Ἡ Ἀκολουθία ἤδη μᾶς ἔδωσε ὄχι μόνον ὅλη τὴν Χάρη ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν χαρά, τὸν καταρτισμὸ τοῦ νοήματος τῶν Ἁγίων Ἡμερῶν. Ἀξιωθήκαμε νὰ προχωρήσουμε λειτουργικῶς μαζὶ μὲ τὸν Κύριο ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ μέχρι τὸν φρικτὸ Γολγοθὰ καὶ μέχρι τὸν ζωηφόρο καὶ ζωοδόχο Τάφο, τὸν ξένο Τάφο, στὸν ὁποῖο φιλοξενήθηκε τριήμερος. Σημειώνω, αὐτὸν τὸν ξένο Τάφο, γιατί ὁ Κύριος ἦλθε «εἰς τὰ ἴδια καὶ οἱ ἴδιοι Αὐτὸν οὐκ ἐδέχθησαν», ἦλθε στοὺς δικούς Του καὶ οἱ δικοί Του δὲν Τοῦ ἀνοίξανε καὶ ἔμεινε διὰ βίου ἕνας ξένος. Ξένος γιὰ τὸν κόσμο, τὸν ὁποῖο δημιούργησε. Ξένος γιὰ τὸν λαὸ τὸν περιούσιο, τὸν ἀγαπημένο. Ξένος ὥς τὸν θάνατό Του, ποὺ δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνας τάφος νὰ ἀνήκει στὸν Ἴδιο γιὰ νὰ Τὸν δεχθεῖ, ἀλλὰ φιλοξενήθηκε στὸν τάφο τοῦ δικαίου Ἰωσὴφ τοῦ Ἀριμαθαίου.
Σήμερα ὁ Κύριος ἔχει κατέβει στὰ ταμεῖα τοῦ Ἅδου. Λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ὅτι ἐκεῖ κατέβηκε «ἵνα καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι κηρύξῃ». Κατέβηκε μέχρι τὰ ἀμειδῆ, (ἀγέλαστα-μελαγχολικὰ) βασίλεια τοῦ θανάτου, τὰ σκοτεινά, ὅπου δὲν ὑπάρχει χαμόγελο ποτέ, νὰ ἀναζητήσει «παγγενὴ τὸν Ἀ¬δάμ», ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἀπὸ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας μέχρι καὶ ἐκείνων ποὺ εἶχαν πεθάνει ὥς τὴν ὥρα ἐκείνη.
Κατέβηκε μέχρι τὴν Κόλαση καὶ τὴν φώτισε, καὶ μὲ τὴν παρουσία Του ἡ Κόλαση ἔγινε Παράδεισος, καὶ τὰ πνεύματα τὰ κεκοιμημένα τῶν δικαίων ποὺ εἶχαν ξεροσταλιάσει ἀπὸ τὴν προσδοκία Του καὶ ἀπὸ τὴν λαχτάρα Του καὶ ἀπὸ τὸν πόθο τῆς λυτρώσεως, τῆς ζωῆς, τοῦ φωτός, τῆς χαρᾶς, σκίρτησαν καὶ ἀγαλλίασαν.
Ὅσο ὁ διάβολος πικραινόταν μαζὶ μὲ τὸ βασίλειό του, δεχόμενος μέσα σ’ αὐτὸ τὴν παρουσία τοῦ Νικητῆ τῆς ζωῆς, τόσο τὰ πνεύματα τῶν κεκοιμημένων Ἁγίων καὶ Δικαίων χαίρονταν, εὐφραίνονταν, ἀγάλλονταν, ἔσπευδαν νὰ δεχθοῦν τὸν ζωοπάροχο ἀσπασμό, τὸν ὁποῖο τοὺς ἔδινε ὁ Κατελθὼν εἰς τὸν Ἅδη, γιὰ νὰ σώσει μέχρις ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων» ἐκείνων Ἁγίων ἀναστήθηκαν καὶ μπῆκαν στὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ἐμφανισθήκανε σὲ πολλούς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γίνει μία μερικὴ ἀνάσταση, ὄχι ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ μερικῶν προσφάτως κεκοιμημένων. Ἀνθρώπων, δηλαδή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λίγο καιρό, λίγα χρόνια, ἂν θέλετε, πεθάνει, καὶ τοὺς θυμόντουσαν, τοὺς ξέρανε. Μπορεῖ νὰ εἶχαν πεθάνει πρὶν 20 χρόνια, ἀλλὰ ὑπῆρχαν τόσοι ἄνθρωποι γύρω, οἱ ὁποῖοι θυμόντουσαν ὅτι ὁ Ἠσαΐας ἐκεῖνος, ὁ Ἰακὼβ ἐκεῖνος, ὁ Ζαχαρίας ἐκεῖνος, ἡ Ἐσθὴρ ἐκείνη, ἦταν ὁ γείτονας ποὺ ἔμενε δίπλα, ἦταν ὁ φίλος μας, ἦταν ὁ παππούς μας, ἦταν ὁ θεῖος μας, ἡ μάνα μας, ὁ πατέρας μας, ὁ μεγάλος μας ἀδελφός. Ἦταν εὔκολο νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουν, καὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γίνει αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει τὸ παραμικρὸ περιθώριο ἀμφισβητήσεως ποτέ, ὄχι μόνον τῆς δικῆς Του Ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν νεκρῶν.
Πιστεύω ὅτι δὲν τὸν πολυαπασχολεῖ τὸν Χριστό, ὅσον ἀφορᾶ τὸν Ἴδιο, ἂν πιστέψουμε ἢ δὲν πιστέψουμε στὴν Ἀνάστασή Του. Δὲν ἔχει νὰ χάσει ἢ νὰ κερδίσει τίποτε. Τὸν ἀπασχολεῖ καὶ τὸν πολυαπασχολεῖ ὅμως, ἐὰν δὲν πιστέψουμε, διότι ἐμεῖς χανόμαστε, ἐμεῖς μένουμε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄμπελο. Μένουμε ξερὰ κλήματα, τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ κατακαοῦν στὸ μὴ σβεννύμενον ποτὲ πῦρ τῆς Κολάσεως. Αὐτὸ τὸν ἐνδιαφέρει. Νὰ μὴ χαθοῦμε. Εἰδ’ ἄλλως εἴτε πιστέψουμε εἴτε δὲν πιστέψουμε οὔτε δόξα τοῦ προσθέτουμε οὔτε χάρη τοῦ ἀφαιροῦμε, οὔτε τίποτε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ πιστέψουμε καὶ τὴν Ἀνάσταση τὴν δική Του καὶ τὴν προσδοκώμενη ἀνάσταση ὅλων μας κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποία θὰ σημάνει ἡ σάλπιγγα ἡ ἀρχαγγελικὴ καὶ θὰ μᾶς καλέσει. Καὶ θὰ δώσει ἡ γῆ πίσω ὅ,τι εἶχε λάβει, τὸ χῶμα θὰ ἀποδώσει τὸ σῶμα, ἡ φωτιὰ ὅ,τι εἶχε καταλύσει, ἡ θάλασσα ὅ,τι εἶχε καταπιεῖ, τὰ ζῶα ὅ,τι εἶχαν κατασπαράξει. Θὰ ἀποδοθοῦν πίσω τὰ σώματα καὶ ἑνωμένα μὲ τὴ ψυχὴ θὰ ἀναστηθοῦν. Διότι «ἡ ψυχὴ ἅπαξ καὶ ἐγεννήθη δὲν ἀποθνήσκει». Ἄλλος εἶναι ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς.
Ἡ ψυχὴ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ χάσει τὴν αἴσθηση τοῦ εἶναι, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει, ἀλλὰ ἔχει δύο δυνατότητες. Ἐκεῖνο τὸ εἶναι νὰ τὸ νιώθει ὡς «εὖ εἶναι» ἢ νὰ τὸ νιώθει ὡς «φεῦ εἶναι». Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅτι ὅλοι βλέπουν τὸ Θεό. Ὅλοι θὰ βλέπουν τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος, ἀλλὰ οἱ μισοὶ θὰ χαίρονται, θὰ ἀγάλλονται, θὰ εὐφραίνονται, θὰ πανηγυρίζουν, θὰ λένε: «εὖ, εὖ, τί ὡραῖα, τί καλά, τί εὐχάριστα, τί χαρὰ εἶναι αὐτή!» Οἱ ἄλλοι μισοὶ θὰ καταλέγονται, θὰ κατακαίονται, θὰ πάσχουν, θὰ ὑποφέρουν, θὰ λένε: «φεῦ, φεῦ, φεῦ!» Δηλαδή: «ὢχ ἀλλοίμονο, ὢχ ἀλλοίμονο, ὢ συμφορά μου!» Εἶναι εὔκολο νὰ τὸ συλλάβουμε λίγο καὶ ἀπὸ μακρυά; Ὅλοι μας περνᾶμε κατὰ καιροὺς μία ἁπλὴ γρίπη, μία ἴωση. Ὅταν ἔχουμε γρίπη ἢ ἴωση καὶ βγοῦμε ἔξω στὸν ἥλιο, δὲν τὸν ἀντέχουμε. Ἀρχίζουμε καὶ φταρνιζόμαστε καὶ βήχουμε καὶ τρέχουν τὰ μάτια μας καὶ ἔρχεται «ρινικὸς κατάρρους», συνάχι, ὅλα αὐτά, καὶ τρέμουμε καὶ λέμε: «ἀμάν, τὸ γρηγορότερο νὰ πάω νὰ κλεισθῶ μέσα νὰ μὴ μὲ βλέπει ὁ ἥλιος». Ὁ ἄλλος ἀπὸ δίπλα ποὺ εἶναι ὑγιὴς χαίρεται καὶ λέει: «ἄ! δόξα σοι ὁ Θεός! τί ὄμορφη μέρα εἶναι αὐτή! ἡλιόκαλη. Νὰ κάτσουμε λίγο στὸν ἥλιο νὰ ζεσταθεῖ τὸ κοκαλάκι μας, νὰ ἀνασάνουμε, νὰ χαροῦμε!» Δὲν φταίει ὁ ἥλιος. Ὁ ἴδιος εἶναι καὶ γιὰ τὸν ἕνα καὶ γιὰ τὸν ἄλλο. Ἡ γρίπη φταίει. Ἡ γρίπη εἶναι ποὺ διώχνει τὸν ἕνα καὶ τὸν στέλνει μέσα, ἡ ἴωση! Ἔτσι εἶναι καὶ ἐδῶ ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀμετανοησία καὶ ἡ ἀπιστία, ἡ ἀθεΐα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀσθένεια ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν ἀντέχει νὰ βλέπει τὸν νοητὸ Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης καὶ νὰ λέει: «φεῦ, φεῦ», τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι οἱ ἄλλοι φωνάζουν: «εὖ, εὖ, τί καλά, τί ὡραῖα».
Προσκυνήσαμε λοιπόν, ἀκολουθήσαμε τὸ ξόδι τῆς Ζωῆς, ψάλαμε τὰ λυρικώτατα Ἐγκώμια, τὰ ὁποῖα φέρουν ἔντονη τὴ σφραγίδα τῆς λαϊκῆς ποιήσεως, καὶ μάλιστα -χωρὶς ἴχνος σωβινισμοῦ- τῆς ἑλληνικῆς καρδιᾶς, τῆς ἑλληνικῆς εὐαισθησίας. Ὅλες οἱ ἄλλες ἀκολουθίες ἐνδεχομένως ἀντέχουν ἐξ ἴσου σὲ ὅλες τὶς νοοτροπίες καὶ σὲ ὅλες τὶς ψυχοσυνθέσεις. Τὰ ἐγκώμια ἔχουν αὐτὴ τὴν εὐαισθησία, τὴ λεπτότητα, ὄχι ἁπλῶς τὴ μεσογειακὴ ἀλλὰ τὴν ἑλληνική! Αὐτὴ τὴ λαχτάρα, τὴ ζεστασιὰ τῆς ἑλληνίδας μάνας! Ὅταν ἀκοῦς τὴν Παναγία μέσα ἀπ’ αὐτὰ τὰ Ἐγκώμια νὰ θρηνεῖ τὸν Υἱό της, νομίζεις ὅτι εἶναι μιὰ Ρωμηὰ μάνα, ποὺ κλαίει καὶ θρηνεῖ τὸ γιό της. Ἀπὸ κεῖ ἐπηρεασμένος καὶ ὁ Ρίτσος ἔγραψε τὸν «Ἐπιτάφιο»· ἔκανε τὴν ὡραία μουσικὴ ἐπένδυση μὲ βάση τὴν ὑμνωδία τῶν Ἐγκωμίων ὁ Θεοδωράκης καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς, Εἶναι οἱ ὕμνοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἀγγίζουν ἰδιαίτερα τοῦ Ἕλληνα Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ τὶς χορδὲς τὶς πιὸ λεπτές τῆς καρδιᾶς του.
Συνοδεύσαμε λοιπὸν στὴν τυπικὴ ἐκείνη περιφορὰ τὸ ξόδι τῆς Ζωῆς «ἐπ’ ἐλπιδι ἀναστάσεως». Ὄχι τῆς δικῆς Του. Αὐτὴν τὴν ἔχουμε σίγουρη. Αὐτὴν τὴν ξέρουμε. Αὐτὴν τὴ γιορτάζουμε 365 ἡμέρες τὸν χρόνο! Κάθε μέρα ἡ Ἐκκλησία οὔτε λησμονεῖ οὔτε παύει νὰ γιορτάζει τὴν Ἀνάσταση. Κηρύσσει Χριστὸν Ἐσταυρωμένο ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα Ἀναστάντα ἐκ τῶν νεκρῶν.
Ἤδη ἔχουμε τὴν κατάπαυση τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. «Ὑπνεῖ ἡ Ζωὴ» καὶ τὸ βράδυ τὰ σήμαντρα καὶ οἱ καμπάνες θὰ μᾶς συνάξουν νὰ γιορτάσουμε τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἂς κάνουμε προσευχὴ νὰ ἑτοιμάσει καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση ὁ Κύριος, ἡ ὁποία νὰ εἶναι ἀνάσταση ὄχι εἰς κρίση καὶ κατάκριση ἀλλὰ νὰ εἶναι ἀνάσταση εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ συμβασιλεία μαζί Του, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Παναγία Τριάδα, τὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ συναΐδιον Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μαζὶ μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, τοὺς προστάτες τῆς Μονῆς, τὸν ἅγιο Νικόλαο, τὴν ἁγία Ἀναστασία τὴν Ρωμαία, τὸν ἅγιο Γρηγόριο, τὸν προσωπικὸ προστάτη τοῦ καθενὸς Ἅγιο, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἀρχαγγέλους, καὶ νὰ χαιρόμαστε τὴν μακαρία ἐκείνη χαρὰ τῆς Βασιλείας, ὅπου «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων καὶ βοώντων ἀπαύστως τό: Κύριε δόξα σοι».