«Ἐκεῖνο τόν καιρό καθώς ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μία κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ\’ ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σέ παρακαλῶ μή μέ βασανίσεις». Αὐτά τά εἶπε, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Λεγεών»·γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια. Τά δαιμόνια, λοιπόν, τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στήν ἄβυσσο.
Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό, καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί τό εἶπαν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε καί ἦρθαν κοντά στόν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκαν τά δαιμόνια νά κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα καί νά φέρεται λογικά, καί φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς εἶπαν γιά τό πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νά φύγει, μέ τά παρακάτω λόγια: «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ\’ ἐσένα ὁ Θεός». Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ\’ ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ\’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς» (Λουκ. 8, 26-39).
Ὁ Χριστός παρουσιάζεται στή διήγησή μας ὡς ἐλευθερωτής τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις πού τόν κρατοῦν αἰχμάλωτο καί τόν δυναστεύουν. Σ’ αὐτή τήν προσφορά ἐλευθερίας παρατηροῦμε δύο τρόπους ἀνταποκρίσεως τῶν ἀνθρώπων: ἡ μία ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν δαιμονισμένο ποὺ θεραπεύθηκε, ἡ ἄλλη ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς στήν ὁποία ἔγινε τό θαῦμα. Ὁ πρῶτος, μετά τή συνάντησή του μέ τόν ἐλευθερωτή καί σωτήρα Χριστό, μεταβάλλεται ριζικά: ἀπό γυμνός γίνεται «ἰματισμένος καί σωφρονῶν»· ἀπό ἀκοινώνητος πού ζοῦσε στά μνήματα καί στίς ἐρήμους βρίσκεται τώρα σέ ἐπικοινωνία μέ τούς συνανθρώπους του, τούς ὁποίους σπεύδει νά συναντήσει γιά νά τούς διηγηθεῖ τή θαυματουργική θεραπεία του- ἀντί τῆς ἐπιθετικότητας καί τῆς καταστροφικῆς καί αὐτοκαταστροφικῆς μανίας πού εἶχε (βλ. τίς παράλληλες διηγήσεις στά Μάρκ. 5, 3-5. Ματθ. 8, 28 ἑξ.) γίνεται τώρα ἡ αἰτία σωτηρίας τῶν ἄλλων ἀντί τῆς προηγούμενης διεσπασμένης προσωπικότητάς του πού φαίνεται ἀπό τήν ὀνομασία «λεγεών»(: «γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια») ἀποκτᾶ τώρα ἕνα ἑνιαῖο κέντρο, τό ὁποῖο γνωρίζει πολύ καλά τί θέλει, νά μείνει κοντά στόν Ἰησοῦ.
Ἐνῶ ὅμως ὁ πρώην δαιμονισμένος ἐπιθυμεῖ τή μόνιμη συντροφιά τοῦ Ἰησοῦ, οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ζητοῦν τήν ἀπομάκρυνση τοῦ εὐεργέτη, γιατί τούς κυρίεψε ὁ φόβος. Εἶδαν τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ καί τρομοκρατήθηκαν. Σκέφθηκαν ἀμέσως ὅτι ἡ παρουσία ἑνός ἰσχυροῦ θαυματοποιοῦ ἀνάμεσά τους μπορεῖ νά συνεπάγεται ἴσως ὁρισμένες ὑλικές ζημίες, ὅπως ἦταν π.χ. ἡ καταστροφή τῆς ἀγέλης τῶν χοίρων. Ὁ «φόβος» τους γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ εὐαγγελιστής δέν εἶναι τό δέος καί ἡ συντριβή μπροστά στή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἀρχή τῆς ἀναγνωρίσεώς του καί τῆς προσκυνήσεως, ἀλλ’ ὁ τρόμος μήπως ἡ παρουσία του τούς ὁδηγήσει στή στέρηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα δέν θέλουν νά χάσουν. Τυφλοί ὡς πρός τό πνευματικό τους συμφέρον, βλέπουν μπροστά τους μόνο τό ὑλικό συμφέρον. Ἀπορρίπτουν τήν ἐλευθερία, προτιμώντας νά μείνουν δοῦλοι.
Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι δέν βλέπουν καθαρά, δέν διακρίνουν τό σωστό, χάνουν τά μεγάλα γιά νά κερδίσουν τά μικρά, διώχνουν τόν Σωτήρα γιά νά ζήσουν πιό ἄνετα. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Γαδαρηνῶν εἶναι οἱ τύποι τῶν ἀνθρώπων πού ἀσυλλόγιστα διώχνουν τό σπόρο τοῦ θείου λόγου καί ἀποδεικνύονται ἄγονο καί πετρῶδες ἔδαφος, γιά νά θυμηθοῦμε τήν εἰκόνα τῆς παραβολῆς τοῦ σπορέα. Βλέπουν ἐπιφανειακά, κοινωνικά, συμβατικά, ἐγωκεντρικά. Ἐάν τό χριστιανικό κήρυγμα δέν ἐξυπηρετεῖ τά σχέδιά τους, τό παραμερίζουν. Ἐάν στέκεται ἐμπόδιο στίς ἐπιδιώξεις τους, τό πολεμοῦν. Ἐάν ὁ Χριστός τούς ἐνοχλεῖ, τόν διώχνουν.
Κι ὅμως ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγική εἰρωνεία- παραμένουν κλεισμένοι στά δεσμά ἀπό τά ὁποῖα θέλει νά τούς λυτρώσει ὁ Χριστός. Δέν βλέπουν τά θαύματα τῆς θείας ἀγάπης μέ τά ὁποῖα εἶναι γεμάτος ὁ κόσμος. Σκέπτονται ψυχρά, ἐγκεφαλικά, ἐγκοσμιοκρατικά. Ἐκεῖνο πού μεταβάλλει ριζικά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἡ ψυχρή λογική καί τό στενά ἐννοούμενο συμφέρον, ἀλλ’ ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό μέσα στόν χῶρο τοῦ βιώματος, ὁ διάλογος μέ Αὐτόν, ἡ ἀναγνώρισή του ὡς ἐλευθερωτῆ.
Στήν περιγραφή τοῦ δαιμονισμένου τῆς διηγήσεώς μας ἔχουμε μία εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι αἰχμάλωτος τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τῆς κακίας, τοῦ μίσους, τῆς καταστροφῆς· στήν περιγραφή τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου ἀλλά θεραπευμένου βλέπουμε τήν τεράστια ὑπαρξιακή ἀλλαγή πού συντελεῖται ἀπό τή συνάντηση μέ τόν Χριστό, τόν Σωτήρα καί Ἐλευθερωτή.
Ἡ ἐπιθυμία νά μείνει κανείς κοντά στόν Χριστό ὅπως ὁ θεραπευμένος τῆς περικοπῆς, ἐπειδή ἔνιωσε τήν ἐλευθερία πού προσφέρεται ἀπ’ Αὐτόν σάν δῶρο, ἤ ἡ ἀποδίωξη τοῦ Χριστοῦ χάρη κάποιου ἄλλου συμφέροντος, κατά τό πρότυπο τῶν Γαδαρηνῶν, εἶναι δύο δυνατές τοποθετήσεις τῶν ἀνθρώπων ἔναντι τῆς θείας δωρεᾶς τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πρώτη μπορεῖ νά σημάνει τή σωτηρία του, ἡ δεύτερη τήν καταστροφή του.