Ἀνθίζει μὲ τοὺς κρίνους του παρθενικὸς ὁ κόσμος.
Αὐγὴ ’ναι κι’ ἄστραφτε γλυκὰ σὰ στὴν ἀρχὴ τῆς πλάσης,
Κι’ ἐκράτουνε τὰ κάτασπρα ποδάρια στὴ δροσιά της.
Οὐρανὸς δένεται καὶ γῆ στὴν ὄμορφη ματιά της.
Βρύσες ἁπλώνει τὰ κλαδιὰ τὸ δέντρο στὸν ἀέρα·
Μὴν καρτερῆς ἐδῶ πουλί, καὶ μὴ προσμένης χλόη·
Γιατί τὰ φύλλ’ ἂν εἶν’ πολλά, σὲ κάθε φύλλο πνεῦμα.
Τὸ ψηλὸ δέντρ’ ὁλόκληρο κι’ ἠχολογᾶ κι’ ἀστράφτει
M’ ὅλους τῆς τέχνης τοὺς ἠχοῦς, μὲ τ’ οὐρανοῦ τὰ φῶτα.
Σαστίζ’ ἡ γῆ κι’ ἡ θάλασσα κι’ ὁ οὐρανὸς τὸ τέρας,
Τὸ μέγα πολυκάντηλο μὲς στὸ ναὸ τῆς φύσης,
Κι’ ἁρμόζουν διάφορο τὸ φῶς χίλιες χιλιάδες ἄστρα,
Χίλιες χιλιάδες ἄσματα μιλοῦν καὶ κάνουν ἕνα.
Στὸ δένδρο κάτου δέησην ἒκαμ’ ἡ βοσκοπούλα·
T’ ἄστρα γοργὰ τὴ δέχτηκαν καθὼς ἡ γῆ τὸν ἥλιο.
Τὰ Σεραφεὶμ ἐγνώρισαν τὸ βάθος τῆς ἀγάπης,
Κι’ ὁλοκληρ’ ἡ Παράδεισο διπλὴ Παράδεισο ’ναι.
Ποιὸς εἶχε πεῖ ποὺ σοὔμελλε, πέτρα, νὰ βγάλης ρόδο;
……………………………..
Ἀλλὰ ποῦ τώρα βρίσκονται τὰ κάτασπρα ποδάρια;
Ποῦ ’ναι τὸ στῆθος τ’ ὄμορφο ποὺ τέτοιους κόσμους ἔχει;
Στ’ ἀμπὲλ’ ἡ κόρη κάθεται καὶ παίζει μὲ τ’ ἀρνί της.