυτό μου σὲ ἀνθρώπους οὔτε ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα σ\’ ἐκείνους ποὺ ἦσαν πρὶν ἀπὸ μένα ἀπόστολοι, μὰ ἔφυγα στὴν Ἀραβία κι ὕστερα ξαναγύρισα στὴ Δαμασκό. Ὕστερα, μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσω προσωπικὰ τὸν Πέτρο κι ἔμεινα κοντὰ του δεκαπέντε ἡμέρες. Ἄλλον λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν εἶδα παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφό τοῦ Κυρίου.

Ἡ βάση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς λέγει σήμερα ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς ποὺ ἀκούσαμε. Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεῖο· δὲν εἶναι λόγος ἀνθρώπινος, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἦταν ἀνθρώπινος λόγος, κάθε φορὰ θὰ ἦταν ἄλλος, σήμερα «ναὶ» κι αὔριο θὰ ἦταν «ὄχι». Μὰ ὅπως εἶναι γραμμένο, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «μένει εἰς τὸν αἰῶνα»· τὸ κήρυγμα δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ ἴδιο, ἀμετάβλητο καὶ ἀναλλοίωτο μέσα στὸ πέρασμα τῶν χρόνων. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια κι ἡ ἀλήθεια εἶναι μιὰ καὶ δὲν ἀλλάζει κάθε τόσο· ἡ ἀλήθεια εἶν\’ ὁ Θεός. Οἱ γνώσεις τῶν ἀνθρώπων ἀλλάζουνε, οἱ ἐπιστῆμες προοδεύουνε, τὰ παλιὰ δίδουνε τὴ θέση τους στὰ καινούργια· μὰ δὲν γίνεται τὸ ἴδιο μὲ τὴ θεία γνώση, μὲ τὴν ἀλήθεια ποὺ δὲν τὴν ἀνακάλυψε ἄνθρωπος, μὰ ὁ Θεὸς τὴν ἀποκάλυψε στὸν ἄνθρωπο.

Θὰ τύχη τώρα κάποιος νὰ πῆ· πὼς τάχα εἶναι πάντα τὸ ἴδιο τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας; Τὸ ἴδιο ἐκήρυτταν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, τὸ ἴδιο τὰ \’λεγαν οἱ ἱεροὶ Πατέρες, τὸ ἴδιο τὰ λένε καὶ σήμερα οἱ ἱεροκήρυκες; Ἡ κάθε ἐποχὴ κι ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχουν τὸ δικό τους τρόπο ποὺ ἑρμηνεύουνε καὶ κηρύττουνε τὸ Εὐαγγέλιο. Πῶς λοιπὸν τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάντα τὸ ἴδιο;

Ἀλλά, χριστιανοί μου, ἄλλο τὸ τί κηρύττουμε κάθε φορὰ κι ἄλλο πῶς τὸ κηρύττουμε· ἡ οὐσία εἶναι πὼς ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύει καὶ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι πάντα τὸ ἴδιο· ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος κι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔξω ἀπ\’ αὐτὰ δὲν θὰ δοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο κι ἔξω ἀπ\’ αὐτὰ δὲν θὰ ἀκούσουμε στὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα, γιὰ ἐπιστῆμες, γιὰ τέχνες καὶ γιὰ γράμματα, μᾶς μιλᾶνε οἱ ἄνθρωποι κι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου· γιὰ τὴ σωτηρία μας μᾶς μιλάει ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου κι ὁ πλάστης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γλώσσα λοιπὸν τοῦ κηρύγματος μπορεῖ ν\’ ἀλλάζη καὶ νὰ εἶναι κάθε φορὰ ἐκείνη ποὺ μποροῦν νὰ καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι, ὅμως τὸ κήρυγμα στὸ περιεχόμενό του εἶναι πάντα τὸ ἴδιο, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάσταση εἶπε στοὺς μαθητάς του· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» καὶ «κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιο πάσῃ τῇ κτίσει». Αὐτὸ τὸ ἴδιο Εὐαγγέλιο κατέχει καὶ κηρύσσει ἡ Ἐκκλησία κι ἐμεῖς μαθητεύουμε καὶ διδάσκουμε τὸ λαό, ὄχι ἀνθρώπινα λόγια, μὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι λόγος ζωῆς καὶ σωτηρίας.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν ἐξέλεγε τοὺς ἑβδομήντα Ἀποστόλους, τοὺς ἔλεγε· «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με». Δηλαδή· ὅποιος ἀκούει ἐσᾶς ἐμένα ἀκούει κι ὅποιος ἀθετεῖ ἐσᾶς ἐμένα ἀθετεῖ· μὰ ὅποιος ἀθέτει ἐμένα ἀθέτει ἐκεῖνον ποὺ μ\’ ἔστειλε στὸν κόσμο. Τί ἐννοεῖ ἀκριβῶς μὲ τὸ «ἀθετεῖ» ποὺ λέγει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀθετεῖ τὸν Υἱὸ καὶ τὸν Πατέρα ποὺ ἔστειλε τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο; Εἶναι ὅποιος ἀκούει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ περνάει ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς ἀκούει ἀνθρώπινα λόγια καὶ δὲν τὰ προσέχει καὶ τὰ περιφρονεῖ κι ἀκόμα χειρότερα τὰ κρίνει καὶ τὰ συζητάει καὶ ψάχνει νὰ βρῆ ἂν εἶναι τάχα ἀλήθεια κι ἂν ἔχη δίκηο ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅσα κηρύττει. Μὰ τὸ εἴπαμε, χριστιανοί μου, κι ἄλλη φορὰ πὼς ὅταν μιλάη ὁ Θεὸς οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε καὶ μόνο ὁ Διάβολος, ὅπως τὸ ἔκαμε στὸν παράδεισο μὲ τοὺς Πρωτοπλάστους, συζητάει καὶ κρίνει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πάει ν\’ ἀποδείξη πὼς ὁ Θεὸς τάχα δὲν ἔχει δίκηο καὶ δὲν λέγει τὴν ἀλήθεια. Ἄλλη φορὰ πάλι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μιλοῦσε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἶπε· «Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ρήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». Δηλαδή· ὅποιος μὲ ἀθέτει καὶ δὲν δέχεται τὰ λόγιά μου, ἔχει ἐκεῖνον ποὺ τὸν κρίνει· ὁ λόγος ποὺ ἐγὼ ἐλάλησα ἐκεῖνος θὰ τὸν κρίνη στὴν τελευταία καὶ μεγάλη ἡμέρα τῆς κρίσεως.

Ὅλα ἐτοῦτα, χριστιανοί μου, μᾶς δίνουνε νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ ἀναμετρήσουμε τὴν εὐθύνη μας ἀπέναντι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς κηρύττει ἡ Ἐκκλησία. Τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Ἀπόστολος σήμερα, «οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον», δὲν εἶναι ἀνθρώπινη διδαχή, δὲν εἶναι ἀλήθεια ποὺ τὴν ἀνακάλυψε νοῦς ἀνθρώπου, μὰ εἶναι ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ποὺ τὸν ἀποκάλυψε ὁ Θεός. Ἂν ἦταν ἀνθρώπινη διδαχὴ κι ἂν ἦταν λόγος ἀνθρώπου, θὰ εἴχαμε δικαίωμα νὰ τὸν κρίνουμε, νὰ τὸν δεχθοῦμε ἤ νὰ μὴν τὸν δεχθοῦμε, μὰ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ εἶν\’ ἐκεῖνος ποὺ μᾶς κρίνει· ἤ μᾶς δικαιώνει ἤ μᾶς καταδικάζει.

Ἐγὼ λοιπὸν τώρα, χριστιανοί μου, θὰ εἶχα νὰ πῶ σ\’ ὅποιον μὲ ἀκούει καὶ μὲ ἀθετεῖ. Ἐσὺ δὲν ἀκοῦς ἐμένα ποὺ μ\’ ἔβαλε ὁ Θεὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ σὲ διδάσκω καὶ νὰ σὲ ποιμαίνω, μόνο ἀκοῦς τὸν καθένα, πού σοῦ βρίζει τὴν Ἐκκλησία σου καὶ σοῦ συκοφαντεῖ τὸν ἱερέα σου καὶ σοῦ μιλάει γιὰ τὴν ἀπώλειά σου. Ὅταν ἐγὼ σὲ διδάσκω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ σκέφτεσαι γιὰ μένα καὶ λὲς μέσα σου· Ἄραγε αὐτὸς αὐτὰ ποὺ λέγει τὰ κάνει; Κι ἐγὼ ποὺ καταλαβαίνω τὸ διαλογισμό σου, σοῦ λέγω. Ὁ Θεὸς θὰ κρίνη ἐμένα γιὰ ὅσα κάνω κι ὁ Θεὸς θὰ κρίνη ἐσένα γιὰ ὅσα σοῦ λέγω. Σὺ κὰνε ὅσα ἐγώ σοῦ λέγω γιὰ νὰ μὴ σὲ κρίνη ὁ Θεὸς καὶ προσεύχου καὶ γιὰ μένα νὰ μοῦ δίνη δύναμη ὁ Θεὸς γιὰ νὰ κάνω ὅσα λέγω καὶ διδάσκω. Ὁ Θεὸς δὲν σοῦ εἶπε νὰ μὲ παρατηρῆς γιὰ νὰ μὲ κρίνης, μά σοῦ εἶπε νὰ μὲ ἀκοῦς γιὰ νὰ σωθῆς. Ἐγὼ σὲ διδάσκω γιὰ νὰ σωθῆς καὶ σὺ μὲ κρίνης γιὰ νὰ δικαιωθῆς, ἐγὼ σὲ διδάσκω καὶ σὺ θαρρεῖς πὼς ἐγώ σοῦ λέγω λόγια δικά μου· ὅμως καὶ μένα καὶ σένα ὁ Θεὸς μᾶς διδάσκει κι ὁ Θεὸς μᾶς κρίνει.

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ καλὴ ἀγγελία, τὸ χαροποιὸ μήνυμα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὕστερα ἀπὸ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. Καὶ τὸ μήνυμα αὐτὸ εἶναι λόγος καὶ ἔργο τοῦ Θεοῦ «διὰ τῶν Προφητῶν» καὶ «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ»· ὅλη δηλαδὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο κατέχει καὶ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι καὶ τὸ κήρυγμα τὸ δικὸ μας· χρόνια τώρα προφορικὰ καὶ γραπτά σᾶς κηρύττουμε καὶ σᾶς διδάσκουμε, ὄχι «κατὰ ἄνθρωπον», ἀλλὰ καθὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴ θεία Γραφή, διὰ μέσου τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων, μᾶς μιλάει καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας. Ἐπιποθῆστε λοιπόν, καθὼς τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἐπιποθῆστε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸ λογικὸ καὶ ἄδολο γάλα τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδαχῆς, «ἵνα ἐν αὐτῷ αὐξηθῆτε εἰς σωτηρίαν». Ἀμήν.