
Ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας, ποὺ φέρει στὸ ἄνω μέρος τὴν ἐπιγραφὴ «Ἡ Μετάληψις», προσδίδει στὸ θέμα τῆς Δέησης, στὸ πάνω μέρος τῆς παράστασης, τὸ συμβολισμὸ τῆς θείας εὐχαριστίας, ἡ ὁποία ἀποδίδεται στὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνας μὲ θέματα ἀπὸ τὸ Θεῖο Πάθος καὶ τὴν Ἐσχατολογία (τέλος τοῦ κόσμου, Δευτέρα Παρουσία).
Τὸ ὑψηλῆς ποιότητας ἔργο ἀναδεικνύει τεχνοτροπικὰ στοιχεῖα πολὺ κοντὰ στὶς ἀρχὲς καὶ τὶς μεθόδους τῆς κρητικῆς ζωγραφικῆς, ὅπως τουλάχιστον αὐτὴ ἐπιβιώνει τὸν 17ο καὶ 18ο αἰώνα στὰ Ἰόνια νησιά. Εἰκονογραφικά, τὸ θέμα τῆς ἀλληγορικῆς ἀπεικόνισης τῆς θείας μετάληψης ὀφείλει τὴν πρωτότυπη σύνθεσή του σὲ Δυτικὰ πρότυπα. Τὰ δομικά του ὅμως στοιχεῖα, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων, εἶναι οἰκεία στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία καὶ ἀνιχνεύονται ἤδη σὲ παλαιότερη ἐποχή. Ἡ εἰκόνα ἀκολουθεῖ μὲ κάθε ἀκρίβεια τὴν ὁμώνυμη τῆς Μονῆς Θεοτόκου Πλατυτέρας στὴν Κέρκυρα ποὺ ἀποδίδεται στὸν Μιχαὴλ Δαμασκηνό. Ὁ ζωγράφος αὐτὸς φέρεται ὡς ὁ ἐκφραστὴς τῆς εἰκονογραφικῆς καινοτομίας ποὺ ἀπαντᾶ κυρίως στὴν Κέρκυρα καὶ ἀντιγράφεται ἀπὸ σημαντικὸ ἀριθμὸ μεταγενέστερων εἰκόνων. Τὸ θέμα συνδέεται μὲ τὴ λεγομένη «Ἔριδα περὶ Μετουσιώσεως» (Transsubstantiatio) ποὺ κορυφώθηκε στὴ Δύση κατὰ τὴ Μεταρρύθμιση καὶ Ἀντιμεταρρύθμιση καὶ ἐξακολούθησε κατὰ τὸν 17ο αἰώνα. Ἡ διάδοση τοῦ εἰκονογραφικοῦ θέματος τοῦ Δαμασκηνοῦ ἕως καὶ τὸν 18ο ἀκόμη αἰώνα δηλώνει ὅτι τὸ ζήτημα ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἐπίκαιρο γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη κοινότητα, τονίζοντας τὸν Ἄρτο ὡς ἔνζυμο (πρόσφορο) καὶ ὄχι ὡς ἄζυμο (ὄστια).