Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Πολλὲς θεραπεῖες ἀρρώστων ἔκαμε ὁ Κύριος στὰ χρόνια ποὺ κράτησε τὸ δημόσιο ἔργο του ἐδῶ στὴ γῆ. Καὶ ἐκπληρώθηκε τότε ἡ προφητεία ποὺ λέγει πὼς «αὐτὸς πῆρε ἀπάνω του τὶς ἀσθένειές μας καὶ σήκωσε τὶς ἀρρώστιες μας». Καὶ δὲν τὸ λέγει βέβαια ὁ Προφήτης ἐτοῦτο μόνο γιὰ τὶς σωματικές μας ἀρρώστιες, μὰ πιὸ πολὺ καὶ γιὰ τὶς ψυχικές μας ἀσθένειες, γιατί ὁ Κύριος εἶναι τωόντι ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας. Μᾶς λέγει λοιπὸν καὶ σήμερα τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸ θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ποὺ ἔκαμε καλά τοὺς δέκα λεπρούς, ὅθεν ἂς ἀκούσουμε τώρα στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα πῶς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς ἱστορεῖ ἐτοῦτο τὸ θαῦμα.
Ἐκεῖνον τὸν καιρό, ἐκεῖ ποὺ ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς σὲ κάποιο χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἐξαιτίας τῆς ἀρρώστιας τους στάθηκαν μακρυά. Αὐτοὶ λοιπὸν ἔβαλαν τὴ φωνή, λέγοντας. Διδάσκαλε Ἰησοῦ, λυπήσου μας. Κι ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Ἰησοῦς, τοὺς εἶπε· πηγαίνετε νὰ δείξετε τοὺς ἑαυτούς σας στοὺς ἱερεῖς. Κι ἔγινε κεῖ ποὺ αὐτοὶ ἐπήγαιναν, καθαρίσθηκαν. Κι ἕνας ἀπ\’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ποὺ γιατρεύθηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ φωνὴ μεγάλη τὸ Θεό, κι ἔπεσε μπρούμυτα στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ εὐχαριστώντας τον· κι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε· μὴ καὶ oι δέκα δὲν καθαρίσθηκαν; Μὰ οἱ ἐννέα ποῦ εἶναι; Δὲν βρέθηκαν νὰ γυρίσουν γιὰ νὰ δώσουν δόξα στὸ Θεὸ παρὰ μόνο ἐτοῦτος ὁ ἀλλογενής; Καὶ τοῦ εἶπε· σήκω καὶ πήγαινε· ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε.
Στὰ τελευταῖα παραπάνω λόγια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, φαίνεται σὰν καὶ νὰ παραπονῆται ὁ Ἰησοῦς, μὰ στ\’ ἀλήθεια ἐλέγχει ὁ Θεὸς τὴν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων. Γιατί oἱ ἐννέα λεπροὶ ἔδειξαν τωόντι μεγάλη ἀχαριστία στὸν εὐεργέτη τους Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ πρέπει βέβαια νὰ εἶχαν κάποια πίστη, μὰ δὲν εἶχαν στὴν ψυχὴ τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Εἶχαν πίστη, μὰ δὲν εἶχαν ἀγάπη, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη στὸ βάθος δὲν εἶναι παρὰ ἀγάπη. Καὶ τὸ λέγει καθαρὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πὼς τίποτα δὲν εἴμαστε, ὅταν δὲν ἔχουμε ἀγάπη κι ἂς ἔχουμε τόση πίστη, ποὺ νὰ μετακινάη καὶ τὰ βουνά.
Καὶ πῶς τὸ ξέρουμε, θὰ πῆς, πὼς οἱ ἐννέα λεπροὶ εἶχαν πίστη; Πρῶτα τοὺς βλέπουμε νὰ φωνάζουν καὶ νὰ παρακαλοῦν γιὰ νὰ τοὺς λυπηθῆ ὁ Χριστός. Αὐτὸ φανερώνει πὼς εἶχαν κάποια πίστη καὶ γι\’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν. Ἡ ἀρρώστια κι ὁ πόνος μαλακώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν πλησιάζουνε στὸ Θεό, ἂν καὶ οἱ δέκα λεπροὶ δὲν ἤξεραν πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Θεός, μὰ τὸν ἔβλεπαν μόνο σὰν ἕναν ἄνθρωπο μὲ θεϊκὴ δύναμη. Ἔπειτα οἱ ἐννέα λεπροί, ὅταν πῆραν τὴν ἐντολὴ νὰ πᾶνε στοὺς Ἱερεῖς, ξεκίνησαν χωρὶς δισταγμὸ καὶ μ\’ ἐμπιστοσύνη στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐκεῖ ποὺ πήγαιναν εἶδαν πὼς καθαρίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια τους. Δὲν θὰ γινότανε λοιπὸν τὸ θαῦμα, ἂν ἦταν καὶ δὲν εἶχαν πίστη. Μὰ εἴπαμε πὼς οἱ ἐννέα λεπροὶ εἶχαν κάποια πίστη, μὰ δὲν ἔδειξαν εὐγνωμοσύνη, ποὺ θὰ πῆ πὼς δὲν εἶχαν ἀγάπη.
Τέτοια λειψὴ πίστη, χριστιανοί μου, ἔχουνε πολλοί. Ὅταν εἶναι στὴν ἀνάγκη, τρέχουνε στὸ Θεὸ καὶ κλαῖνε μὲ θερμὰ δάκρυα καὶ ζητοῦνε τὸ θεῖο ἔλεος. Ὅταν περάση ἡ ἀνάγκη κι ὅταν λάβουνε τὴν εὐεργεσία, τότε ξεχνοῦνε τὸν εὐεργέτη. Κι ὄχι μόνο τὸν ξεχνοῦνε, μὰ καὶ τὸν βλασφημοῦνε καὶ τὸν βρίζουνε. Κι ἀφοῦ τέτοια κάνουν οἱ ἀχάριστοι στὸ Θεό, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα κάνουν καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ λένε πὼς ἔχουν πίστη καὶ δείχνουν πὼς εἶναι καλοὶ χριστιανοί, μὰ σὰν δὲν ἔχουν καλωσύνη κι ἀγάπη καὶ δὲν αἰσθάνονται εὐγνωμοσύνη σὲ κείνους ποὺ τοὺς κάνουνε καλό, δὲν εἶναι τίποτα. Ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν τέτοια λειψὴ πίστη, ποὺ δὲν ξέρει τὴν ἀγάπη καὶ ξεχνάει τὴν εὐγνωμοσύνη, εἶπε πικρὰ λόγια, ὅπως τ\’ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Μὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅπως καταδίκασε τὴν ἀχαριστία στὸ πρόσωπο τῶν ἐννέα λεπρῶν, ἔτσι κι ἐδικαίωσε τὴν εὐγνωμοσύνη στὸ πρόσωπο τοῦ ἑνός. Γιατί μέσα στοὺς ἐννέα ἀχάριστους βρέθηκε ἕνας εὐγνώμονας. Νὰ παραδεχθοῦμε τάχα πὼς ἐτούτη εἶναι ἡ ἀναλογία; Πὼς ἕνας στοὺς δέκα βρίσκεται νὰ \’χη εὐγνωμοσύνη κι ἐννέα εἶν\’ ἀχάριστοι; Ἂς μὴν τὸ ποῦμε αὐτό, μόνο ἂς παραδεχθοῦμε γενικὰ πὼς ἡ ἀρετὴ στὸν κόσμο εἶναι πάντα λιγοστή. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς πολλοὶ εἶναι οἱ κλητοί, μὰ λίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ποὺ πάει νὰ πῆ πὼς κι οἱ ἀχάριστοι πλεονάζουνε μεταξύ μας, πὼς εἶναι πάντα λιγοστοὶ ὅσοι ἔχουνε μέσα τους αἴσθημα εὐγνωμοσύνης. Καὶ πρέπει νὰ ξέρουμε, χριστιανοί μου, πὼς ὅπου δὲν ὑπάρχει εὐγνωμοσύνη δὲν θὰ βροῦμε κι ἄλλη καμιὰ ἀπὸ τὶς ἀρετές. Ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι πρωταρχικὴ ἀρετή, εἶναι ἡ ἀρετὴ ποὺ γεννάει μία μία τὶς ἄλλες ἀρετές· ἂν πῆς ὅμως γιὰ τὴν ἀχαριστία, αὐτὴ ὅπου ὑπάρχει παίρνει μαζί της κι ὅλες τὶς ἄλλες κακίες. Νὰ μὴ φοβᾶσαι τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει νὰ εὐγνωμονῆ, ἂς εἶναι ξένος, ἂς εἶναι ἀλλόφυλος, ἂς εἶναι κι ἐχθρός. Ἀλλόφυλος ἦταν ὁ Σαμαρείτης κι ὅμως αὐτὸς ἐσώθηκε μέσα στοὺς δέκα λεπροὺς κι ἂς ἦταν οἱ ἄλλοι ἐννέα Ἰουδαῖοι. Γιατί ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σ\’ ἐτοῦτο τὸν εὐγνώμονα Σαμαρείτη· «πήγαινε καὶ ἡ πίστις σου σ\’ ἔκαμε καλά». Μὰ τοῦ εἶπε· «Πήγαινε καὶ ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε». Αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸν εὐγνώμονα Σαμαρείτη κι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς εἶναι πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴ θεραπεία τῆς σωματικῆς του ἀρρώστιας· εἶναι σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Οἱ ἐννέα μόνο ποὺ θεραπεύθηκαν, ὁ ἕνας ἐσώθηκε. Κι ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς τὸν ἔσωσε ἡ πίστη του, ποὺ δὲν ἦταν πίστη λειψή, μὰ πίστη σωστὴ κι ἀληθινή, συνταιριασμένη μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ ἕνας ἐτοῦτος δὲν ἤξερε μόνο νὰ παρακαλῆ μὲ πίστη, μὰ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύη μ\’ εὐγνωμοσύνη. Οἱ ἐννέα βρῆκαν τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν, μὰ δὲν βρέθηκαν ὕστερα γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Οἱ ἐννέα δὲν βρέθηκαν, ὁ ἕνας ἦταν παρών, γιατί ὅπως τὸ εἴπαμε κι ἄλλη φορά, ἡ ἀγάπη εἶναι παρουσία. Ὅποιος ἀγαπᾶ, ὅποιος εὐγνωμονεῖ δὲν χάνεται, μὰ εἶναι πάντα παρών· ἡ πίστη του τὸν ὁδηγάει νὰ βρίσκη τὸ Θεὸ κι ἡ εὐγνωμοσύνη του τὸν φέρνει νὰ βρίσκεται πάντα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,
Σὲ μιά του ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «Εὐχαριστεῖτε πάντοτε ὑπὲρ πάντων», ποὺ θὰ πῆ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ καὶ πατέρα μας γιὰ ὅλα ποὺ μᾶς δίνει· γιατί ὅλα συνεργοῦνε στὴ σωτηρία μας, φτάνει μόνο ἐμεῖς νὰ ξέρουμε νὰ τὰ δεχθοῦμε. Ἂς ἔχουμε τὸ λοιπὸν εὐγνωμοσύνη στὸ Θεὸ κι ἂς εἴμαστε καὶ μεταξὺ μας εὐγνώμονες κι ἂς εἶναι πάντα στὰ χείλη μας ἡ δοξολογία τῶν Ἁγίων· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Ἀμήν.