1. Ἡ νήψη εἶναι μία μέθοδος καὶ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο – μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ – τελείως ἀπὸ ἐμπαθεῖς σκέψεις καὶ λόγους καὶ ἀπὸ πονηρὰ ἔργα, ἂν ἐξακολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν πνευματικὴ αὐτὴν μέθοδο ἐπὶ πολὺν καιρὸ καὶ τὴν ἐφαρμόζει μὲ προθυμία. Ἡ νήψη χαρίζει ἐπίσης ἀσφαλῆ γνώση τοῦ ἀκαταλήπτου Θεοῦ, ὅσο εἶναι δυνατόν, καὶ λύση θείων καὶ κρυπτῶν μυστηρίων. Ἐπίσης μὲ αὐτὴν κατορθώνει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐκπληρώσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ αὐτὴ παρέχει ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Αὐτὴ εἶναι κυρίως ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία λόγω τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς ὡραιότητάς της, η, γιὰ νὰ κυριολεκτήσω, λόγω τῆς ἀμέλειάς μας εἶναι πάρα πολὺ σπάνια σήμερα στοὺς μοναχούς. Αὐτὴν ὁ Χριστὸς τὴν μακαρίζει μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιὰ διότι αὐτοὶ θὰ ἀντικρύσουν τὸν Θεὸ»(1). Τέτοια λοιπὸν ποὺ εἶναι, χρειάζεται καὶ μεγάλο τίμημα γιὰ νὰ τὴν ἀγοράσεις. Ἡ νήψη, ὅταν πολυκαιρίσει στὸν ἄνθρωπο γίνεται ὁδηγὸς σωστοῦ καὶ θεάρεστου βίου. αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ ἐπισφράγιση τῆς θεωρίας. Μᾶς διδάσκει νὰ κινοῦμε δίκαια καὶ τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς (τὸ λογιστικό, τὸ θυμικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικό), καὶ νὰ φυλάγομε μὲ ἀσφάλεια τὶς αἰσθήσεις μας. καὶ τὶς τέσσερις γενικὲς ἀρετὲς (φρόνηση, ἀνδρεία, σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη) τὶς μεγαλώνει κάθε μέρα σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὴν κατέχει.
2. Ὁ μέγας νομοθέτης Μωυσῆς, ἢ μᾶλλον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, θέλοντας νὰ φανερώσει πόσο ἄμεμπτη καὶ καθαρὴ καὶ γενικὴ καὶ ὑψοποιὸς εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς νήψεως, καὶ θέλοντας νὰ διδάξει πὼς νὰ τὴν ἀρχίζουμε καὶ νὰ τὴν ἐκτελοῦμε, λέει: «Νὰ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου μήπως ἕνας λόγος κρυμμένος στὴν καρδιά σου γίνει ἀνόμημα»(2). Κρυμμένο λόγο ὀνομάζει τὴ μονολόγιστη ἐνθύμηση (παράσταση) ἑνὸς πονηροῦ πράγματος, τὸ ὁποῖο μισεῖ ὁ Θεός. Αὐτὸ οἱ Πατέρες τὸ ὀνομάζουν καὶ «προσβολή», ἡ ὁποία γίνεται στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸ διάβολο. Στὴν προσβολή, μόλις ἐμφανιστεῖ στὸ νοῦ μας, ἐπακολουθοῦν οἱ λογισμοί μας, οἱ ὁποῖοι ἀρχίζουν καὶ συνομιλοῦν μαζί της μὲ πάθος.
3. Ἡ νήψη εἶναι δρόμος κάθε ἀρετῆς καὶ ἐντολῆς Θεοῦ. Αὐτὴ λέγεται ἐπίσης καὶ ἡσυχία τῆς καρδιᾶς. Καὶ ὅταν φτάσει σὲ τελειότητα, χωρὶς δαιμονικὲς φαντασίες, λέγεται καὶ φυλακὴ τοῦ νοῦ.
4. Ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε τυφλός, δὲν βλέπει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ζεῖ μὲ τὴ νήψη, δὲν βλέπει τὶς πλούσιες ἀκτινοβολίες τῆς χάρης ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Οὔτε θὰ ἐλευθερωθεῖ ποτὲ ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἔργα καὶ λόγια καὶ σκέψεις ποὺ μισεῖ ὁ Θεός. Καὶ κατὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν ζωὴ δὲ θὰ περάσει ἐλεύθερα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τοῦ σκοτεινοῦ ταρτάρου.
5. Προσοχὴ εἶναι μία ἀδιάλειπτη ἡσυχία τῆς καρδιᾶς ἀπὸ κάθε πονηρὸ λογισμό. μόνον τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ ἀκατάπαυστα ἀναπνέει καὶ ἐπικαλεῖται τὴν βοήθειά Του καὶ μαζί του ἀντιπαρατάσσεται μὲ ἀνδρεία ἐναντίον τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Καὶ σ’ Αὐτὸν ἐξομολογεῖται, γιατί μόνον ὁ Ἰησοῦς ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ἐπίκλησή της ἐναγκαλίζεται ἀδιάκοπα τὸ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μόνος γνωρίζει τί κρύβουν οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. καὶ προσπαθεῖ νὰ διαφύγει μὲ κάθε τρόπο τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων ἡ γλυκύτητά της καὶ ὁ ἐσωτερικός της ἀγώνας, μήπως ὁ πονηρὸς τὴν ἐξαπατήσει λαθραία, ἀνοίξει τὸ δρόμο στὴν κακία καὶ ἀφανίσει τὴν ὡραιότατη ἐργασία της.
6. Νήψη εἶναι μία μόνιμη σταθεροποίηση τοῦ λογισμοῦ καὶ στάση του στὴν πύλη τῆς καρδιᾶς. βλέπει καὶ ἀκούει τοὺς κλέφτες λογισμοὺς νὰ ἔρχονται, δηλαδὴ τί λένε καὶ τί κάνουν οἱ ἀνθρωποκτόνοι δαίμονες. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ μορφὴ ποὺ χάραξαν καὶ ὄρθωσαν οἱ δαίμονες καὶ ἡ ὁποία προσπαθεῖ μὲ τὴ φαντασία νὰ ἐξαπατήσει τὸ νοῦ. Αὐτὰ λοιπὸν ἂν μᾶς ἀπασχολοῦν φιλόπονα, μᾶς φανερώνουν, ἂν θέλομε, μὲ ἐξαιρετικὴ πληρότητα τὴν πείρα τοῦ νοητοῦ πολέμου.
7. Τὴ νήψη τὴ γεννὰ ὁ διπλὸς φόβος: τόσο οἱ ἐγκαταλείψεις ἀπὸ τὸ Θεό, ὅσο καὶ οἱ πειρασμοὶ ποὺ ἔρχονται γιὰ παιδαγωγία. Καὶ εἶναι αὐτὴ μία συνεχὴς παρουσία τῆς προσοχῆς μέσα στὴν ἡγεμονικὴ δύναμη (τὸ νοῦ) τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσπαθεῖ νὰ φράξει τὴν πηγὴ τῶν κακῶν λογισμῶν καὶ ἔργων. Γι’ αὐτὸ ἔρχονται καὶ οἱ ἐγκαταλείψεις καὶ οἱ ἀναπάντεχοι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πειρασμοὶ πρὸς διόρθωση τοῦ βίου μας. Καὶ μάλιστα σ’ ἐκείνους ποὺ γεύθηκαν τὴν ἀνάπαυση ποὺ δίνει τὸ ἀγαθό της νήψεως καὶ κατόπιν πέφτουν στὴν ἀμέλεια. Ἡ νήψη ποὺ τηρεῖται συνεχῶς γεννᾶ τὴ συνήθεια. Ἡ συνήθεια προκαλεῖ κάποια φυσικὴ πυκνότητα στὴ νήψη. Κι αὐτὴ γεννᾶ ἤρεμη θεωρία τοῦ νοητοῦ πολέμου μὲ τὰ χαρακτηριστικά του. τὴ διαδέχεται ἐπίμονη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔπειτα γλυκιὰ ἠρεμία τοῦ νοῦ χωρὶς φαντασίες καὶ μία κατάσταση ἑνώσεως μὲ τὸν Ἰησοῦ.
8. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μένει σταθερὸς καὶ ἐπικαλεῖται τὸ Χριστὸ ἐναντίον τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ καταφεύγει σ’ Αὐτόν, μοιάζει μ’ ἕνα θηρίο ποὺ τὸ περικύκλωσαν πολλοὶ σκύλοι καὶ αὐτὸ ἐπίασε θέση σὲ ἕνα ὀχυρὸ τόπο καὶ ἀντιστέκεται. Βλέπει ἀπὸ μακριὰ νοερὰ τοὺς νοητοὺς λόγους τῶν ἐχθρῶν καὶ μὲ τὸ νὰ παρακαλεῖ συνεχῶς τὸν εἰρηνοποιὸ Ἰησοῦ νὰ πολεμᾶ κατὰ τῶν ἐχθρῶν, μένει ἀπλήγωτος ἀπὸ αὐτούς.
9. Ἂν γνωρίζεις καὶ σοὺ δόθηκε ἡ χάρη τὸ πρωὶ νὰ στέκεσαι ἐμπρὸς στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐξετάζεσαι, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξετάζεις τὸν ἑαυτόν σου, ἐννοεῖς τί λέω γιὰ τὴν νήψη. Ἂν ὄχι, ἔχε νήψη καὶ θὰ λάβεις τὴ χάρη.
10. Τὰ συστήματα τῶν θαλασσῶν τ’ ἀποτελεῖ πολὺ νερό. Σύστημα καὶ δύναμη τῆς νήψεως καὶ τῆς νηφαλιότητας καὶ τῆς βαθιᾶς ψυχικῆς ἡσυχίας, καὶ ἄβυσσος θεωριῶν φοβερῶν καὶ ἀπορρήτων καὶ μετανοητικῆς ταπεινώσεως καὶ εἰλικρίνειας καὶ ἀγάπης, εἶναι ἡ τέλεια νήψη καὶ ἡ χωρὶς λογισμοὺς εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ αὐτὸ νὰ γίνεται μάλιστα ἀδιάκοπα καὶ πυκνὰ καὶ χωρὶς νὰ χάνει κανεὶς τὴν ὑπομονή του καὶ νὰ μικροψυχεῖ.
11. «Δὲ θὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καθένας ποὺ μὲ λέει Κύριε, Κύριε, ἀλλ’ ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου»(3). Θέλημα τοῦ Πατέρα εἶναι: «Σεῖς ποὺ ἀγαπᾶτε τὸ Θεὸ νὰ μισεῖτε τὰ πονηρὰ»(4). Λοιπόν, μαζὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἂς μισήσομε καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ νά, πράξαμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
12. Παράδειγμα τέλειο πρὸς μίμηση καὶ πρότυπο γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ἀνάκληση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος εἶναι ὁ Κύριός μας καὶ Θεὸς ποὺ ἔλαβε σάρκα καὶ ἔβαλε ἐμπρὸς μας σὰν ζωγραφικὸ πίνακα τὸν πανάρετο βίο Του. Μαζὶ μὲ ὅλα τὰ καλά, μᾶς ὑπέδειξε μετὰ τὴν βάπτισή Του, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὴν ἔρημο, καὶ τοῦτο ἄρχισε μὲ νηστεία τὸν νοητὸ πόλεμο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ποὺ πῆγε πρὸς Αὐτὸν ὅπως θὰ πήγαινε σὲ ἁπλὸ ἄνθρωπο(5). Καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸν νίκησε, ὁ Κύριος δίδαξε κι ἐμᾶς τοὺς ἀχρείους, πῶς νὰ παλεύομε ἐναντίον τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, δηλαδὴ μὲ ταπείνωση καὶ νηστεία καὶ προσευχὴ καὶ νήψη. Καὶ τοῦτο, ἐνῶ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ αὐτά, ὡς Θεὸς καὶ Θεὸς τῶν θεῶν.
13. Τώρα, πόσοι τρόπο νήψεως ὑπάρχουν κατ’ ἐμέ, ποὺ μποροῦν νὰ καθαρίζουν τὸν νοῦ ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, δὲ θὰ βαρεθῶ νὰ σοὺ τοὺς φανερώσω μὲ γλώσσα ἁπλὴ καὶ χωρὶς στολίδια. Ἐπειδὴ δὲν τὸ ἔκρινα καλό, σὲ καιρὸ πολέμου πνευματικοῦ, νὰ κρύψω σ’ αὐτὸ τὸ λόγο τὴν ὠφέλεια μέσω τῶν κομψῶν λόγων, καὶ μάλιστα μιλώντας σὲ ἁπλουστέρους. «Καὶ σύ, παιδί μου Τιμόθεε – λέει – πρόσεχε αὐτὰ ποὺ διαβάζεις»(6).
14. Ἕνας τρόπος νήψεως εἶναι νὰ ἐξετάζεις συχνὰ καὶ προσεκτικὰ τὴν φαντασία (παράσταση) τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, δήλ. τὴν «προσβολή», γιατί ὁ σατανᾶς δὲν μπορεῖ χωρὶς φαντασία νὰ δημιουργεῖ λογισμοὺς καὶ νὰ τοὺς παρουσιάζει στὸ νοῦ γιὰ νὰ τὸν ἐξαπατήσει.
15. Ἄλλος τρόπος εἶναι νὰ κρατᾶς τὴν καρδιά σου πάντοτε σὲ βαθιὰ σιωπὴ καὶ ἡσυχία ἀπὸ κάθε λογισμὸ καὶ νὰ προσεύχεσαι.
16. Ἄλλος τρόπος εἶναι νὰ παρακαλεῖς συνεχῶς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ταπείνωση νὰ ἔρθει σὲ βοήθεια.
17. Ἄλλος τρόπος εἶναι νὰ θυμᾶται κανεὶς ἀκατάπαυστα τὸ θάνατο.
18. Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐργασίες, ἀγαπητέ, ἐμποδίζουν τὶς πονηρὲς σκέψεις σὰν φοβεροὶ θυρωροί. Τὸ νὰ προσβλέπεις στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ νομίζεις ὅτι ἡ γῆ δὲν εἶναι τίποτε, εἶναι καὶ αὐτὸ ὠφέλιμο καὶ ἀποτελεσματικὸ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, κι ἄν μου δώσει ὁ Θεὸς λόγο, θὰ τὸ ἐκθέσω ἀλλοῦ πιὸ ἐκτεταμένα.
19. Ἂν κόψομε γιὰ λίγο τὶς αἰτίες τῶν παθῶν καὶ ἀσχοληθοῦμε μὲ πνευματικὲς σκέψεις χωρὶς νὰ διατρίψομε σὲ αὐτὲς καὶ χωρὶς νὰ τὸ κάνομε αὐτὸ ἔργο μας, τότε εὔκολα πάλι ξαναγυρίζομε στὰ πάθη τῆς σάρκας, χωρὶς νὰ κερδίσομε τίποτε ἀπὸ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἐργασία μας, παρὰ μόνον τέλειο σκοτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ παραστράτημα πρὸς τὰ ὑλικά.
20. Πρέπει ὁ ἀγωνιζόμενος τὸν ἐσωτερικὸ ἀγώνα νὰ ἔχει κάθε στιγμὴ τοῦ χρόνου αὐτὰ τὰ τέσσερα: ταπείνωση, ἄκρα προσοχή, ἀντίρρηση κατὰ τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ προσευχή. Νὰ ἔχει ταπείνωση, γιατί ὁ ἀγώνας εἶναι ἐναντίον τῶν ὑπερηφάνων δαιμόνων, γιὰ νὰ ἔχει τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ πρόχειρη ἐπειδὴ ὁ Κύριος μισεῖ τοὺς ὑπερήφανους(7). Προσοχή, γιὰ νὰ μὴν ἔχει στὴν καρδιὰ τοῦ κανένα λογισμό, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς φαίνεται ἀγαθός. Ἀντίρρηση, ὥστε μόλις μὲ ὀξύτητα ἐννοήσει ὅτι ἦρθε ὁ δαίμονας, εὐθὺς μὲ ὀργὴ νὰ φέρει ἀντιλογία στὸν πονηρό. «Θ’ ἀπαντήσω, λέει, σὲ ὅσους μὲ κατηγοροῦν: δὲν θὰ ὑποταχθεῖ ἡ ψυχή μου στὸν Θεό;»(8). Προσευχὴ γιὰ νὰ φωνάξει δυνατὰ πρὸς τὸν Χριστὸ μὲ στεναγμὸ ἀνέκφραστο(9), εὐθὺς μετὰ τὴν ἀντίρρηση. Καὶ τότε ὁ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος θὰ δεῖ τὸν ἐχθρὸ νὰ παραλύει ἢ νὰ ἐκδιώκεται ἀπὸ τὸ προσκυνητὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, σὰν σκόνη στὸν ἄνεμο, ἢ νὰ χάνεται σὰν καπνὸς μαζὶ μὲ τὸν πονηρὸ λογισμό του.
21. Ὅποιος δὲν ἔχει προσευχὴ ἀπαλλαγμένη ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς, αὐτὸς εἶναι σὰν νὰ πηγαίνει στὸν πόλεμο χωρὶς ὅπλο. Προσευχὴ ἐννοῶ ἐκείνη ποὺ γίνεται ἀκατάπαυστη στὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ὥστε μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Χριστοῦ, ὁ σατανᾶς ποὺ πολεμᾶ κρυφά, νὰ μαστιγώνεται καὶ νὰ καίγεται.
22. Ἐσὺ ὀφείλεις, μὲ διαπεραστικὸ καὶ διαρκῶς τεταμένο μάτι τοῦ νοῦ, νὰ βλέπεις ὥστε νὰ ἀντιλαμβάνεσαι ποιὸς μπαίνει. καὶ μόλις δεῖς ὅτι ἔρχεται νὰ μπεῖ πονηρὸς λογισμός, ἀμέσως μὲ τὴν ἀντίρρηση νὰ σπάζεις τὴν κεφαλὴ τοῦ φιδιοῦ(10). Καὶ συγχρόνως μὲ στεναγμὸ φώναξε τὸ Χριστό, καὶ θὰ δοκιμάσεις τὴ θεϊκὴ καὶ ἀόρατη βοήθεια. Καὶ τότε θὰ δεῖς λαμπρὰ τὴν ἁπλότητα καὶ χρηστότητα τῆς καρδιᾶς.
23. Ἐκεῖνος ποὺ κρατᾶ ἕνα καθρέφτη στὸ χέρι του καὶ βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ ἄλλους, βλέπει στὸν καθρέφτη τὸ δικό του πρόσωπο, ὅσο βλέπει καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἄλλων ποὺ σκύβουν στὸν καθρέφτη. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ σκύβει μέσα στὴν καρδιά του, βλέπει τὴν δική του κατάσταση μέσα σ’ αὐτήν, βλέπει ὅμως καὶ τὰ μαῦρα πρόσωπα τῶν νοητῶν αἰθιόπων, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων.
24. Δὲν μπορεῖ ὁ νοῦς μόνος του νὰ νικήσει τὴν φαντασία τῶν δαιμόνων. Ἂς μὴν ἔχει ποτὲ κανεὶς τέτοιο θάρρος. Ἐπειδὴ εἶναι πανοῦργοι, ὑποκρίνονται ὅτι νικιοῦνται καὶ ἀνατρέπουν τὸν ἀγωνιστὴ μὲ τὴν κενοδοξία. Ἂν ὅμως ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τότε δὲν μποροῦν οὔτε μία στιγμὴ νὰ σταθοῦν καὶ νὰ σὲ δολιευθοῦν.
25. Πρόσεξε νὰ μὴν ὑπερηφανευτεῖς καὶ σύ, ὅπως παλιὰ ὁ Ἰσραήλ, καὶ παραδοθεῖς στοὺς νοητοὺς ἐχθρούς. Γιατί ὁ παλαιὸς Ἰσραήλ, ἀφοῦ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους ὁ Θεὸς τῶν ὅλων, ἐπενόησε γιὰ βοηθὸ τοῦ χυτὸ εἴδωλο(11).
26. Εἴδωλο χυτὸ νὰ ἐννοήσεις τὸν ἀσθενῆ νοῦ μας, ὁ ὁποῖος ἐνόσω παρακαλεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, εὔκολα τὰ καταδιώκει καὶ μὲ τεχνικὴ μέθοδο κατατροπώνει τὶς ἀόρατες καὶ ἐχθρικὲς δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς ἀποκτήσει ἀπερίσκεπτα θάρρος στὸν ἑαυτό του, τότε κατακρημνίζεται σὰν τὸ πουλὶ ποὺ λέγεται ὀξύπτερος. Λέει ἡ Γραφή: «Ἡ καρδιά μου ἤλπισε στὸ Θεό, πῆρα βοήθεια, καὶ ἡ σάρκα μου ἀναβλάστησε»(12). «Καὶ ποιὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ μὲ ἀναστήσει καὶ θὰ συμπαραταχθεῖ μαζί μου ἐναντίον τῶν ἀμέτρητων λογισμῶν ποῦ τραβοῦν στὸ κακό;»(13). Ὅποιος ἔχει τὸ θάρρος στὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι στὸ Θεό, θὰ ἔχει πτώση τρομακτική.
27. Τῆς καρδιακῆς ἡσυχίας ἀγαπητέ, πρότυπο καὶ παράδειγμα (ἂν θέλεις νὰ ἀγωνίζεσαι) νὰ ἔχεις τὸ μικρὸ ζωύφιο, τὴν ἀράχνη. Διαφορετικὰ δὲν θεωρεῖσαι ὅτι ἡσύχασες στὸ νοῦ ὅπως πρέπει. Ἡ ἀράχνη κυνηγᾶ τὶς μικρὲς μύγες. κι ἐσύ, ἂν ἡσυχάζεις κοπιάζοντας μέσα στὴν ψυχή σου, δὲν θὰ πάψεις νὰ σκοτώνεις πάντοτε τὰ μικρὰ νήπια της Βαβυλώνας. μὲ τὸν φόνο αὐτὸν μακαρίζεσαι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διὰ τοῦ Δαβὶδ(14).
28. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐρυθρὰ Θάλασσα νὰ φανεῖ στὸ στερέωμα ἀνάμεσα στ’ ἀστέρια, οὔτε εἶναι δυνατόν, ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ πάνω στὴ γῆ νὰ μὴν ἀναπνέει τὸν ἀέρα. Ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ καθαρίσομε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς σκέψεις καὶ νὰ διώξομε τοὺς νοητοὺς ἐχθροὺς ἀπ’ αὐτὴ χωρὶς συχνὴ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
29. Ἂν μὲ ταπεινὸ φρόνημα καὶ μνήμη θανάτου καὶ αὐτοκατηγορία καὶ ἀντίρρηση κατὰ τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ μὲ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένεις μέσα στὴν καρδιά σου καὶ ἂν τὸν στενὸ ἀλλὰ χαροποιὸ καὶ τερπνὸ δρόμο τῆς διάνοιας μὲ τὰ παραπάνω ὄπλα βαδίζεις καθημερινὰ ἔχοντας νήψη, θὰ φτάσεις σὲ ἅγιες θεωρίες Ἁγίων. Καὶ θὰ φωτιστεῖς σὲ βαθιὰ μυστήρια ἀπὸ τὸν Χριστό, στὸν Ὁποῖο βρίσκονται οἱ θησαυροὶ οἱ κρυμμένοι τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας(15), στὸν Ὁποῖο κατοικεῖ ὅλη ἡ θεότητα μὲ σωματικὴ μορφὴ(16). Θὰ αἰσθανθεῖς δηλαδὴ ὅτι μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, πήδησε ὁρμητικὰ στὴν ψυχή σου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπὸ τὸ Ὁποῖο ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου φωτίζεται νὰ βλέπει μὲ ξέσκεπο πρόσωπο(17). «Κανεὶς – λέει ἡ Γραφὴ – δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ Κύριε Ἰησοῦ, παρὰ μόνο μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»(18), δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα βεβαιώνει μυστικὰ ὅτι ἔχεις μέσα σου τὸν ζητούμενο Κύριο.
30. Πρέπει νὰ γνωρίζουν καὶ τοῦτο ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ μαθαίνουν τὰ θεία ὅτι οἱ φθονεροὶ δαίμονες πολλὲς φορὲς κρύβουν καὶ συμμαζεύουν ἀπὸ μᾶς τὸ νοητὸ πόλεμο, γιατί φθονοῦν οἱ ἄγριοι τὴν ἀπὸ τὸν πόλεμο προερχόμενη ὠφέλεια καὶ γνώση καὶ ἀνύψωση πρὸς τὸν Θεό. Θέλουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ μὴν φροντίζομε καὶ τότε ξαφνικὰ ν’ ἁρπάξουν τὸν νοῦ μας καὶ ν’ ἀφαιρέσουν τὴν προσοχὴ τῆς διάνοιας. Γιατί ἀδιάκοπος σκοπὸς τῶν δαιμόνων καὶ ἀγώνας τοὺς εἶναι νὰ μὴν ἀφήνουν διόλου τὴν καρδιά μας νὰ ζεῖ μὲ προσοχή, ἐπειδὴ γνωρίζουν τὸν πλοῦτο ποὺ μαζεύομε ἀπ’ αὐτὸ στὴν ψυχή μας. Ἐμεῖς ὅμως τότε μάλιστα μὲ τὴν μνήμη τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπεκτεινόμαστε σὲ πνευματικὲς θεωρίες καὶ ὁ πόλεμος θὰ γυρίζει πάλι στὸν νοῦ μας. Μόνο μὲ τὴν γνώμη – γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι – τοῦ Κυρίου καὶ μὲ ταπείνωση πολλὴ ἂς τὰ κάνομε ὅλα.
31. Ἐφόσον ζοῦμε σὲ κοινόβιο, πρέπει μὲ τὴν ἀβίαστη προαίρεσή μας καὶ μὲ πρόθυμη καρδιὰ νὰ κόβομε κάθε θέλημά μας ἀπέναντι στὸν ἡγούμενο. Καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε εὐπειθεῖς, ἥμεροι καὶ χωρὶς δικό μας θέλημα. Αὐτὸ ὅμως πρέπει νὰ γίνεται μὲ τέχνη, γιὰ νὰ μὴν ταραζόμαστε ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ νὰ μὴν κινοῦμε τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς παράλογα καὶ παρὰ φύση, καὶ βρεθοῦμε ἔτσι νὰ μὴν ἔχομε παρρησία στὸν ἀόρατο πόλεμο. Γιατί, ὅταν δὲν κόβομε τὸ θέλημά μας ἑκουσίως, συνήθως θυμώνομε ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς τὸ κόψουν ἀκουσίως μας. Καὶ ἀπὸ αὐτό, ὁ θυμὸς ποὺ ἄναψε γαυγίζοντας ἄγρια, ἀφανίζει τὴ γνώση τῆς πάλης ποὺ μὲ πολλὴ δυσκολία μπορέσαμε νὰ ἀποκτήσουμε γιατί ὁ θυμὸς ἐκ φύσεως εἶναι καταστρεπτικός. Ἂν κινηθεῖ ἐναντίον δαιμονικῶν λογισμῶν, τοὺς καταστρέφει καὶ τοὺς ἐξαφανίζει. Ἂν πάλι βράζει ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, καταστρέφει τοὺς ἀγαθοὺς λογισμούς μας. Λοιπὸν ὁ θυμός, βλέπω ὅτι εἶναι καταστρεπτικὸς κάθε λογισμοῦ, εἴτε πονηροῦ, εἴτε ἀκόμη καὶ ἀγαθοῦ μας ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς ὅπλο καὶ τόξο, ἂν δὲν χρησιμοποιεῖται ἐναντίον καὶ τῶν δύο λογισμῶν. Ἂν ὅμως ἐνεργεῖ διαφορετικά, τότε εἶναι καταστρεπτικός. Γιατί ἐγὼ γνωρίζω καὶ σκύλο θρασύ, ὁ ὁποῖος καταστρέφει τὰ πρόβατα ὅπως ὁ λύκος.
32. Πρέπει νὰ μισοῦμε τὴν ἐλευθεροστομία σὰν δηλητήριο τῆς ἔχιδνας καὶ νὰ ἀποφεύγομε τὶς πολλὲς συνομιλίες σὰν φίδια καὶ γεννήματα ἐχιδνῶν(19), γιατί αὐτὲς μποροῦν τὸ ταχύτερο νὰ κάνουν τὸν ἀγωνιστὴ νὰ λησμονήσει τελείως τὸν ἐσωτερικὸ πόλεμο καὶ νὰ κατακρημνίσουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ καταραμένη λησμοσύνη εἶναι ἀντίθετη στὴν καρδιακὴ προσοχή, ὅσο τὸ νερὸ στὴ φωτιά, καὶ κάθε στιγμὴ τῆς εἶναι ἰσχυρὸς ἀντίπαλος ἀπὸ τὴν λησμοσύνη καταντοῦμε στὴν ἀμέλεια καὶ ἀπὸ τὴν ἀμέλεια στὴν καταφρόνηση τῶν θείων καὶ τὴ ραθυμία καὶ σὲ ἄτοπες ἐπιθυμίες. Κι ἔτσι πάλι γυρίζομε πίσω ὅπως ὁ σκύλος γυρίζει στὸν ἐμετὸ τοῦ(20). Ἂς ἀποφύγομε λοιπὸν τὴν ἐλευθεροστομία σὰν θανατηφόρο φαρμάκι. Τὰ κακὰ ἀποτελέσματα ἀπὸ τὴ λησμοσύνη γιατρεύει μία πολὺ αὐστηρὴ φύλαξη τοῦ νοῦ καὶ μία ἀδιάκοπη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίχως Αὐτὸν τίποτε δὲν μποροῦμε νὰ κάνομε.
33. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πιάσεις φιλία μὲ τὸ φίδι καὶ νὰ τὸ βάλεις μέσα στὸν κόρφο σου οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ χαϊδεύεις καὶ νὰ περιποιεῖσαι τὸ σῶμα σου μὲ κάθε τρόπο καὶ νὰ τὸ ἀγαπᾶς, ἐκτὸς ἀπ’ ὅσο τοῦ εἶναι ἀναγκαῖο καὶ τοῦ χρειάζεται, καὶ συγχρόνως νὰ φροντίζεις γιὰ τὴν οὐράνια ἀρετή. Γιατί, ἐκ φύσεως τὸ φίδι δαγκώνει, ἐνῶ τὸ σῶμα μολύνει μὲ τὴν ἡδονὴ ἐκεῖνον ποὺ τὸ περιποιεῖται. Σὲ ὅ,τι φταίει τὸ σῶμα, κτύπα τὸ μὲ γροθιὲς χωρὶς νὰ τὸ λυπᾶσαι σὰν μεθυσμένος δοῦλος ποὺ δραπέτευσε, ἂς λάβει τὴν πείρα τοῦ μαστιγώματος ἀπὸ τὸν κύριό του κι ἂς φύγει ἀπὸ τὰ καπηλειά. Ἂς μὴν ἀγνοεῖ τὴν ἄφθαρτη κυρία του, τὴν ψυχή, αὐτὸ ποὺ εἶναι φθαρτὴ λάσπη, καὶ δοῦλος τῆς ψυχῆς ὅλο σκοτάδι. Μέχρι τὸ θάνατό σου μὴν ἐμπιστευτεῖς νὰ πάρεις θάρρος μὲ τὴ σάρκα σου. Λέει ἡ Γραφή: «Τὸ θέλημα τῆς σάρκας εἶναι ἔχθρα κατὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ σάρκα ἐπιθυμεῖ ἀντίθετα μὲ τὸ πνεῦμα, καὶ τὸ πνεῦμα ἀντίθετα μὲ τὴν σάρκα. Ὅσοι ζοῦνε ζωὴ σαρκικὴ δὲν μποροῦν ν’ ἀρέσουν στὸν Θεό. Ἐμεῖς ὅμως δὲν εἴμαστε σαρκικοί, ἀλλὰ πνευματικοὶ»(22).
34. Ἔργο τῆς φρονήσεως εἶναι νὰ κινεῖ πάντοτε τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ συνάπτομε τὴν ἐσωτερικὴ μάχη κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν δαιμονικῶν προσβολῶν καὶ νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἔργο τῆς σοφίας εἶναι νὰ παρακινεῖ τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς σὲ νήψη καὶ ὁλοκληρωμένη καὶ σὲ πνευματικὴ θεωρία. Ἔργο τῆς δικαιοσύνης εἶναι νὰ διευθύνει τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ Θεό, ἐνῶ ἔργο τῆς ἀνδρείας εἶναι νὰ κυβερνᾶ καὶ νὰ κατέχει τὶς πέντε αἰσθήσεις γιὰ νὰ μὴν μολύνεται ἀπὸ αὐτὲς τόσο ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἡ καρδιά, ὅσο καὶ ὁ ἐξωτερικός, δηλαδὴ τὸ σῶμα.
35. «Πάνω στὸν Ἰσραὴλ λάμπει ἡ μεγαλοπρέπειά Του», δηλαδὴ πάνω στὸ νοῦ ποὺ βλέπει, ὅσο εἶναι δυνατό, τὸ κάλλος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, «καὶ ἡ δύναμή Του φανερώνεται στὰ νέφη»(23), δηλαδὴ στὶς ψυχὲς τὶς ὁλοφώτεινες ποὺ ἀτενίζουν τὰ πρωινὰ Αὐτὸν ποὺ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα Του, νὰ φεγγοβολεῖ πρὸς αὐτές, σὰν τὸν ἥλιο ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ καθαρὰ σύννεφα, καὶ τὶς δείχνει ἀξιαγάπητες.
36. Ἕνας ποὺ ἁμαρτάνει, λέει ἡ θεία Γραφή, θὰ χάσει μεγάλη δικαιοσύνη καὶ ἀρετὴ(24). Καὶ ὁ νοῦς ποὺ ἁμαρτάνει θὰ χάσει τὰ ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα ποτὰ καὶ φαγητὰ ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἴδιο κεφάλαιο.
37. Δὲν εἴμαστε δυνατότεροι ἀπὸ τὸν Σαμψῶν, οὔτε σοφότεροι ἀπὸ τὸν Σολομώντα, οὔτε ἔχουμε μεγαλύτερη γνώση ἀπὸ τὸν Δαβὶδ οὔτε ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὸν κορυφαῖο Πέτρο. Ἂς μὴν ἔχομε λοιπὸν θάρρος στὸν ἑαυτό μας, γιατί λέει ἡ Γραφή: «Ὅποιος ἔχει θάρρος στὸν ἑαυτό του, θὰ ἔχει πτώση τρομακτικὴ»(26).
38. Ἂς μάθομε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ ἀπὸ τὸν Δαβὶδ τὴν ταπείνωση καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρο τὸ νὰ δακρύζομε γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἀλλὰ ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε, ὅπως ὁ Σαμψῶν, ὁ Ἰούδας καὶ ὁ Σολομῶν, ποὺ ἦταν πάρα πολὺ σοφός.
39. Ὁ διάβολος, σὰν λιοντάρι ποὺ μουγκρίζει, περπατεῖ μαζὶ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ(27). Ἡ καρδιακὴ λοιπὸν προσοχὴ καὶ νήψη καὶ ἀντίρρηση καὶ εὐχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ Θεό μας, ἂς μὴν παύει ποτέ. Γιατί καλύτερη βοήθεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, δὲν θὰ βρεῖς σὲ ὅλη τὴν ζωή σου. Μόνο Αὐτὸς ὁ Κύριος γνωρίζει, ὡς Θεὸς ποὺ εἶναι, τὶς πανουργίες καὶ τὶς μεθόδους καὶ τοὺς δόλους τῶν δαιμόνων.
40. Ἡ ψυχὴ λοιπὸν ἂς ἔχει τὸ θάρρος της στὸ Χριστὸ καὶ ἂς τὸν παρακαλεῖ καὶ καθόλου ἂς μὴν δειλιάζει, γιατί δὲν πολεμεῖ μόνη της, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν φοβερὸ βασιλιὰ Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ὁ Κτίστης ὅλων τῶν ὄντων, ἀσωμάτων καὶ σωματικῶν, δηλαδὴ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων.
41. Ὅπως ἡ βροχὴ ὅσο περισσότερο πέφτει πάνω στὴ γῆ, τόσο τὴν μαλακώνει, ἔτσι καὶ τὴ γῆ τῆς καρδιᾶς μᾶς χαροποιεῖ καὶ εὐφραίνει τὸ ἅγιο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅσο περισσότερο τὸ φωνάζουμε καὶ ὅσο συχνότερα τὸ ἐπικαλούμαστε.
42. Εἶναι καλὸ λοιπὸν νὰ γνωρίζουν οἱ ἄπειροι ὅτι, ἐμεῖς οἱ παχεῖς ποὺ κλίνομε στὴ γῆ καὶ μὲ τὸ σῶμα μας καὶ μὲ τὸ φρόνημά μας, ἔχομε ἐχθροὺς ἀσώματους καὶ ἀόρατους, ποὺ θέλουν τὸ κακό μας καὶ ξέρουν καλὰ τὴν τέχνη νὰ μᾶς κακοποιήσουν καὶ εἶναι δραστήριοι καὶ εὐκίνητοι καὶ ἐμπειροπόλεμοι ἀπὸ τὰ χρόνια του Ἀδὰμ καὶ μέχρι τώρα καὶ δὲν ἔχομε ἄλλον τρόπο νὰ τοὺς νικήσομε παρὰ μόνο μὲ τὴν ἀκατάπαυστη νήψη τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Δημιουργοῦ μας. Καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀκόμη ἄπειροι, ἂς εἶναι τὰ παραπάνω, δήλ. ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ προτροπὴ νὰ δοκιμάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸ καλό. Γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν πείρα, ἡ πράξη καὶ ἡ δοκιμασία καὶ ἡ ἀνάπαυση ποὺ δίνει τὸ καλό, εἶναι ἄριστος τρόπος καὶ δάσκαλος.
43. Τὸ μικρό, δηλαδὴ τὸ ἀπονήρευτο παιδί, ὅταν βλέπει κάποιον ποὺ κάνει θεατρικὰ τεχνάσματα, εὐχαριστεῖται καὶ τὸν ἀκολουθεῖ ἀπὸ ἀκακία. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ καὶ ἀγαθή, γιατί ἔτσι πλάστηκε ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Κύριο, εὐχαριστεῖται ἀπὸ τὶς προσβολὲς τοῦ διαβόλου ποὺ παριστάνει ψευδεῖς φαντασίες. Καὶ ἔτσι ἐξαπατᾶται καὶ τρέχει πρὸς τὸ κακὸ σὰν νὰ ἦταν καλό, ὅπως ἡ περιστέρα τρέχει πίσω ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ τῶν παιδιῶν της. Ἀνακατώνει ἡ ψυχὴ τοὺς λογισμούς της μὲ τὴ φαντασία τῆς δαιμονικῆς προσβολῆς, λ.χ. ἕνα πρόσωπο γυναίκας ὡραίας, ἢ κάτι ἄλλο ποὺ ἀπαγορεύεται τελείως ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Θέλει νὰ κάνει πραγματικότητα ὅ,τι ὡραῖο εἶδε στὴν φαντασία της. Καὶ τότε ἀφοῦ δώσει τὴ συγκατάθεσή της, πραγματοποιεῖ καὶ μὲ τὸ σῶμα ἐκείνη τὴν ἁμαρτία ποὺ εἶδε μὲ τὸ νοῦ της, μὲ συνέπεια τὴν ἴδια τῆς τὴν κατάκριση.
44. Αὐτὴ εἶναι ἡ τέχνη τοῦ πονηροῦ, καὶ μὲ αὐτὰ τὰ βέλη δηλητηριάζει τὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀσφαλές, πρὶν ἀποκτήσει ὁ νοῦς μεγάλη πολεμικὴ πείρα, νὰ ἀφήνει τοὺς λογισμοὺς νὰ μπαίνουν μέσα στὴν καρδιά μας καὶ μάλιστα στὴν ἀρχή, ἐπειδὴ ἀκόμη ἡ ψυχὴ μᾶς εὐχαριστεῖται στὶς δαιμονικὲς προσβολὲς καὶ τὶς ἀκολουθεῖ. Ἀλλὰ πρέπει μόνο νὰ τοὺς ἐννοεῖ καὶ νὰ τοὺς κόβει μόλις φανοῦν καὶ τὴν προσβάλλουν. Ὅταν ὁ νοῦς πολυκαιρίσει σ’ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ ἔργο καὶ ἐξασκηθεῖ καὶ ἐννοήσει καλὰ καὶ τοῦ γίνει σταθερὴ συνήθεια ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀληθινὴ γνώση τῶν λογισμῶν του, κι ὅταν μπορεῖ, ὅπως λέει ὁ προφήτης, εὔκολα νὰ πιάνει τὶς νεαρὲς ἀλεποῦδες(28), τότε μὲ προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια, πρέπει νὰ τοὺς ἀφήνει νὰ ἔρχονται καὶ νὰ τοὺς ἐλέγχει.
45. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιο σωλήνα νὰ περάσουν φωτιὰ καὶ νερὸ μαζί, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μπεῖ ἡ ἁμαρτία μέσα στὴν καρδιά μας, ἂν δὲν χτυπήσει πρῶτα τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μὲ προσβολὴ μίας ἁμαρτωλῆς φαντασίας.
46. Πρῶτα- πρῶτα, ὑπάρχει ἡ προσβολὴ τῆς κακῆς σκέψεως. Δεύτερο, ὁ συνδυασμός, ὅταν ἀνακατώνονται οἱ δικοί μας καὶ οἱ δαιμονικοὶ λογισμοί. Τρίτο, ἡ συγκατάθεση, ὅταν οἱ λογισμοὶ μᾶς συσκέπτονται μὲ τοὺς δαιμονικοὺς λογισμοὺς γιὰ νὰ διαπράξουν τὸ κακό. Τέταρτο εἶναι ἡ αἰσθητὴ πράξη, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία. Ἂν λοιπὸν ὁ νοῦς προσέχει μὲ νήψη, καὶ μὲ τὴν ἀντίρρηση καὶ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ φυγαδεύει τὴν προσβολὴ μόλις ἀναφανεῖ, τότε τὰ ἑπόμενα (συνδυασμός, συγκατάθεση, ἁμαρτία) μένουν ἀργά. Ὁ πονηρὸς δαίμονας ἐπειδὴ εἶναι ἀσώματος νοῦς, δὲν μπορεῖ διαφορετικὰ νὰ πλανήσει τὶς ψυχές, παρὰ μὲ τὴν φαντασία καὶ τοὺς λογισμούς. Γιὰ τὴν προσβολὴ ὁ Δαβὶδ λέει: «Κάθε πρωὶ σκότωνα ὅλους τους ἁμαρτωλούς της γὴς»(29). Καὶ ὁ μέγας Μωυσῆς λέει γιὰ τὴν συγκατάθεση: «Δὲν θὰ δώσεις τὴν συγκατάθεσή σου σ’ αὐτούς, γιὰ νὰ μὴ σὲ κάνουν καὶ ἁμαρτήσεις»(30).
47. Νοῦς μὲ νοῦ συμπλέκεται ἀόρατα καὶ πολεμᾶ, δηλαδὴ ὁ δαιμονικὸς νοῦς μὲ τὸ δικό μας. Καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη κάθε στιγμὴ νὰ φωνάζομε πρὸς τὸν Χριστό, νὰ διώξει τὸν δαιμονικὸ νοῦ καὶ νὰ μᾶς δώσει τὴ νίκη ὡς φιλάνθρωπος.
48. Ὑπόδειγμα τῆς ἡσυχίας τῆς καρδιᾶς νὰ ἔχεις ἐκεῖνον ποὺ κρατεῖ στὸ χέρι τοῦ καθρέφτη καὶ βλέπει μέσα σ’ αὐτὸν ἀδιάκοπα. Καὶ τότε θὰ βλέπεις ἐκεῖνα ποὺ ζωγραφίζονται νοερὰ μέσα στὴν καρδιά σου, τόσο τὰ πονηρὰ ὅσο καὶ τὰ ἀγαθά.
49. Κοίταξε νὰ μὴν ἔχεις κανένα λογισμὸ στὴν καρδιά σου, οὔτε παράλογο οὔτε εὔλογο, γιὰ νὰ ἀναγνωρίζεις εὔκολά τους ἀλλόφυλους, δηλαδὴ τοὺς πρωτότοκους γιοὺς τῶν Αἰγυπτίων.
50. Πόσο ὠφέλιμη καὶ τερπνή, φωτεινὴ καὶ γλυκύτατη, πανέμορφη, λαμπρὴ καὶ ὡραία ἀρετὴ εἶναι ἡ νήψη, ὅταν ἀπὸ Σένα Χριστὲ μπαίνει σὲ καλὸ δρόμο καὶ ὅταν ὁ ἄγρυπνος νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀσκεῖ μὲ μεγάλη ταπείνωση. Ἁπλώνει μέχρι τὴν θάλασσα καὶ μέχρι τὴν ἄβυσσο τῶν θεωριῶν τὰ κλήματά της καὶ μέχρι τῶν τερπνῶν καὶ θείων μυστηρίων τὰ βλαστάρια τῆς(31). Ποτίζει τὸ νοῦ ποὺ ἀπὸ πολὺ καιρὸ τὸν ἔχει κατακάψει ἡ ἀσέβεια μὲ τὴν ἁρμύρα τῶν πονηρῶν δαιμονικῶν λογισμῶν καὶ τὸ ἐχθρικὸ σαρκικὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο εἶναι θάνατος(32).
51. Ἡ νήψη μοιάζει μὲ τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, πάνω στὴν ὁποία μένει ὁ Θεὸς καὶ ἀνεβαίνουν οἱ Ἄγγελοι(33). Γιατί ἀφανίζει καὶ καταστρέφει ἀπὸ τὴν ψυχὴ μᾶς κάθε κακό. Αὐτὴ κόβει τὴν πολυλογία, τὴν κακολογία ἐναντίον τῶν ἄλλων, τὴν κατάκριση καὶ ὅλο τὸν κατάλογο τῶν αἰσθητῶν ἁμαρτημάτων, γιατί δὲν ἀνέχεται οὔτε γιὰ μία στιγμὴ νὰ στερηθεῖ ἐξαιτίας τοὺς τὴν δική της γλυκύτητα.
52. Τὴν νήψη, ἀδελφοί μου, ἂς τὴν ἀσκοῦμε μὲ προθυμία. Καὶ στὰ ὕψη της μὲ καθαρὴ διάνοια πετώντας μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἂς ἀναλογιζόμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ τὸν προηγούμενο βίο μας. Ἔτσι, νιώθοντας συντριβὴ καὶ ταπείνωση μὲ τὴν μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν μας, θὰ ἔχομε ἀκατάπαυστη τὴ βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας στὸν ἀόρατο πόλεμο. Ὅταν στερηθοῦμε τὴν βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ ὑπερηφάνεια ἢ κενοδοξία ἢ φιλαυτία, τότε στερούμαστε καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, μὲ τὴν ὁποία φανερώνεται ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο. ἐπειδὴ ἡ αἰτία νὰ δοῦμε τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου(34), εἶναι ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς.
53. Ὁ νοῦς ποὺ δὲν ἀμελεῖ τὴν κρυφὴ ἐργασία του, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα καλὰ ποὺ θὰ βρεῖ ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη φύλαξή του, θὰ βρεῖ καὶ τὶς πέντε αἰσθήσεις τοῦ σώματος νὰ εἶναι ἀργὲς ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ κακά. Γιατί μὲ τὸ νὰ προσέχει στὴν ἀρετὴ καὶ τὴ νήψη του καὶ μὲ τὸ νὰ θέλει νὰ ἐνδιατρίβει στὶς καλὲς σκέψεις, δὲν ἀνέχεται νὰ τὸν κλέβουν οἱ πέντε αἰσθήσεις ποὺ τοῦ φέρνουν ὑλικοὺς καὶ μάταιους λογισμούς. ἀλλὰ ἐπειδὴ γνωρίζει πόσο ἀπατηλὲς εἶναι, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς περιορίζει ἀκόμη καὶ μέσα του.
54. Μένε μέσα στὴ διάνοιά σου διὰ τῆς νήψεως καὶ δὲν θὰ κοπιάσεις στοὺς πειρασμούς. Ἂν φεύγεις ἀπὸ ἐκεῖ, ὑπόμενε τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται.
55. Ὅπως ἐκείνους ποὺ ἔχουν κακοφάγει, τοὺς ὠφελεῖ τὸ πικρὸ ἀψίνθιο, ἔτσι καὶ οἱ κακότροποι ἔχουν συμφέρον νὰ ὑποφέρουν θλίψεις.
56. Ἂν δὲ θέλεις νὰ ὑποφέρεις κακά, μὴ θέλεις καὶ νὰ κάνεις κακά, γιατί σ’ αὐτὸ ἀκολουθεῖ, χωρὶς ἐξαίρεση, ἐκεῖνο. Ὅ,τι σπείρει ὁ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θὰ θερίσει(35). Ὅταν λοιπὸν ἑκουσίως σπέρνομε τὰ πονηρὰ κι ἔπειτα ἀκουσίως τὰ θερίζομε, ὀφείλομε νὰ θαυμάζομε τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
57. Τυφλώνεται ὁ νοῦς μὲ τὰ τρία αὐτὰ πάθη, τὴ φιλαργυρία, τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ἡδονή.
58. Ἡ γνώση καὶ ἡ πίστη, ποὺ εἶναι σύντροφοι τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ἀπὸ τίποτε ἄλλο δὲν ἀδυνάτισαν, παρὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς προηγούμενες κακίες.
59. Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ καὶ οἱ πόλεμοι καὶ οἱ φόνοι καὶ ὅλος ὁ κατάλογος τῶν λοιπῶν κακῶν, ἐξαιτίας τῶν προηγουμένων τριῶν κακιῶν ἰσχυροποιήθηκαν πάρα πολὺ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
60. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει τὴν ἀλήθεια, δὲν μπορεῖ καὶ νὰ πιστεύει ἀληθινά. Γιατί ἡ γνώση φυσικὰ προηγεῖται ἀπὸ τὴν πίστη, κι αὐτὸ ἐπειδὴ ἐκεῖνα ποὺ λέει ἡ Γραφή, δὲν θὰ λέει μόνο γιὰ νὰ τὰ μάθομε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ πράξομε.
61. Ἂς ἀρχίσομε λοιπὸν τὸ ἔργο. Ἔτσι σιγὰ σιγὰ προκόβοντας θὰ βροῦμε ὅτι ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ ἡ βέβαιη πίστη καὶ ἡ βαθύτερη γνώση καὶ ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ θεία χαρίσματα καὶ ἡ ἀπὸ τὴν καρδιὰ ἐξομολόγηση καὶ τὰ συνεχῆ δάκρυα, ἔρχονται στοὺς πιστοὺς μὲ τὴν προσευχή. Καὶ ὄχι αὐτὰ μόνο. ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ ἡ εἰλικρινὴς συγχώρηση τοῦ πλησίον καὶ ἡ βαθιὰ γνώση τοῦ πνευματικοῦ νόμου καὶ ἡ εὕρεση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἡ χορήγηση τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν καὶ ὅλα ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς νὰ δώσει στοὺς πιστοὺς καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα. Καὶ μ’ ἕνα λόγο, εἶναι ἀδύνατο νὰ φανεῖ ἡ ψυχὴ εἰκόνα Θεοῦ, παρεκτὸς μὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ καὶ πίστη τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος παραμένει μὲ μεγάλη ταπεινοφροσύνη καὶ ἀδιάσπαστη προσευχὴ στὴ διάνοιά του.
62. Μεγάλο ἀγαθὸ πράγματι ἀπὸ τὴν πείρα ἔχομε παραλάβει, τὸ νὰ ἐπικαλούμαστε συνεχῶς τὸν Κύριο Ἰησοῦ ἐναντίον τῶν νοητῶν ἐχθρῶν, ὅσοι θέλομε νὰ καθαρίσομε τὴν καρδιά μας. Καὶ παρατήρησε, πῶς ὁ λόγος ποὺ λέω εἶναι σύμφωνος μὲ τὶς Ἅγιες Γραφές. Λέει κάπου: «Νὰ ἑτοιμάζεσαι Ἰσραὴλ γιὰ νὰ ἐπικαλεῖσαι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου»(36). Καὶ ὁ Ἀπόστολος λέει: «Νὰ προσεύχεστε ἀδιαλείπτως»(37). Καὶ ὁ Κύριός μας λέει: «Δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε δίχως ἐμένα. Ὅποιος μένει σ’ ἐμένα κι ἐγὼ σ’ αὐτόν, αὐτὸς κάνει πολὺ καρπό. Ἂν δὲ μείνει σ’ ἐμένα, θὰ πεταχτεῖ ἔξω ὅπως τὸ ξερὸ κλῆμα»(38). Μέγα ἀγαθὸ εἶναι ἡ προσευχή, τὸ ὁποῖο περιέχει ὅλες τὶς ἀρετές, γιατί καθαρίζει τὴν καρδιά, μέσα στὴν ὁποία ὁ Θεὸς φανερώνεται στοὺς πιστούς.
63. Ἡ ταπείνωση, ἐπειδὴ ἐκ φύσεως ἀνυψώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀφανίζει σχεδὸν ὅλα τὰ κακὰ ποὺ ὑπάρχουν μέσα μας τὰ ὁποία μισεῖ ὁ Θεός, εἶναι δυσκολοκατόρθωτη. Καὶ μπορεῖς νὰ βρεῖς σὲ ἕναν ἄνθρωπο μερικὴ ἐργασία πολλῶν ἀρετῶν, ἂν ὅμως ζητήσεις καὶ μυρωδιὰ μόνον ταπεινώσεως, μόλις ποὺ θὰ τὴ βρεῖς. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχομε μεγάλη ἐπιμέλεια, ὥστε νὰ ἀποκτήσομε τὴν ἁγία ταπείνωση. Ἡ Γραφή, τὸν διάβολο τὸν ὀνομάζει ἀκάθαρτο, ἐπειδὴ ἐξαρχῆς ἀπώθησε τὸ ἀγαθό της ταπεινοφροσύνης καὶ ἀγάπησε τὴν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτὸ καὶ πνεῦμα ἀκάθαρτο ὀνομάζεται σὲ ὅλες τὶς Γραφὲς(39). Ποιὰ σωματικὴ ἀκαθαρσία μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἀσώματος, ἄσαρκος καὶ ἀστάθμητος, γιὰ νὰ τὸν λέει ἡ Γραφὴ ἀκάθαρτο; Φανερὸ εἶναι ὅτι γιὰ τὴν ὑπερηφάνειά του ὀνομάστηκε ἀκάθαρτος καὶ ἀπὸ καθαρὸς καὶ φωτεινὸς ἄγγελος, ἔγινε βέβηλος. Ἐπειδή, γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι ἀκάθαρτος κάθε ὑπερήφανος(40), καὶ πρώτη ἁμαρτία εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια(41). Ἔτσι καὶ ὁ ὑπερήφανος Φαραὼ ἔλεγε: «Δὲ γνωρίζω τὸ Θεό σου καὶ δὲ θὰ ἐλευθερώσω τὸν Ἰσραὴλ»(42).
64. Ὑπάρχουν πολλὰ ἔργα καὶ πράξεις τοῦ νοῦ ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς προμηθεύσουν τὸ ἀγαθὸ δῶρο τῆς ταπεινοφροσύνης, ἂν δὲν εἴμαστε ἀμελεῖς γιὰ τὴν σωτηρία μας. δηλαδὴ ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὅσες κάναμε μὲ λόγια, μὲ ἔργα καὶ μὲ τὸ νοῦ μας, καὶ ἄλλα πολλὰ ποὺ βοηθοῦν νὰ ἀποκτήσομε τὴν ταπεινοφροσύνη. Ταπείνωση ἀληθινὴ προξενεῖ καὶ τὸ νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὰ κατορθώματα τῆς ἀρετῆς τῶν ἄλλων καὶ νὰ μεγαλοποιοῦμε τὰ ἄλλα φυσικὰ πλεονεκτήματά τους καὶ νὰ συγκρίνομε τὰ δικά μας ἔργα μὲ τὰ δικά τους, γιὰ νὰ βλέπομε ὅτι εἴμαστε κατώτεροι ἀπὸ αὐτούς. Καὶ ἔτσι βλέποντας ὁ νοῦς τὴν εὐτέλειά του καὶ πόσο ὑστερεῖ ἀπὸ τὴν τελειότητα τῶν ἀδελφῶν, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄνθρωπο, ἀλλὰ σκύλο, ἐπειδὴ σὲ ὅλα εἶναι κατώτερος καὶ πολὺ πίσω ἀπὸ ὅλους τους λογικοὺς ἀνθρώπους.
65. Λέει τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ στύλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μέγας πατέρας μᾶς Βασίλειος: «Μεγάλο καλὸ γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνομε, οὔτε τὴν ἄλλη μέρα νὰ πέφτομε στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, εἶναι τὸ νὰ ἀνακρίνομε στὸ τέλος τῆς ἡμέρας τὴν συνείδησή μας σὲ τί σφάλαμε καὶ τί καλὸ κάναμε. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ Ἰὼβ γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ(43). Γιατί οἱ ἀνακρίσεις τῶν πράξεών μας, ὅταν γίνονται κάθε μέρα, μᾶς φωτίζουν τί πρέπει νὰ κάνομε κάθε στιγμή».
66. Καὶ ἄλλος πάλι σοφὸς στὰ θεία εἶπε: «Ἀρχὴ τῆς καρποφορίας εἶναι τὸ ἄνθος καὶ ἀρχὴ τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἐγκράτεια». Λοιπὸν ἂς ἐγκρατευτοῦμε. καὶ αὐτὸ μὲ μέτρο καὶ ζύγι, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες. Καὶ ὅλη τὴν ἡμέρα, τὶς δώδεκα ὧρες, νὰ τὶς περνοῦμε μὲ νήψη καὶ φύλαξη τοῦ νοῦ. Ἂν κάνομε ἔτσι, θὰ μπορέσομε μὲ κάποια βία νὰ σβήσομε καὶ νὰ λιγοστέψομε τὴν κακία μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ μὲ τὴ βία κατορθώνεται ἡ ἐνάρετη ζωή, μὲ τὴν ὁποία μᾶς δίνεται ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν(44).
67. Ὁ δρόμος γιὰ τὴ θεία γνώση εἶναι ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ ταπείνωση. Χωρὶς αὐτές, κανεὶς δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο.
68. Ἐκεῖνος ποὺ προσέχει διαρκῶς στὸ ἐσωτερικό του, εἶναι φρόνιμος καὶ ἐγκρατής. καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀσχολεῖται μὲ πνευματικὲς θεωρίες καὶ θεολογεῖ καὶ προσεύχεται. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος: «Νὰ ὁδηγεῖστε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα καὶ δὲ θὰ ἐκτελέσετε ἐπιθυμία τῆς σάρκας»(45).
69. Ὅποιος δὲν ξέρει νὰ βαδίζει τὸν πνευματικὸ δρόμο, δὲν φροντίζει διόλου γιὰ τὶς ἐμπαθεῖς σκέψεις. Ὅλη του ἡ ἀσχολία εἶναι γύρω ἀπὸ τὴ σάρκα καὶ ἢ εἶναι γαστρίμαργος καὶ ἀκόλαστος, ἢ λυπᾶται καὶ ὀργίζεται καὶ μνησικακεῖ. μὲ αὐτὰ σκοτίζει τὸ νοῦ του. Ἢ πάλι μεταχειρίζεται ὑπερβολικὴ ἄσκηση καὶ θολώνει τὴν διάνοιά του.
70. Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκατέλειψε τὰ ἐξωτερικὰ μόνο πράγματα, π.χ. τὴν γυναίκα, τὰ χρήματα κλπ., μόνον ἐξωτερικῶς ἔγινε μοναχός, ὄχι ὅμως καὶ ἐσωτερικῶς. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπαρνήθηκε καὶ τὶς ἐμπαθεῖς σκέψεις τοῦ νοῦ του, αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸς μοναχός. Καὶ τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, εὔκολα τὸν κάνει κανεὶς μοναχό, ἂν θελήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνεις μοναχὸ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας.
71. Ποιὸς ἄραγε εἶναι ἐκεῖνος στὴν παροῦσα γενιά, ποὺ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἐντελῶς ἀπὸ ἐμπαθεῖς σκέψεις καὶ ἀξιώθηκε νὰ ἀποκτήσει καὶ νὰ ἔχει διαπαντὸς τὴν καθαρὴ καὶ μακριὰ ἀπὸ κάθε ὑλικὴ σκέψη προσευχή; Αὐτὸ εἶναι τὸ σημάδι τοῦ ἐσωτερικοῦ μοναχοῦ.
72. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας. Καὶ φανερώνονται τότε, ὅταν παρουσιάζονται οἱ αἰτίες τους.
73. Μὴν ἀφιερώνεις ὅλη σου τὴν ἀσχολία γύρω ἀπὸ τὴ σάρκα, ἀλλὰ ὅρισέ της ἄσκηση κατὰ δύναμη καὶ ὅλο σου τὸ νοῦ νὰ τὸν στρέφεις ἐντός σου. Γιατί ἡ σωματικὴ ἄσκηση λίγο ὠφελεῖ, ἐνῶ ἡ εὐσέβεια εἶναι σὲ ὅλα ὠφέλιμη(46).
74. Ὅταν τὰ πάθη πάψουν νὰ ἐνεργοῦν, εἴτε γιατί ἀποκόπτονται οἱ αἰτίες, εἴτε γιατί οἱ δαίμονες δολίως ὑποχωροῦν, ἀκολουθεῖ ἡ ὑπερηφάνεια.
75. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ταλαιπώρηση τῆς σάρκας ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. ἡ πρώτη καταργεῖ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς, ἡ ἄλλη τὰ πάθη τοῦ σώματος. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος: «Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιὰ διότι αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεὸ»(47). Θὰ δοῦν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς θησαυρούς Του, ὅταν μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια καθαρίσουν τὸν ἑαυτό τους. Καὶ τόσο περισσότερο θὰ Τὸν δοῦν, ὅσο ἐπιτείνουν τὴν κάθαρση.
76. Σκοπιὰ ἀπὸ τὴν ὁποία βλέπει κανεὶς τοὺς λόγους κάθε ἀρετῆς εἶναι ἡ τήρηση τοῦ νοῦ, ὅπως ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος φρουρὸς τοῦ Δαβὶδ φανέρωνε τὴν «περιτομὴ τῆς καρδιᾶς»(48).
77. Ὅπως ὅταν βλέπομε μὲ τὰ μάτια μᾶς ἐκεῖνα ποὺ βλάπτουν, βλαπτόμαστε, ἔτσι καὶ ὅταν συλλογιζόμαστε μὲ τὸ νοῦ μᾶς πονηροὺς λογισμούς.
78. Ὅπως ὅταν χτυπήσει κανεὶς τὴν ρίζα τοῦ φυτοῦ, τὸ ξεραίνει ὁλόκληρο, ἔτσι συμβαίνει καὶ ὅταν χτυπηθεῖ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νὰ προσέχομε κάθε στιγμή, γιατί οἱ δαίμονες ποτὲ δὲν κάθονται ἀργοί.
79. Ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ δείξει ὅτι κάθε ἐντολὴ τὴν ἐκτελοῦμε ἀπὸ χρέος, ἐνῶ ἡ υἱοθεσία ποὺ προσφέρει, συντελεῖται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ αἷμα Του, λέει: «Ὅταν κάνετε ὅσα ἔχετε διαταχθεῖ, νὰ πεῖτε ὅτι εἴμαστε ἀχρεῖοι δοῦλοι καὶ κάναμε αὐτὸ ποὺ ὀφείλαμε»(49). Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι μισθὸς ἔργων ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀλλὰ χάρη καὶ δωρεὰ τοῦ Κυρίου ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ τοὺς πιστοὺς δούλους Του. Δὲν ἀπαιτεῖ ὁ δοῦλος τὴν ἐλευθερία ὡς μισθό, ἀλλὰ εὐχαριστεῖ ὡς ὀφειλέτης καὶ τὴν περιμένει ὡς δωρεά.
80. Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς(50), καὶ σὲ ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν καλῶς, χαρίζει τὴν ἐλευθερία. Γιατί λέει: «Εὖγε δοῦλε χρήσιμε καὶ πιστέ. στάθηκες πιστὸς στὰ λίγα, θὰ σοὺ ἐμπιστευθῶ πολλά. Ἔλα μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου σου»(51). Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη δοῦλος πιστὸς ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται στὴν ἁπλὴ καὶ ψιλὴ γνώση, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δείχνει τὴν πίστη του μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν ἐντολοδότη Χριστό.
81. Ἐκεῖνος ποὺ τιμᾶ τὸν Κύριο, ἐκτελεῖ ὅσα διατάζει Ἐκεῖνος. Ὅταν κάνει σφάλμα ἢ παρακοή, ὑπομένει σὰν δίκαιες τὶς συμφορές. Ἂν εἶσαι φιλομαθής, νὰ γίνεις καὶ φιλόπονος. Γιατί ἡ ψιλὴ γνώση «φουσκώνει» τὸν ἄνθρωπο(52).
82. Οἱ πειρασμοὶ ποὺ μᾶς ἔρχονται ἀναπάντεχα, μᾶς διδάσκουν κατ’ οἰκονομία Θεοῦ νὰ γινόμαστε φιλόπονοι.
83. Τὸ ἄστρο ἔχει τὸ ἰδίωμα νὰ λάμπει. Καὶ ὁ θεοσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸ Θεὸ ἔχει ὡς ἰδίωμα τὴ λιτότητα καὶ τὴν ταπείνωση, ἐπειδὴ κανένα ἄλλο δὲν εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ παρὰ τὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ τὸ λιτὸ παρουσιαστικό. Καὶ αὐτὸ μὲ ὅλους τους τρόπους τὸ φωνάζουν τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια. Ἐκεῖνος ποὺ δὲ ζεῖ ἔτσι ταπεινά, ξεπέφτει ἀπὸ τὸ μέρος Ἐκείνου ποὺ ταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ Τοῦ μέχρι σταυροῦ καὶ θανάτου, ὁ Ὁποῖος εἶναι καὶ τῶν θείων Εὐαγγελίων ὁ πρακτικὸς Νομοθέτης.
84. Λέει ἡ Γραφή: «Ὅσοι διψᾶτε, πηγαίνετε στὸ νερὸ»(53). Ὅσοι ὅμως διψᾶτε τὸ Θεό, βαδίζετε μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ σας. Πρέπει ὅμως, ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴν καθαρότητα αὐτὴ πετᾶ ψηλά, νὰ βλέπει καὶ κάτω τὴ γῆ τῆς μηδαμινότητάς του. Γιατί κανεὶς δὲν εἶναι ὑψηλότερός του ταπεινοῦ. Ὅπως ὅταν δὲν ὑπάρχει φῶς εἶναι ὅλα σκοτεινὰ καὶ ζοφερά, ἔτσι καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχει ταπεινοφροσύνη, ὅλα μας τὰ κατὰ Θεὸν ἔργα εἶναι μάταια καὶ ἄχρηστα.
85. Ἄκου τώρα τὴν κατακλείδα τοῦ λόγου μου. Νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεὸ καὶ νὰ φυλάγεις τὶς ἐντολὲς Τοῦ(54), καὶ νοερὰ καὶ αἰσθητά. Γιατί ἂν βιάσεις τὸν ἑαυτό σου νὰ τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολὲς νοερά, λίγες φορὲς θὰ χρειαστεῖς αἰσθητοὺς κόπους γιὰ τὴν τήρησή τους, ὅπως λέει καὶ ὁ Δαβίδ: «Θέλησα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου νὰ πράξω τὸ θέλημά Σου καὶ τὸ νόμο Σου»(55).
86. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν κάνει τὸ θέλημα καὶ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, οὔτε ἐξωτερικῶς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει εὔκολα. Καὶ θὰ πεῖ πρὸς τὸ Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει νήψη καὶ εἶναι ἀδιάφορος: «Δὲν θέλω νὰ ξέρω τοὺς δρόμους Σου»(56), ὁπωσδήποτε ἀπὸ ἔλλειψη θείου φωτισμοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ μετέχει στὸ θεῖο φωτισμό, δὲ μένει χωρὶς ἐσωτερικὴ πληροφορία, ἀλλὰ θὰ γίνει στερεὸς καὶ ἀμετακίνητος σχετικὰ μὲ τὰ θεία.
87. Ὅπως τὸ ἁλάτι κάνει νόστιμο τὸ ψωμὶ καὶ κάθε φαγητὸ καὶ διατηρεῖ τὰ κρέατα νὰ μὴ σαπίζουν, τὸ ἴδιο σκέψου καὶ γιὰ τὴ νοητὴ γλυκύτητα καὶ τὴ θαυμαστὴ ἐργασία τῆς φυλάξεως τοῦ νοῦ. Γιατί γλυκαίνει μὲ θεῖο τρόπο τὸν ἐσωτερικὸ καὶ τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, διώχνει τὴν δυσωδία τῶν πονηρῶν λογισμῶν καὶ μᾶς διατηρεῖ σταθεροὺς στὰ καλά.
88. Ἀπὸ τὴν προσβολὴ γεννιοῦνται πολλοὶ πονηροὶ λογισμοί. Ἀπὸ αὐτοὺς γεννιέται ἡ ἁμαρτωλὴ πράξη. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος εὐθὺς μόλις φανεῖ ἡ πονηρὴ προσβολὴ τὴ σβήνει ἀμέσως μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὸς ξέφυγε καὶ τὰ ἑπόμενα καὶ θὰ γεμίσει πλουσιοπάροχα ἀπὸ γλυκιὰ θεία γνώση, μὲ τὴν ὁποία θὰ βρεῖ τὸν Θεό, τὸν πανταχοῦ παρόντα. Στρέφοντας πρὸς Αὐτὸν σταθερὰ τὸν καθρέφτη τοῦ νοῦ του, φωτίζεται ἀκατάπαυστα, ὅπως φωτίζει ὁ ἥλιος τὸ καθαρὸ γυαλί. Καὶ τότε ἀναπαύεται ὁ νοῦς ἀπὸ κάθε ἄλλη θεωρία, γιατί ἔφτασε στὸ ἔσχατο ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπιθυμητὰ πράγματα.
89. Ἐπειδὴ κάθε λογισμὸς μὲ τὴ φαντασία κάποιων αἰσθητῶν μπαίνει στὴν καρδιά, τότε καταυγάζει τὸ νοῦ τὸ μακάριο φῶς τῆς θεότητας, ὅταν ἀδειάσει ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ μείνει χωρὶς σχήματα καὶ μορφές. Γιατί βέβαια, ἡ θεία ἐκείνη λαμπρότητα φαίνεται στὸν καθαρὸ νοῦ, ὅταν στερηθεῖ αὐτὸς ὅλα τὰ νοήματα.
90. Ὅσο πιὸ τέλεια προσέχεις τὴν διάνοια, τόσο περισσότερο μὲ πόθο θὰ προσευχηθεῖς στὸν Ἰησοῦ. Ὅσο πάλι ἀμελεῖς τὴν διάνοιά σου, τόσο περισσότερο θὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ὅπως τὸ πρῶτο φωτίζει τέλεια τὸν ἀέρα (τὸν χῶρο) τῆς διάνοιας, ἔτσι καὶ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴ νήψη καὶ ἀπὸ τὴν γλυκιὰ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ τὸν σκοτίζει ἀπόλυτα. Τὸ πράγμα εἶναι τέτοιο ἀπὸ τὴ φύση του καὶ δὲ γίνεται διαφορετικά. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀντιληφθεῖς μὲ τὴν πείρα, δοκιμάζοντας τὸ στὴν πράξη. Γιατί καμιὰ ἀρετὴ καὶ ξεχωριστὰ ἡ φωτογεννήτρα αὐτὴ κι εὐχάριστη πνευματικὴ ἐργασία, δὲ συμβαίνει νὰ διδάσκεται ἀλλιῶς, παρὰ ἀπὸ τὴν πείρα.
91. Αἰτία τῆς ἀδιάκοπης ἐπικλήσεως τοῦ Ἰησοῦ, μ’ ἕνα πόθο γεμάτο γλυκύτητα καὶ χαρά, εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ γαλήνη ἀπὸ τὴν ὁποία εἶναι γεμάτος ὁ ἀέρας τῆς καρδιᾶς, ἐξαιτίας τῆς ἄκρας προσοχῆς. Αἰτία τῆς τέλειας καθάρσεως τῆς καρδιᾶς εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅλων τῶν καλῶν αἴτιος καὶ ποιητής. ὅπως λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς ποὺ φέρνω τὴν εἰρήνη»(57).
92. Ἡ ψυχὴ ποὺ εὐεργετεῖται καὶ γλυκαίνεται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἀνταμείβει τὸν Εὐεργέτη της μὲ τὴν δοξολογία πρὸς Αὐτόν, γεμάτη ἀγάπη καὶ ἀγαλλίαση. εὐχαριστεῖ καὶ ἐπικαλεῖται μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη Αὐτὸν ποὺ τῆς χαρίζει τὴν εἰρήνη καὶ Τὸν βλέπει νοητῶς μέσα της νὰ διαλύει τὶς φαντασίες τῶν πονηρῶν πνευμάτων.
93. «Καὶ ἀτένισε – λέγει ὁ Δαβὶδ – ὁ νοητὸς ὀφθαλμός μου τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς μου καὶ τὸ αὐτί μου θὰ ἀκούσει αὐτοὺς ποὺ ξεσηκώνονται πονηρὰ ἐναντίον μου»(58). «Καὶ εἶδα νὰ γίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀνταπόδοση στοὺς ἁμαρτωλοὺς γιὰ χάρη μου»(59). Ὅταν δὲν ὑπάρχουν φαντασίες μέσα στὴν καρδιά, τότε ὁ νοῦς βρίσκεται στὴ φυσική του κατάσταση καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ κινεῖται σὲ κάθε θεωρία τερπνή, πνευματικὴ καὶ ἀγαπημένη ἀπὸ τὸ Θεό.
94. Ἔτσι λοιπόν, ὅπως εἶπα, εἶναι ἐκ φύσεως συστατικὰ τὸ ἕνα του ἄλλου ἡ νήψη καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἄκρα προσοχὴ συντελεῖ στὴν ἀδιάκοπη εὐχή. ἡ εὐχὴ πάλι στὴν τέλεια νήψη καὶ προσοχὴ τοῦ νοῦ.
95. Ὠφέλιμος παιδαγωγὸς καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀδιάκοπη μνήμη τοῦ θανάτου. ἀφήνοντας δηλαδὴ ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὸ μεταξύ, αὐτὸν πάντοτε νὰ ἔχομε ἐμπρὸς στὰ μάτια μας, αὐτὸ τὸ κρεβάτι νὰ φανταζόμαστε ὅπου ξαπλωμένοι θὰ ψυχομαχοῦμε καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα.
96. Δὲν πρέπει, ἀδελφοί, νὰ ἀποκοιμηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι διαπαντὸς ἀπλήγωτος. Ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ νὰ πέσει καὶ νὰ χαθεῖ ἀφοῦ γυμνωθεῖ ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἢ νὰ στέκεται πάντοτε μὲ τὸ νοῦ τοῦ ὁπλισμένο. Γιατί καὶ ὁ ἐχθρὸς διάβολος πάντοτε στέκεται ὁπλισμένος, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν παράταξή του.
97. Ἀπὸ τὴ συνεχῆ μνήμη καὶ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἂν δὲν ἀμελοῦμε τὴν ἀδιάκοπη νοερὴ δέησή μας πρὸς Αὐτὸν καὶ τὴν ἀδιάσπαστη νήψη καὶ τὴν ἐργασία τῆς προσοχῆς, δημιουργεῖται στὸ νοῦ μᾶς μία θεία κατάσταση. Ἑπομένως ἂς ἔχομε πραγματικό μας ἔργο ποὺ θὰ ἐκτελοῦμε πάντοτε καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, κράζοντας πρὸς Αὐτὸν μὲ πυρπολημένη καρδιὰ ὥστε νὰ γίνομε μέτοχοί του ἁγίου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ συνεχὴς ἐργασία καὶ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν κακία εἶναι μητέρα τῆς συνήθειας. Καὶ αὐτὴ εἶναι δεύτερη φύση. Ὅταν φτάσει ὁ νοῦς σὲ τέτοια κατάσταση, τότε ζητάει τοὺς ἐχθροὺς δαίμονες, ὅπως τὸ λαγωνικὸ ζητάει τὸ λαγὸ μέσα στὶς λόχμες. καὶ αὐτὸ ζητάει τὸν λαγὸ γιὰ νὰ τὸν φάει, ἐνῶ ὁ ἀγωνιστὴς νοῦς τὸν ἐχθρὸ γιὰ νὰ τὸν ἀφανίσει.
98. Ὅταν λοιπὸν συμβαίνει νὰ πληθύνονται στὸ νοῦ μας οἱ πονηροὶ λογισμοί, νὰ βάζομε ἀνάμεσά τους τὴν ἐπίκληση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀμέσως θὰ τοὺς δοῦμε νὰ διαλύονται σὰν καπνὸς στὸν ἀέρα, ὅπως μᾶς δίδαξε ἡ πείρα. Καὶ τότε ἀφοῦ μείνει μόνος του ὁ νοῦς, χωρὶς τοὺς πονηροὺς λογισμούς, ἂς ἀρχίζομε πάλι τὴ συνεχῆ προσοχὴ καὶ ἐπίκληση. Καὶ ὅσες φορὲς τὸ πάθομε αὐτὸ ἀπὸ πειρασμό, ἔτσι νὰ κάνομε.
99. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μπεῖ κανεὶς στὸν πόλεμο μὲ γυμνό, ἄοπλο σῶμα, ἢ νὰ κολυμπήσει σὲ μεγάλο πέλαγος μὲ τὰ ροῦχα του, ἢ νὰ ζήσει χωρὶς νὰ ἀναπνέει, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο χωρὶς ταπείνωση καὶ συνεχῆ δέηση πρὸς τὸν Χριστό, νὰ μάθει κανεὶς τὸ νοητὸ καὶ κρυφὸ πόλεμο καὶ νὰ καταδιώκει καὶ νὰ χτυπᾶ μὲ τέχνη τὸ νοητὸ ἐχθρό.
100. Ὁ μέγας κατὰ τὴν πρακτικὴ ἀρετὴ Δαβὶδ λέει πρὸς τὸν Κύριο: «Τὸ κράτος μου πρὸς σὲ φυλάξω»(60). Ὥστε τὸ νὰ φυλαχθεῖ μέσα μας τὸ «κράτος», δήλ. ἡ δύναμη τῆς καρδιακῆς καὶ νοερὴς ἡσυχίας, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιοῦνται ὅλες οἱ ἀρετές, αὐτὸ ἐπέρχεται σ’ ἐμᾶς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε τὶς ἐντολὲς καὶ διώχνει ἀπὸ μᾶς τὴν σιχαμερὴ λήθη ὅταν συνεχῶς τὸν καλοῦμε νὰ μᾶς βοηθήσει, καὶ ἡ ὁποία (λήθη) φθείρει ὑπερβολικὰ τὴν καρδιακὴ ἡσυχία, ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴ φωτιά. Γι’ αὐτό, μοναχέ, μὴν κοιμᾶσαι ἀπὸ ἀμέλεια τὸν ὕπνο τοῦ θανάτου(61), ἀλλὰ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μαστίγωνε τοὺς ἐχθρούς. καί, ὅπως κάποιος σοφὸς ἔχει πεῖ, τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἂς ἑνωθεῖ μὲ τὴν πνοή σου καὶ τότε θὰ μάθεις τὴν ὠφέλεια τῆς ἡσυχίας(62).
101. Ὅταν ἀξιωθοῦμε οἱ ἀνάξιοι νὰ κοινωνήσομε τὰ θεία καὶ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας καὶ Βασιλιά, τὰ φοβερὰ καὶ φρικτά, ἂς ἐπιδείξομε τότε περισσότερο τὴ νήψη καὶ τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἀκρίβεια, γιὰ νὰ καταφλέξει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες ἀκαθαρσίες μας τὸ θεϊκὸ πῦρ, δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὅταν αὐτὸ μπαίνει μέσα μας, εὐθὺς διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάναμε πρωτύτερα. καὶ ἀφήνεται ὁ νοῦς τότε χωρὶς τὴν ἐνόχληση τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Καὶ ἂν στὴν συνέχεια φυλάξομε μὲ ἀκρίβεια τὸ νοῦ μας καὶ φρουρήσομε τὴν καρδιά μας, ὅταν ἀξιωθοῦμε πάλι νὰ κοινωνήσομε, τότε ἀκόμη περισσότερο τὸ θεῖο Σῶμα καταλάμπει τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει ὅμοιο μὲ ἀστέρι.
102. Ἡ λήθη ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ σβήνει τὴ φύλαξη τοῦ νοῦ ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴ φωτιά. Ἡ ἀδιάκοπη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ἀδιάσπαστη νήψη ἐξαφανίζει τελείως τὴ λήθη ἀπὸ τὴν καρδιά. Γιατί ἡ εὐχὴ ἔχει ἀνάγκη τῆς νήψεως ὅπως τὸ λυχνάρι γιὰ νὰ φωτίσει ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ φυτίλι.
103. Πρέπει νὰ κοπιάζομε γιὰ νὰ φυλάξομε τὰ πολύτιμα. Καὶ πολύτιμα πράγματι εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προφυλάγουν ἀπὸ κάθε αἰσθητὴ καὶ νοητὴ κακία. κι αὐτὰ εἶναι ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ καὶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ βλέπομε πάντοτε στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ ἠσυχάζομαι ἀκατάπαυστα στὴ διάνοια – γιὰ νὰ πῶ ἔτσι – ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐκείνους τοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς φαίνονται ὅτι εἶναι καλοί, καὶ νὰ φροντίζομε νὰ βρισκόμαστε ἄδειοι ἀπὸ λογισμούς. ἔτσι δὲν θὰ μπαίνουν στὴν διάνοιά μας ἀπαρατήρητοι οἱ κλέφτες δαίμονες. Ἂν καὶ κοπιάζομε ὅταν παραμένομε στὸ ἔργο αὐτὸ τῆς καρδιᾶς, ὅμως κοντὰ εἶναι ἡ παρηγοριά.
104. Ἐκ φύσεως ἡ καρδιά, ὅταν φυλάγεται ἀδιάκοπα καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ δέχεται τὶς μορφὲς καὶ τὶς εἰκόνες καὶ τὶς φαντασίες τῶν σκοτεινῶν καὶ πονηρῶν πνευμάτων, γεννᾶ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τῆς λογισμοὺς ποὺ φεγγοβολοῦν. Ὅπως τὸ κάρβουνο γεννᾶ φλόγα, ἔτσι πολὺ περισσότερο ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ μέσα στὴν καρδιὰ μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ἂν βρίσκει τὸν ἀέρα τῆς διάνοιάς μας καθαρὸ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς πονηρίας καὶ φρουρούμενο ἀπὸ τὴν τήρηση τοῦ νοῦ, ἀνάβει τὴν διάνοιά μας γιὰ νὰ δοθεῖ σὲ θεωρίες, ὅπως ἡ φλόγα τὸ κερί.
105. Πρέπει πάντοτε νὰ στρέφομε μέσα στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ ἀστραπὴ στρέφεται στὸ στερέωμα, ὅταν πρόκειται νὰ πέσει ἡ βροχή. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν πείρα τοῦ νοῦ καὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ πολέμου. Ἔτσι θὰ διευθύνομε μὲ τάξη στρατηγικὴ τὸν νοητὸ αὐτὸ πόλεμο: Πρῶτα, προσοχή. κατόπιν, ὅταν δοῦμε ὅτι ἦρθε ὁ ἐχθρὸς λογισμὸς στὴν καρδιά μας, νὰ τὸν χτυπήσομε ὀργισμένοι μὲ λόγια κατάρας. Τρίτον, ἀμέσως νὰ προσευχηθοῦμε ἐναντίον του, συγκεντρώνοντας τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ καταπέσει ἀμέσως ἡ δαιμονικὴ φανταστικὴ εἰκόνα, ὥστε νὰ μὴν ἀκολουθήσει ὁ νοῦς τὴν φαντασία, σὰν νήπιο ποὺ πλανιέται ἀπὸ κάποιον ψευδοθαυματοποιό.
106. Ἂς κοπιάσομε σὰν τὸν Δαβίδ, κράζοντας τὸ \”Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ\”. Ἂς βραχνιάσει ὁ λάρυγγάς μας καὶ ἂς μὴν κουράζονται τὰ μάτια τοῦ νοῦ μας ἀπὸ τὸ νὰ ἐλπίζομε στὸν Κύριο τὸ Θεό μας.
107. Ἂς θυμόμαστε πάντοτε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄδικου κριτῆ, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ νὰ διδάξει ὅτι πρέπει νὰ προσευχόμαστε πάντοτε καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, καὶ θὰ βροῦμε τὸ κέρδος καὶ τὴν προστασία ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δαίμονες.
108. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀτενίζει πρὸς τὸν ἥλιο, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν φωτίζεται πλουσιοπάροχα τὸ πρόσωπό του, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ σκύβει μέσα στὸν ἄερα τῆς καρδιᾶς, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν φωτίζεται.
109. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσει κανεὶς στὴ ζωὴ αὐτὴ χωρὶς νὰ τρώει καὶ νὰ πίνει, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο, χωρὶς φύλαξη τοῦ νοῦ καὶ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ χωρὶς ἐκεῖνο ποὺ λέγεται νήψη, νὰ φτάσει ἡ ψυχὴ σὲ κάτι πνευματικὸ καὶ ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἢ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν κατὰ διάνοια ἁμαρτία, ἀκόμη καὶ ἂν βιάζει κανεὶς τὸν ἑαυτό του νὰ μὴν ἁμαρτάνει ἀπὸ τὸν φόβο τῶν κολάσεων.
110. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀπέχουν μὲ κάποια βία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι μακάριοι ἐνώπιόν του Θεοῦ, τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων, γιατί λογαριάζονται ὡς \”βιαστὲς\” τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
111. Ἡ θαυμαστὴ ὠφέλεια τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν ἡσυχία εἶναι ὅτι ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα πρωτύτερα χτυποῦσαν τὴν πόρτα τοῦ νοῦ μόνο μὲ λογισμούς, ὥστε ἂν γίνονταν δεκτοὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν διάνοια, νὰ γίνουν αἰσθητὰ καὶ χοντρὰ ἁμαρτήματα, ὅλα αὐτὰ τὰ κόβει ἡ διανοητικὴ καὶ νηπτικὴ ἀρετή, γιατί τὰ ἐμποδίζει νὰ μποῦν στὸν ἐσωτερικό μας ἄνθρωπο καὶ νὰ γίνουν ἔργα πονηρά. καὶ αὐτό, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
112. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι εἰκόνα τῆς ἐξωτερικῆς καὶ αἰσθητὴς σωματικῆς ἀσκήσεως. Τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι εἰκόνα τῆς προσοχῆς, δηλαδὴ τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς. Ἡ Παλαιὰ δὲν τελειοποιοῦσε οὔτε ὁλοκλήρωνε τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο στὴ θεοσέβεια, -ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: \”Κανένα δὲν τελειοποίησε ὁ Νόμος\”- ἀλλὰ ἐμπόδιζε μόνο τὰ χοντρὰ ἁμαρτήματα, Γιατί ἀπὸ τὸ νὰ ἐμποδίσει νὰ βγάζει κάποιος τὸ μάτι καὶ τὸ δόντι τοῦ πλησίον, ἀκόμη καὶ τὸ νὰ κόβει κανεὶς τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις ἀπὸ τὴν καρδιὰ – ποὺ εἶναι διάταξη τοῦ Εὐαγγελίου- εἶναι ἀνώτερο καὶ συντελεῖ περισσότερο στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἔτσι καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν σωματικὴ ἀρετὴ καὶ ἄσκηση, ἐννοῶ τὴ νηστεία, τὴν ἐγκράτεια, τὴ χαμαικοιτία. τὴν ὀρθοστασία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὰ λοιπὰ ποὺ ἀναφέρονται στὸ σῶμα καὶ κάνουν νὰ ἡσυχάζει τὸ παθητικὸ μέρος τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ἁμαρτία, ὅπως εἶπα καὶ γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, εἶναι καλὰ καὶ αὐτά. Γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι παιδαγωγία τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου καὶ φρούρηση τῶν παθῶν ποὺ ἐνεργοῦνται σωματικά, ἀλλὰ καὶ τὰ κατὰ διάνοια ἁμαρτήματα φρουροῦν, δηλαδὴ ἐμποδίζουν, ὅπως γιὰ παράδειγμα μποροῦν νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ φθόνο, τὴν ὀργὴ καὶ τὰ λοιπά.
113. Ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ ἡ φύλαξη καὶ τήρηση τοῦ νοῦ, τύπος τῆς ὁποίας εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη, ἂν τὴν φυλάγομε ὅπως πρέπει, ξεριζώνει καὶ κόβει ὅλα τὰ πάθη καὶ ὅλα τὰ κακὰ ἀπὸ τὴν καρδιά, καὶ εἰσάγει χαρά, καλὴ ἐλπίδα, κατάνυξη, πένθος, δάκρυα, ἀκριβῆ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας, μνήμη θανάτου, ταπείνωση ἀληθινή, ἀγάπη ἄπειρη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐγκάρδιο θεῖο ἔρωτα.
114. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατό, ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει, νὰ μὴν κόβει τὸν ἀέρα γιὰ νὰ περπατήσει, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν πολεμεῖται ἀκατάπαυστα ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἢ νὰ ἐπηρεάζεται κρυφὰ ἀπὸ αὐτούς, καὶ ἂν ἀκόμη ἔχει μεγάλη σωματικὴ ἄσκηση.
115. Ἂν θέλεις ὄχι μόνο νὰ νομίζεσαι μοναχὸς ἐνάρετος καὶ ἐπιεικὴς καὶ ἑνωμένος πάντοτε μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ νὰ εἶσαι στὴν πραγματικότητα τέτοιος, τότε νὰ ἐξασκεῖς μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη τὴν ἀρετὴ τῆς νοερῆς προσοχῆς, ἡ ὁποία εἶναι φύλαξη καὶ τήρηση τοῦ νοῦ καὶ τέλεια καρδιακὴ γλυκειὰ ἡσυχία, μία ψυχικὴ κατάσταση μακάρια καὶ χωρὶς φαντασία ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ πολλούς.
116. Αὐτὴ λέγεται νοητὴ φιλοσοφία. Βάδιζε τὴν μὲ μεγάλη νήψη καὶ θερμὴ προθυμία μαζὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, μὲ ταπείνωση καὶ ἀδιάκοπη δέηση καὶ μὲ σιωπὴ τῶν αἰσθητῶν καὶ νοητῶν χειλέων, μὲ ἐγκράτεια φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ κάθε ἁμαρτωλοῦ πράγματος. Βάδιζε τὴν πάνω στὸ δρόμο τῆς διάνοιας μὲ συναίσθηση καὶ μὲ φρόνηση. Καὶ αὐτὴ θὰ σὲ διδάξει, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνα ποὺ δὲν τὰ γνώριζες καὶ θὰ σοὺ φανερώσει καὶ θὰ σὲ φωτίσει καὶ θὰ σὲ συνετίσει καὶ θὰ σὲ μάθει πράγματα, τὰ ὁποῖα πρωτύτερα ἦταν ἀδύνατο νὰ τὰ βάλεις στὸ νοῦ σου, καθὼς περπατοῦσες μέσα στὸ σκοτάδι τῶν παθῶν καὶ τῶν σκοτεινῶν ἔργων καὶ ἤσουν σκεπασμένος ἀπὸ τὴν λήθη καὶ τὴν ἄβυσσο τῆς συγχύσεως.
117. Ὅπως οἱ κοιλάδες παράγουν ἄφθονο σιτάρι, ἔτσι καὶ ἡ νοητὴ αὐτὴ ἐργασία γεμίζει τὴν καρδιὰ μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἢ μᾶλλον θὰ σοὺ τὰ δώσει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ χωρὶς τὴν βοήθειά Του δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα. Καὶ πρῶτα θὰ βρεῖς τὴ νοητὴ αὐτὴ ἐργασία ὡς σκάλα. Ἔπειτα ὡς βιβλίο ποὺ διαβάζεται. Κατόπιν, ὅταν προκόψεις σ\’ αὐτήν, θὰ τὴν βρεῖς ὡς ἐπουράνια πόλη Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸν βασιλιὰ Χριστὸ τῶν δυνάμεων τοῦ Ἰσραὴλ θὰ τὸν δεῖς καθαρὰ μὲ τὸν νοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ὁμοούσιο Πατέρα Του καὶ τὸ προσκυνητὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
118. Μὲ μία ψεύτικη φαντασία πάντοτε οἱ δαίμονες μᾶς ὁδηγοῦν στὸ νὰ ἁμαρτάνομε. Μὲ μία φαντασία σχετικὴ μὲ τὴν φιλαργυρία καὶ τὸ κέρδος ὁδήγησαν τὸν ἄθλιο Ἰούδα νὰ παραδώσει τὸν Κύριο καὶ Θεὸ τῶν ὅλων. Καὶ μὲ τὸ ψεῦδος μίας τιποτένιας ἀναπαύσεως καὶ τιμῆς καὶ κέρδους καὶ δόξας τὸν ὁδήγησαν στὴν ἀγχόνη καὶ τοῦ προξένησαν αἰώνιο θάνατο, ἀνταμείβοντας τὸν οἱ ἄθλιοιμε τὰ ἀντίθετα ἀπ\’ ὅσα τοῦ εἶχαν παρουσιάσει μὲ τὴν ψεύτικη φαντασία τους, ἐννοῶ τὴν προσβολὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν.
119. Κοίταξε, πῶς μὲ φαντασία καὶ ψεῦδος καὶ κούφιες ὑποσχέσεις μᾶς κατανικοῦν οἱ ἐχθροί της σωτηρίας μας. Καὶ αὐτὸς ὁ σατανᾶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κατακρημνίσθηκε ἀπὸ τὸ οὐράνιο ὕψος ὡς ἀστραπή, ἐπειδὴ ἔβαλε στὴ φαντασία του νὰ γίνει ἴσος μὲ τὸν Θεό. Καὶ τὸν Ἀδὰμ τὸν χώρισε ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, παρουσιάζοντάς του τὴ φαντασία ὅτι θὰ γινόταν ἴσος μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἔτσι συνηθίζει νὰ ἐξαπατᾶ ὅλους ὅσοι ἁμαρτάνουν ὁ ψεύτης καὶ δόλιος ἐχθρός.
120. Πικραίνεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὸ δηλητήριο καὶ τοὺς πονηροὺς λογισμούς, ὅταν ἀπὸ τὴν ἀμέλειά μας καὶ τὴ λήθη μᾶς ἀπομακρυνόμαστε πολὺ ἀπὸ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. γλυκαινόμαστε ὅμως πάλι μὲ τὴν αἴσθηση μίας γλυκύτητας ἢ μίας μακάριας ἀγαλλιάσεως, ὅταν ὅσα ἀναφέραμε πιὸ πάνω τὰ ἐκτελοῦμε σταθερὰ καὶ πρόθυμα μέσα στὸ ἐργαστήριο τῆς διάνοιάς μας, μ\’ ἐπιμέλεια καὶ μὲ θεῖο ἔρωτα. Τότε, προθυμοποιούμαστε νὰ βαδίζομε τὸ δρόμο τῆς καρδιακῆς ἡσυχίας ὄχι γιὰ ἄλλο τίποτε, ἀλλὰ γιὰ χάρη τῆς γλυκιᾶς ἡδονῆς καὶ εὐχαριστήσεως ποὺ ἔρχεται ἀπὸ αὐτὴν στὴν ψυχή.
121. Ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν καὶ τέχνη τῶν τεχνῶν εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῶν κακούργων καὶ πονηρῶν λογισμῶν. Ἄριστος τρόπος λοιπὸν καὶ τέχνη ἀντιμετωπίσεώς τους εἶναι τὸ νὰ βλέπομε τὴν φαντασία μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ προσβολή, βοηθημένοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ φυλάγομε τὸ νοῦ μας ὅπως προφυλάγομε τὸ μάτι μας καὶ μ\’ αὐτὸ παρακολουθοῦμε ἄγρυπνα ὅποιον τύχει νὰ ἔρχεται νὰ μᾶς τὸ χτυπήσει, καὶ μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη ἐμποδίζομε νὰ μπεῖ σ\’ αὐτὸ ἡ παραμικρὴ ἀγκίδα.
122. Δὲν μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸ χιόνι φλόγα ἢ τὸ νερὸ φωτιά, οὔτε ὁ θάμνος σύκα. Ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ δαιμονικοὺς λογισμοὺς καὶ λόγια καὶ ἔργα, ἂν δὲν καθαρίσει τὸ ἐσωτερικό της καὶ δὲ φυλάξει τὴ νήψη ἑνωμένη μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲν κατορθώσει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ψυχικὴ ἡσυχία καὶ δὲ σπεύδει νὰ βαδίζει ἔτσι μὲ μεγάλη προθυμία. Ἡ ἀπρόσεκτη ὅμως ψυχὴ ἀναγκαστικὰ θὰ γίνει στεῖρα ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ καὶ τέλειο νόημα, σὰν ἄκαρπο μουλάρι, χωρὶς σύνεση καὶ πνευματικὴ φρόνηση. Ἡ πραγματικὴ εἰρήνη τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ γλυκὸ πράγμα καὶ ὄνομα Ἰησοῦς καὶ τὸ ἄδειασμα ἀπὸ ἐμπαθεῖς σκέψεις.
123. Ὅταν συμφωνήσει ἡ ψυχὴ μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, τότε κτίζουν μαζὶ μία πόλη κενοδοξίας καὶ ἕναν πύργο ὑπερηφάνειας καὶ βάζουν ὡς κατοίκους τοὺς ἀσεβεῖς λογισμούς, Ὁ Κύριος μὲ τὸν φόβο τῆς κολάσεως συγχέει καὶ διασπᾶ αὐτὴ τὴ συμφωνία, ἀναγκάζοντας τὴν κυρίαρχη ψυχὴ νὰ μιλᾶ καὶ νὰ φρονεῖ διαφορετικὰ καὶ ἀντίθετα ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κολάσεως ἐπέρχεται ὁ διαμερισμὸς αὐτός, ἐπειδὴ τὸ σαρκικὸ φρόνημα εἶναι ἔχθρα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑποτάσσεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
124. Τὰ καθημερινά μας ἔργα, πρέπει νὰ τὰ ζυγίζομε κάθε στιγμὴ καὶ νὰ τὰ προσέχομε, καὶ τὸ βράδυ νὰ τὰ ἐλαφρώνομε ὅσο μποροῦμε περισσότερο μὲ τὴ μετάνοια, ἂν θέλομε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ νικήσομε τὴν κακία. Καὶ πρέπει νὰ παρατηροῦμε προσεκτικά, ἂν ἐκτελοῦμε ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ φανερὰ ἔργα μᾶς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεό, γιὰ νὰ μὴν παρασυρόμαστε παράλογα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας.
125. Ἄν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κάθε ἡμέρα κερδίζομε ἀπὸ τὴ νήψη μας, δὲν πρέπει νὰ συμπεριφερόμαστε μὲ ἀδιαφορία καὶ νὰ ζημιωνόμαστε μὲ πολλὲς ἐπιβλαβεῖς συνομιλίες. ἀλλὰ μᾶλλον πρέπει νὰ καταφρονοῦμε τὰ μάταια γιὰ τὸ ἀξιαγάπητο καὶ γλυκὸ κέρδος τῆς ἀρετῆς αὐτῆς καὶ τὴν ὀμορφιά της.
126. Δίκαια καὶ κατὰ φύση, ὅπως τὰ δημιούργησε ὁ Θεός, ὀφείλουμε νὰ κινοῦμε τὰ τρία μέρη τῆς ψυχῆς. Τὸ θυμικὸ ἐναντίον τοῦ ἐξωτερικοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ σατανᾶ γιατί λέει: \”Νὰ ὀργίζεστε κατὰ τῆς ἁμαρτίας, δηλαδὴ νὰ ὀργίζεστε ἐναντίον σας καὶ ἐναντίον τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε στὸ Θεό\”. Τὸ ἐπιθυμητικὸ νὰ τὸ στρέφομε πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀρετή. Τὸ λογιστικὸ νὰ τὸ βάλομε ἐπικεφαλῆς τῶν δύο ἄλλων μὲ σοφία καὶ ἐπιτηδειότητα, ὥστε νὰ δίνει σ\’ αὐτὰ διαταγές, νὰ τὰ συμβουλεύει, νὰ τὰ τιμωρεῖ καὶ νὰ τὰ ἐξουσιάζει, ὅπως ὁ βασιλιὰς τοὺς δούλους. καὶ τότε αὐτὰ θὰ τὰ κυβερνᾶ τὸ λογικό μας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ τὰ πάθη ἐπαναστατοῦν ἐναντίον τοῦ λογικοῦ. Καὶ νὰ βάλομε ἐπιστάτη πάνω στὰ πάθη τὸ λογικὸ νὰ τὰ ἡγεμονεύει. Γιατί λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: \”Ἂν τὸ λογικὸ κάποιου δὲ σφάλλει, αὐτὸς εἶναι τέλειος , καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ χαλιναγωγήσει καὶ ὅλο τὸ σῶμα\”. Ἐπειδή, γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, κάθε ἀνομία καὶ ἁμαρτία μὲ τὰ τρία αὐτὰ μέρη τῆς ψυχῆς ἐπιτελεῖται, ὅπως καὶ κάθε ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη πάλι ἀπὸ αὐτὰ τὰ τρία γίνεται.
127. Τότε ὁ νοῦς σκοτίζεται καὶ μένει ἄκαρπος, ὅταν ἢ διατυπώσει λόγους κοσμικούς, ἢ τοὺς δεχτεῖ στὴ διάνοιά του καὶ τοὺς συζητήσει, ἢ ἀσχοληθεῖ μάταια μὲ πράγματα αἰσθητὰ μὲ τὸ σῶμα καὶ μὲ τὸ νοῦ, ἢ παραδώσει τὸν ἑαυτό του σὲ ματαιότητες. Ἀμέσως τότε χάνει τὴ θέρμη καὶ τὴν κατάνυξη καὶ τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὴ θεία γνώση. Ἐπειδὴ ὅσο προσέχομε στὸ νοῦ, φωτιζόμαστε. καὶ ὅσο δὲν προσέχομε, σκοτιζόμαστε.
128. Ἐκεῖνος ποὺ κάθε μέρα ἐπιδιώκει καὶ ζητεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ νοῦ, αὐτὸς εὔκολα θὰ καταφρονήσει κάθε αἰσθητὸ πράγμα, γιὰ νὰ μὴ κοπιάζει μάταια. Ὅποιος ὅμως ξεγελάει τὴ συνείδησή του, θὰ κοιμηθεῖ πικρὰ τὸν θάνατο τῆς λήθης, τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ παρακαλεῖ νὰ μὴν πάθει. Λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος: \”Ὅποιος ξέρει τὸ καλὸ καὶ δὲν τὸ κάνει, ἔχει ἁμαρτία\”.
129. Ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στὴν τάξη του καὶ στὴν νήψη, ἀπὸ ὅπου εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ἀμέλεια, ἂν τὸν ἐπιμεληθοῦμε καὶ ἂν μὲ θερμὴ προθυμία τὸν ἐπαναφέρομε στὴν πρακτικὴ ἐργασία τῆς νήψεως.
130. Ὁ ὄνος ποὺ γυρίζει τὸ μύλο, δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ παραπέρα ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ μύλου, ὅπου εἶναι δεμένος. Οὔτε ὁ νοῦς μπορεῖ νὰ προχωρήσει στὴν ἀρετὴ ποὺ φέρνει στὴν τελειότητα, ἂν δὲν τακτοποιήσει τὸ ἐσωτερικό του. Γιατί εἶναι τυφλὸς στὰ ἐσωτερικά του μάτια καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν Ἰησοῦ ποὺ ἀκτινοβολεῖ.
131. Ἕνα ζωηρὸ καὶ ὑπερήφανο ἄλογο ὁρμᾶ χαρούμενο ὅταν δεχτεῖ ἀναβάτη στὴ ράχη του. Καὶ ἕνας δεκτικὸς νοῦς τέρπεται, ὅταν δεχτεῖ τὸ φῶς τοῦ Κυρίου καὶ εἰσέλθει σ\’ αὐτό, ἀφοῦ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ νοήματά του. Θὰ βαδίσει ἀπὸ τὴ δύναμη τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας τοῦ νοῦ, μὲ ἄρνηση τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ του, σὲ ἄρρητη δύναμη ποὺ θεωρεῖ τὰ ἄρρητα καὶ τὶς ἀρετές. Καὶ ἀφοῦ δεχτεῖ τὸ βάθος τῶν θείων καὶ ὑψηλῶν ἐννοιῶν τοῦ ἀπείρου, θὰ φανερωθεῖ σ\’ αὐτόν, ὅσο εἶναι δυνατὸ στὴν καρδιά, ὁ Θεὸς τῶν θεῶν. Ὁ νοῦς ἀπὸ ἔκπληξη δοξάζει μὲ ἀγάπη τὸ Θεὸ ποὺ βλέπεται καὶ βλέπει, καὶ ποὺ τόσο γιὰ τὸ ἕνα ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἄλλο σώζει ἐκεῖνον ποὺ στρέφει τὸ βλέμμα τοῦ σ\’ Αὐτόν.
132. Ἡ καρδιακὴ ἡσυχία, ὅταν πραγματοποιεῖται, θὰ δεῖ μὲ μυστικὴ γνώση τὸν ὑψηλὸ βυθό. καὶ θ\’ ἀκούσει ἐξαίρετα πράγματα ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ αὐτὶ τοῦ νοῦ ποὺ ἡσυχάζει.
133. Ὁ ὁδοιπόρος ποὺ πρόκειται νὰ περάσει μακρὺ καὶ δύσβατο καὶ δύσκολο δρόμο καὶ φοβᾶται νὰ μὴν παραπλανηθεῖ στὴν ἐπιστροφή, βάζει σημάδια στὸ δρόμο γιὰ νὰ ὁδηγεῖται καὶ νὰ ἐπιστρέψει εὔκολα. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βαδίζει μὲ νήψη καὶ προσευχή, βάζει γιὰ σημάδια λόγους, ἐπειδὴ φοβᾶται κι αὐτὸς νὰ μὴν πλανηθεῖ στὸν δρόμο.
134. Στὸν ὁδοιπόρο, τὸ νὰ γυρίσει πίσω ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησε, γίνεται πρόξενο χαρᾶς. Γιὰ τὸν ἀγωνιστὴ ὅμως, τὸ νὰ γυρίσει πίσω, εἶναι καταστροφὴ ψυχῆς καὶ σημάδι ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὰ ἔργα, τοὺς λόγους καὶ τὶς σκέψεις ποὺ ἀρέσουν στὸ Θεό. Καὶ στὸν καιρὸ τοῦ θανατηφόρου ὕπνου τῆς ψυχῆς θὰ ἔχει τοὺς λογισμοὺς νὰ τὸν κεντοῦν καὶ νὰ τὸν ξυπνοῦν μὲ τὴν ὑπόμνηση τοῦ βαριοῦ ὕπνου καὶ τῆς ραθυμίας ποὺ τοῦ ἦρθε ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του.
135. Ὅταν περιπέσομε σὲ θλίψη, σὲ ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία, τότε πρέπει νὰ κάνομε ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Δαβίδ, δηλαδὴ νὰ ξεχύνομε τὴ δέησή μας μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ νὰ ἀναγγέλομε τὴ θλίψη μας στὸν Κύριο. Πρέπει νὰ ἐξομολογούμαστε στὸ Θεό, ἐπειδὴ μπορέι μὲ σοφία νὰ ρυθμίσει τὶς ὑποθέσεις μας καὶ νὰ ἐλαφρώσει τὴ θλίψη μας, ἂν μᾶς συμφέρει, καὶ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὴν ὀλέθρια καὶ καταστρεπτικὴ λύπη.
136. Ὁ θυμὸς ποὺ στρέφεται παρὰ φύση ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, ἡ λύπη ἡ ὄχι κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀκηδία, εἶναι ἐξίσου καταστρεπτικὰ τῶν καλῶν λογισμῶν καὶ τῶν λογισμῶν τῆς μυστικῆς γνώσεως. τὰ ὁποία διασκορπίζει ὁ Κύριος ὅταν τοῦ ἐξομολογούμαστε τὶς θλίψεις μας καὶ μᾶς ἐμπνέει χαρά.
137. Λογισμοὺς ποὺ ἔχουν στερεωθεῖ μέσα στὴν καρδιὰ μᾶς παρὰ τὴ θέλησή μας καὶ παραμένουν ἐκεῖ, ἔχει τὸ ἰδίωμα νὰ τοὺς ἐξαφανίζει ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὅταν τὴ λέμε μὲ νήψη ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας.
138. Ὅταν μᾶς θλίβουν πολλοὶ καὶ παράλογοι λογισμοί, θὰ βροῦμε ἀνακούφιση καὶ χαρὰ ὅταν μεμφθοῦμε καὶ κατηγορήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀβίαστα ἢ ὅταν τοὺς ἀναγγείλομε στὸν Κύριο, ὅπως ἀκριβῶς θὰ τοὺς λέγαμε σὲ ἄνθρωπο. Καὶ ὁπωσδήποτε μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους θὰ βροῦμε ἀνάπαυση σὲ κάθε περίπτωση.
139. Οἱ Πατέρες θεωροῦν τὸν Μωυσῆ εἰκόνα τοῦ νοῦ. Γιατί ὁ Μωυσῆς βλέπει τὸ Θεὸ στὴν βάτο, καὶ λάμπει τὸ πρόσωπό του, καὶ θεὸς Φαραὼ γίνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ τῶν θεῶν. μαστιγώνει τὴν Αἴγυπτο καὶ ἐλευθερώνει τὸν Ἰσραὴλ καὶ νομοθετεῖ. Αὐτὰ ὅταν τὰ θεωρήσομε ἀλληγορικὰ καὶ πνευματικά, εἶναι ἐνέργειες καὶ πλεονεκτήματα τοῦ νοῦ.
140. Εἰκόνα τοῦ ἐξωτερικοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Ἀαρῶν, ὁ ἀδελφός του νομοθέτη. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅταν κατηγοροῦμε μὲ θυμὸ τὸν ἐξωτερικό μας ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Μωυσῆς, ἔκανε στὸν Ἀαρῶν ὅταν αὐτὸς ἔσφαλλε, τοῦ λέμε: \”Σὲ τί σὲ ἀδίκησε ὁ Ἰσραὴλ καὶ βιάστηκες νὰ τὸν ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεό, τὸν Παντοκράτορα Κύριο;\”.
141. Ὁ Κύριος μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ μᾶς δίδαξε καὶ αὐτό, ὅταν ἦταν νὰ ἀναστήσει τὸ Λάζαρο: νὰ καταστέλλομε μὲ ἐπιβολὴ τὴν ἔλλειψη ἀνδρείας καὶ τὴν ἀστάθεια τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ἔχομε ἕνα αὐστηρὸ ἦθος μὲ αὐτομεμψία. αὐτὸ ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν φιλαυτία, τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια.
142. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ περάσει κανεὶς μεγάλο πέλαγος χωρὶς μεγάλο πλοῖο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ διώξει κανεὶς μία προσβολὴ ἑνὸς πονηροῦ λογισμοῦ χωρὶς τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
143. Ἡ ἀντίρρηση ἀποστομώνει, ἐνῶ ἡ ἐπίκληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διώχνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Ὅταν ἡ προσβολὴ τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ διαμορφωθεῖ στὴν εἰκόνα ἑνὸς αἰσθητοῦ πράγματος μέσα στὴν ψυχή, π.χ. μὲ τὸ πρόσωπο ἐκείνου ποὺ μᾶς ἔχει λυπήσει ἢ στὴ φαντασία γυναικείας ὀμορφιᾶς ἢ χρυσοῦ ἢ χρημάτων, τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ὅταν ἐμφανιστεῖ στὴ διάνοιά μας, ἀμέσως γίνονται φανεροὶ οἱ λογισμοὶ τῆς μνησικακίας, τῆς πορνείας καὶ τῆς φιλαργυρίας ποὺ τὸ προκάλεσαν. Καὶ ἂν ὁ νοῦς μᾶς εἶναι πεπειραμένος καὶ ἐκπαιδευμένος καὶ ἔχει συνηθίσει στὴν τήρηση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ στὸ νὰ βλέπει καθαρὰ καὶ μὲ διαύγεια τὶς θελκτικὲς εἰκόνες καὶ τὶς ἀπάτες τῶν πονηρῶν πνευμάτων, εὔκολα, μόλις ἐμφανιστοῦν, μὲ τὴν ἀντίρρηση καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ σβήνει ἀμέσως τὰ πυρωμένα βέλη τοῦ διαβόλου. Δὲν ἐπιτρέπει στὴν ἐμπαθῆ φαντασία νὰ εἰσχωρήσει στὴν καρδιά, οὔτε ἐπιτρέπει στοὺς λογισμούς μας νὰ συμμορφωθοῦν ἐμπαθὼς μὲ τὴν πονηρὴ φαντασία ἢ νὰ συνομιλήσουν μαζί της φιλικὰ ἢ νὰ τὴ σκεφτοῦν πολὺ καὶ νὰ δώσουν τὴ συγκατάθεσή τους, πράγματα στὰ ὁποῖα ἐπακολουθοῦν τὰ πονηρὰ ἔργα μὲ κάποια ἀναγκαιότητα, ὅπως ἐπακολουθοῦν οἱ νύχτες στὶς ἡμέρες.
144. Ἂν ὅμως ὁ νοῦς μᾶς εἶναι ἄπειρος καὶ δὲν ἔχει τὴν εὐχέρεια τῆς νήψεως, ἀμέσως ἀνακατώνεται μὲ τὴν ἐμπαθῆ εἰκόνα, ὅποια καὶ νὰ εἶναι, καὶ συνομιλεῖ μὲ αὐτὴ καὶ δέχεται κακὲς ἐρωτήσεις καὶ δίνει ἀπαντήσεις. Καὶ τότε ἀνακατώνονται οἱ λογισμοί μας μὲ τὴ δαιμονικὴ φαντασία, ἡ ὁποία ὅσο πάει μεγαλώνει καὶ πληθύνεται γιὰ νὰ φανεῖ ἀξιαγάπητη καὶ ὡραία καὶ θελκτικὴ στὸ νοῦ ποὺ τὴ δέχεται καὶ αἰχμαλωτίζεται. Συμβαίνει τότε στὸ νοῦ, ὅπως ὅταν φανεῖ σὲ ἄκακα ἀρνιὰ ἕνας σκύλος, ἐκεῖ ποὺ βόσκουν σὲ πεδινὸ μέρος. καὶ νομίζουν αὐτὰ ὅτι εἶναι ἡ μητέρα τους καὶ τρέχουν κοντά του, χωρὶς νὰ κερδίσουν τίποτε μὲ τὸ νὰ πλησιάσουν τὸν σκύλο παρὰ μόνο τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὴ δυσωδία του. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ λογισμοί μας, ὡς ἀμαθεῖς τρέχουν σὲ ὅλες τὶς δαιμονικὲς φαντασίες καὶ ἀφοῦ ἀνακατωθοῦν μαζί τους, τοὺς βλέπει κανεὶς ἑνωμένους νὰ θέλουν νὰ καταστρέψουν τὴν Ἰλιούπολη (Τροία) ὅπως ὁ Ἀγαμέμνων καὶ ὁ Μενέλαος. Ἔτσι καὶ αὐτοὶ σκέφτονται τί πρέπει νὰ γίνει γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν μὲ τὸ σῶμα ἐκεῖνο ποὺ φάνηκε ὡραῖο μὲ τὴν ἀπάτη τῆς δαιμονικῆς εἰσβολῆς. Κι ἔτσι λοιπὸν δημιουργοῦνται ἐσωτερικῶς οἱ πτώσεις τῆς ψυχῆς. καὶ τότε κατ\’ ἀνάγκην θὰ ἐξωτερικευτεῖ τὸ ἐσωτερικό της καρδιᾶς.
145. Ὁ νοῦς εἶναι κάτι τὸ εὔκολο καὶ ἄκακο καὶ εὔκολα ἀκολουθεῖ τοὺς δαιμονικοὺς λογισμούς, καὶ δύσκολα μπορεῖ νὰ κρατηθεῖ ἀπὸ τὶς ἄνομες φαντασίες τῶν δαιμόνων, ἂν δὲν ἔχει τὸν αὐτοκράτορα τῶν παθῶν λογισμό, ποὺ νὰ τὸν ἐμποδίζει ἀκατάπαυστα καὶ νὰ τὸν χαλιναγωγεῖ.
146. Ἡ θεωρία καὶ ἡ πνευματικὴ γνώση γίνονται φυσικοὶ ὁδηγοὶ καὶ πρόξενοι ἀκριβοῦς βίου, γιατί μὲ αὐτὲς ἡ διάνοια ἀνυψώνεται τόσο, ὥστε νὰ καταφρονεῖ τὶς ἡδονὲς καὶ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ τὶς εὐχαριστήσεις τῆς ζωῆς σὰν πράγματα μηδαμινά.
147. Ὁ προσεκτικὸς βίος ποὺ κατορθώνεται μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γίνεται πατέρας τῆς θεωρίας καὶ τῆς γνώσεως. Ἀκόμη γεννᾶ θεία προκοπὴ καὶ ἀνύψωση καὶ σοφότατους στοχασμοὺς , ὅταν πάρει σύζυγο τὴν ταπείνωση, ὅπως λέει ὁ θεῖος προφήτης Ἠσαΐας. \”Ὅσοι περιμένουν μὲ ὑπομονὴ τὸν Κύριο, θὰ πάρουν νέα δύναμη. θὰ βγάλουν φτερὰ καὶ θὰ πετάξουν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου\”.
148. Σκληρὸ καὶ δύσκολο φαίνεται στοὺς ἀνθρώπους τὸ νὰ ἡσυχάζει ἡ ψυχή τους ἀπὸ κάθε λογισμό. Καὶ πράγματι εἶναι δύσκολο καὶ ἐπίπονο. Καὶ δὲν εἶναι δυσβάστακτο μόνο σὲ ὅσους εἶναι ἀμύητοι στὸν πνευματικὸ πόλεμο, τὸ νὰ περιορίζουν καὶ νὰ περικλείουν τὸν ἀσώματο νοῦ μέσα στὸ σωματικὸ σπίτι, ἀλλ\’ ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν λάβει πείρα τῆς ἐσωτερικῆς ἄϋλης πάλης. Ὅποιος ὅμως ἔχει ἀγκαλιάσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ μὲ τὴν συνεχῆ εὐχή, δὲν θὰ κοπιάσει νὰ Τὸν ἀκολουθεῖ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Καὶ δὲν θὰ ἐπιθυμήσει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος νὰ ζήσει ὅπως ζοῦν οἱ κοινοὶ ἄνθρωποι, ἐξαιτίας τῆς ὡραιότητας καὶ τερπνότητας καὶ γλυκύτητας τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ δὲ θὰ ντροπιαστεῖ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς δαίμονες ποὺ περπατοῦν γύρω του, ὅταν τοὺς ἀντιμετωπίζει στεκόμενος μπροστὰ στὴν πύλη τῆς καρδιᾶς του καὶ τοὺς καταδιώκει διὰ τοῦ Ἰησοῦ.
149. Ἡ ψυχὴ ποὺ θὰ πετάξει ψηλὰ στὸν ἀέρα διὰ τοῦ θανάτου, στὶς πύλες τοῦ Οὐρανοῦ, ἔχοντας μαζί της ὑπερασπιστὴ τὸ Χριστό, οὔτε ἐκεῖ θὰ ντραπεῖ τοὺς ἐχθρούς της, ἀλλὰ μὲ θάρρος ὅπως τώρα θὰ μιλήσει σ\’ αὐτούς. μόνο νὰ μὴν χάσει τὴν ὑπομονὴ τῆς μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου νὰ φωνάζει ἡμέρα καὶ νύχτα πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Καὶ Αὐτὸς θὰ τιμωρήσει γρήγορα τοὺς ἐχθρούς της δαίμονες, σύμφωνα μὲ τὴν ἀληθινὴ καὶ θεία ὑπόσχεσή Του, ποὺ εἶπε γιὰ τὸν ἄδικο κριτή. Ναί, σᾶς λέω, θὰ τιμωρήσει τοὺς ἐχθρούς της καὶ στὴ ζωὴ αὐτή, καὶ μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα.
150. Ταξιδεύοντας τὴ νοητὴ θάλασσα, ἔχε τὸ θάρρος σου στὸν Ἰησοῦ. Γιατί σου φωνάζει μέσα στὴν καρδιά σου μυστικά: \”Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου Ἰακώβ, μικρὲ Ἰσραήλ. Μὴ φοβᾶσαι σκουλήκι Ἰσραήλ, ἐγὼ σὲ ὑπερασπίζομαι\”. Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι μὲ τὸ μέρος μας, ποιὸς κακὸς θὰ σταθεῖ ἀντίθετός μας; Εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μακάρισε τοὺς καθαροὺς στὴν καρδιά, καὶ νομοθέτησε ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς καὶ μόνος καθαρός, ποὺ θέλει νὰ πατεῖ θεϊκὰ μέσα στὶς καθαρὲς καρδιὲς καὶ νὰ κατοικεῖ σ\’ αὐτές. Γι\’ αὐτὸ ἂς μὴν παύομε, κατὰ τὸν θεῖο Παῦλο, νὰ γυμνάζομε τὸ νοῦ μας μὲ στόχο τὴν εὐσέβεια. Εὔλογα λοιπὸν ὀνομάστηκε ἀληθινὴ ἡ εὐσέβεια ἐκείνη ποὺ βγάζει ἀπὸ τὴ ρίζα τὰ σπέρματα τοῦ πονηροῦ. Αὐτὴ ἡ εὐσέβεια εἶναι ὁ \”οἶμος τοῦ λόγου\”, δήλ. ὁδὸς τοῦ λογικοῦ ἢ ὁδὸς τοῦ λογισμοῦ. Στὴν ἀττικὴ ἑλληνικὴ διάλεκτο οἶμος καὶ κέλευθος λέγεται ἡ ὁδός, ποὺ εἶναι ὁ λογισμός.
151. Θὰ ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ μὲ πολλὴ εἰρήνη, κατὰ τὸν Δαβίδ, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ πρόσωπο ἀνθρώπου ὅταν κρίνει τὴν ἀδικία στὴν καρδιά του, δηλαδὴ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὶς μορφὲς τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὥστε μέσω αὐτῶν νὰ σκέφτεται τὴν ἁμαρτία, καὶ κρίνοντας καὶ δικάζοντας κακῶς μέσα στὴν καρδιά του, νὰ δίνει τὸ δίκαιο στὴν ἁμαρτία. Γιατί οἱ μεγάλοι καὶ διακριτικοὶ Πατέρες σὲ μερικὰ συγγράμματά τους ὀνόμασαν ἀνθρώπους καὶ τοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ ἔχουν τὸ λογικό. Παρόμοιο εἶναι καὶ τὸ εὐαγγελικό, ὅπου ὁ Κύριος λέει: \”Ἕνας ἄνθρωπος κακὸς τὸ ἔκανε τοῦτο, καὶ ἀνακάτωσε μέσα στὸ σιτάρι καὶ τὰ ζιζάνια\”. Δὲν ὑπάρχει γρήγορξη ἀντίρρηση στοὺς λογισμοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πράττουν τὰ κακά. Γι\’ αὐτὸ καὶ κατατρωγόμαστε ἀπὸ τοὺς λογισμούς.
152. Ὅταν ἀρχίσομε νὰ ζοῦμε μὲ προσοχὴ τοῦ νοῦ, ἂς προσαρμόζομε στὴ νήψη τὴν ταπείνωση καὶ συνάπτομε στὴν ἀντίρρηση τὴν εὐχή, τότε θὰ βαδίσομε καλὰ τὸ δρόμο τῆς μετάνοιας. σὰν νὰ στολίζομε, νὰ σκουπίζομε καὶ νὰ καθαρίζομε τὸ σπίτι τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὴν πονηρία, κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ προσκυνητοῦ καὶ ἁγίου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἂν ἔχομε τὸ θάρρος μας μόνο στὴ νήψη ἢ στὴν προσοχὴ τὴ δική μας, τότε γρήγορα θὰ μᾶς σπρώξουν, θὰ μᾶς ἀνατρέψουν, θὰ πέσομε καὶ θὰ μᾶς νικήσουν οἱ ἐχθροί μας οἱ πανοῦργοι καὶ δολιότατοι. Καὶ περισσότερο θὰ περιπλεχθοῦμε στὰ δίχτια τους, δηλαδὴ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις, ἢ καὶ θὰ μᾶς σφάξουν εὔκολα, ὅταν δὲν κρατοῦμε τὸ ἰσχυρὸ δόρυ, δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί μόνο τὸ σεβάσμιο αὐτὸ ξίφος, ὅταν στρέφεται πολὺ συχνὰ μέσα σὲ καρδιὰ ποὺ μόνο ἕνα τρόπο ζωῆς γνωρίζει (νήψη δήλ. καὶ εὐχή), μόνο αὐτὸ ξέρει νὰ στριφογυρίζει καὶ νὰ κατακόβει τοὺς πονηροὺς δαίμονες καὶ νὰ τοὺς καίει καὶ νὰ τοὺς κάνει ἄφαντους, σὰν καλάμι ποὺ τὸ τρώει ἡ φωτιά.
153. Τὸ κορύφωμα τῆς ἀδιάκοπης νήψεως, δηλαδὴ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς καὶ μεγάλο κέρδος, εἶναι νὰ βλέπει κανεὶς εὐθὺς τὶς φαντασίες τῶν λογισμώνμολις σχηματίζονται στὸ νοῦ του. Ἐνῶ τὸ κορύφωμα τῆς ἀντιρρήσεως εἶναι νὰ ἐλέγχομε καὶ νὰ ἐξακριβώνομε τὸ λογισμὸ ποὺ ἐπιχειρείνα μπεῖ στὸ νοῦ μας μέσω τῆς φαντασίας κάποιου αἰσθητοῦ πράγματος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ σβήνει καὶ διαλύει ἀμέσως κάθε σκέψη πονηρὴ τῶν ἐχθρῶν δαιμόνων, κάθε λόγο, κάθε φαντασία, κάθε πονηρὴ εἰκόνα καὶ παράσταση, εἶναι ἡ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου. Κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι βλέπομε στὸ νοῦ μας τὴν ὁλοσχερῆ ἥττα τους, ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τὸ μεγάλο Θεό μας, καὶ τὴν ἐκδίκηση ποὺ παίρνει ὁ Ἰησοῦς γιὰ μᾶς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἀσήμαντους καὶ ἄχρηστους.
154. Τὸ ὅτι ὅλοι οἱ λογισμοὶ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο φαντασίες αἰσθητῶν καὶ κοσμικῶν πραγμάτων, οἱ περισσότεροι δὲν τὸ γνωρίζομε. Ἂν κρατήσομε ἐπὶ πολὺ καιρὸ μὲ νήψη τὴν εὐχή, τότε ἡ εὐχὴ ἀποστερεῖ τὴν διάνοια ἀπὸ κάθε ὑλικὴ φαντασία πονηρῶν λογισμῶνκαι φανερώνει σ\’ αὐτὴ τοὺς τρόπους τῶν ἐχθρῶν δαιμόνων καὶ τὸ μεγάλο κέρδος τῆς εὐχῆς καὶ τῆς νήψεως. \”Ὅμως θὰ παρακολουθήσεις μὲ τὰ μάτια σου καὶ θὰ δεῖς νοερὰ τὴν τιμωρία τῶν νοητῶν ἁμαρτωλῶν, τῶν δαιμόνων\”, ὅπως λέει ὁ θεῖος μελωδὸς Δαβίδ.
155. Ἂς θυμόμαστε, ἂν εἶναι δυνατόν, ἀκατάπαυστα τὸν θάνατο. Ἔτσι γεννιέται μέσα μας ἡ ἀπόθεση τῶν φροντίδων καὶ κάθε ματαιότητας, ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ, ἡ ἀκατάπαυστη δέηση, ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀποστροφὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ σχεδὸν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, κάθε ἀρετὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν μνήμη αὐτή. Γι\’ αὐτὸ ἂς τὴν χρησιμοποιήσουμε ὅπως τὴν ἴδια τὴν ἀναπνοή μας.
156. Ἡ καρδιὰ ποὺ εἶναι τελείως ἄδεια ἀπὸ φαντασίες, θὰ γεννήσει νοήματα καὶ σκέψεις ποὺ θὰ σκιρτοῦν ἀπὸ τὰ βάθη της, θεῖες καὶ μυστηριώδεις, ἔτσι ὅπως πηδοῦν τὰ ψάρια καὶ βουτοῦν τὰ δελφίνια ὅταν ἔχει γαλήνη ἡ θάλασσα. Ἡ θάλασσα ἀνεμίζεται ἀπὸ τὴ λεπτὴ αὔρα, ἐνῶ ἡ ἄβυσσος τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: \”Ἐπειδὴ εἶστε γιοί, γι\’ αὐτὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ Του στὶς καρδιές σας, ποὺ φωνάζει: Ἀββᾶ, Πατέρα\”.
157. Κάθε μοναχὸς ποὺ θὰ ἐπιχειρήσει νὰ ἀναλάβει πνευματικὸ ἔργο πρὶν ἀπὸ τὴ νήψη τοῦ νοῦ, θὰ βρεθεῖ σὲ ἀδιέξοδο καὶ σὲ διχασμὸ τοῦ νοῦ. Κι αὐτό, ἢ γιατί δὲν γνωρίζει τὴν ὀμορφιά της , ἢ τὴν γνωρίζει ἀλλὰ ἀπὸ ἀμέλεια δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κρατήσει. Θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο χωρὶς ἀμφιβολία, ὅταν ἀρχίσει τὴν φύλαξη τοῦ νοῦ, ποὺ εἶναι καὶ λέγεται διανοητικὴ φιλοσοφία ἢ πρακτικὴ φιλοσοφία τοῦ νοῦ, ἐπειδὴ θὰ βρεῖ τὴν \”ὁδὸ\” γιὰ τὴν ὁποία εἶπε ὁ Κύριος: \”Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή\”.
158. Καὶ πάλι θὰ βρεθεῖ σὲ ἀπορία ἡ ψυχὴ βλέποντας μία ἀπέραντη ἄβυσσο ἀπὸ λογισμοὺς καὶ πλῆθος νήπια της Βαβυλώνας. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν ἀπορία τὴν λύνει ὁ Χριστός, ἂν στηρίζομε ἀδιάκοπα τὴ βάση τῆς διάνοιάς μας πάνω σ\’ Αὐτὸν καὶ ἂν τὰ νήπια της Βαβυλώνας τὰ χτυποῦμε καὶ τὰ συντρίβουμε πάνω στὴν πέτρα αὐτὴ (τὸ Χριστό), ἐκπληρώνοντας τὴν ἐπιθυμία μας ἐναντίον τους. Γιατί λέει ἡ Γραφή: \”ὅποιος φυλάγει τὴν ἐντολή, δὲ θὰ γνωρίσει πονηρὸ λόγο\”, καὶ \”δίχως ἐμένα, δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε\”.
159. Ἐκεῖνος εἶναι πράγματι ἀληθινὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος κατορθώνει τὴ νήψη. καὶ ἔχει ἀληθινὰ νήψη, ἐκεῖνος ποὺ εἶναι μοναχὸς κατὰ τὴν καρδιά.
160. Ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου παρατείνεταιμαζι μὲ τὰ χρόνια ποὺ περνοῦν, μὲ μῆνες, μὲ ἑβδομάδες, ἡμέρες, νύχτες, ὧρες καὶ στιγμές, στρεφόμενος μαζὶ μὲ τὸ χρόνο. Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ χρονικὰ διαστήματα ὀφείλομε νὰ ἐπεκτείνομε κι ἐμεῖς τὶς ἐνάρετες ἐργασίες, τὴν νήψη καὶ τὴν εὐχὴ καὶ τὴ γλυκύτητα τῆς καρδιᾶς μὲ ἐπιμελημένη ἡσυχία μέχρι τὸ θάνατό μας.
161. Θὰ ἔρθει καὶ σὲ μᾶς ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, θὰ ἔρθει καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν ἀποφύγομε. Καὶ εἴθε τότε, ὅταν ἔρθει ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀέρα, νὰ βρεῖ τὰ ἁμαρτήματά μας λίγα καὶ μηδαμινὰ γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἐλέγξει στ\’ ἀλήθεια καὶ κλάψομε τότε ἀνώφελα. Γιατί, λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο: \”Ἐκεῖνος ὁ δοῦλος ποὺ γνώρισε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου του καὶ δὲν ἔκανε ὅ,τι ἔπρεπε, θὰ δαρθεῖ πολύ\”.
162. \”Ἀλλοίμονο – λέει – σ\’ ἐκείνους ποὺ ἔχασαν τὴν καρδιά. Καὶ τί θὰ κάνουν ὅταν τοὺς ἐπισκεφθεῖ ὁ Κύριος;\”. Γι\’ αὐτό, ἀδελφοί, ἂς δείξομε ζῆλο καὶ προθυμία.
163. Στοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ δῆθεν ἀπαθεῖς λογισμούς, ἀκολουθοῦν οἱ ἐμπαθεῖς, καθὼς ἔχομε μάθει μὲ τὴν μακροχρόνια πείρα καὶ παρατήρηση. Οἱ πρῶτοι λογισμοὶ ἀνοίγουν τὴν εἴσοδο στοὺς δεύτερους, οἱ ἀπαθεῖς στοὺς ἐμπαθεῖς.
164. Πράγματι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ χωρίζεται μὲ τὴν προαίρεσή του σὲ δύο κομμάτια, καὶ νὰ σχίζεται μὲ σοφότατη ἐπινόηση, ὅπως εἶπα. καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἐχθρὸς ἀφιλίωτος καὶ ἄσπονδός του ἑαυτοῦ του. Ὅποια διάθεση ἀκριβῶς ἔχει ἕνας γιὰ κάποιον ποὺ ἐξαιρετικὰ καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔχει λυπήσει καὶ ἀδικήσει, ἔτσι νὰ ἐχθρευόμαστε τὸν ἑαυτό μας ἢ καὶ πολὺ περισσότερο, ἂν βέβαια θέλομε νὰ κατορθώσουμετην μεγάλη καὶ πρώτη ἐντολή, δηλαδὴ τὴ διαγωγὴ τοῦ Χριστοῦ, τὴ μακαρία ταπείνωση, τὸν ἔνσαρκο τρόπο ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Γι\’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος λέει: \”Ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ σῶμα αὐτό, τὸ κυριευμένο ἀπὸ τὸν θάνατο; Γιατί δὲν ὑποτάσσεται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ\”. Θέλοντας ὁ Ἀπόστολος νὰ φανερώσει ὅτι τὸ νὰ ὑποτάξομε τὸ σῶμα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς, λέει: \”Ἂν κρίναμε τὸν ἑαυτό μας, δὲ θὰ καταδικαζόμαστε. κι ὅταν καταδικαζόμαστε, παιδαγωγούμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο\”.
165. Ἡ ἀρχὴ τῆς καρποφορίας εἶναι τὸ ἄνθος. Καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς φυλάξεως τοῦ νοῦ εἶναι ἡ ἐγκράτεια ἀπὸ φαγητὰ καὶ ποτά, ἡ ἄρνηση καὶ ἀποχὴ κάθε πονηροῦ λογισμοῦ καὶ ἡ ἡσυχία τῆς καρδιᾶς.
166. Ὅταν δυναμωμένοι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀρχίζομε νὰ τρέχομε ἀσφαλισμένοι μὲ τὴ νήψη, στὴν ἀρχὴ μᾶς φανερώνεται σὰν μία λαμπάδα στὸ νοῦ μας ποὺ τὴν κρατᾶμε μὲ τὸ χέρι τοῦ νοῦ μας καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς διάνοιας. ὕστερα σὰν πανσέληνος ὁλοφέγγη ποὺ κάνει τὴν τροχιά της στὸ στερέωμα τῆς καρδιᾶς. Καὶ τέλος μᾶς φανερώνεται σὰν ἥλιος ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἀκτινοβολεῖ δικαιοσύνη, δηλαδὴ φανερώνει σ\’ ἐμᾶς τὸν ἑαυτό Του καὶ τοὺς ὁλόλαμπρους φωτισμοὺς τῶν θείων του καὶ ἱερῶν ἐννοιῶν.
167. Αὐτὰ τὰ φανερώνει μυστικὰ ὁ Ἰησοῦς στὸ νοῦ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιμένει στὴν ἐντολὴ ποὺ λέει: \”Θὰ περικόψετε τὴν σκληροκαρδία σας\”. Καὶ καθὼς εἴπαμε, ἐξαίσιες σκέψεις διδάσκει τὸν ἄνθρωπο ἡ ἐπιμελὴς νήψη. γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀπροσωπόληπτος. Γι\’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος: Ἀκοῦστε μὲ καὶ καταλάβετε τὰ λόγιά Μου. σ\’ ὅποιον ἔχει, θὰ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσέψουν, ἐνῶ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει, θὰ ἀφαιρεθεῖ κι ἐκεῖνο ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει\”. Σ\’ ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸ Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιὰ τὸ καλό τους. Πολὺ περισσότερο λοιπὸν οἱ ἀρετὲς θὰ συνεργήσουν καὶ θὰ βοηθήσουν.
168. Ὅπως τὸ πλοῖο δὲν μπορεῖ νὰ ταξιδέψει χωρὶς νερό, ἔτσι καὶ ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ δὲν προχωρεῖ διόλου χωρὶς νήψη καὶ ταπείνωση καὶ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ.
169. Θεμέλια του σπιτιοῦ εἶναι οἱ πέτρες. Θεμέλιο καὶ ὀροφὴ τῆς ἀρετῆς τῆς νήψεως εἶναι τὸ προσκυνητὸ καὶ ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀνόητος κυβερνήτης πλοίου, ἂν στὴν τρικυμία διώξει τοὺς ναῦτες καὶ ρίξει στὴ θάλασσα τὰ κουπιὰ καὶ τὰ πανιὰ καὶ κοιμηθεῖ, εὔκολα θὰ ναυαγήσει. Καὶ ἡ ψυχὴ εὐκολότερα θὰ καταποντιστεῖ ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἂν ἀμελήσει τὴ νήψη καὶ δὲν ἐπικαλεῖται, μόλις φανεῖ ἡ δαιμονικὴ προσβολή, τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
170. Ὅ,τι γνωρίζομε, αὐτὸ λέμε στὸ γραπτό μας. καὶ ὅ,τι εἴδαμε στὸ δρόμο ποὺ περνοῦμε, ἐκεῖνο μαρτυροῦμε σ\’ ὅποιον θέλει, ἂν βέβαια θελήσετε νὰ δεχτεῖτε τοὺς λόγους μας. Αὐτὸς ὁ Κύριος εἶπε: \”Ἂν κάποιος δὲν μείνει σ\’ Ἐμένα, θὰ πεταχτεῖ ἔξω ὅπως τὸ κλῆμα, καὶ κάποιοι τὸ μαζεύουν, τὸ ρίχνουν στὴ φωτιὰ καὶ καίγεται. ἐνῶ ὅποιος μείνει σ\’ Ἐμένα, μένω κι ἐγὼ σ\’ αὐτόν\”. Ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ λάμψει ὁ ἥλιος χωρὶς φῶς, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ καθαρισθεῖ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσία τῶν λογισμῶν τῆς ἀπώλειας, χωρὶς τὴν εὐχὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. Κι ἂν αὐτὸ εἶναι, ὅπως βλέπω, ἀληθινό, νὰ τὸ μεταχειριζόμαστε ὅπως καὶ τὴν ἀναπνοή μας. Γιατί τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ εἶναι φῶς, ἐνῶ οἱ πονηροὶ λογισμοί, σκοτάδι. Κι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεὸς καὶ Κύριος τῶν ὅλων, ἐνῶ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ εἶναι δοῦλοι δαιμόνων.
171. Φωτογεννήτρα καὶ ἀστραπογεννήτρα καὶ ἀκτινοβόλος καὶ πυρφόρος, ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς, μ\’ αὐτὰ τὰ ὀνόματα ὅπως τῆς ταιριάζουν καὶ δίνουν τὸ περιεχόμενό της ἂς καλεῖται. Γιατί, γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ἄπειρες σωματικὲς ἀσκήσεις καὶ πολλὲς ἄλλες ἀρετές. Γι\’ αὐτὸ πρέπει μὲ αὐτὰ τὰ τίμια ὀνόματα νὰ ὀνομάζομε τὴν ἀρετὴ αὐτή, ἐξαιτίας τῶν ὁλόλαμπρων φώτων ποὺ γεννᾶ. Ὅσοι ἐρωτευθοῦν αὐτὴ τὴν ἀρετή, ἀπὸ ἁμαρτωλοὶ ποὺ ἦταν καὶ ἄχρηστοι καὶ βέβηλη καὶ χωρὶς πνευματικὴ γνώση καὶ ἀσύνετοι καὶ ἄδικοι, μποροῦν νὰ γίνουν μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δίκαιοι, χρήσιμοι μπροστὰ στὸ Θεό, καθαροί, ἅγιοι καὶ συνετοί. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ μυστηριώδη καὶ ἀπόκρυφα νὰ θεωροῦν καὶ νὰ θεολογοῦν. Καὶ ἀφοῦ γίνουν θεωρητικοί, κολυμποῦν μέσα σ\’ αὐτὸ τὸ καθαρότατο καὶ ἄπειρο φῶς, τὸ ἀγγίζουν μὲ ἄρρητα ἀγγίσματα καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ κατοικοῦν καὶ ζοῦν, γιατί γεύθηκαν ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθός. Ἔτσι ἐκπληρώνεται καθαρὰ σ\’ αὐτοὺς τοὺς πρώτους ἀγγελιοφόρους ὁ λόγος τοῦ θείου Δαβίδ: \”Οἱ δίκαιοι θὰ δοξολογήσουν τὸ ὄνομά σου καὶ οἱ εὐθεῖς θὰ κατοικήσουν ἐνώπιόν του προσώπου σου\”. Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια, αὐτοὶ μόνο ὀρθὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια ἐπικαλοῦνται καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεό, καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ εἶναι μαζί Του πάντοτε ἀπὸ ἀγάπη γι\’ Αὐτόν.
172. Ἀλλοίμονο στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά. Γιατί πολὺ θὰ στενοχωρηθεῖ ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς αἰσθήσεις. Καὶ ἀφοῦ στενοχωρηθεῖ, θὰ χρησιμοποιήσει μαστίγιο κατὰ τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων. Ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔχει ὑποστεῖ αὐτά, ἐννοεῖ τὰ λεγόμενα.
173. Ἂν ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος νήφει, κατὰ τοὺς πατέρες, εἶναι σὲ θέση νὰ φυλάξει καὶ τὸν ἔξω ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ἐμεῖς καὶ οἱ κακοῦργοι δαίμονες ἀπὸ κοινοῦ διαπράττομε τὶς ἁμαρτίες. Καὶ οἱ δαίμονες μόνο μὲ λογισμούς, δηλαδὴ μὲ φανταστικὲς εἰκόνες, ζωγραφίζουν στὸ νοῦ ὅπως θέλουν τὴν ἁμαρτία. ἐμεῖς ὅμως καὶ μὲ λογισμοὺς ἐσωτερικῶς καὶ μὲ ἔργα ἐξωτερικῶς. Οἱ δαίμονες μὴ ἔχοντας σῶμα, ἐπειδὴ εἶναι πνεύματα, μόνο μὲ λογισμούς, μὲ δολιότητα καὶ ἀπάτη, προξενοῦν καὶ στὸν ἑαυτό τους καὶ σ\’ ἐμᾶς τὴν κόλαση. Γιατί ἂν δὲν εἶχαν στερηθεῖ τὸ σῶμα οἱ κακοῦργοι, θὰ ἔκαναν συνεχῶς καὶ ἔμπρακτες ἁμαρτίες, ἐπειδὴ ἡ προαίρεσή τους εἶναι πάντοτε ἕτοιμη στὸ νὰ ἀσεβοῦν.
174. Ἡ μονολόγιστη εὐχὴ σκοτώνει καὶ κάνει στάχτη τὶς ἀπάτες τους. Γιατί ὅταν προσκαλεῖται συνεχῶς καὶ ἀκούραστα ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καθόλου δὲν ἐπιτρέπει σ\’ αὐτούς, οὔτε τὴν ἀρχὴ τῆς εἰσβολήςη ὁποία κια προσβολὴ ὀνομάζεται,οὔτε μορφὴ νὰ ὑποδείξουν στὸ νοῦ μὲ τὸν καθρέφτη τῆς διάνοιας, οὔτε λόγους νὰ ποῦν στὴν καρδιά. Κι ἂν δὲν εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ δαιμονικὴ μορφή, τότε ὅπως εἴπαμε, καὶ ἡ καρδιὰ θὰ εἶναι ἄδεια ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς. ἐπειδὴ οἱ δαίμονες ἔτσι συνηθίζουν, νὰ πλησιάζουν μὲ λογισμοὺς καὶ νὰ διδάσκουν κρυφὰ τὴν κακία.
175. Ἀπὸ τὴν συνεχῆ λοιπὸν εὐχὴ μένει καθαρὸς ὁ ἀέρας τῆς διάνοιας ἀπὸ σκοτεινὰ σύννεφα, ἀπὸ ἀνέμους τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Καὶ ὅταν εἶναι καθαρὸς ὁ καρδιακὸς ἀέρας, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ λάμπει μέσα σ\’ αὐτὸν τὸ θεϊκὸ φῶς τοῦ Ἰησοῦ, ἐκτὸς ἂν ἀπὸ κενοδοξία, ἀπὸ ἔπαρση καὶ ἐπίδειξη φουσκώνουμε καὶ ἀπὸ ἐλαφρότητα τοῦ νοῦ θέλομε νὰ φτάσομε τὰ ἀκατάληπτα καὶ ἄφθαστα. Τότε δὲν μᾶς βοηθεῖ ὁ Ἰησοῦς, γιατί ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ὑπέδειξε καὶ μᾶς δίδαξε τὴν ταπείνωση, μισεῖ τὰ πράγματα αὐτά.
176. Ἂς ἀκολουθοῦμε λοιπὸν τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ταπείνωση, αὐτὰ τὰ δύο, τὰ ὁποία μαζὶ μὲ τὴν νήψη στρέφονται κατὰ τῶν δαιμόνων σὰν μαχαίρι ἀπὸ φλόγα. Μποροῦμε λοιπόν, ὅταν ἔτσι ζοῦμε, κάθε ἡμέρα καὶ ὥρα μέσα στὴν καρδιά μας νὰ ἑορτάζομε μὲ μυστικὴ εὐφροσύνη.
177. Μέσα στοὺς ὀχτὼ γενικότατους λογισμοὺς τῆς κακίας περιέχεται κάθε λογισμὸς καὶ ἀπὸ αὐτοὺς γεννιοῦνται ὅλοι οἱ λογισμοί, ὅπως γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Ἥρα καὶ τὸν Δία κάθε βδελυρόςθεος τῶν Ἑλλήνων σύμφωνα μὲ τοὺς μύθους τους. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὀχτὼ λογισμοὶ ἀνεβαίνουν στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅταν βροῦν τὸ νοῦ ἀφύλακτο, μπαίνουν μὲ τὴ σειρὰ ἕνας ἕνας. Ὁποιοσδήποτε λογισμὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὀχτὼ μπεῖ ἐκεῖ μέσα, σέρνει μαζί του καὶ ἕνα κοπάδι ἀπὸ αἰσχροὺς λογισμούς. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ σκοτίσει τὸ νοῦ, προσκαλεῖ τὸ σῶμα καὶ τὸ παροτρύνει νὰ διαπράξει αἰσχρὲς πράξεις.
178. Ὅποιος λοιπὸν συντρίβει τὴν κεφαλὴ τοῦ φιδιοῦ καὶ μὲ ἀντίρρηση γεμάτη θυμὸ τὸ γρονθοκοπεῖ μὲ θυμωμένα λόγια, αὐτὸς ἀπέκρουσε τὸν πόλεμο. Γιατί λιώνοντας τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ, ξέφυγε πολλοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πονηρότατα ἔργα. Καὶ τότε μένει ἥσυχη καὶ ἀτάραχη ἡ διάνοια, μὲ τὸ νὰ δέχεται ὁ Θεοςτην ἐγρήγορσή της στοὺς λογισμούς. τὸ δῶρο ποὺ τῆς κάνει γι\’ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἶναι γνώση πῶς πρέπει νὰ νικᾶ τοὺς ἀντίπαλους δαίμονες καὶ πῶς νὰ νικᾶ τοὺς ἀντίπαλους δαίμονες καὶ πῶς νὰ καθαρίζεται βαθμηδὸν ἡ καρδιὰ ἀπὸ λογισμοὺς ποὺ μολύνουν τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ὅπως λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς: \”Ἀπὸ τὴν καρδιὰ ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, πορνεῖες, μοιχεῖες. κι αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο\”.
179. Ἔτσι λοιπὸν μπορεῖ ἡ ψυχὴ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου νὰ σταθεῖ μὲ τὴ δική της ὀμορφιά, τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν εὐθύτητά της, ὅπως ἐξαρχῆς κτίσθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐξαιρετικὰ ὡραῖα καὶ εἰλικρινής, καθὼς λέει ὁ μέγας δοῦλος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος: \”Ὅταν ἡ ψυχὴ βρίσκεται στὴ φυσικὴ νοερὴ τῆς κατάσταση – ὅπως τὴν ἔπλασε ὁ Θεὸς – τότε ὑπάρχει ἀρετή\”. Καὶ πάλι λέει: \”Τὸ νὰ εἶναι εἰλικρινὴς ἡ ψυχή, αὐτὸ εἶναι ἡ φυσικὴ πνευματικὴ κατάστασή της, ὅπως ἔχει δημιουργηθεῖ\”. Καὶ παρακάτω λέει: \”Ἂς εἴμαστε καθαροὶ στὴ διάνοιά μας. Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ὅταν αὐτὴ ἀπὸ παντοῦ εἶναι καθαρὴ καὶ στέκεται στὸ κατὰ φύση, μπορεῖ νὰ γίνει διορατικὴ καὶ νὰ βλέπει περισσότερο καὶ μακρύτερα ἀπὸ τοὺς δαίμονες, γιατί ἔχει τὸν Κύριο ὁ ὁποῖος τῆς ἀνοίγει τὰ μάτια\”. Αὐτὰ λέει ὁ ἔνδοξος Ἀντώνιος, ὅπως γράφει ὁ Ἀθανάσιος στὸ βίο τοῦ Μ. Ἀντωνίου.
180. Κάθε λογισμὸς παρουσιάζει στὸ νοῦ τὴ φαντασία κάποιου αἰσθητοῦ πράγματος. Γιατί ὁ σατανᾶς εἶναι νοῦς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαπατήσει ἂν δὲν μεταχειριστεῖ τὰ αἰσθητὰ καὶ συνήθη σ\’ ἐμᾶς.
181. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ καταδιώκομε τὰ πουλιὰ στὸν ἀέρα ἢ νὰ πετοῦμε ὅπως ἐκεῖνα, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση μας δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότητα, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ νικήσομε ἀσώματους δαιμονικοὺς λογισμούς, χωρὶς εὐχὴ νηπτικὴ καὶ συχνή. ἢ χωρὶς νὰ προσηλώνομε μὲ ἄκρα προσοχὴ τὸ μάτι τοῦ νοῦ μας στὸ Θεό. Ἂν δὲν τὸ κάνεις αὐτό, κυνηγᾶς τὴ γῆ.
182. Πράγματι, ἂν θέλεις νὰ καταντροπιάσεις τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἡσυχάζεις μὲ ἀγαθότητα καὶ νὰ νήφεις μέσα στὴν καρδιά σου μὲ εὐκολία, ἂς κολλήσει ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ στὴν ἀναπνοή σου, καὶ σὲ λίγες ἡμέρες θὰ δεῖς νὰ γίνεται αὐτό.
183. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γραφοῦν γράμματα πάνω στὸν ἀέρα, ἀλλὰ πρέπει νὰ χαραχτοῦν πάνω σὲ κάποιο σῶμα γιὰ νὰ μένουν διαρκῆ. Ἔτσι καὶ στὴν κοπιαστικὴ νήψη ἂς κολλήσομε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μένει ἡ ὡραιότατη ἀρετὴ τῆς νηφαλιότητας διαρκῆς μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μέσω Αὐτοῦ νὰ διατηρεῖται σ\’ ἐμᾶς ἀναφαίρετη στὸν αἰώνα.
184. Στήριξε τὰ ἔργα σου πάνω στὸν Κύριο καὶ θὰ βρεῖς χάρη. Τότε δὲ θὰ λέγεται καὶ γιὰ μᾶς ἀπὸ τὸν προφήτη: \”Στὸ στόμα τοὺς Κύριε εἶσαι κοντά, πολὺ μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὰ νεφρὰ τοὺς\” (τὴν ἕδρα τοῦ θυμικοῦ). Κανείς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ εἰρηνεύσει τὴν καρδιά σου ἀπὸ τὰ πάθη, παρὰ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ συνένωσε ἐκεῖνα ποὺ ἦταν ἀπομακρυσμένα.
185. Τὸ ἴδιο σκοτίζουν τὴν ψυχή, τόσο οἱ συνομιλίες τῶν λογισμῶν κατὰ διάνοια ὅσο καὶ οἱ ἐξωτερικὲς συναναστροφὲς καὶ ἀργολογίες. Γιὰ νὰ ἀποφύγομε τὴ βλάβη τοῦ νοῦ μᾶς πρέπει καὶ τοὺς δύο, δήλ. καὶ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θέλουν νὰ ἀργολογοῦν, νὰ τοὺς λυποῦμε γιὰ πολὺ εὔλογη κατὰ Θεὸν αἰτία, γιὰ νὰ μὴ σκοτισθεῖ ὁ νοῦς καὶ χαλαρώσει τὴ νήψη. Γιατί ὅταν μᾶς σκοτίσει ἡ λήθη, χάνομε τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ.
186. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ κάθε προθυμία κρατᾶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, θὰ ἀποκτήσει δάσκαλο αὐτῆς τῆς ἱερῆς ἐργασίας τὸν νομοθέτη τῆς Χριστό, ποὺ θὰ τοῦ ὑπαγορεύει μυστικὰ τὸ θέλημά Του. \”Θ\’ ἀκούσω τί θὰ πεῖ μέσα μου ὁ Κύριος ὁ Θεός\”, λέει ὁ Δαβίδ, φανερώνοντας αὐτὸ τὸ πράγμα. Μιλώντας γιὰ τὸ νοητὸ πόλεμο καὶ θέλοντας νὰ δηλώσει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν προστατευτικὴ ὑπεράσπιση ἀπὸ τὸ Θεό, ἔλεγε: \”Καὶ θὰ ρωτήσει ὁ ἄνθρωπος, ἄραγε ὁ δίκαιος θὰ ἀμοιφθεῖ;\”. Κατόπιν ἀπὸ τὴ συζήτηση ἀνάμεσά τους, ἐγκρίθηκε ἡ ἀπόφαση: \”Ἄρα ὑπάρχει ὁ Θεὸς ποὺ θὰ κρίνει αὐτούς\”, δήλ. τοὺς πονηροὺς δαίμονες, στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς μας. Καὶ σὲ ἄλλο μέρος λέει: \”Θὰ προσέλθει ἄνθρωπος μὲ βαθιὰ καρδιὰ καὶ θὰ ὑψωθεῖ ὁ Θεός\”. Καὶ τότε τὶς πληγὲς τῶν δαιμόνων θὰ τὶς θεωρήσομε σὰν βέλη νηπιῶν.
187. Μὲ παιδαγωγημένη τὴ καρδιά μας ἀπὸ τὴ σοφία ἂς ζοῦμε πάντοτε, κατὰ τὸν Δαβίδ, ἀναπνέοντας ἀδιάκοπα αὐτὴ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἂν ἀπὸ οἱαδήποτε περίσταση χαλαρωθοῦμε καὶ ἀμελήσομε τὴ νοητὴ αὐτὴ ἐργασία, τὸ ἄλλο πρωὶ ἂς σφίξομε πάλι γερὰ τὴ μέση του νοῦ μας καὶ ἂς ξαναρχίσομε μὲ δύναμη τὴ νοητὴ αὐτὴ ἐργασία. Γιατί δὲν ἔχομε ἀπολογία, ἂν γνωρίζομε τὸ καλὸ καὶ δὲν τὸ πράξομε.
188. Τὰ φαγητὰ ποὺ φέρνουν ἀρρώστια, μᾶς ἐνοχλοῦν μόλις τὰ βάλομε στὸ στομάχι μας. ὅποιος φάει ἀπὸ αὐτὰ αἰσθάνεται ἀμέσως τὴν ἐνόχληση, ἂν ὅμως πιεῖ γρήγορα κάποιο φάρμακο καὶ κάνει ἐμετό, μένει ἀβλαβής. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ἂν δεχτεῖ πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς καταπιεῖ κι αἰσθανθεῖ τὴν πικρία τους, τότε μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ κραυγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, εὔκολά τους κάνει ἐμετὸ καὶ τελείως τοὺς ἀποβάλλει. ἔτσι – μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ – ἡ μάθηση, καὶ μὲ τὴ μάθηση ἡ πείρα, ἔχουν δώσει σὲ ὅσους ἔχουν τὴν νήψη νὰ ἐννοήσουν γιὰ τὸ θέμα αὐτό.
189. Μὲ τὴν ἀναπνοή σου ἕνωσε τὴ νήψη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἀδιάκοπη μελέτη θανάτου καὶ ταπείνωση. Γιατί ὠφελοῦν πολὺ καὶ τὰ δύο.
190. Εἶπε ὁ Κύριος: \”Μάθετε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πράος καὶ ἡ καρδιά μου ταπεινὴ καὶ θ\’ ἀναπαυθοῦν οἱ ψυχές σας\”.
191. Εἶπε ὁ Κύριος: \”Ὅποιος ταπεινώσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὅπως τὸ παιδὶ τοῦτο, θὰ ὑψωθεῖ. ἐνῶ ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του, θὰ ταπεινωθεῖ\”. \”Ἀπὸ ἐμένα\”, λέει, \”μάθετε\”. Βλέπεις ὅτι μάθηση εἶναι ἡ ταπείνωση. Γιατί ἡ ἐντολὴ Τοῦ εἶναι ζωὴ αἰώνια. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ μὴ ταπεινὸς λοιπὸν ξεγλύστρησε ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ θὰ βρεθεῖ στὸ ἀντίθετό της ζωῆς.
192. Κάθε ἀρετὴ οἰκοδομεῖται μὲ τὴ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Καὶ κτίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, μὲ τὰ ὁποία ἡ ἀρετὴ ὅπως εἶπα παίρνει ὕπαρξη. Πῶς τότε δὲν εἴμαστε ὁλότελα μανιακοὶ ὅταν καυχιόμαστε γιὰ τὰ στολίδια τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ποὺ δὲν εἶναι δικά μας καὶ κενοδοξοῦμε καὶ στηριζόμαστε πάνω στὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι σὰν καλαμένιο ραβδί, καὶ τὸ Θεὸ ποὺ ὑπερέχει ἀπείρως κατὰ τὸ μέγεθος ἀπὸ ἐμᾶς τὸν διεγείρομε ἐναντίον μας, πράγμα ποὺ εἶναι πάρα πολὺ φρικτό, μὲ τὴν ὑπερβολική μας ἀνομία καὶ ἀνοησία; Γιατί ὁ Κύριος ἀντιτίθεται στοὺς ὑπερήφανους. Ἀντὶ νὰ μιμούμαστε τὸν Κύριο μὲ ταπείνωση, πιάνομε φιλία μὲ τὸν δαίμονα, τὸν ἐχθρό του Κυρίου, ἀπὸ φρόνημα κενόδοξο καὶ ὑπερήφανο. Γι\’ αὐτὸ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος: \”Τί ἔχεις ποῦ δὲν τὸ ἔλαβες; Μήπως ἐσὺ ἔπλασες τὸν ἑαυτό σου; Καὶ ἂν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ἀπὸ τὰ ὁποία καὶ στὰ ὁποῖα καὶ μὲ τὰ ὁποία οἰκοδομεῖται κάθε ἀρετή, τὰ ἔλαβες ἀπὸ τὸ Θεό, γιατί καυχιέσαι σὰν νὰ μὴν τὰ ἔλαβες;\”. Ὁ Κύριος εἶναι πού σου τὰ δωρίζει.
193. Δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ὁ τέλειος καθαρισμὸς τῆς καρδιᾶς, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ ταπείνωση καὶ κάθε ἀγαθὸ βρίσκεται μέσα μᾶς προερχόμενο ἀπὸ τὸν οὐρανό, παρὰ τὸ νὰ μὴν ἐπιτρέπουμε διόλου στοὺς λογισμοὺς ποὺ προβάλλουν τὸ κεφάλι τους, νὰ μποῦν στὴν ψυχή.
194. Ἡ φύλαξη τοῦ νοῦ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μόνο γιὰ τὸ Θεό, ὅταν πολυκαιρίσει στὴν ψυχή, χορηγεῖ φρόνηση στὸ λογικὸ γιὰ τοὺς κατὰ Θεὸν ἀγῶνες. Μεγάλη ἱκανότητα δίνει σ\’ ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει, νὰ διευθύνει καὶ νὰ διευθετεῖ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λόγους του μὲ κρίση καὶ σκέψη εὐπρόσδεκτες στὸν Κύριο.
195. Τὰ διακριτικά τοῦ Ἀρχιερέα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν προτυπώσεις τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, γιὰ νὰ προσέχομε κι ἐμεῖς στὸ ἄμφιο τῆς καρδιᾶς μας μήπως μαυρίσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τὸ καθαρίζομε μὲ δάκρυα καὶ μετάνοια καὶ προσευχή. Γιατί ὁ νοῦς εἶναι κάτι τὸ ἐλαφρὸ καὶ εὐκίνητο καὶ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀναχαιτιστεῖ ἀπὸ τὶς παράνομες ἐνθυμήσεις. Ἀκολουθεῖ μὲ τὴν ἴδια εὐκολία καὶ τὶς κακὲς καὶ τὶς καλὲς διανοητικὲς φαντασίες.
196. Μακάριος πραγματικὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κολλήσει τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ στὴ διάνοιά του καὶ φωνάζει πρὸς Αὐτὸν ἀκατάπαυστα μέσα στὴν καρδιά του, ὅπως εἶναι ἑνωμένος ὁ ἀέρας μὲ τὰ σώματά μας ἢ ἡ φλόγα μὲ τὸ κερί. Ὅταν περνᾶ ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὴ γῆ, φέρνει τὴν ἡμέρα. Καὶ τὸ ἅγιο καὶ σεβάσμιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὅταν λάμπει συνεχῶς μέσα στὸ νοῦ μας, θὰ γεννήσει ἀναρίθμητες ἔννοιες, λαμπρὲς σὰν τὸν ἥλιο.
197. Ὅταν διασκορπιστοῦν τὰ σύννεφα, ὁ ἀέρας φανερώνεται καθαρός. Καὶ ὅταν διασκορπιστοῦν οἱ φαντασίες τῶν παθῶν ἀπὸ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Ἰησοῦ Χριστό, τότε ὁπωσδήποτε γεννιοῦνται στὴν καρδιὰ φωτεινὰ καὶ ἀστραφτερὰ νοήματα, ἐπειδὴ φωτίστηκε ὁ ἀέρας τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Γιατί λέει ὁ Ἐκκλησιαστῆς: \”Ὅσοι θαρροῦν στὸν Κύριο θὰ ἐννοήσουν τὴν ἀλήθεια, καὶ οἱ πιστοὶ θὰ παραμένουν κοντά Του μὲ ἀγάπη\”.
198. Εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους: \”Ἂν θέλεις νὰ μνησικακεῖς, νὰ μνησικακεῖς ἐναντίον τῶν δαιμόνων. καὶ ἂν θέλεις νὰ ἔχεις ἐχθρό, νὰ ἐχθρεύεσαι τὸ σῶμα σου παντοτεινά. Ἡ σάρκα εἶναι δόλιος φίλος καὶ ὅσο τὴν περιποιῆσαι, τόσο περισσότερο πολεμεῖ\”. Καὶ πάλι εἶπε: \”Ἀπόκτησε ἔχθρα κατὰ τοῦ σώματός σου καὶ πόλεμο ἐναντίον τῆς κοιλιᾶς σου\”.
199. Στὰ προηγούμενα, στὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη ἑκατοντάδα, γράψαμε γιὰ τοὺς κόπους τῆς ἱερῆς ἡσυχίας τοῦ νοῦ, ὄχι καρποὺς τῆς διάνοιάς μας μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ λόγοι τῶν θεοφόρων Πατέρων σχετικὰ μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ. Τώρα, ἀφοῦ ποῦμε λίγα γιὰ τὸ κέρδος τῆς φυλάξεως τοῦ νοῦ, θὰ σταματήσομε τὸν λόγο.
200. Ἔλα λοιπὸν ἀκολούθησε μὲ στὴ συνεχῆ ἐργασία τῆς μακάριας φυλάξεως τοῦ νοῦ, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι, ἂν ποθεῖς νὰ δεῖς ἡμέρες ἀγαθές, καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου, θὰ σὲ διδάξω τὴ φανερὴ ἐργασία καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν νοερῶν δυνάμεων. Δὲν θὰ χορτάσουν οἱ ἄγγελοι νὰ ὑμνοῦν τὸν Ποιητή, οὔτε ὁ καθαρὸς νοῦς νὰ ἀγωνίζεται νὰ τοὺς φτάσει. Καὶ ὅπως οἱ ἄυλοι δὲν φροντίζουν γιὰ τροφή, ἔτσι οὔτε οἱ ὑλικοὶ ἄυλοι φροντίζουν γιὰ τροφή, ἂν βέβαια μποῦν στὸν οὐρανὸ τῆς ἡσυχίας τοῦ νοῦ.
201. Ὅπως λοιπὸν οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις δὲν φροντίζουν γιὰ χρήματα ἢ κτήματα, ἔτσι οὔτε καὶ ἐκεῖνοι ποὺ καθάρισαν τὴν ὅραση τῆς ψυχῆς καὶ συνήθισαν στὴν ἀρετή, δὲ θὰ νοιαστοῦν γιὰ τὴν ταλαιπωρία ἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Καὶ ὅπως στὰ οὐράνια πνεύματα εἶναι φανερὸς ὁ πλοῦτος τῆς προκοπῆς πρὸς τὸ Θεό, ἔτσι καὶ σ\’ ὅσους ἀσκοῦν τὴ νήψη εἶναι φανερὸς ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸ Θεό, ἡ ἐνατένιση καὶ ἡ ἀνάβασή τους πρὸς Αὐτόν. Γεμάτοι ἀπὸ θεῖο ἔρωτα προχωροῦν συνεχῶς σὲ πνευματικὲς ἀναβάσεις χωρὶς νὰ χορταίνουν, ἐπειδὴ γεύθηκαν τὸ θεῖο καὶ ἐκστατικὸ πόθο. δὲ θὰ σταματήσουν μέχρις ὅτου φτάσουν τὰ Σεραφείμ. Οὔτε θὰ ἀφήσουν τὴ νήψη τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἐρωτικὴ ἀνύψωση, μέχρις ὅτου γίνουν Ἄγγελοι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας.
202. Δὲν ὑπάρχει δυνατότερο δηλητήριο ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς ἀσπίδας καὶ τοῦ βασιλίσκου. Καὶ δὲν ὑπάρχει κακία χειρότερη ἀπὸ τὴν φιλαυτία. Παιδιὰ τῆς φιλαυτίας ποὺ κινοῦνται μὲ ὁρμὴ εἶναι: ὁ αὐτοέπαινος μέσα στὴν καρδιά, ἡ αὐταρέσκεια, ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ κενοδοξία, ὁ φθόνος, καὶ ἡ κορωνίδα ὅλων, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία γνωρίζει ὄχι μόνο ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ Ἀγγέλους νὰ ρίχνει ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ καὶ νὰ τοὺς ντύνει μὲ σκοτάδι ἀντὶ μὲ φῶς.
203. Αὐτά σοῦ γράφω, Θεοδοῦλε, ἐγὼ ποὺ ἔχω ὄνομα ποὺ δηλώνει ἡσυχία, ἂν καὶ διαψεύδεται αὐτὸ ἀπὸ τὴν πράξη. Ἴσως ὅμως δὲν εἶναι δικά μου τὰ γραφόμενα, ἀλλὰ ὅ,τι ἔδωσε ὁ Θεός, ποὺ Τὸν ὑμνεῖ καὶ Τὸν δοξάζει ὡς Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα ὅλη ἡ λογικὴ φύση τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλη ἡ κτίση, τὴν ὁποία δημιούργησε ἡ ἄρρητη Τριάδα, ὁ ἕνας Θεός. Εἴθε κι ἐμεῖς νὰ γίνομε μέτοχοί της λαμπρῆς βασιλείας Του, μὲ τὶς εὐχὲς τῆς ὑπεραγνῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ὁσίων Πατέρων μας. Στὸν ἀκατάληπτο Θεό, δόξα αἰώνια.
ΑΜΗΝ.