Χθὲς ἑορτάσαμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ φίλου τοῦ Χριστοῦ, Λαζάρου. Ὁ Χριστὸς -ἴσως γιὰ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ στὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ του- ἔρχεται σὲ νεκροταφεῖο, στὸν τάφο ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ στενούς του φίλους, τοῦ Λαζάρου. Ἡ Μάρθα καὶ ἡ Μαρία, οἱ ἀδελφές του, μαζὶ μὲ ὅλη τὴ Βηθανία, εἶναι ἐκεῖ καὶ κλαῖνε. Ὁ Χριστὸς συγκλονίζεται ἀπὸ τοὺς θρήνους τους. Πονάει γιὰ τὸν θάνατο τοῦ φίλου του. Καὶ δακρύζει.
Ἔχουν τελειωμὸ τὰ δάκρυα;
Ναί, δακρύζει ὁ Χριστός! Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὰ νεκροταφεῖα μας, καὶ δακρύζει. Ἐπιτέλους, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τόσο ἀπόμακρος. Ἦλθε γιὰ νὰ κλάψει στὸν τάφο κάποιου, ποὺ τὸν ὀνόμασε «φίλο» του. Ὅμως, ὁ Κύριος τῆς Δόξης δὲν κατέβηκε μόνο γι’ αὐτὸ στὴν «κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος» μας. Δὲν ἄφησε τὸν θρόνο του ἁπλῶς γιὰ νὰ μοιραστεῖ τὰ δάκρυά μας. Ἦλθε γιὰ νὰ σταματήσει τὰ δάκρυα, ὄχι μόνο τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας, ἀλλὰ καὶ τὰ δάκρυα ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔτσι μᾶς λέει ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς: «Ἐπὶ φίλῳ δακρύσας, τὸ τῆς Μάρθας δάκρυον ἔπαυσας, Οἰκτίρμον· καὶ πάθει ἑκουσίῳ, ἀφεῖλες πᾶν δάκρυον ἐκ προσώπου τοῦ λαοῦ σου».
Τῆς Μάρθας καὶ τῆς Μαρίας τὰ δάκρυα τὰ σταμάτησε χθὲς ὁ Χριστός, ἀσκώντας τὴ θεία του ἐξουσία ἐπὶ τοῦ θανάτου. Σήμερα ἔρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ σταματήσει ὅλου τοῦ κόσμου τὰ δάκρυα, μὲ τὴν ἄκρα ταπείνωση τοῦ ἑκουσίου πάθους του καὶ τοῦ δικοῦ του θανάτου. Ναί. Ἡ παύση τῶν δακρύων καὶ τῶν βασάνων μας θὰ εἶναι καρπὸς τοῦ δικοῦ του, ὄχι ἁπλῶς πόνου, ἀλλὰ σταυρικοῦ θανάτου.
Ὡσαννὰ ἢ σταυρωθήτω;
Τὸ ξέρει ὅτι γιὰ νὰ θυσιαστεῖ, ἔρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα. «Ἐπὶ σφαγὴν ἔρχεται θελήσει». Ὄχι μόνο τὸ ξέρει, ἀλλὰ καὶ τὸ θέλει. Τὸ λαχταράει. Καὶ γι’ αὐτό, ὄχι μόνο «ἔρχεται», ἀλλὰ «σπεύδει». «Ἐπείγεται». Βιάζεται νὰ φτάσει στὸ πάθος. «Ἐπὶ πώλου καθήμενος σπεύδει ἐλθεῖν ἐπὶ τὸ πάθος». Οἱ περισσότεροι δὲν κατάλαβαν, δυστυχῶς, γιὰ τὸ ποῦ τρέχει. Καὶ τοῦ ἑτοιμάζουν χρυσοστόλιστο θρόνο. Τὸν πίστεψαν μᾶλλον σὰν ἐπίγειο κοσμικὸ βασιλιά. Ὁ Χριστὸς ὅμως ξέρει ὅτι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες, θὰ τὸν συλλάβουν, γιὰ νὰ τὸν καρφώσουν πάνω στὸν «θρόνο» τοῦ Σταυροῦ. «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον…». Σήμερα τὸν ὑμνοῦν καὶ τὸν δοξάζουν κρατώντας τὰ βάγια. Μεθαύριο θὰ τὸν βλασφημοῦν καὶ θὰ τὸν δικάζουν, γιατί τόλμησε -λένε- νὰ κάνει τὸν ἑαυτὸ του Θεό.
Μὰ τί ἄλλο ἤθελαν νὰ δοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Ποιὸς ἄλλος ἀνάστησε νεκρό, ποὺ τέσσερις μέρες στὸν τάφο εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀποσυντίθεται; Τί ἄλλο ἔπρεπε νὰ κάνει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τοὺς τάφους τῆς ἀπιστίας μας; Νά, γιατί ὁ Χριστός, μπαίνοντας σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα πάνω στὸ γαϊδουράκι, συνεχίζει νὰ κλαίει. Ὁ λαὸς μπορεῖ νὰ τὸν ἐπευφημεῖ καὶ νὰ τὸν δοξάζει, ἀλλὰ αὐτὸς μέσα του συνεχίζει τὸν θρῆνο, ποὺ ξεκίνησε χθὲς στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου. Μόνο ποὺ σήμερα δὲν κλαίει γιὰ τοὺς νεκρούς, ποὺ εἶναι μέσα στὰ μνήματα, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ περπατᾶνε δῆθεν «ζωντανοὶ» ἔξω ἀπὸ τὰ μνήματα. Κλαίει γι’ αὐτοὺς ποὺ δὲν πίστεψαν στὴ θεότητά του καὶ τὸν βλέπουν μόνο σὰν δάσκαλο τῆς ἀγάπης ἢ κοινωνικὸ ἀναμορφωτή.
Κλαίει καὶ γιά μᾶς, ποὺ μόνο στὶς «μπόρες» τὸν θυμόμαστε καὶ τὸν καλοῦμε λέγοντας «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος», ἐνῶ στὶς «λιακάδες» τὸν ξεχνᾶμε καὶ -ὄχι σπάνια- τὸν σταυρώνουμε μὲ τὶς ἁμαρτίες μας. Τὴ μιὰ τοῦ δίνουμε ὑποσχέσεις αἰώνιας πίστης, καὶ σὲ λίγο τὸν «πουλᾶμε» γιὰ κάτι ποὺ μᾶς δελέασε· συχνὰ καὶ γιὰ λιγότερο ἀπὸ τριάντα ἀργύρια.
Βοήθησέ με, νὰ σὲ ἀναστήσω!
Ὁ Χριστὸς ἄδειασε τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου καὶ θὰ ἀδειάσει κάποτε καὶ τὰ δικά μας μνήματα, χωρὶς νὰ μᾶς ρωτήσει. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων μας θὰ γίνει χωρὶς τὴ συγκατάθεσή μας. Ἡ ἀνάσταση ὅμως τῆς ψυχῆς μας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει μὲ τὸν ἐξαναγκασμό. Προϋποθέτει τὸ ὁλόκαρδο δικό μας «ναὶ» στὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς στέκεται στὴν πόρτα μας καὶ χτυπάει, περιμένοντας νὰ τοῦ ἀνοίξουμε. Ὅποιος τοῦ ἀνοίγει, τὸ κάνει ἐλεύθερα. Τοῦ ἀνοίγει, ἐπειδὴ πίστεψε ὅτι ἔρχεται «ἐν ὀνόματι Κυρίου»· πίστεψε ὅτι τὸν ἔστειλε ὁ Θεὸς Πατέρας του, γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο.
Ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴ μόνη πραγματικὴ ζωή, τὴν αἰώνια ζωή. Καὶ ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ νιώσουμε μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ἡ μόνη αὐθεντικὴ πηγὴ ζωῆς, ἀλήθειας καὶ ἀναφαίρετης χαρᾶς. Ἂς ἑνώσουμε κι ἐμεῖς σήμερα τὴ δοξολογία μας μαζὶ μὲ τὶς ἁγνὲς φωνὲς τῶν παιδιῶν ποὺ τὸν ἐπευφημοῦν στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἂς τὸν καλοῦμε κάθε μέρα νὰ γίνεται ὁ Βασιλιὰς τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ ἀνασταίνει τὶς ψυχές μας.