Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Η γνώμη μας είναι πως η ελληνική κρίση είναι διαφορετικής μορφής. Πρόκειται περισσότερο για μια συνολική εθνική κρίση ταυτότητος, όπου η διαφαινόμενη επικράτηση ενός αλλότριου πολιτισμού προκαλεί σπασμωδικές και ανεξέλεγκτες ατομικές αντιδράσεις, πέρα από κάθε ηθικό πλαίσιο και κάθε ιεραρχική δομή.

  • !

    Κατά την άποψή μας, η κρίση που βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά η κατάληξη μιας μακραίωνης αναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμών, δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει στις μέρες μας η τάση να υποβαθμίζουμε τις ιστορικές διαφορές ελληνισμού και Δύσης καθώς προσπαθούμε να τονίσουμε την «κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά» που δήθεν δένει τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης

  • !

    Θα έπρεπε επιτέλους να αντιληφθούμε ότι ως λαοί, αλλά και ως πολιτισμοί, ο ελληνικός και ο δυτικοευρωπαϊκός βρίσκονται σε σύγκρουση από την εποχή που πρωτοεμφανίζονται οι δυτικοευρωπαίοι τον 4ο μ.Χ. αιώνα.

Ρωμηοσύνη ἤ Βαρβαρότητα

Οἱ ἱστορικὲς ρίζες τῆς μακραίωνης σύγκρουσης Ἑλληνισμοῦ καὶ Δύσης

Εἰσαγωγή (σ. 4)

Μέρος Α΄

Οἱ ἐθνικές μας ὀνομασίες

Τὰ δύο ρεύματα τοῦ 19ου αἰῶνα (σ. 10)

Ἕλληνες λοιπὸν ἢ Ρωμηοί; (σ. 14)

Καὶ οἱ Βυζαντινοί; (σ. 20)

Μέρος Β΄

Ὁ σχηματισμὸς τῆς ρωμαίικης συνείδησης

Τὸ ὑπερεθνικὸ κράτος (σ. 24)

Ἡ Χριστιανικὴ Οἰκουμένη (σ. 29)

α) Πολιτικὴ ἰδεολογία (σ. 29)

β) Καισαροπαπισμός(σ. 33)

γ) Θεοκρατία (σ. 36)

Μέρος Γ΄

Ἡ σύγκρουση μὲ τὴ Δύση

Οἱ σκοτεινοὶ χρόνοι (σ. 39)

Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῶν «Γραικῶν» (σ. 45)

Ὁ Καρλομάγνος καὶ ἡ αὐτονόμηση τῆς Δύσης ἀπὸ τὴ Ρωμιοσύνη (σ. 48)

Ἐπίλογος (σ. 62)

Βιβλιογραφία

α) Ἑλληνόγλωσση

β) Ξενόγλωσση

1

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μοῦ ἔτυχε πολλὲς φορὲς νὰ παρατηρήσω ὅτι σὲ διάφορες συζητήσεις χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος \”βυζαντινισμός\” μὲ ἀρνητικὴ ἔννοια. Ὅταν, δηλαδή, ἡ συζήτηση πλατειάζει τότε γίνεται λόγος γιὰ βυζαντινολογία. Χρησιμοποιεῖται τέτοια ὁρολογία ἀβασάνιστα, ἀγνοῶντας τὸν σκοπὸ τῆς καθιερώσεώς της, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰτία ἐπικρατήσεώς της. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι παλαιότερα ὅ,τι εἶχε σχέση μὲ τὶς βυζαντινὲς τέχνες καὶ τὸν λεγόμενο βυζαντινὸ πολιτισμὸ ἦταν περιφρονητέο. Βέβαια αὐτὸ σήμερα ἔχει ἀναθεωρηθῇ σὲ ἀρκετὰ σημεῖα. Ἡ περιφρόνηση, παραθεώρηση καὶ εἰρωνεία κάθε πράγματος ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ λεγόμενο Βυζάντιο ἢ ἡ χρησιμοποίηση διαφόρων ὅρων μὲ ἀρνητικὴ ἔννοια δὲν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῶν Φράγκων νὰ θέσουν στὸ περιθώριο τῆς ἱστορίας τὴν Ρωμαίικη αὐτοκρατορία, αὐτὴ ποὺ σήμερα ἔχουμε μάθει νὰ ὀνομάζουμε Βυζάντιο, καθὼς ἐπίσης νὰ ἐξυψώνουν τὸν ἑαυτό τους, θεωρώντας ὅτι αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν διάδοχη κατάσταση τῆς παλαιᾶς μεγάλης καὶ λαμπρῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Πραγματικά, ὁ ὅρος Βυζάντιο πλάστηκε μόλις στὶς ἀρχὲς τοῦ δεκάτου ἕκτου αἰῶνος (1562 μ.Χ.) ἀπὸ τὸν Φράγκο ἱστορικὸ Ἱερώνυμο Wolf, χρησιμοποιήθηκε δὲ ἀργότερα ἐπανειλημμένως ἀπὸ ἄλλους δυτικοὺς συγγραφεῖς μὲ σκοπὸ τὴν ὑποτίμηση τῆς Ρωμηοσύνης. Κάθε τί ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὸ Βυζάντιο ἐθεωρεῖτο ἀποβλητέο καὶ περιφρονητέο καὶ ἄρα καταδικαστέο. Οὐσιαστικὰ θεωροῦσαν ὅτι τὸ Βυζάντιο ἦταν μεσαίωνας.

Ὅμως, στὶς πηγὲς δὲν γίνεται λόγος γιὰ Βυζάντιο, ποὺ ἦταν ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη ἡ ὁποία ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Βύζαντα τὸν Μεγαρέα, ἀλλὰ γιὰ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Μὲ τὴν μεταφορὰ τῆς Πρωτεύουσας τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἀπὸ τὴν Ρώμη στὸ Βυζάντιο ἡ πόλη αὐτὴ ὀνομάστηκε Νέα Ρώμη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Παλαιὰ Ρώμη. Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ πλευρᾶς πίστεως καὶ θρησκείας ἦταν Ὀρθόδοξη, ἀπὸ πλευρᾶς πολιτισμοῦ ἦταν ἑλληνική, ἀφοῦ ἦταν ἑλληνισμὸς σὲ οἰκουμενικὴ διάσταση, ἡ δὲ νομικὴ συγκρότηση διαποτιζόταν ἀπὸ τὴν ἀρχαία ρωμαϊκὴ νομοθεσία. Στὴν Ρωμηοσύνη ἐπικρατοῦσαν δύο καθιερωμένες γλῶσσες ἤτοι ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἡ λατινική, ἀλλὰ ὑπῆρχε κοινὴ πίστη καὶ κοινὴ πολιτιστικὴ παράδοση. Ὅσοι ἐνσωματώνονταν σ’ αὐτὰ τὰ δεδομένα ἦταν καὶ λέγονταν Ρωμηοί. Ἡ κατάληψη τοῦ δυτικοῦ τμήματος τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἀπὸ τοὺς Φράγκους δημιούργησε πολλὰ προβλήματα. Οἱ Φράγκοι προσπάθησαν νὰ πείσουν ὅτι αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν διάδοχη κατάσταση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, γι’ αὐτὸ καὶ χαρακτήρισαν ὅσους εἶχαν κέντρο τὴν Νέα Ρώμη αἱρετικούς, ἀγύρτες καὶ ἀπατεῶνες. Ἔτσι δικαιολογοῦνται ὅλοι οἱ ὑποτιμητικοὶ ὅροι σὲ βάρος τῆς Ρωμηοσύνης, τοὺς ὁποίους ἐμεῖς οἱ διάδοχοι τῶν Ρωμαίων, τοὺς δεχόμαστε ἀνυποψίαστα καὶ ἀβασάνιστα.

Πάντως, τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη (τὸ Βυζάντιο) συνδέεται στενώτατα μὲ τὴν δόξα καὶ τὴν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ μερικοὶ ὑποτιμητικὰ ὀνομάζουν \”βυζαντινισμό\” καὶ \”βυζαντινολογία\” συνδέεται μὲ ὅ,τι ἐκλεκτότερο ἔχει νὰ προσφέρη ἡ ἀνθρωπότητα. Ὅταν οἱ Ρωμηοὶ συζητοῦσαν γιὰ θεολογικὰ θέματα τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ διασώσουν τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὸν τρόπο διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὴν θέωση. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἀπέραντες καὶ ἀτέρμονες κοινωνικές, πολιτικὲς καὶ φιλοσοφικὲς συζητήσεις, ἀλλὰ γιὰ ἐνασχόληση μὲ ὑπαρξιακὰ θέματα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ρωμηοὶ ἦταν καὶ εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι καὶ μοντέρνοι.

Ἀντίθετα, τὸν καιρὸ ποὺ οἱ Φράγκοι κατέλαβαν τὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ κυριαρχοῦσαν στὴν Δύση, ἐπικρατοῦσε ἐκεῖ ἕνας βαρβαρισμός, ἕνα πραγματικὰ ἐπαρχιώτικο πνεῦμα. Ὅταν, δηλαδή, ἡ Ρωμηοσύνη βρισκόταν στὸ ἀπόγειό της δόξας της, στὴν Δύση ἐπικρατοῦσε ἕνας βάρβαρος μεσαίωνας, ἀφοῦ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶχε ἀντικατασταθῆ ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ θεολογία ποὺ περιόριζε τὴν ἀνθρώπινη ἐμπειρία στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ἄλλωστε, ἡ πτώση τῆς σχολαστικῆς θεολογίας καὶ στὴν Δύση στὶς ἡμέρες μας, καὶ ἡ ἐξύψωση τῆς ἀποκαλυπτικῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι δείγματα τῆς διαφορᾶς τῶν δύο πολιτισμῶν καὶ τῶν δύο τρόπων ζωῆς. Γι’ αὐτὸ τίθεται τὸ ἐρώτημα: \”Ρωμηοσύνη ἢ βαρβαρότητα;\”. Μὲ τὸ κρίσιμο αὐτὸ θέμα ἀσχολήθηκε ὁ συγγραφεὺς τοῦ παρόντος βιβλίου. Νομίζω ὅτι εἶναι ἀρκετὰ ἐνημερωτικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ μάθη πολλὰ πράγματα, νὰ δὴ ἀναλυμένη, ἐπεξηγημένη καὶ ἁπλοποιημένη τὴν ρωμαϊκὴ ἱστορία, ὅπως τὴν περιέγραψαν τελευταῖα πολλοὶ ἐπιστήμονες, ἰδιαιτέρως ὅμως ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Θὰ διαπιστώση τὴν ἀξία τοῦ νὰ εἶναι κανεὶς Ρωμηός. Ὁ συγγραφεὺς τοῦ παρόντος βιβλίου Ἀναστάσιος Φιλιππίδης μοῦ εἶναι γνωστὸς ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες. Τὸν γνώρισα μαθητὴ τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου στὴν Ἔδεσσα. Στὴν συνέχεια τελείωσε τὶς σπουδές του στὸ Ἀμερικανικὸ Κολλέγιο Θεσσαλονίκης Ἀνατόλια καὶ ἔπειτα σπούδασε στὸ Οἰκονομικὸ τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου YALE τῆς Ἀμερικῆς. Ἔκανε πολύχρονες μεταπτυχιακὲς καὶ διδακτορικὲς σπουδὲς πάνω σὲ οἰκονομικὰ θέματα ἔλαβε τὸ master ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο GEORGETOWN τῆς Οὐάσιγκτον, καὶ ἐργάστηκε στὶς ΗΠΑ. Ἔτσι γνώρισε ἀπὸ πολὺ κοντὰ τὸν δυτικὸ τρόπο ζωῆς καὶ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζω ἀπογοητεύθηκε ἀπὸ αὐτόν. Στὴν συνέχεια μελέτησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον τὸν ρωμαίικο τρόπο ζωῆς ποὺ τὸν ἐντυπωσίασε πολύ. Γι’ αὐτὸ ἀσχολήθηκε μὲ ἐπιστημονικὸ τρόπο μὲ τὸ θέμα, καὶ εἶναι ἀλήθεια μὲ πολὺ μεγάλο μεράκι. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώση ὁ ἀντικειμενικὸς ἀναγνώστης. Τὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν εἶναι ἀντιευρωπαϊκό, ὅπως μπορεῖ ἐσφαλμένα νὰ νομίση ὁ ἐπιπόλαιος ἀναγνώστης, ἀλλὰ παρουσιάζει τὸν τρόπο ζωῆς τῆς ἀληθινῆς Εὐρώπης, ποὺ ἦταν ἐμποτισμένη στὸ πνεῦμα τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς Εὐρώπης, δηλαδή, πρὶν ἀπὸ τὸν Καρλομάγνο. Γιατί πραγματικά, ἡ σύγχρονη Εὐρώπη ἔχει ὡς κέντρο της τὸν Καρλομάγνο, παρουσιάζεται ὡς διάδοχη κατάσταση τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς \”ἁγίας Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους\”. Ὅπου κι’ ἂν σκάψη κανεὶς στὴν Εὐρώπη, στὴν γῆ, στὶς μνῆμες τῶν λαῶν, στὰ τραγούδια, στὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα θὰ διακρίνη τὸν ἀληθινὸ Ρωμαίικο τρόπο ζωῆς. Ἑπομένως, ὅταν σήμερα μιλᾶμε γιὰ Ρωμηοσύνη ἐννοοῦμε ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, πρὶν καταληφθῆ ἀπὸ τοὺς Φράγκους.

Εἶμαι βέβαιος ὅτι τὸ βιβλίο αὐτὸ θὰ ἀποτελέση ἕναν καλὸ πλοηγὸ γιὰ νὰ μπορέση κανεὶς νὰ περάση μὲ ἐπιτυχία τὸν ὠκεανὸ τῆς σύγχρονης ζωῆς, ὅπου ὑπάρχουν τὰ καρλομαγνικὰ κύματα, καὶ νὰ πορευθῆ στὸ λιμάνι τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ εἶναι πραγματικὰ ὅ,τι ἐκλεκτότερο ἔχει νὰ ἐπιδείξη ἡ ἀνθρωπότητα.

Ἀρχιμανδρίτης Ἱερόθεος Σ. Βλάχος

Υπέρογκες ἀρχιτεκτονικές· Λαρίων, Φαμαγκούστα,

Μπουφαβέντο· σχεδὸν σκηνικά.

Εἴμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς

τὸ Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ

ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας

τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ στεγνὰ χορτάρια

μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα

σὰν ἑνὸς δυνατοῦ ποὺ ἔχασε, τὰ ριγμένα ζάρια. 

Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος

γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ

καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου

καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ

ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸ

τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης

ἐκείνου τοῦ πέλαγου τὸν καημὸ

σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλωσύνης.
 

 
Γ. Σεφέρης
 

Εἰσαγωγὴ

Δεκατρία χρόνια μετὰ τὴν ἔνταξη τῆς Ἑλλάδας στὴν ΕΟΚ πολλαπλασιάζονται γύρω μας οἱ ἐνδείξεις μιᾶς βαθύτατης οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς κρίσης. Παρὰ τὶς παχυλὲς μεταβιβάσεις πόρων ἀπὸ τὴν Κοινότητα, τὴ σημερινὴ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση , ἡ Ἑλλάδα δείχνει νὰ ἀπομακρύνεται παρὰ νὰ πλησιάζει πρὸς τοὺς ἑταίρους της. Μέχρι στιγμῆς, ἡ ἑλληνικὴ πολιτικὴ ἀντίδραση σ’ αὐτὴ τὴ διαπίστωση περιορίζεται στὴν προσπάθεια γιὰ ὅσο τὸ δυνατὸ μεγαλύτερη ἐκταμίευση χρημάτων ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Κυριαρχεῖ, δηλαδή, ἡ ἄποψη πὼς πρόκειται καθαρὰ γιὰ πρόβλημα ἄνισης ἀνάπτυξης τὸ ὁποῖο θὰ λυθεῖ μόλις εἰσρεύσουν ἱκανὰ κεφάλαια καὶ τεχνογνωσία ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση.

Ἡ γνώμη μας εἶναι πὼς ἡ ἑλληνικὴ κρίση εἶναι διαφορετικῆς μορφῆς. Πρόκειται περισσότερο γιὰ μία συνολικὴ ἐθνικὴ κρίση ταυτότητος, ὅπου ἡ διαφαινόμενη ἐπικράτηση ἑνὸς ἀλλότριου πολιτισμοῦ προκαλεῖ σπασμωδικὲς καὶ ἀνεξέλεγκτες ἀτομικὲς ἀντιδράσεις, πέρα ἀπὸ κάθε ἠθικὸ πλαίσιο καὶ κάθε ἱεραρχικὴ δομή. Οἱ μεταβιβάσεις πόρων δὲν πρόκειται νὰ ἐπιλύσουν κανένα πρόβλημα (οὔτε κἄν τὸ στενὰ οἰκονομικό), ἂν δὲν προηγηθεῖ μία συνειδητοποίηση τῆς ταυτότητάς μας, τῶν πολιτιστικῶν αἰτίων πού μᾶς διαφοροποιοῦν ἀπὸ τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση καὶ ποὺ ἀκυρώνουν τὶς συνήθεις συνταγὲς γιὰ ὑπέρβαση τῆς κρίσης. Ἀλλιῶς, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἀναζητάει συνεχῶς «κατανόηση» γιὰ τὰ προβλήματά της, ἐνῶ οἱ κοινοτικοὶ ἑταῖροι θὰ ἀγανακτοῦν γιὰ τὴ μὴ συμμόρφωσή μας πρὸς τὶς ὁδηγίες τους. 

Κατὰ τὴν ἄποψή μας, ἡ κρίση ποὺ βλέπουμε σήμερα δὲν εἶναι παρὰ ἡ κατάληξη μίας μακραίωνης ἀναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμῶν, δύο διαφορετικῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὴ ζωή. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει στὶς μέρες μας ἡ τάση νὰ ὑποβαθμίζουμε τὶς ἱστορικὲς διαφορὲς ἑλληνισμοῦ καὶ Δύσης καθὼς προσπαθοῦμε νὰ τονίσουμε τὴν «κοινὴ εὐρωπαϊκὴ κληρονομιά» ποὺ δῆθεν δένει τοὺς λαοὺς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Ἡ ἀποδοχή, γιὰ παράδειγμα, τῆς Συνθήκης τοῦ Μάαστριχτ –ἐρήμην τοῦ ἀπληροφόρητου ἑλληνικοῦ λαοῦ– συνοδεύτηκε ἀπὸ ἕναν προπαγανδιστικὸ βομβαρδισμὸ μὲ κεντρικὸ μήνυμα τὸ ὅτι ἡ Ἑλλάδα «ἐπιτέλους» ξαναβρίσκει τὸν προορισμό της μέσα στὴν Εὐρώπη. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα, κάθε ἄποψη ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ ἰδεολόγημα τῆς ἑνιαίας εὐρωπαϊκῆς ἰδέας καὶ ὑπενθυμίζει τὴν ἱστορικὴ ἀντίθεση Ἑλλάδας – Δυτικῆς Εὐρώπης εἶναι ἀσφαλῶς καταδικασμένη νὰ τεθεῖ στὸ περιθώριο στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται.

Τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς οὐδετεροποιημένης θεώρησης τῆς Ἱστορίας τὸν ἔχουν ἀνοίξει ἐδῶ καὶ δύο αἰῶνες ὁρισμένοι δυτικοσπουδαγμένοι Ἕλληνες λόγιοι ποὺ ἐπέβαλαν στὸ λαό μας μιὰ ἀντίληψη τῆς ζωῆς καὶ τῆς Ἱστορίας ἀντίθετη μὲ αὐτὴν ποὺ ὁ ἴδιος ὁ λαὸς εἶχε διατηρήσει στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ἡ συστηματικὴ ἀλλοίωση τῆς πολιτιστικῆς μας φυσιογνωμίας ἔχει φτάσει σήμερα στὸ ἀκραῖο στάδιο σχιζοφρένειας. Βλέπουμε καὶ ἀναλύουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν Ἱστορία μας, τὴ θρησκεία μας μέσα ἀπὸ τὴ δυτικὴ ἄποψη γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τὴν Ἱστορία μας, τὴ θρησκεία μας…. Κοιταζόμαστε δηλαδὴ σ’ ἕνα καθρέφτη ποὺ δὲν δείχνει ἐμᾶς ἀλλὰ μία ζωγραφιὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, φτιαγμένη ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους. Εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ μὴ μποροῦμε νὰ διορθώσουμε τὰ ἀληθινά μας προβλήματα, ἀφοῦ οὔτε κἄν τὰ ἀναγνωρίζουμε στὸν παραμορφωτικὸ καθρέφτη μας.

Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς παραμόρφωσης, ἀλλὰ καὶ ἀπόδειξη τῆς πολιτιστικῆς διαφορᾶς μας, εἶναι οἱ συνεχεῖς παρεξηγήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θέση τῆς Ἑλλάδας στὴν Εὐρώπη. Ἔτσι, οἱ νεοέλληνες κολακεύονται ἀκούγοντας ἐπίσημους ξένους νὰ ὑμνοῦν τὸν τόπο ποὺ γέννησε τὴ δημοκρατία, τὴ φιλοσοφία, κλπ., καὶ θέλουν νὰ ἀγνοοῦν ὅτι τὴν ἴδια ὥρα οἱ ἴδιοι ξένοι θεωροῦν τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα ὡς μία παρηκμασμένη χώρα – ὄνειδος γιὰ τὴν Εὐρώπη. Ἐνῶ οἱ νεοέλληνες θέλουν νὰ καυχιοῦνται ὅτι ἀνήκουν σὴ Δύση, οἱ δυτικοευρωπαίοι μᾶ ἀντικρύζουν ὡς ἕνα ἐνοχλητικὸ ὑπόλειμμα Ἀνατολῆς μέσα στὴν Κοινότητά τους.

Αὐτὲς οἱ παρεξηγήσεις συχνὰ ὁδηγοῦν σὲ σημαντικὰ ἐθνικὰ προβλήματα, μέχρι καὶ ἐθνικὲς καταστροφές, ὅταν οἱ νεοέλληνες ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν τὴν ἀντίδραση τῶν εὐρωπαίων σὲ «δίκαια» ἐθνικὰ αἰτήματα. Ἔτσι ὡς κράτος βρισκόμαστε συνεχῶς πρὸ ἐκπλήξεων μὲ τὴ στάση τῶν ξένων ἄλλοτε γιὰ τὴ Μεγάλη Ἰδέα, ἄλλοτε γιὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή, ἄλλοτε γιὰ τὸ Κυπριακὸ καί, ἐντελῶς πρόσφατα, γιὰ τὸ «Μακεδονικό». Κατὰ τὴ γνώμη μας, εἶναι δυστυχῶς ἀναπόφευκτο ἡ αὐξανόμενη σήμερα ἐθνικιστικὴ ἔνταση στὴν Εὐρώπη νὰ μᾶς προσφέρει καὶ νέες ἐκπλήξεις στὸ μέλλον ἐξαιτίας τῶν λαθεμένων προσδοκιῶν μας ἀπὸ τοὺς ξένους. Ἤδη μέσα στὰ δύο τελευταῖα χρόνια γίναμε μάρτυρες ἑνὸς ἀπίστευτου – γιὰ κοινοτικοὺς «ἑταίρους» – ἀνθελληνικοῦ μένους στὰ δημοσιεύματα τοῦ δυτικοῦ Τύπου. Καί, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τοὺς δυτικοευρωπαίους, εἶναι φυσικὸ αὐτοὶ νὰ ἔχουν τὶς ὅποιες ἀπόψεις τους. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ δική μας ἄγνοια γιὰ τὸ διαφορετικὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο ἀπὸ τὸ ὁποῖο αὐτοὶ κρίνουν τὰ πράγματα. 

Ἡ ἐργασία μας ἀποτελεῖ μία προσπάθεια νὰ ἐντοπιστεῖ ἱστορικὰ ἡ προσέλευση τῆς διαφορετικῆς ὀπτικῆς γωνίας μὲ τὴν ὁποία βλέπουν τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Εὐρώπη οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Δυτικοί. Ὁρισμένα πολὺ σημαντικὰ προβλήματα τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας δὲν μποροῦν νὰ ἀπαντηθοῦν, ἂν δὲν ἔχουμε ὑπόψη μας τὶς ρίζες τῶν ἱστορικῶν διαφορῶν μας μὲ τὴ Δύση.

Ἕνα παράδειγμα τέτοιου προβλήματος εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ γνώμη ποὺ ἔχουν οἱ δυτικοὶ γιὰ τὴ σημερινὴ Ἑλλάδα. Γνώμη βαθύτατα περιφρονητική, ὅπως ἔχουν τὴν εὐκαιρία νὰ διαπιστώνουν καθημερινὰ ἑκατομμύρια συμπατριῶτες μας στὸ ἐξωτερικό. Οἱ νεοέλληνες πιστεύουν ὅτι αὐτὴ ἡ γνώμη ἔχει ἴσως τὴ ρίζα της στὴν Τουρκοκρατία, ὅταν οἱ ξένοι περιηγητὲς διαπίστωναν ἀπὸ πρῶτο χέρι τὴ φοβερὴ καθυστέρηση τῶν ραγιάδων σὲ σχέση μὲ τὴ Δύση. Στὸ βαθμὸ ποὺ ἡ Ἑλλάδα κουβαλάει ἀκόμη κατάλοιπα τῆς Τουρκοκρατίας, οἱ δυτικοὶ διατηροῦν μία περιφρονητικὴ στάση ἀπέναντί της.

Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶναι ἐντελῶς λαθεμένη καὶ ἀστήρικτη ἱστορικά. Ἡ γνώμη τῶν δυτικῶν γιὰ τὴν Ἑλλάδα δὲ σχηματίστηκε κατὰ τὴν Τουρκοκρατία. Ἡ ἴδια περιφρόνηση παρατηρεῖται κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅταν ἡ Λατινικὴ ἐκκλησία εἶχε ἀποδυθεῖ σὲ ὁλομέτωπο ἀγῶνα ἐκλατινισμοῦ, τόσο θρησκευτικοῦ ὅσο καὶ γλωσσικοῦ, τῶν Ρωμηῶν. Τὴν ἴδια περιφρόνηση συναντᾶμε ἀπροκάλυπτη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν. Κι ἂν θέλουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὶς πραγματικὲς ρίζες της πρέπει νὰ φτάσουμε στὴν ἀρχὴ τῆς μεσαιωνικῆς περιόδου, στοὺς αἰῶνες ἀπὸ τὸν 5ο ὡς τὸν 9ο, ὅταν διαμορφώνεται γιὰ πρώτη φορᾶ ὡς ἔννοια ἡ «Δυτικὴ Εὐρώπη». Ἑπομένως, ἡ περιφρόνηση τῶν δυτικῶν δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ σημερινὴ «ἀνωτερότητα» τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ ἱστορικὲς διαφορὲς ποὺ ὑπῆρχαν ἀκόμη κι ὅταν οἱ δυτικοευρωπαῖοι ζοῦσαν στὰ σκοτάδια τῆς μεσαιωνικῆς βαρβαρότητας. Μὲ αὐτὸ τὸ πολὺ οὐσιαστικὸ ζήτημα ἀσχολεῖται ἀναλυτικὰ τὸ τρίτο μέρος (κεφάλαια 6, 7 καὶ 8) τῆς μελέτης μας.

Ἕνα δεύτερο παράδειγμα προβλήματος, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαντηθεῖ ἂν δὲν ἐρευνηθεῖ ἡ ἱστορικὴ αἰτία τῆς διαφορᾶς μας μὲ τὴ Δύση, εἶναι τὸ γνωστὸ δίλημμα γιὰ τὸ ἂν ἡ Ἑλλάδα ἀνήκει (ἐννοεῖται πολιτιστικά) στὴν «Ἀνατολή» ἢ στὴ «Δύση». Κατὰ τὴ γνώμη μας οἱ σχετικὲς συζητήσεις συχνὰ δὲν λαμβάνουν ὑπόψη τους ὁρισμένα θεμελιώδη ἱστορικὰ δεδομένα. Ὅπως θὰ δοῦμε στὴν ἐργασία μας, ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη γεννήθηκε, κατὰ τὸν 5ο ἕως 8ο αἰῶνα, ὅταν τὰ βαρβαρικὰ γερμανικὰ φύλα συγκρούστηκαν μὲ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό, ἀποκλειστικὸς φορέας τοῦ ὁποίου ἦταν τότε ἡ λεγόμενη «Βυζαντινή» Αὐτοκρατορία. Ἡ δυτικοευρωπαϊκὴ συνείδηση σχηματίζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεση μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὁρίζεται ἀπ’ αὐτήν. Δυτικοευρωπαῖος ἀπὸ τότε καὶ ὕστερα εἶναι ὅποιος δὲν εἶναι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, ὅποιος δὲν αἰσθάνεται ὅτι ἀνήκει στὴν Οἰκουμενικὴ Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία μὲ πρωτεύουσα τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅποιος δὲν ἀσπάζεται τὸν πολιτισμὸ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ σύνθεση ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία.

Ἂν δεχτοῦμε αὐτὴ τὴ βασικὴ ἱστορικὴ θέση, παύουν νὰ ἔχουν ἀξία ὁποιεσδήποτε συζητήσεις γιὰ τὴ θέση τῆς Ἑλλάδας στὴν Εὐρώπη, στὴ Δύση, στὴν Ἀνατολή. Γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους, ἡ Ἑλλάδα ἐξ ὁρισμοῦ δὲν ἀνήκει στὴν Εὐρώπη τους, ἀφοῦ εἶναι ἡ κληρονόμος τῆς ἀντίπαλης παράδοσης, τοῦ ἀντίπαλου πολιτισμοῦ τὸν ὁποῖο χρειάστηκε νὰ πολεμήσουν σκληρὰ οἱ ἴδιοι ὥστε νὰ γίνουν αὐτὸ ποὺ εἶναι σήμερα. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ εὐρωπαϊκὴ μεσαιωνικὴ ἱστορία ἀπὸ τὸ 800 ὡς τὸ 1400 εἶναι μία συνεχὴς σύγκρουση Λατίνων καὶ «Βυζαντινῶν». Ἀλλὰ καὶ σήμερα, οἱ ἐπίκαιρες συζητήσεις περὶ τῆς «κοινῆς εὐρωπαϊκῆς κληρονομιᾶς» δὲν περιλαμβάνουν στοιχεῖα τῆς ρωμαίικης παράδοσής μας. Ἀντίθετα, τὰ κατάλοιπα αὐτῆς τῆς παράδοσης θεωροῦνται ἀναχρονιστικὰ ἐμπόδια γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς νέας πολιτιστικῆς φυσιογνωμίας τῆς Εὐρώπης.

Γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν ἔχει νόημα νὰ ταυτίζονται εἴτε μὲ τὴν Ἀνατολὴ εἴτε μὲ τὴ Δύση, ἀφοῦ αὐτὲς οἱ ἔννοιες ὁρίζονται σὲ (ἀντιθετική) σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα: ἡ Δύση ὑπάρχει, μὲ τὴν πολιτιστικὴ ἔννοια, ἐπειδὴ πολέμησε καὶ ἐξαφάνισε τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ –ἀλλιῶς ὅλη ἡ Εὐρώπη θὰ ἦταν ἀκόμη μία ρωμαίικη ἐπαρχία. Ἡ Ἀνατολὴ ὑπῆρξε πάντοτε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό, ἂν καὶ ἐπηρεάστηκε βαθύτατα ἀπ’ αὐτὸν κατὰ τὸ Μεσαίωνα. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι, ἱστορικά, τόσο ἡ Δύση ὅσο καὶ ἡ Ἀνατολὴ ὁρίζονται σὲ σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφο. Αὐτὸ συμβαίνει γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι οἱ Ἕλληνες ὑπῆρξαν ἐπὶ 1800 τουλάχιστο χρόνια (ἀπὸ τὸ 600 π.Χ. μέχρι τὸ 1200 μ.Χ.) τὸ ἀναμφισβήτητα πιὸ πολιτισμένο ἔθνος στὴν Εὐρώπη. Ἑπομένως αὐτὸ ποὺ συνέβαινε ἦταν ὅτι οἱ ἄλλοι λαοὶ ποὺ ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μαζί μας ἔπρεπε νὰ πάρουν θέση καὶ νὰ δεχθοῦν ἢ νὰ ἀπορρίψουν τὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ.

Τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο ποὺ προτείνουμε ἐδῶ βοηθάει στὴν κατανόηση ὁρισμένων προβλημάτων καὶ παρεξηγήσεων ποὺ ἀλλιῶς παραμένουν δυσερμήνευτα. Ἕνα χαρακτηριστικὸ πρόσφατο παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ περιβόητη «Ἱστορία τῆς Εὐρώπης» τοῦ Ντυροζὲλ ποὺ προκάλεσε πολλαπλὲς ἀντιδράσεις στὴ χώρα μας. Αἰτία ἡ ἀπουσία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας καὶ τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ Ἱστορία. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὸ Βυζάντιο ἀποτελοῦν θεμελιώδεις παράγοντες στὴ διαμόρφωση τῆς Εὐρώπης. Γιὰ τοὺς ξένους ὅμως, ἡ Εὐρώπη ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμφανίζονται οἱ ἴδιοι στὸ προσκήνιο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα μὲ τὶς εἰσβολὲς τῶν Γερμανικῶν φύλων στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἡ ὅλη «εὐρωπαϊκὴ ἰδέα», ποὺ τόσο διαφημίζεται στὶς μέρες μας δὲν ἀποτελεῖ παρὰ τὴν προσπάθεια ἐπανένωσης τῶν ἀπογόνων ἐκείνων τῶν γερμανικῶν φύλων. Σ’ αὐτὸ τὸ σχῆμα δὲν εἶναι πολὺ φανερὸ τὸ γιατί ἡ Ἑλλάδα ἢ τὸ «Βυζάντιο» ἀνήκουν στὴν «Εὐρώπη». Ἴσα-ἴσα, ἡ ὅλη πορεία τῆς Εὐρώπης μετὰ τὸν 4ο αἰῶνα δὲν ἦταν παρὰ ἡ ἐπέκταση τῶν «Εὐρωπαίων» (δηλαδὴ τῶν βαρβάρων) σὲ βάρος τῶν «Βυζαντινῶν» (δηλαδὴ τῶν Ρωμαίων). Οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ προσπαθοῦν βέβαια νὰ μᾶς πείσουν ὅτι Ρωμαῖοι καὶ βάρβαροι συγχωνεύτηκαν καὶ ἔτσι δημιουργήθηκε ὁ σημερινὸς δυτικοευρωπαϊκὸς πολιτισμός. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀποτελεῖ μία ἐνσυνείδητη παραποίηση τῆς Ἱστορίας τὴν ὁποία ἔχουν ἐπιβάλει οἱ δυτικοὶ γιὰ νὰ ἀμνηστεύσουν τὰ ἐγκλήματα τῶν προγόνων τους καὶ ταυτόχρονα νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ποῦμε περισσότερα πάνω σ’ αὐτὴ τὴ θεμελιώδη παραποίηση τῆς Ἱστορίας στὰ κεφάλαια 4, 6, καὶ 8 τῆς μελέτης μας.

Ἡ ἄποψη Ντυροζὲλ ἦταν «αἱρετική» μόνο στὸ ὅτι ἀγνοοῦσε τῆς ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἡ παράλειψη τοῦ Βυζαντίου εἶναι κοινὸς τόπος στὶς δυτικὲς ἱστορίες τῆς Εὐρώπης. Ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα παραδείγματα ἂς ἀναφέρουμε τὴν πρόσφατη (1980) πολύτομη γαλλικὴ «Γενικὴ Ἱστορία τῆς Εὐρώπης» (ἐπιμέλεια C. Livet καὶ R. Mousnier, ἔκδοση τῶν Presses Universitaires de France) ποὺ κυκλοφόρησε καὶ στὰ ἑλληνικὰ τὸ 1990 ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Παπαζήση. Τὴν ἑλληνικὴ ἔκδοση μάλιστα προλογίζει ὁ πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Γ. Βλάχος, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὴν κατάπληξή του γιὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Βυζαντίου. Ἀλλὰ ποιά κατάπληξη; Γιὰ ὁποιονδήποτε ἔχει ζήσει στὸ ἐξωτερικό, εἶναι γνωστὸ ὅτι γιὰ τοὺς δυτικοὺς ἡ μεσαιωνικὴ καὶ νεώτερη Ἑλλάδα δὲν περιλαμβάνονται σ’ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται «Εὐρώπη». Ἀκόμη κι ὅταν λόγοι «εὐγένειας» καὶ «πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ» ἐπιβάλλουν νὰ συμπεριληφτεῖ τὸ Βυζάντιο σὲ τέτοιες ἐκδόσεις, ὁ ρόλος τοῦ εἶναι καθαρὰ περιφερειακός, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο ἀσήμαντο δουκάτο τῆς Ἀνατολῆς καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἐπὶ αἰῶνες σημαντικότερη πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ δύναμη τῆς Εὐρώπης. Δυστυχῶς ἡ μακραίωνη ἔχθρα τῆς Δύσης ἐναντίον τῶν Ρωμηῶν τοῦ μεσαίωνα δὲν τῆς ἐπιτρέπει ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ δεῖ ἀντικειμενικὰ ἕνα τόσο «ἀκίνδυνο» θέμα ὅπως ἡ μεσαιωνικὴ Ἱστορία.

Ὡς τελευταῖο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἂς ἀναφέρουμε τὸ συλλογικὸ ἔργο «Handbuch der Europaischen Geschichte» τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου Ernst KlertCotta τῆς Στουτγάρδης μὲ γενικὸ ἐκδότη τὸν Theodore Schieder ποὺ παρουσιάζει τὴν εὐρωπαϊκὴ Ἱστορία ἀπὸ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα ὡς σήμερα σὲ ἑφτὰ ὀγκώδεις τόμους. Στὸν πρῶτο τόμο (κυκλοφόρησε τὸ 1976) ὁ ἐκδότης βεβαιώνει ὅτι τὸ ἔργο δὲν περιορίζεται στὴ δυτικὴ καὶ κεντρικὴ Εὐρώπη, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στὴν ἀνατολικὴ γιὰ νὰ συμπεριλάβει τὸ σλαβικὸ καὶ τὸν ἑλληνορθόδοξο κόσμο. Κι ὡστόσο, ὁ πρῶτος τόμος ποὺ καλύπτει τὴν ἐποχὴ ἀπὸ τὸ 400 μ.Χ. μέχρι τὰ μέσα τοῦ 11ου αἰῶνα ἀφιερώνει μόλις 81 ἀπὸ τὶς 1061 σελίδες τοῦ στὸ Βυζάντιο. Ἑφτὰ αἰῶνες Βυζαντινῆς Ἱστορίας καλύπτουν ὅσο καὶ ἡ ἐξέταση τῆς ὀργάνωσης τῶν βαρβαρικῶν φυλῶν κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα (75 σελίδες)!

Νομίζουμε ὅτι τὰ σχόλια περιττεύουν μπροστὰ σ’ αὐτὰ τὰ παραδείγματα. Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς τυφλὸς γιὰ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται ποιά εἶναι ἡ εὐρωπαϊκὴ ἄποψη γιὰ μᾶς, γιὰ τὴν Ἱστορία μας, γιὰ τὴν παράδοσή μας. Ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε μὲ κομπλεξικὲς διαμαρτυρίες καὶ ἀνακοινώσεις νὰ πείσουμε τοὺς δυτικοευρωπαίους νὰ συμπεριλάβουν καὶ μᾶς στὴν Ἱστορία τους, θὰ ἔπρεπε, μὲ ἀφορμὴ τὸν Ντυροζέλ, νὰ ἁρπάξουμε αὐτὴ τὴ σπάνια ἐκδήλωση εἰλικρίνειας ἐκ μέρους τους. Θὰ ἔπρεπε ἐπιτέλους νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι ὡς λαοί, ἀλλὰ καὶ ὡς πολιτισμοὶ , ὁ ἑλληνικὸς καὶ ὁ δυτικοευρωπαϊκὸς βρίσκονται σὲ σύγκρουση ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ πρωτοεμφανίζονται οἱ δυτικοευρωπαῖοι τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα. Δὲν εἶναι ἑπομένως καθόλου παράξενο τὸ ὅτι κάποια βιβλία ἐκφράζουν αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει στὴ συνείδηση κάθε δυτικοευρωπαίου. Ὁ Ντυροζὲλ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ σκεφτοῦμε πιὸ σοβαρὰ ποιὰ εἶναι ἡ δική μας θέση ἀπέναντι σ’ ἕναν πολιτισμὸ κατ’ ἐξοχὴν ἐχθρικό, κατ’ ἐξοχὴν ἀντιρωμαίικο. Ἕναν πολιτισμὸ ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβάλλει ἕναν παγκόσμιο τύπο ἀνθρώπου, ἐξαφανίζοντας τὴ μνήμη καὶ τὴ στάση ζωῆς κάθε διαφορετικοῦ λαοῦ, μαζὶ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ.

Ἡ ἐργασία μας θὰ προσπαθήσει νὰ ἀναδείξει ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς αἰτίες τῆς διάστασης ἑλληνισμοῦ καὶ Δύσης, τονίζοντας αὐτὲς ποὺ συνήθως παραγνωρίζονται ἢ παραποιοῦνται στὴν «ἐπίσημη» εὐρωπαϊκή, ἀλλὰ καὶ ἑλληνική, ἱστοριογραφία. Θεωροῦμε περιττὸ νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς πολιτιστικὲς διαφορὲς καθαυτές. Αὐτὲς ἔχουν περιγραφεῖ μὲ ἔξοχο τρόπο ἀπὸ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ πιὸ λαμπρὰ πνεύματα ποὺ γέννησε ἡ χώρα μας τὰ τελευταία ἑκατὸ χρόνια, κι ἔχουν ἀποτυπωθεῖ στὸ ἔργο ζωῆς ἑνὸς Περ. Γιαννόπουλου, ἑνὸς Γ. Σεφέρη, ἑνὸς Φ. Κόντογλου.

Ἡ μελέτη μας εἶναι, λοιπόν, καθαρὰ ἱστορική. Τὸ πρῶτο τμῆμα (κεφάλαια 1, 2 καὶ 3) εἶναι ἀναγκαστικὰ ἀφιερωμένο στὸ ξεκαθάρισμα τῆς σύγχυσης ποὺ ἔχει προκληθεῖ γύρω ἀπὸ τὴν ἐθνική μας ὀνομασία. Τὰ τελευταῖα 1500 χρόνια ἔχουμε ἀποκληθεῖ μὲ τέσσερα διαφορετικὰ ὀνόματα (Ρωμηοί, Γραικοί, Βυζαντινοί, Ἕλληνες). Οἱ λόγοι αὐτῆς τῆς σύγχυσης δὲν προῆλθαν ἀπὸ τὸ λαό μας, ποὺ πάντοτε γνώριζε τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ ὄνομά του σὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες. Προῆλθαν ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους ἐχθρούς μας ποὺ ἐπινόησαν διάφορα ὀνόματα γιὰ νὰ μᾶς ἀποκόψουν ἀπὸ τὴν ἐθνική μας συνέχεια. Οἱ ὀνομασίες χρησιμοποιήθηκαν ὡς ἰδεολογικὰ μέσα γιὰ τὴν ἐξόντωση τοῦ ἑλληνισμοῦ.

Στὸ δεύτερο τμῆμα (κεφάλαια 4 καὶ 5) ἐξετάζουμε τὸ σχηματισμὸ τῆς «ρωμαίικης ἐθνικῆς συνείδησης», ἡ ὁποία διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὶς φυλετικὲς ἐθνικὲς ἰδεολογίες τῶν δυτικῶν χωρῶν, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ τὰ γερμανικὰ φύλα εἰσβάλλουν στὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Οἱ δύο συνιστῶσες αὐτῆς τῆς συνείδησης εἶναι ἡ ὑπερεθνικὴ μορφὴ τοῦ κράτους καὶ ὁ Χριστιανισμὸς Ἡ κατανόηση τῆς ρωμαίικης ἐθνικῆς ἰδεολογίας ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο βῆμα γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς Ρωμηοσύνης ἀπέναντι στὴ Δύση.

Στὸ τρίτο τμῆμα (κεφάλαια 6, 7 καὶ 8) παρουσιάζουμε ὁρισμένα προβλήματα τῶν «Σκοτεινῶν Χρόνων» (7ος-8ος αἰῶνας), ὅποτε σημειώνεται μία μεγάλη ρήξη στὴν εὐρωπαϊκὴ Ἱστορία: ἕνας βαρβαρικὸς λαός, οἱ Φράγκοι, ξεκινάει μία συνειδητὴ προσπάθεια παραποίησης τῆς Ἱστορίας μὲ σκοπὸ νὰ οἰκειοποιηθεῖ τὸ Ρωμαϊκὸ αὐτοκρατορικὸ τίτλο. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅπως θὰ δοῦμε, ἡ δυτικὴ Εὐρώπη κάνει τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἄρνησης καὶ τῆς σύγκρουσης μὲ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό. Μέσα ἀπ’ αὐτὴ τὴ σύγκρουση ἀποχτάει ἡ «Εὐρώπη» γιὰ πρώτη φορᾶ τὴν αὐτοσυνειδησία της καὶ γεννιέται ὡς ξεχωριστὸ φαινόμενο ὁ δυτικὸς πολιτισμός. Στὴ ρήξη αὐτὴ βρίσκονται οἱ πηγὲς τῆς διάστασής μας μὲ τοὺς δυτικοευρωπαίους.

Ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ μετά, ἡ Ρωμηοσύνη καὶ ἡ Δύση ἀκολούθησαν ἀποκλίνουσες πορεῖες, καθὼς ἡ Δύση ἐκδήλωσε τὸ θανάσιμο μίσος της γιὰ κάθε τί ρωμαίικο. Οἱ ἐξωτερικὲς ἐκφράσεις αὐτοῦ τοῦ μίσους (Σχίσμα, «σταυροφορίες», Φραγκοκρατία, κλπ

Ἡ ἔκδοση τῆς παρούσας μελέτης δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ χωρὶς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προτροπὴ τοῦ σεβαστοῦ μου πατρὸς Ἰεροθέου Βλάχου, ὁ ὁποῖος διάβασε τὸ χειρόγραφο καὶ πρότεινε σειρὰ ὑποδείξεων γιὰ τὴ βελτίωσή του. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἐκφράζω τὶς θερμὲς εὐχαριστίες μου. Γιὰ τὸν ἐνήμερο ἀναγνώστη θὰ γίνει ἐπίσης φανερὸ ὅτι αὐτὴ ἡ μελέτη ὀφείλει τὰ μέγιστα στὸ πρωτοποριακὸ ἔργο τοῦ πατρὸς Ι. Ρωμανίδη «Ρωμηοσύνη». Ἡ γνώμη μας εἶναι ὅτι, γιὰ διάφορους λόγους, ἡ «Ρωμηοσύνη» δὲν ἔχει προσεγγίσει ὅσους ἀναγνῶστες θὰ μποροῦσε. Πάντως, ἐπειδὴ οἱ ἀπόψεις τοῦ Ρωμανίδη εἶναι ἰδιαίτερα ἀμφιλεγόμενες, προσπαθήσαμε νὰ προχωρήσουμε σὲ μία ἀνεξάρτητη ἀνάγνωση ὁρισμένων πηγῶν γιὰ νὰ ἐξακριβώσουμε σὲ ποιὰ σημεῖα ἐπιβεβαιώνονται. Ἔτσι, ὅπου εἴχαμε τὴ δυνατότητα ἐλέγχου τῶν πηγῶν τὸ κάναμε, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ παραπέμψουμε στὸ Ρωμανίδη. Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἔρευνά μας βρίσκεται σὲ σχεδὸν ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὰ συμπεράσματα τοῦ Ρωμανίδη.

Θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπαρατηρήσει κάποιος ὅτι, ὅποιο κι ἂν εἶναι τὸ συμπέρασμα μιᾶς ἱστορικῆς μελέτης, ὅλα αὐτὰ λίγη σχέση ἔχουν μὲ τὰ καυτὰ σημερινὰ προβλήματα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας. Ἐμεῖς διαφωνοῦμε μ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη. Πιστεύουμε, κατ’ ἀρχήν, ὅτι ἡ Ἱστορία προσφέρει ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε καὶ σήμερα, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὰ ἴδια ἐρωτήματα ἔχουν τεθεῖ καὶ κατὰ τὸ παρελθόν, Τὸ ὅλο πρόβλημα Ἑλλάδας-Δύσης εἶναι ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα προβλήματος ποὺ ὑφίσταται ἐδῶ καὶ 1500 χρόνια. Ἰδιαίτερα σὲ περιόδους ὄξυνσης τῶν ἐθνικῶν μας κινδύνων καταντάει αὐτοκαταστροφικὸ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε συναίσθηση τῆς βαθιᾶς πολιτιστικῆς ἀντιπαλότητας ποὺ χαρακτηρίζει τὰ αἰσθήματα τῶν δυτικῶν ἀπέναντί μας.

Πέρα ἀπ’ αὐτὸ ὅμως, ἡ ἱστορικὴ γνώση διαπλάθει καὶ τὸ ὅραμα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸ μέλλον. Ἡ ἐντύπωση ποὺ ἔχουμε γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, γιὰ τὸ Βυζάντιο ἢ γιὰ τὴ δυτικοευρωπαϊκὴ Ἱστορία καθορίζει, συνειδητὰ ἢ ὑποσυνείδητα, τὸ τί εἴδους κοινωνία ὁραματιζόμαστε. Ἴσως αὐτὸ νὰ ἐννοεῖ καὶ ὁ Σεφέρης ὅταν λέει πὼς «σβήνοντας ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ παρελθόν, σβήνει κανεὶς κι ἕνα ἀντίστοιχο κομμάτι ἀπὸ τὸ μέλλον». Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ξεπεράσουμε τὰ σημερινά μας προβλήματα εἶναι νὰ ξαναβροῦμε τὴ χαμένη ἱστορική μας μνήμη καὶ νὰ ἔρθουμε ἔτσι πάλι σὲ ἐπαφὴ μὲ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε, μὲ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἀγαπᾶ ἡ ψυχή μας. Καὶ τότε θὰ διαπιστώσουμε πώς, ὅσο κι ἂν προσπαθοῦμε νὰ τὸ ἀρνηθοῦμε, πιστεύοντας ὅτι εἴμαστε ἕνα μὲ τοὺς δυτικοευρωπαίους, ἡ καθημερινή μας ζωή, οἱ χαρές, οἱ πίκρες, οἱ ἐλπίδες, τὰ γλέντια καὶ οἱ ἀπογοητεύσεις μας εἶναι ὅλα διαποτισμένα ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ἀποκλειστικὰ δικό μας, ἄγνωστο στοὺς δυτικούς, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ὀνομάζεται «καημὸς τῆς Ρωμηοσύνης»…

 

Μέρος Α΄

Οἱ ἐθνικές μας ὀνομασίες

Κεφάλαιο 1

Τὰ δύο ρεύματα τοῦ 19ου αἰῶνα

Θὰ ξεκινήσουμε τὴ μελέτη μας μὲ μία διευκρίνηση σχετικὰ μὲ τοὺς ὅρους «Ἕλληνας» καὶ «Ρωμηός», κάτω ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὑπολανθάνει μία τεράστια διαμάχη. Οἱ Ἕλληνες τοῦ 1994 μένουν ἴσως ἔκπληκτοι ὅταν ἀνακαλύπτουν ὅτι μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα μας δόθηκε σκληρὴ ἰδεολογικὴ πάλη ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς δύο λέξεις γιὰ τὴν ἐθνική μας ὀνομασία. Ἡ πάλη αὐτὴ ἀντανακλοῦσε τὴ γενικότερη σύγκρουση δύο κυρίαρχων ἰδεολογικῶν τάσεων στὸ χῶρο μας, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα, ἂν καὶ οἱ ρίζες τῆς μποροῦν νὰ ἀναχθοῦν ἀρκετοὺς αἰῶνες πρίν.

Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ μετὰ δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες διανοούμενους. Τὸ πρῶτο προσπάθησε νὰ μεταδώσει τὶς ἀξίες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ στοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες καὶ νὰ «καθαρίσει» τὴ γλώσσα καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ λαοῦ ἀπὸ τέσσερις αἰῶνες σκοταδιοῦ. Γιὰ νὰ ἀντλήσει ὑποστήριξη ἀπὸ τοὺς ξένους χρησιμοποίησε τὴν ἀρχαιολατρεία τῆς ἐποχῆς τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ διέδωσε μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴ θεωρία τῆς φυλετικῆς προέλευσης τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ μεγάλα ὀνόματα τῆς Εὐρώπης ὅπως ὁ Γκαῖτε, ὁ Μπάυρον, ὁ Χαίλντερλιν, ὁ Σέλλεϋ, κλπ τὸ ρεῦμα αὐτὸ προσπάθησε νὰ ἐπιβάλει μία ἀττικίζουσα γλώσσα στοὺς Ἕλληνες, ὥστε ἡ ταύτιση μὲ τοὺς ἀρχαίους νὰ γίνει ἀκόμη πιὸ ἀληθοφανής, καὶ ταυτόχρονα συντάχθηκε ἀπόλυτα μὲ τὶς ἀπόψεις τῶν δυτικοευρωπαίων γιὰ τὴ μεσαιωνική μας Ἱστορία: ὁ βυζαντινὸς μεσαίωνας ἦταν μία περίοδος σκοταδισμοῦ, «θρησκείας καὶ βαρβαρότητας» ὅπως ἔλεγε ὁ Γίββων, γεμάτη δολοπλοκίες, ἴντριγκες σὲ σκοτεινὰ παλάτια καὶ ἀτέρμονες συζητήσεις πάνω σὲ ἄλυτα καὶ ἀκατανόητα θεολογικὰ προβλήματα ποὺ δὲν ἐνδιέφεραν κανέναν. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ἀποδέχεται ἀκόμη καὶ σήμερα μία μεγάλη μερίδα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Κύριος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς τάσης ἦταν ὁ Κοραὴς καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ὁ Ι. Ρίζος-Νερουλός, ὁ Στ. Κουμανούδης καὶ πολλοὶ θιασῶτες τῆς καθαρεύουσας. Γιὰ παράδειγμα, τὸ 1841 ὁ Ἰάκωβος Ρίζος-Νερουλός, πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας, καὶ πρώην ὑπουργὸς Ἐκκλησιαστικῶν, διακήρυττε πὼς «ἡ βυζαντινὴ Ἱστορία εἶναι ἀλληλένδετος σχεδὸν καὶ μακροτάτη σειρὰ πράξεων μωρῶν καὶ αἰσχρῶν βιαιοτήτων τοῦ εἰς τὸ Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκοῦ κράτους. Εἶναι στηλογραφία ἐπονείδητος τῆς ἐσχάτης ἀθλιότητος καὶ ἐξουθενώσεως τῶν Ἑλλήνων».

Τὸ δεύτερο ρεῦμα εἶχε πιὸ βαθιὲς ρίζες καὶ εἶναι δύσκολο νὰ προσδιοριστεῖ ἡ ἀρχή του. Πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ περιγραφοῦν οἱ θέσεις του. Κατ’ ἀρχήν, δὲ δεχόταν τόσο εὔκολα τὸ νεωτεριστικὸ ὄνομα «Ἕλληνες», τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι οἱ ὑπόδουλοι ὁμοεθνεῖς μας γνώριζαν μόνον ὅτι εἶναι Ρωμηοί. Ἡ διαφορὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τυπολογική, ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ἑπόμενα κεφάλαια. Κατὰ δεύτερον, οἱ τωρινοὶ Ρωμηοὶ δὲν ἔνιωθαν ὅτι εἶχαν ἄμεση συγγένεια μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες. Πολὺ πιὸ κοντινοὺς αἰσθανόντουσαν τοὺς Ρωμηοὺς τῆς μεσαιωνικῆς ἐποχῆς: ἦταν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ διατεθειμένοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὴν πίστη τους ὅπως καὶ κεῖνοι, δάκρυζαν μὲ τὸ «Τὴ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ» καὶ ὄχι τοὺς παιάνες τοῦ Αἰσχύλου, τιμοῦσαν τὴ μνήμη τῶν «εὐσεβῶν βασιλέων τῆς Κωνσταντινουπόλεως», ὄνειρό τους ὅλα τὰ χρόνια τῆς δουλείας ἦταν ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Πόλης τὴν ὁποία ἀναγνώριζαν ὡς μόνο ἐθνικὸ κέντρο, καὶ τέλος ἔδειχναν μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη στὴ δημώδη γλώσσα καὶ στὴν παράδοση τοῦ λαοῦ.

Τὸ ρεῦμα αὐτὸ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ πολλοὺς λόγιους, χωρὶς ἑνιαῖο πρόγραμμα ἢ ἰδεολογία. Στὸ σκέλος ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐθνικὴ ὀνομασία «Ρωμηοί» μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν Δ. Καταρτζή, τὸν Γ. Τυπάλδο-Ἰακωβάτο καὶ ἀργότερα πολλοὺς δημοτικιστές, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὁ Ἀργ. Ἐφταλιώτης, ἔφτασε νὰ γράψει τὸ 1901 «Ἱστορία τῆς Ρωμιοσύνης» ποὺ ξεκινάει τὸ 146 π.Χ., μὲ τὴν κατάκτηση δηλαδὴ τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους! Ο Δ. Καταρτζὴς (17301807) στὸ ἔργο τοῦ «Γνώθι σαυτόν», ὅπου κάνει μία ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὶς λέξεις Ἕλληνας καὶ Ρωμηός, συμπεραίνει: «πὼς (λοιπόν) μερικοὶ σπουδαῖοι ἐνάντια καὶ στοὺς κανόνες τῆς γραμματικῆς τολμοῦν ν’ ἀλλάζουν σημασία λέξης, καὶ νὰ λὲν τὸν ἑαυτὸ τοὺς Ἕλληνες, καὶ νὰ μὴν τὸ ‘χοῦν πρόκριμα καθὸ Χριστιανοὶ καὶ ἀτιμία, καθὸ Ρωμηοί, ποὺ οἱ γονεῖς μας Ρωμαῖοι δὲν τὸ ἐδέχτηκαν ὂξ ἀπὸ ἕναν, τὸν παραβάτη Ἰουλιανό, ποὺ ἐνασμονίζονταν νὰ λέγεται Ἕλληνας».

Ὁ ἐπτανήσιος Γ. Τυπάλδος-Ἰακωβάτος ἔγραφε χαρακτηριστικὰ κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1830: «ἕνα τμῆμα τοῦ ἰδανικοῦ ἔθνους ἔχει λευτερωθεῖ, εἶναι ἡ ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδας». Ἀπομένει τὸ ὑπόλοιπο, «ὁ θρόνος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου», καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸ τὸ ἄλλο «μικρότατο μέρος τῆς Ρωμιοσύνης, τὰ ἑφτὰ νησιά, ποὺ καὶ κεῖ, γιὰ νὰ σιάξουν τὰ πράματα, θὰ πρέπει νὰ ἀερισ’ ἡ ρωμαϊκὴ σημαία».

Ὁ ἀρχηγὸς τοῦ δημοτικιστικοῦ κινήματος, ὁ Ψυχάρης, πίστευε ὅτι «ὅταν τὸ 1821 ὁ Μπότσαρης καὶ οἱ ὅμοιοί του ξεσηκώνονταν ὑπάκουαν χωρὶς μήτε νὰ τὸ ξέρουν σὲ μία ρωμαϊκὴ πολιτικὴ ὤθηση».Χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ἄφησε ὁ Ψυχάρης στὸν τάφο του: «Τραγουδῆστε μου ἕνα μοιρολόι ἀπὸ κεῖνα πού σᾶς ἄκουσα νὰ τραγουδᾶτε σὰν ἤμουνα παληκάρι καὶ πῆγα στὰ χωριὰ τῆς μαστίχας νὰ μάθω τὴ λαλιά σας, τὰ ρωμαίικα. Ποιὸς ξέρει, μπορεῖ νὰ μὲ ξυπνήσετε ἄξαφνα ὡς καὶ στὸν τάφο, τόσο τ’ ἀγάπησα, τόσο βαθιὰ τὰ ‘βαλα μέσα γιὰ μέσα στὴν καρδιά μου, τὴ ρωμαϊκή μου τὴν καρδιά».Εἶναι ἄλλωστε ἀξιοσημείωτο ὅτι τὸ περίφημο περιοδικὸ ὄργανο τῶν δημοτικιστῶν ἔφερε τὸν τίτλο «Νουμᾶς» (Ὁ Νουμᾶς δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸ δεύτερο βασιλιὰ τῆς ἀρχαίας Ρώμης!).

Τὰ δύο ρεύματα βρίσκονταν σὲ σύγκρουση σὲ ὅλη τη διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ. Μία ἀναλυτικὴ ἐξέταση αὐτῆς τῆς σύγκρουσης θὰ ξέφευγε ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς ἐργασίας μας. Πάντως οἱ σκοπιμότητες ποὺ κρύβονταν πίσω ἀπὸ τὴ χρήση τῶν ἐθνικῶν ὀνομασιῶν δὲν εἶχαν διαφύγει τῆς προσοχῆς τῶν ξένων. Τὸ 1857 ἕνας κορυφαῖος φιλέλληνας Γάλλος ἱστορικὸς ἔλεγε στὸν Σπ. Ζαμπέλιο: «Τὸ δὴ παραδοξότερον, οἱ πλεονέκται οὗτοι φίλοι μας (οἱ νεοέλληνες) πρὸς μηδὲν ἄλλο βλέποντες, ἢ πρὸς τὸ ἴδιον συμφέρον, τὸ μὲν πρωὶ καλοῦνται κατὰ λόγον ἱστορικὸν Ἕλληνες, ἐν δὲ μεσημβρία λέγονται κατὰ λόγον πολιτικὸν Ρωμαῖοι, τὸ δὲ ἑσπέρας ἀμφότερα συμβιβάζοντες γίνονται Γραικορωμαῖοι».

Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα μας τὸ ζήτημα δὲν εἶχε λυθεῖ. Τὸ 1901, ἡ ἔκδοση τοῦ πρώτου τόμου τῆς «Ἱστορίας τῆς Ρωμιοσύνης» τοῦ Ἐφταλιώτη προκάλεσε ἔντονες ἀντιδράσεις, ὄχι μόνο γιὰ τὴ γλώσσα της (ἦταν τὸ πρῶτο βιβλίο Ἱστορίας στὴ δημοτική), ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Ρωμιοσύνη». Ἀκολούθησε μία ἔντονη διαμάχη ποὺ δίχασε τοὺς Ἕλληνες διανοούμενους, μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς Γ. Χατζιδάκι καὶ Ν. Πολίτη ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ (ἐναντίον τοῦ ὄρου «Ρωμηοί») καὶ τοὺς Κ. Παλαμά, Γρ. Ξενόπουλου ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Ἀπ’ ὅτι φαίνεται, μετὰ ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια ἐλεύθερου βίου, ὁ πολὺς κόσμος δὲν εἶχε συνηθίσει ἀκόμη τὸ ὄνομα «Ἕλλην». Ὅπως ἔγραφε τότε ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς, τὸ «Ρωμιός» ἐρχόταν στὸ στόμα τοῦ κόσμου «πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ γιορτιάτικο καὶ δυσκίνητο ὄνομα Ἕλλην, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ὄνομα Ἕλληνας, ποὺ εἶναι κάπως πιὸ δυσκολορρίζωτο ἀπὸ τὸ Ρωμιός, καὶ κρατοῦσε ὡς τὰ χτὲς ἀκόμη τὴν ἀρχαία εἰδωλολατρικὴ σημασία (…) καὶ σημαίνει κι ὡς τὴν ὥρ’ ἀκόμα, γιὰ τὸν πολὺ λαό, τὸν ἀντρειωμένο, τὸ γίγαντα». Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς εἶχε συλλάβει ἐπακριβῶς τὴν οὐσία τῆς διαμάχης:

«Οἱ ὅροι Ρωμιὸς καὶ Ρωμιοσύνη ἐπειδὴ δέ μας ἔρχουνται, ἴσα ὁλόισα, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ, παραμερίστηκαν ἀγάλια ἀγάλια, ἀπὸ τὴν ἐπίσημη γλώσσα». «Ἕλληνες, γιὰ νὰ ρίχνουμε στάχτη στὰ μάτια τοῦ κόσμου πραγματικά, Ρωμιοί. Τὸ ὄνομα κάθε ἄλλο εἶναι παρὰ γιὰ ντροπή. Ἂν δὲν τὸ περιζώνει ἀγριλιᾶς στεφάνι ἀπὸ τὴν Ὀλυμπία, τὸ ἀνυψώνει στέμμα ἀκάνθινο μαρτυρικὸ καὶ θυμάρι μοσκοβολᾶ καὶ μπαρούτη». Καί, δικαιώνοντας τὸν Ἐφταλιώτη γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τοῦ ὄρου «Ρωμιοσύνη», κατέληγε: «κάποιο ἁγνότερο καὶ πιὸ βαθὺ αἴσθημα γλωσσικὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βρῆ ἀκόμα στὴ λέξη Ρωμιοσύνη κάτι τί ποιητικὰ καὶ μουσικὰ χρωματισμένο, κάτι τί φτερωτό, λεβέντικο γιά μας καὶ ἀνάλαφρο, ποὺ νομίζω πὼς δὲν τόχει ὁ Ἑλληνισμός, μὲ ὅλη τη βαριὰ τοῦ ἀσάλευτη μεγαλοπρέπεια».

Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ σκληρὴ πολεμική, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὸ σημεῖο νὰ ἀμφισβητεῖ τὸν πατριωτισμὸ τοῦ Ἐφταλιώτη, ὁδήγησε τὸν τελευταῖο στὸ νὰ μὴ δημοσιεύσει ποτὲ τοὺς ὑπόλοιπους τόμους τῆς «Ἱστορίας» του. Σὲ μία Ἑλλάδα ποὺ προσπαθοῦσε ἀγωνιωδῶς νὰ καλύψει τετρακόσια χρόνια «καθυστέρησης» ἀπέναντι στὴ «φωτισμένη» Εὐρώπη, δὲν μποροῦσε βέβαια νὰ γίνει δεκτὴ ἡ ἄποψη πὼς «ἀδύνατο πράμα, φίλε μου, νὰ γυρεύης νὰ μιμηθῆς Ἄγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι ἀρχαίους Ἕλληνες, καὶ νὰ μὴν ἔχης δόση ἀπὸ βαρβαρωσύνη, τὴ βαρβαρωσύνη ποὺ βλέπει τὰ φανταχτερὰ τὰ ξένα καὶ σκιάζεται, βλέπει τὰ δικά της καὶ ντρέπεται»…

Οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ «ἀντιρωμαίικου» ἀγῶνα εἶχαν φτάσει νὰ διακηρύττουν ὅτι ὡς λαὸς ἔχουμε σχέση μόνο μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ ὅτι ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος εἶναι ὁλότελα ξένη πρὸς τὴ νεώτερη Ἑλλάδα. Καὶ μάλιστα ὡς «ἀρχαία Ἑλλάδα» ἐννοοῦσαν τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα, αὐτὴν ποὺ οἱ ξένοι ἀποκαλοῦν μέχρι καὶ σήμερα «Greece proper» («καθαυτὸ Ἑλλάδα»), δηλαδὴ τὴ χώρα νότια τῶν Θερμοπυλῶν. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἰάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ἰσχυριζόταν τὸ 1841 ὅτι Ἑλλάδα εἶναι μόνο τὸ ἑλληνικὸ κράτος (τοῦ 1830). Ὅσοι ἄλλοι τὸ πατοῦν ἢ τὸ πάτησαν εἶναι ξένοι. Συνεπῶς ξένος ἦταν ὁ Φίλιππος, νικητὴς τῶν Ἑλλήνων στὴ Χαιρώνεια, ὁ ὁποῖος μάλιστα, «ἔπραξεν ἄλλον τῆς νίκης ἐκείνης ὀλεθριώτερον, ἐγέννησεν τὸν Ἀλέξανδρον».

Αὐτὲς οἱ ἀπόψεις εἶχαν ἀποκτήσει καὶ πολιτικὴ ἔκφραση κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα. Σύμφωνα μὲ τὸν Π. Καρολίδη, ἐπιμελητὴ καὶ συνεχιστῆ τῆς «Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» τοῦ Παπαρρηγόπουλου, «αἳ τοιαῦται γελοιωδῶς παράδοξοι δοξασίαι, προϊόντα ἀμαθείας καὶ ἀκρισίας, εἶχον καὶ τὴν πολιτικὴν αὐτῶν ροπὴν ἐπὶ μερίδα λογίων κηρυττόντων ὅτι τῶν νῦν Ἑλλήνων αἳ πολιτικαὶ ροπαὶ καὶ τάσεις καὶ ἐθνικαὶ ἰδέαι πρέπει νὰ μὴ ὑπερβαίνωσιν τὰ ὅρια τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος».

Ὅπως εἶναι φανερό, σὲ μία χώρα ποὺ γνώριζε ὅτι τὰ τρία – τέταρτα τῶν ὁμοεθνῶν της ἐξακολουθοῦσαν νὰ ζοῦν ὑποδουλωμένοι, μία τέτοια παραποίηση τῆς Ἱστορίας ἐγκυμονοῦσε σοβαροὺς ἐθνικοὺς κινδύνους. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἐγκυμονοῦσε, ὅταν ὁ Κοραὴς εἶχε ἀνοίξει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀποδοχὴ μίας τέτοιας θεώρησης προσπαθώντας νὰ φωτίσει τοὺς ραγιάδες μὲ λόγια ὅπως: «τὸ ἔθνος εἶναι πτῶμα σπαραττόμενο ἀπὸ κόρακας. Ἀπέθανεν ἡ πατρίς… ἀφ’ ὅτου μας ἐπάτησεν ὁ Φίλιππος ἕως τὸ 1453».Εὐτυχῶς ποὺ οἱ σλαβομακεδόνες τῶν Σκοπῖων δὲν ἔχουν ἀνακαλύψει ἀκόμη τὸν Κοραή… Γιὰ νὰ εἴμαστε μάλιστα ἀκριβεῖς, τοῦ Κοραῆ οὔτε ἡ λέξη «Ἕλληνας» τοῦ ἄρεζε. Στὸν περίφημο «Διάλογο δύο Γραικῶν» (1805) ἔγραφε: «Ἕνα ἀπὸ τὰ δύο λοιπὸν ταῦτα (Ἕλληνας ἢ Γραικός) εἶναι τὸ ἀληθινόν του ἔθνους ὄνομα. Ἐπρόκρινα τὸ Γραικός, ἐπειδὴ οὕτω μας ὀνομάζουσι καὶ ὅλα τὰ φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης». Καὶ παρακάτω: «Ὄχι μόνον ἀπάνθρωποι ἀλλὰ καὶ μωροὶ πρὸς τούτοις ἔπρεπε νὰ ὀνομασθῶμεν ἐὰν ἐπροκρίνομεν τ’ ὄνομα τῶν Ρωμαίων ἀπὸ τ’ ὄνομα τῶν Γραικῶν», γιὰ νὰ καταλήξει: «ὅστις μ’ ὀνομάση πλέον Ρωμαῖον, θέλω τὸν στοχάζομ’ ὡς ἐχθρόν μου. Ἀπὸ τῆς σήμερον εἰς τὸ ἑξῆς εἶμαι Γραικός».Τὸ «Γραικός», ὅπως ἔχει τονίσει ὁ Ρωμανίδης καὶ θὰ ἐξετάσουμε ἀναλυτικὰ στὸ κεφάλαιο 7, εἶναι μία ἐθνικὴ ὀνομασία τὴν ὁποία μας ἀπέδωσαν τὰ «φωτισμένα» ἔθνη τῆς Εὐρώπης, κατὰ τὸν 8ο αἰῶνα, ὅταν ἀκόμα βρίσκονταν στὰ βαθύτερα σκοτάδια τῆς Ἱστορίας τους. Δυστυχῶς ἡ ὁριστικὴ μελέτη γιὰ τὸ σκοταδιστικὸ ρόλο τοῦ Κοραῆ στὴ διαμόρφωση τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας περιμένει ἀκόμη τὸ συγγραφέα της… Ὅσο γιὰ τὴν ταλαίπωρη Ἑλλάδα, μετὰ τὰ ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα, γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι τὰ σύνορα τοῦ 1830 δὲν ἦταν καθόλου τυχαία: ἀντιστοιχοῦσαν ἀκριβῶς στὰ ὅρια τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ὅπως τὰ ἔβλεπαν οἱ ξένοι καὶ οἱ ἐγχώριοι μιμητές τους. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀνομασίας «Ἕλληνες» πρόσφερε τὸ ἀπαραίτητο ἰδεολογικὸ ἄλλοθι σὲ ὅσους ἤθελαν μία μικρὴ Ἑλλάδα στὰ ὅρια τοῦ 1830…

 

Κεφάλαιο 2

Ἕλληνες λοιπὸν ἢ Ρωμηοί;

Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ θὰ κάνουμε ἕναν σύντομο ἱστορικὸ περίπατο στὶς πηγὲς γιὰ νὰ ξεδιαλύνουμε τὴ σύγχυση τὴν ὁποία συσσώρευσαν κατοπινὲς ἰδεολογικὲς σκοπιμότητες γύρω ἀπὸ τὸ ἐθνικό μας ὄνομα. Θὰ ἀνακαλύψουμε ἔτσι τὴν ἀπάντηση στὸ πρόβλημα ποὺ τέθηκε στὸ προηγούμενο κεφάλαιο. Οἱ πηγὲς προσφέρουν μία ξεκάθαρη εἰκόνα καὶ ὁμολογουμένως χρειάζεται ἐπίπονη προσπάθεια γιὰ νὰ στηρίξει κάποιος μία ἀντίθετη ἄποψη.

Ὅλες οἱ πηγὲς ποὺ διαθέτουμε μᾶς ὁδηγοῦν στὴ διαπίστωση ὅτι τὸ ὄνομα «Ἕλλην» εἶχε ἤδη χάσει τὴν ἐθνική-φυλετική του σημασία στοὺς πρώτους μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες. Στὸ τεράστιο χωνευτήρι τῆς πολυφυλετικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ὅλοι οἱ λαοὶ ἀπέχτησαν σταδιακὰ «ρωμαϊκὴ συνείδηση». Δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ κατάλληλος χῶρος γιὰ νὰ ἐξετάσουμε τὸ πὼς συνέβηκε αὐτό. Σημασία ἔχει ὅτι συνέβηκε. Χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ πολιτισμὸς αὐτῆς τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν βαθύτατα ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν κλασικὴ καὶ ἑλληνιστικὴ παράδοση. Ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο ἡ οἰκουμενικὴ ὁλοκλήρωση αὐτοῦ ποὺ ὁραματίστηκε ἀλλὰ δὲν πρόλαβε νὰ πραγματοποιήσει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, νὰ ἐγκαταστήσει δηλαδὴ μόνιμα τὴν ἑλληνικὴ παιδεία σὲ ὅλο τὸ πλάτος τοῦ γνωστοῦ κόσμου. Σύγχρονοι ξένοι ἱστορικοὶ δέχονται ὅτι τελικὰ ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὑπῆρξε κράτος ἑλληνιστικό, ἐνῶ ἄλλοι φτάνουν νὰ μιλᾶνε γιὰ «Ἑλληνικὸ Ἑλληνισμό» καὶ «Λατινικὸ Ἑλληνισμό». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε οἱ «ἑλληνικές» ἀντιδράσεις στοὺς Ρωμαίους κατακτητὲς φθίνουν μὲ τὸν καιρὸ καὶ ὁπωσδήποτε ἐκλείπουν μετὰ τὸν πρῶτο π.Χ. αἰῶνα. Μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῆς Κλεοπάτρας τὸ 30 π.Χ., δὲν ἀναφέρονται ἀντιρωμαϊκὲς ἐξεγέρσεις, πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι οἱ Ἕλληνες αἰσθάνονταν ἄνετα μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ἐξελληνισμένο περίγυρο ποὺ ἐπιπλέον τοὺς πρόσφερε ἐπὶ ἑκατοντάδες χρόνια μία πολυπόθητη εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια.

Μὲ τὸν καιρό, τὴν ἴδια ταύτιση ἔνιωσαν καὶ οἱ Ρωμαῖοι. Ἀπόδειξη τὸ ὅτι ἕνας μεγάλος αὐτοκράτοράς τους, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Α΄, διάλεξε γιὰ νέα συμπρωτεύουσα τὸ Βυζάντιο, μία καθαρὰ «ἑλληνική» πόλη σὲ ἑλληνόφωνο χῶρο. Ἂν οἱ Ρωμαῖοι αἰσθάνονταν διαφορετικοὶ καὶ ἀντίπαλοι τῶν Ἑλλήνων, δὲ θὰ μετέφεραν βέβαια ἐκεῖ, σὲ «ἐχθρικό» χῶρο, τὴ συμπρωτεύουσά τους. Ὅμως τὸ 320 μ.Χ., πεντακόσια χρόνια μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Ἑλλάδας, τέτοιες φυλετικὲς διαφορὲς ἦταν πλέον ὁλότελα ἀνύπαρκτες.

Ἡ λέξη «Ἕλλην» εἶχε ἤδη ἀποκτήσει καθαρὰ θρησκευτικὸ περιεχόμενο καὶ ταυτιζόταν μὲ τὴν ἔννοια τοῦ εἰδωλολάτρη. Φαίνεται πὼς αὐτὴ ἡ μεταβολὴ εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ συντελεῖται τὸν πρῶτο μεταχριστιανικὸ αἰῶνα, πολὺ πρὶν ὁ Χριστιανισμὸς γίνει ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους. Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου διαβάζουμε γιὰ κάποια γυναίκα ποὺ ἦρθε στὸ Χριστὸ ὅταν αὐτὸς βρισκόταν κοντὰ στὴν Τύρο ἡ ὁποία, λέει ὁ εὐαγγελιστής, ἦταν «Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει» (Μάρκου, 7, 26). Ὅπως σωστὰ σημειώνει ὁ Χρήστου, ἐφ’ ὅσον ἦταν Συροφοινίκισσα ἐθνικά, τὸ «Ἑλληνίς» δηλώνει τὸ θρήσκευμά της. Λίγα χρόνια μετὰ τὸ 300 μ.Χ., ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἑλληνόφωνος ὁ ἴδιος καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, τῆς κατ’ ἐξοχὴν ἑλληνιστικῆς πόλης, γράφει «Λόγο κατὰ Ἑλλήνων». Ἂν ἡ λέξη δήλωνε ἀκόμα τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, τὸ πράγμα θὰ ἦταν ἐντελῶς παράδοξο: τὸ μεγάλο ἑλληνιστικὸ κέντρο στρεφόταν ἐναντίον – ποῖου; Τὸ ἴδιο βλέπουμε ἀργότερα σὲ λόγους τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἦταν τέκνο μίας ἄλλης μεγάλης ἑλληνιστικῆς πόλης, τῆς Ἀντιόχειας. Ἡ λέξη «Ἕλληνες» δηλώνει τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς εἰδωλολάτρες.

Οὔτε εἶναι σωστὸ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ λέξη ἔχασε τὴν ἐθνικὴ σημασία της μὲ τὴ βία, ἐπειδὴ τὴ χρησιμοποίησαν οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τοὺς ἀντιπάλους τους. Κατ’ ἀρχήν, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸ χωρίο τοῦ εὐαγγελιστῆ Μάρκου ποὺ παραθέσαμε, ἡ μεταβολὴ εἶχε συμβεῖ πρὶν οἱ Χριστιανοὶ ἀποκτήσουν ὁποιαδήποτε ἐξουσία. Ἐπιπλέον, ὅπως σωστὰ σημειώνει ἡ Μαντουβάλου, οἱ κατ’ ἐξοχὴν ἐχθροὶ καὶ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἦταν οἱ Ρωμαῖοι. Ὡστόσο αὐτὸ δὲν ἐμπόδισε τοὺς Χριστιανοὺς κατοίκους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας νὰ συνεχίσουν νὰ λέγονται Ρωμαῖοι. Ἑπομένως πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι τὸ ὄνομα «Ἕλλην» εἶχε ἤδη χάσει τὴν ἐθνική του σημασία τὴν ἐποχὴ τῆς ἐπικράτησης τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ τί ἔλεγαν οἱ Χριστιανοί. Οἱ Χριστιανοὶ βρῆκαν, δὲν δημιούργησαν τὴ νέα ἔννοια.

Ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα, σ’ ὅλο τὸ Μεσαίωνα, ἡ λέξη «Ἕλληνας» σήμαινε τὸν εἰδωλολάτρη. Μὲ αὐτὴ τὴ σημασία τὴ συναντοῦμε μέχρι τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα. Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, γιὰ παράδειγμα, σὲ μία ὁμιλία του σὲ κάποιο χωριὸ ἔλεγε: «Καὶ ἐγὼ ἀδελφοί μου, ὀποῦ ἀξιώθηκα καὶ ἐστάθηκα εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον τόπον τὸν ἀποστολικόν, διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, ἐξέτασα πρώτον διὰ λόγου σας καὶ ἔμαθα πὼς μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ, δὲν εἴστενε Ἕλληνες, δὲν εἴστενε ἀσεβεῖς, αἱρετικοί, ἄθεοι, ἀλλ’ εἴστενε εὐσεβεῖς ὀρθόδοξοι χριστιανοί…».

Τὸ ἐθνικὸ ὄνομα τῶν προγόνων μας ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια εἶναι «Ρωμαῖοι» ἢ στὴ δημώδη «Ρωμηοί». Σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς πηγὲς ἡ αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινούπολης αὐτοαποκαλεῖται «Ρωμαϊκή» ἢ «Ρωμανία» στὴ δημώδη, καὶ ὁ αὐτοκράτοράς της, μέχρι καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, «βασιλεὺς Ρωμαίων». Γιὰ περίεργους λόγους, ὅμως, αὐτὸ τὸ ξεκάθαρο γεγονός, ἀμφισβητεῖται ἀπὸ ὁρισμένους σύγχρονους ἐρευνητὲς οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νὰ κατασκευάσουν τὰ προσωπικὰ τοὺς ἰδεολογήματα.

Ἔχει προβληθεῖ, γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀντίρρηση ὅτι γιὰ τὸν πολὺ κόσμο δὲ χάθηκε ἡ ἐθνικὴ σημασία τῆς λέξης Ἕλληνας, καὶ ὅτι τὸ «Ρωμαῖοι» ποὺ συναντοῦμε σὲ ὅλες τὶς πηγὲς εἶναι ἁπλῆς ἡ ἐπίσημη ὀνομασία τῶν πολιτῶν τοῦ κράτους, κάτι ποὺ εἶχε ἐπιβληθεῖ ἀπὸ πάνω, καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ πίστευαν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς οἱ κάτοικοι τῆς «Ἑλλάδας». 

Ὅπως ὅμως παρατηρεῖ εὔστοχα ἡ Μαντουβάλου, ἂν συνέβαινε κάτι τέτοιο, πῶς δικαιολογεῖται ἡ χρήση τοῦ ὀνόματος «Ρωμαῖοι» (Ρωμηοί) ἐπὶ Τουρκοκρατίας, μετὰ τὴν κατάλυση τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους; Οἱ «Ἕλληνες», ὑπήκοοι τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας πλέον, δὲ θὰ εἶχαν λόγο νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομα τῶν κατακτητῶν Ρωμαίων καὶ νὰ αὐτοαποκαλοῦνται Ρωμηοί. Ἐκτὸς κι ἂν αἰσθάνονταν Ρωμαῖοι… Καὶ ἡ ἀλήθεια βέβαια εἶναι ὅτι αἰσθάνονταν καὶ τὸ γνώριζαν, ἄσχετα μὲ τὸ τί προπαγάνδιζαν οἱ δυτικοευρωπαῖοι. Ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα παραδείγματα ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν θὰ παραθέσουμε ὁρισμένα, ἁπλῶς ἐνδεικτικά. Ὅλα προέρχονται ὄχι ἀπὸ λόγιους καὶ διανοούμενους ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαό.

Τὸ τί πίστευε γιὰ τοὺς «Ἕλληνες» ὁ πολὺς κόσμος, πρὶν φωτιστεῖ ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους, τὸ ἔχει καταγράψει ὁ Ι. Θ. Κακριδὴς στὴν πολύτιμη λαογραφικὴ μελέτη τοῦ «Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴν νεοελληνικὴ λαϊκὴ παράδοση».Πολὺ συνοπτικά, ὁ ἁπλὸς λαὸς μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἰῶνα πίστευε ὅτι οἱ Ἕλληνες ἦταν κάποιος ἀρχαῖος εἰδωλολατρικὸς λαὸς γιγάντων – ἔτσι ἐξηγοῦνταν καὶ ἡ ὕπαρξη τῶν τεράστιων μνημείων ποὺ ἀφθονοῦσαν στὸν τόπο μας. Τοὺς ἀρχαίους αὐτοὺς τοὺς θαύμαζε γιὰ τὴ δύναμή τους (στὴν Κεφαλληνία τοῦ 19ου αἰῶνα ὁ Κακριδὴς ἀναφέρει ὅτι ὑπῆρχε ἡ ἔκφραση «μωρέ, σὰν Ἕλληνας εἶναι τοῦτος!»), ἀλλὰ πάντως δὲν ταυτιζόταν μαζί τους. Ἄλλωστε, ἐπειδὴ προφανῶς δὲν ὑπῆρχε περίπτωση σύγχυσης μὲ κάποιο τωρινὸ λαό, τοὺς ὀνόμαζε «Ἕλληνες» καὶ ὄχι «ἀρχαίους Ἕλληνες».

Στὰ Σφακιὰ τοῦ 19ου αἰῶνα λέγανε πὼς «ἀπάνω στὴ Σαμαριὰ εἶναι παλιὰ χώρα τῶν Ἑλλήνων. Ἐδακεῖ ἐτελειώσανε οἱ Ἑλλῆνοι. Καὶ λέγουνε ὅπως ἔχει ἐκεῖ θησαυρό, ὅμως δὲν ἐβρέθηκε».Στὴ Θεσπρωτία, τοῦ 20ού αἰῶνα μάλιστα, οἱ γιαγιάδες ἔλεγαν μία ἱστορία ποὺ ἄρχιζε ὡς ἑξῆς: «τὰ χρόνια τὰ παλιὰ ζοῦσαν στὰ μέρη αὐτὰ ἄλλης λογὴς ἄνθρωποι, οἱ Ἕλληνες (…) οἱ Ἕλληνες δὲν ἔμοιαζαν μὲ τοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους. Ἦταν ψηλοὶ σὰν τὰ κυπαρίσια…».Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ἠπειρώτικο τραγούδι τοῦ 19ου αἰῶνα: «Ἡ Ἀγγελική της Κούμαινας ἔχει ἄντρα παλικάρι, σὰν Ἕλληνας ἔχει τσάμπα καὶ στήθια σὰ λιοντάρι»(τσάμπα: μακριὰ μαλλιά). Γνωστὸ εἶναι καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι ποὺ λέει «Ἡ μάνα τοῦ ἦταν Χριστιανὴ κι ὁ κύρης τοῦ Ἕλλην…». Ὁ Κακριδὴς ἀναφέρει συνολικὰ 85 διηγήσεις ἢ φράσεις ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας ὅπου οἱ «Ἕλληνες» ἔχουν παραμείνει στὴ λαϊκή μας παράδοση μὲ τὴ σημασία ποὺ ἀναφέραμε.

Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι καὶ οἱ δυτικοευρωπαῖοι γνώριζαν τὸ ἀληθινό μας ὄνομα καὶ δὲ δίσταζαν νὰ τὸ ἀναφέρουν, ὅταν δὲν κατευθύνονταν ἀπὸ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἔτσι τὸ 1713, σὲ μία ἐποχὴ δηλαδὴ γιὰ τὴν ὁποία τὰ σχολικά μας βιβλία διδάσκουν ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἔχουν χαθεῖ πρὶν 1200 χρόνια, ὁ Βενετὸς τυπογράφος τῆς πρώτης ἔκδοσης τοῦ «Ἐρωτόκριτου» γράφει ὅτι τυπώνει αὐτὸ τὸ βιβλίο «παρακινημένος ἀπὸ τὴν διάπυρον ἀγάπην καὶ εὐλάβειαν ὀποῦ παιδιόθεν ἔχω πρὸς τὸ ἔνδοξον ἔθνος τῶν Ρωμαίων». Ὁ ἴδιος δηλώνει ὅτι εἶναι «Ἰταλικὸς καὶ τῆς γλώσσης ὁλότελα ἀνήξευρος», ἀλλὰ παρὰ ταῦτα προσπάθησε νὰ τυπώσει βιβλία «τὰ ὁποῖα ὡς τώρα καὶ ἀπὸ ἄλλους Ρωμαίους καὶ Ἰταλικοὺς τυπογράφους ἐτυπώθησαν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀσυνήθιστα καὶ χρησιμώτερα, ὀποῦ ὑπὸ τίνα Ρωμαῖον δὲν ἔγιναν». Ὁ πρόλογος κλείνει μὲ παράκληση πρὸς τοὺς «ἄρχοντες Ρωμαίους» νὰ προσφέρουν τυχὸν χειρόγραφα στὸν ἐκδότη ὥστε νὰ τυπώσει ἀργότερα μία βελτιωμένη ἔκδοση. Στὸ ἴδιο τὸ ποίημα διαβάζουμε τὸ δίστιχο: 

«Στοὺς περαζόμενους καιροὺς ποὺ οἱ Ἕλληνες ὁρίζα

κι ὀποῦ δὲν εἶχε ἡ πίστη τως θεμέλιο μηδὲ ρίζα»

(στ. Ἃ 19-20).

Οἱ στίχοι αὐτοὶ βρίσκονται σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὴ λαϊκὴ παράδοση, ὅπως τὴν κατέγραψε ὁ Κακριδής: ὑπῆρχε κάποτε μία ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία κυβερνοῦσαν οἱ «Ἕλληνες», ὄχι οἱ «ἀρχαῖοι Ἕλληνες» ἀλλὰ οἱ «Ἕλληνες», κάποιοι ἄλλοι ἀπό μας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μία πίστη χωρὶς θεμέλιο καὶ ρίζα, ἦταν δηλαδὴ ἄθεοι καὶ εἰδωλολάτρες.

Γιὰ μερικὲς ἀκόμη ἀποδείξεις τῆς χρήσης τοῦ ὀνόματος «Ρωμαῖοι – Ρωμηοί» ἂς γυρίσουμε πιὸ παλιά. Τετρακόσια χρόνια νωρίτερα, τὸν 14ο αἰῶνα, ὁ ἀνώνυμος ἀνθέλληνας συγγραφέας τοῦ «Χρονικοῦ του Μορέως» γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι οἱ ἀντίπαλοι τῶν Λατίνων, οἱ κάτοικοι τῆς «Ἑλλάδας», εἶναι οἱ Ρωμαῖοι. Ὁρίστε δύο χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα τοῦ «Χρονικοῦ»:

«Ποίος ν’ ἀκούση πώποτε Ρωμαίου νὰ ἔχη πιστέψει

δι’ ἀγάπην γὰρ ἢ διὰ φιλίαν ἢ διὰ καμίαν συγγένειαν;

Ποτὲ Ρωμαίου μὴ ἐμπιστευτῆς διὰ ὅσα καὶ σοῦ ὀμνύει

ὅταν θέλει καὶ βούλεταί του νὰ σὲ ἀπεργώση,

τότε σὲ κάμνει σύντεκνον ἢ ἀδελφοποιτόν του,

ἢ κάμνει σὲ συμπέθερον διὰ νὰ σὲ ἐξολοθρέψη»

(στίχοι 3932-3937).

Ἢ ὅταν ὁ μισὲρ Τζεφρὲς (Βιλλεαρδουίνος) ἀφέντης τοῦ Μορέως γράφει στὸ βασιλιὰ τῆς Πόλης Ρομπέρτο (de Courtenay, 1221-1228):

«Κι ἂν χρήζη τὰ φουσάτα του, ὁμοίως καὶ τὸ κορμί του,

ὅταν ὁρίζη καὶ χρειαστῆ, νὰ ἔνι εἰς ὁρισμόν του,

νὰ ἔνι μετ’ αὐτὸν ἐνομοὺ καὶ νὰ κρατοῦν τὴν μάχην,

νὰ κουγκεστίζουν τοὺς Ρωμαίους μὲ τὰ φουσάτα ὀποῦ ἔχουν».

(κουγκεστίζουν: κατακτοῦν, στίχοι 2564-2567).

Γιὰ τὸ τελευταῖο παράδειγμά μας ἂς γυρίσουμε ἄλλα τριακόσια χρόνια πίσω, στὸν 11ο αἰῶνα. Στὸ μεγάλο ἔπος μὲ τὸ ὁποῖο «ἀρχίζει ἡ νεοελληνικὴ λογοτεχνία», τὸν «Διγενῆ Ἀκρίτα», ὁ συγγραφέας, ἀντίθετα μὲ ὅ,τι θὰ περίμενε κανείς, δὲν ὑποψιάζεται ὅτι εἶναι Ἕλληνας (οὔτε καὶ «βυζαντινός», ἀλλὰ σ’ αὐτὸ θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο). Στὴν ἀρχή-ἀρχὴ ἀκόμα, ὁ Ἄραβας ἀμηρᾶς φέρεται ὅτι «ἀκριβῶς γὰρ ἠπίστατο τὴν τῶν Ρωμαίων γλώτταν» καὶ ἔτσι εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ συνομιλεῖ μὲ τοὺς ἀντιπάλους του. Στὴ συνέχεια, ἕνα ἀπὸ τὰ ἀδέρφια ποὺ ἦρθαν νὰ ζητήσουν τὴν κόρη ποὺ ἀπήγαγε ὁ ἀμηρᾶς μονομαχεῖ μαζί του καί, καθὼς πλησιάζει πρὸς τὴ νίκη, οἱ ὑπόλοιποι Σαρακηνοὶ συμβουλεύουν τὸν ἀμηρά: «Ἀγάπην ἐπιζήτησον, τὸν δὲ πόλεμον ἅφες. Ὁ Ρωμαῖος δεινός ἐστι, μὴ σὲ κακοδικήση».

Κατὰ τὴ γνώμη μας, τὰ παραδείγματα ἀπὸ τὸν «Διγενῆ Ἀκρίτα» εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτα γιατί προέρχονται ἀπὸ ἕνα ἔργο ποὺ διαδραματίζεται στὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας, στὸν Εὐφράτη, καὶ ὄχι στὴν πρωτεύουσα. Δείχνουν λοιπὸν ὅτι καὶ οἱ ἐπαρχιακοὶ πληθυσμοὶ πίστευαν ὅτι εἶναι Ρωμαῖοι καὶ ὄχι ὁτιδήποτε ἄλλο. Σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ὅσα παραθέσαμε παραπάνω καὶ μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ ἔχουμε ἀπὸ ὅλες τὶς «ἐπίσημες» πηγὲς (ἱστορίες, κρατικὰ ἔγγραφα) εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι οἱ πρόγονοί μας καλοῦνταν Ρωμαῖοι-Ρωμηοὶ παντοῦ. Ἑπομένως ἡ ἄποψη, τὴν ὁποία διατυπώνει ὁ Χρήστου καὶ ἄλλοι ἐρευνητές, ὅτι τὸ «Ρωμαῖοι» ἦταν ἁπλῶς τὸ ἐπίσημο ὄνομά τους, ἐνῶ οἱ ἴδιοι προτιμοῦσαν κάποιο ἄλλο (Ἕλληνες; Γραικοί;) εἶναι παντελῶς ἀβάσιμη.

Οἱ πρόσφατοι πρόγονοί μας, λοιπόν, δὲν ἤξεραν ὅτι εἶναι Ἕλληνες. Γνώριζαν ὅτι εἶναι Ρωμηοί, καὶ ὅτι ἡ πατρίδα τοὺς ὀνομάζεται Ρωμανία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ διάφορα δημοτικὰ τραγούδια π.χ. στὸν «Θρῆνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως»: «Ὢ Θεέ, νὰ τόχαν πολεμᾶν καὶ οἱ Ρωμαῖοι οὕτως, ποτὲ νὰ μὴν ἐχάνασιν λέγω τὴν βασιλείαν», ἢ στὸ γνωστὸ τραγούδι τοῦ Πόντου «Ἡ Ρωμανία ἐπάρθεν». Ἐπίσης στὸν «Διγενῆ Ἀκρίτα», ὅπου ὡς μοναδικὸ ὄνομα τοῦ κράτους ἀναφέρεται δεκάδες φορὲς τὸ «Ρωμανία». Γιὰ παράδειγμα:

«ἐπῆρε τοὺς ἀγούρους του ὁ ἀμηρᾶς εὐθέως

εἰς Ρωμανίαν ὑπέστρεφε διὰ τὴν ποθητήν του.

Ὅταν δὲ κατελάμβανε μέρη τῆς Ρωμανίας,

ἐλευθέρωνεν ἅπαντας οὖς εἶχεν αἰχμαλώτους».

Τὴν καθομιλούμενη γλώσσα τοὺς τὴν ὀνόμαζαν «ρωμαίικη» γιὰ νὰ τὴν ἀντιδιαστείλουν ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ τὴν ὁποία ὀνόμαζαν ἁπλῶς «ἑλληνική». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ὑπάρχουν μεταφράσεις ἀπὸ ἀρχαῖες μορφὲς τῆς γλώσσας στὴ δημώδη ποὺ ἀναφέρουν ὅτι μεταφράζουν «ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν εἰς τὴν ρωμαίικη».

Ὁ μεγάλος πρόδρομος τοῦ δημοτικισμοῦ Δ. Καταρτζὴς διαφωνώντας μὲ ὅσους ἔγραφαν σὲ ἀρχαΐζουσα γλώσσα, σημείωνε τὸ 1783: «κάθε συγγραφὴ ποὺ κάμουμε στὰ ἑλληνικὰ εἲν’ ἕνα εἶδος μετάφρασις ποὺ κάμουμ’ ἁπτὰ ρωμαίκια, ποὺ πάντα διανοοῦμε, στὰ ἑλληνικὰ ποὺ διανοοῦμε μόν’ ὅταν πιάσουμε κονδύλι».Ἑπομένως «τὸ νὰ φρονῆ κανεὶς πὼς ἡ ἑλληνικὴ καὶ ἡ ρωμαίκια εἶναι μία γλώσσα καὶ ὄχι δύο εἶναι ἐνάντιο στὸν ὀρθὸ λόγο». Ἀντίστοιχα, οἱ Δ. Φιλιππίδης καὶ Γρ. Κωνσταντᾶς ποὺ συνέγραψαν τὴ «Γεωγραφία Νεωτερική» τὸ 1791 σημειώνουν στὴν παρουσίαση τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν πὼς «ἡ Ρωμέϊκη γλώσσα ἡ ἀλόγως καὶ ἀμαθέστατα καταφρονουμένη ἀπὸ μερικούς, ἔχει μεγάλη συγγένεια μὲ τὴν Ἑλληνική, καὶ εἶναι μία θυγατέρα τῆς ὀποῦ σχεδὸν τὴν ὁμοιάζει ἐπειδὴ ὅλες σχεδὸν οἱ λέξεις εἶναι ἀπὸ τὴν Ἑλληνική».

Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὑπάρχουν λεξικά, ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία καὶ ἀργότερα, μὲ τίτλο «Γαλλικὰ – Ρωμαϊκά», «Ἰταλικὰ – Ρωμαϊκά», κλπ

Ὅπως ἦταν φυσικό, «Ροὺμ – Ρωμαίους» μας ὀνόμασαν καὶ οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι ποὺ ἄρχισαν νὰ κατακτοῦν ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα, ὅπως «Ρούμ» μας ἀποκάλεσαν καὶ οἱ Ὀθωμανοί. Τὴ χώρα ποὺ κατέκτησαν τὴν ὀνόμασαν «Ρούμ-ἰλί» («χώρα τῶν Ρωμαίων») καὶ ἀπὸ κεῖ προέρχεται ἡ λέξη Ρούμελη ποὺ μέχρι τὸ 1912 δήλωνε ὅτι τὴν εὐρωπαϊκὴ Τουρκία (σχεδὸν τὸ σύνολο τῶν Βαλκανίων), καὶ ὄχι μόνον στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα, ὅπως μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κάποιος στοὺς χάρτες τῆς ἐποχῆς. Τὰ παραδείγματα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴ χρήση αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος εἶναι ἀναρίθμητα. Ἐνδεικτικὰ ἂς ἀναφέρουμε τὸ φιρμάνι ποὺ ἔβγαλε ὁ Βεζύρης τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1821, μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου, πρὸς τὸν Τοῦρκο νομάρχη Ἀδριανουπόλεως. Σ’ αὐτό, τὸ Πατριαρχεῖο ἀναφέρεται ὡς «ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχεῖα τῶν Ρωμαίων» καὶ ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὡς «τὸ κίνημα τὸ παρασκευαζόμενον μεταξὺ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους».Οἱ Τοῦρκοι γνώριζαν δηλαδὴ καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ μεῖς, ὅτι εἶχαν κατακτήσει Ρωμαίους – Ρωμηούς. Ἀκόμη καὶ σήμερα, οἱ Ρωμηοὶ τῆς Πόλης ἀποκαλοῦνται «Ρούμ» ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀφοῦ ὅμως οἱ νεοέλληνες προτίμησαν νὰ ἀλλάξουν τὸ ἐθνικό τους ὄνομα, οἱ Τοῦρκοι ἐπωφελήθηκαν καὶ μᾶς ὀνόμασαν «Γιουνᾶν», διαφοροποιώντας ἔτσι τοὺς Ρωμηοὺς τῆς Πόλης ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς τους τῆς Ἑλλάδας.

Κλείνοντας αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ ὅλη συζήτηση γιὰ τὴν ἐθνική μας ὀνομασία δὲν εἶναι ἁπλῶς νομιναλιστική. Τὸ ὄνομα «Ρωμαῖοι» ἀντιστοιχοῦσε σὲ μία ἐθνικὴ συνείδηση διαφορετικὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ συναντοῦμε στοὺς δυτικοὺς λαούς, διαφορετικὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ μεταφέρθηκε στὸ ἑλληνικὸ κρατίδιο μετὰ τὸ 1830. Στὸ δεύτερο τμῆμα τῆς μελέτης μας θὰ προσπαθήσουμε νὰ παρουσιάσουμε τὶς βασικὲς συνιστῶσες αὐτῆς τῆς «ρωμαίικης ἐθνικῆς συνείδησης» ἡ ὁποία, κατὰ μεγάλο μέρος, χάθηκε στὴ διάρκεια 160 χρόνων ἐλεύθερου βίου. Τοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες δόθηκε σκληρὸς ἀγώνας ἀπὸ δυτικοθρεμένους λόγιους, τύπου Κοραῆ, γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τῆς ρωμαίικης συνείδησης καί, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις, τὸ ὄνομα «Ρωμηοί» τελικὰ παραμερίστηκε.

Ἡ σύγκρουση τῶν δύο ρευμάτων κατέληξε σὲ μία σύνθεση, τὰ θεμέλια της ὁποίας ἔθεσε ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος μὲ τὴ μνημειώδη «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους». Ἐκεῖ ἡ βυζαντινὴ περίοδος ἐνσωματώθηκε στὴ διαχρονικὴ πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους καὶ δημιουργήθηκε ἡ νεοελληνικὴ ἐθνικὴ ἰδεολογία τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας τῆς φυλῆς. Ὡστόσο, τὸ κομπλεξικὸ ἀναμάσημα δυτικῶν ἰδεῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ συνεχίστηκε ἀπὸ πολλοὺς λόγιους, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν παραποίηση καὶ κατασυκοφάντηση τῆς μεσαιωνικῆς μας Ἱστορίας. Ἀκόμη καὶ στὶς μέρες μας, στὰ 1975, ὁ πολυδιαβασμένος καὶ πολυδιαφημισμένος Γιάννης Σκαρίμπας ἔγραφε: «ἡ ἀγωνία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους δὲν εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης…. ἀλλὰ πολλοὺς πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση αἰῶνες, ἀπὸ τὴ συντριβὴ τῆς στρατιωτικῆς ἰσχύος τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴν Μακεδονικὴ δυναστεία (Φίλιππο καὶ Μεγαλέξανδρο) στὴ μάχη τῆς Χαιρώνειας». Καὶ παρακάτω: «Ὁ (Κων.) Παλαιολόγος ἦταν Ἕλληνας; Ἦταν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος «Ἀθηναῖος»; Φυλετικά, καμιὰν δὲν εἴχαμε ἀναμεταξύ μας, συγγένεια. Ἤσαν καὶ οἱ δύο καταχτητές μας».

Ἐπηρεασμένο ἀπὸ παρόμοιες ἰδέες, μεγάλο τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ θέλει σήμερα νὰ ἀρνεῖται τὴ φυσική του συνέχεια ἀπὸ τὸ «Βυζάντιο» καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συγχέει τὸν σκοταδιστικὸ δυτικὸ μεσαίωνα μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξη Ρωμανία. Γι’ αὐτὸ καὶ θεωρήσαμε σκόπιμο νὰ σκιαγραφήσουμε στὸ 5ο καὶ 6ο κεφάλαιο τῆς μελέτης μας ὁρισμένες ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις διαφορὲς «Βυζαντίου» καὶ Δύσης κατὰ τὴ μεσαιωνικὴ περίοδο. Ἄλλωστε, ἂν καὶ ἡ ἐπίσημη Ἱστορία μας ἐνσωματώνει τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἡ ἐθνική μας ζωὴ κυριαρχεῖται ἐπὶ δύο αἰῶνες ἀπὸ μία ἀκατάσχετη ἀρχαιολατρεία ἡ ὁποία φαντάζει κωμικὴ ἀκόμη καὶ στὰ μάτια τῶν ὅποιων φίλων μας στὴ Δύση. Ὅταν μάλιστα οἱ νεοέλληνες, παρασυρμένοι ἀπὸ τὴν ἀρχαιολατρεία τους, πιστεύουν ὅτι μποροῦν νὰ ὑπερασπιστοῦν τὰ ἐθνικὰ τοὺς δίκαια μόνο μὲ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλῆ καὶ τοῦ Μεγαλεξάνδρου, τὸ ἀποτέλεσμα ἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ ἐθνικὰ ἐπικίνδυνου.

Ὁπωσδήποτε σήμερα, στὰ 1994, δὲν τίθεται θέμα σύγκρουσης τῶν δύο ἐθνικῶν μας ὀνομασιῶν. Ἔχουν ἄλλωστε πλέον καὶ οἱ δύο τὸ ἴδιο ἀκριβῶς νόημα. Θὰ πρέπει, ὅμως, νὰ γνωρίζουμε ὅτι, ἱστορικά, ὁ ὅρος «Ρωμηός» καλύπτει κάτι εὐρύτερο ἀπὸ τὸ «Ἕλληνας», καὶ βέβαια τὸ «Ρωμαῖος» προκαλεῖ διαφορετικοὺς συνειρμοὺς ἀπὸ τὸ «Ἕλληνας» τόσο σέ μας ὅσο καὶ στοὺς ξένους. Ἐπιπλέον, ἂν σκοπός μας εἶναι νὰ ὁρίσουμε τὴν ἐθνική μας ταυτότητα, ἡ λέξη «Ἕλληνας» δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδώσει τὴν πλατύτερη σημασία τῆς λέξης «Ρωμηός» γιὰ τὴ μεσαιωνικὴ περίοδο καὶ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Ἡ λέξη «Ἕλληνας», ποὺ ἐπανῆλθε ὡς ἐθνική μας ὀνομασία τὸν 19ο αἰῶνα, εἶναι δημιούργημα τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς ἀνάπτυξης τῶν ἐθνικισμῶν στὴν Εὐρώπη. Ἀντίθετα, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, οἱ Ρωμηοὶ ἦταν περήφανοι πολίτες ἑνὸς ὑπερεθνικοῦ κράτους ποὺ ἐνσωμάτωνε καὶ ἐπεκτεινόταν πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀρχαίας ἢ τῆς νεώτερης Ἑλλάδας. Ἐπεκτεινόταν ὄχι ὡς κατακτητής, ἀλλὰ ὡς φορέας τῆς μίας Οἰκουμενικῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας πάνω στὴ γῆ.
 

Κεφάλαιο 3

Καὶ οἱ Βυζαντινοί;

Πρὶν περάσουμε στὴν ἀνίχνευση τῶν συστατικῶν στοιχείων τῆς «ρωμαίικης ἐθνικῆς συνείδησης», θὰ πρέπει νὰ ξεκαθαρίσουμε μία ἀκόμη παρανόηση τὴν ὁποία ἔχει καθιερώσει ἡ δυτικὴ βιβλιογραφία σχετικὰ μὲ τὴν ὀνομασία τῶν προγόνων μας τοῦ μεσαίωνα. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἐποχὴ αὐτὴ ὀνομάζεται «βυζαντινή», καὶ οἱ πρόγονοί μας εἶναι κάποιοι μυστηριώδεις «βυζαντινοί» ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὸ πουθενὰ καὶ χάθηκαν διὰ μαγείας, παρ’ ὅλο ποὺ «ἐμεῖς» διατηρηθήκαμε στὰ 400 χρόνια της δουλείας. Εἶναι ἐπίσης γνωστὸ ἀπὸ τὶς πηγὲς ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ στὴν Ἱστορία λαὸς ποὺ ὀνόμαζε τὸν ἑαυτὸ τοῦ βυζαντινὸ ἢ τὸ κράτος τοῦ βυζαντινό. Ὁ ὅρος ἐπινοήθηκε μετὰ τὴν κατάλυση τῆς «βυζαντινῆς» αὐτοκρατορίας, τὸ 1562, ἀπὸ τὸν Ἱερώνυμο Wolf ποὺ ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει ἱστορικὲς πηγὲς σ’ ἕνα ἔργο τὸ ὁποῖο τιτλοφόρησε «Corpus Historiae Byzantinae».

Οἱ λόγοι ἐφεύρεσης ἑνὸς νέου ὀνόματος ἦταν καθαρὰ πολιτικοί. Ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο νὰ σβήσει ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν Ρωμηῶν ἡ ἀνάμνηση τοῦ παρελθόντος τους. Κυρίως ἔπρεπε νὰ πάψει νὰ ταυτίζεται ἡ χώρα τους μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα, δυτικοευρωπαῖοι καὶ Ρωμηοὶ θὰ μάθαιναν ὅτι ὑπῆρχε κάποια Ρωμαϊκὴ καὶ στὴ συνέχεια κάποια Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Ἔτσι οἱ δυτικοευρωπαῖοι θὰ πετύχαιναν αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλουν ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα, νὰ θεωρηθοῦν οἱ ἴδιοι κληρονόμοι τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ καὶ κράτους. Ἡ ἐφεύρεση τῆς λέξης «βυζαντινοί» ἦταν, δηλαδή, μία βίαιη νόθευση τῆς Ἱστορίας ὑπαγορευμένη ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους μας. Τὸ ὅτι ἀποδέχτηκαν τὸν ὄρο «βυζαντινοί» οἱ νεοέλληνες καὶ τὸν διδασκόμαστε στὰ σχολεῖα μας εἶναι ἔνδειξη τοῦ τυφλοῦ, κομπλεξικοῦ μιμητισμοῦ ὁ ὁποῖος ἐπικράτησε στὴ μεταπελευθερωτικὴ Ἑλλάδα.

Αὐτὴ ἡ παραχάραξη τῆς Ἱστορίας ἔχει δημιουργήσει ἕνα ἄλυτο πρόβλημα στοὺς δυτικοὺς ἱστορικούς: πότε ἀρχίζει ἡ βυζαντινὴ Ἱστορία; Κατὰ καιροὺς ἔχουν προταθεῖ διάφορες χρονολογίες ποὺ κυμαίνονται ἀπὸ τὸ 284 μ.Χ. (ἄνοδος Διοκλητιανοὺ στὴν ἐξουσία, πρόταση E. Stein) ὡς τὸ 717 μ.Χ. (ἄνοδος Λέοντα Γ΄ Ἰσαύρου, πρόταση τῆς Cambridge Medieval History). Ἐνδιάμεσες λύσεις θεωροῦνται τὸ 330 (ἵδρυση Κωνσταντινούπολης), τὸ 395 (διαίρεση τῆς αὐτοκρατορίας σὲ Ἀνατολικὴ καὶ Δυτικὴ ἀπὸ τὸ Θεοδόσιο Ἀ’), τὸ 476 («ὁριστική» κατάλυση Δυτ. Αὐτοκρατορίας) ἢ τὸ 610 (ἄνοδος Ἡρακλείου καὶ «ἐξελληνισμός» τοῦ κράτους). Τονίζεται βέβαια ἀπὸ ὅλους τους ἐρευνητὲς ὅτι κάθε ἱστορικὴ διαίρεση εἶναι αὐθαίρετη, καὶ ὅτι τέτοιου εἴδους τομὲς εἶναι ὑποκειμενικὲς καὶ χρησιμοποιοῦνται μόνο γιὰ παιδευτικοὺς λόγους. Ὅλα αὐτὰ εἶναι σωστά, ἀλλὰ δὲν ἐξηγοῦν τὸ γιατί θὰ ἔπρεπε νὰ ψάχνουμε ἐναγωνίως νὰ βροῦμε ἕνα καινούργιο ὄνομα τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ μπορούσαμε κάλλιστα νὰ ὀνομάσουμε τὴν αὐτοκρατορία μὲ τὸ ὄνομά της: Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἢ Ρωμανία. Ὁ χαρακτήρας τῆς ἀλλάζει κάποτε, ἴσως ὅταν ἐπιβάλλεται ὁ Χριστιανισμός, καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ διδασκόμαστε γιὰ τὴ Ρωμαϊκὴ καὶ μετὰ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ὄχι ὅμως καὶ νὰ ἐφευρίσκουμε παράξενους νεολογισμοὺς ποὺ κουβαλοῦν ἰδιαίτερη ἰδεολογικὴ φόρτιση. Ἂς χρησιμοποιήσουμε ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μέγεθος τῆς ἱστορικῆς παραποίησης ποὺ συντελεῖται μὲ τὸν ὄρο «βυζαντινός».

Ἂν μὲ τὴ βοήθεια κάποιας χρονομηχανῆς βρισκόμασταν στὴ Θεσσαλονίκη τοῦ 330 μ.Χ. καὶ ἀποκαλούσαμε «Βυζαντινό» ἕναν τυχαῖο περαστικό, τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ φρόντιζε νὰ ἀλλάξει δρόμο γιὰ νὰ βρεῖ κάποιον πιὸ μορφωμένο συνομιλητή. Διότι ὁ ἴδιος γνώριζε καλὰ ὅτι εἶναι Ρωμαῖος πολίτης, μέλος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ ὅλο τὸ βάρος τῆς ὁμώνυμης παράδοσης πίσω του. Ἂν τοῦ λέγαμε ὅτι ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς τὰ βιβλία μας τὸν ἀποκαλοῦν «Βυζαντινό» καὶ ὄχι Ρωμαῖο θὰ ἐξεγειρόταν, καὶ θὰ εἶχε δίκιο, ἀφοῦ δὲν εἶχε συμβεῖ τίποτα ποὺ νὰ τὸν ἀνάγκαζε νὰ ἀλλάξει ὑπηκοότητα.

Ἂν δοκιμάζαμε νὰ ποῦμε τὰ ἴδια σ’ ἕναν Θεσσαλονικιὸ τοῦ 530 θὰ παίρναμε πάλι τὴν ἴδια ἀπάντηση. Καὶ ἂν τοῦ ἀντιλέγαμε «μὰ πῶς Ρωμαῖος; Ἀφοῦ ἡ Ρώμη βρίσκεται στὰ χέρια τῶν Γότθων ἐδῶ καὶ 54 χρόνια, ἀπὸ τὸ 476, τὰ βιβλία μας λένε ὅτι ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἔχει πάψει νὰ ὑφίσταται!», ἔκπληκτος ὁ συνομιλητής μας θὰ ἀπαντοῦσε πὼς ναὶ μὲν ἡ Ρώμη ἔπεσε, ἀλλὰ ἡ ὑπόλοιπη αὐτοκρατορία στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς παραμένει ἐλεύθερη, διοικεῖται ἀπὸ τὴ Νέα Ρώμη ποὺ εἶναι συμπρωτεύουσα ἐδῶ καὶ 200 χρόνια καὶ πώς, ὅπου νὰ εἶναι, οἱ ὑπόδουλοι ἀδερφοί μας θὰ ἐλευθερωθοῦν καὶ πάλι. Καὶ θὰ εἶχε δίκιο, ἀφοῦ σὲ λίγα χρόνια οἱ στρατιὲς τοῦ Ἰουστινιανοῦ θὰ ἀπελευθέρωναν τὴν Ἰταλία.

Μὲ τὴν εὐκαιρία, νὰ σημειώσουμε ὅτι θὰ πρέπει ἐπιπλέον νὰ καθιερωθεῖ ἡ λέξη «ἀπελευθέρωση» ἀντὶ τῶν λέξεων «κατάκτηση», ἢ «ἀνακατάληψη – reconquista», ποὺ χρησιμοποιοῦνται σὰν νὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἀλλότριο ἐχθρὸ Ἰταλῶν καὶ μὲ ἰμπεριαλιστικὰ σχέδια κάποιου φιλόδοξου ἡγεμόνα. Οἱ στρατιὲς τοῦ Ἰουστινιανοῦ γίνονταν δεκτὲς ὡς ἐλευθερώτριες ἀπὸ τοὺς ὑπόδουλους ὁμοεθνεῖς Ρωμαίους: φτάνοντας στὴν Καρχηδόνα, ὁ Βελισσάριος βρῆκε τὴν πόλη φωταγωγημένη καὶ τὸν ὀρθόδοξο πληθυσμὸ νὰ πανηγυρίζει γιὰ τὴν ἧττα τῶν ἀρειανῶν Βανδάλων. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Προκόπιος «οἱ τὲ γὰρ Καρχηδόνιοι τᾶς πύλας ἀνακλίναντες λύχνα ἔκαιον πανδημεῖ καὶ ἡ πόλις κατελάμπετο τῷ πυρὶ τὴν νύκτα ὅλην ἐκείνην, καὶ τῶν Βανδίλων οἱ ἀπολελειμμένοι ἐν τοὶς ἱεροὶς ἰκέται ἐκάθηντο». Τὴν ἴδια ὑποδοχὴ ἐπιφύλαξε καὶ ἡ Ρώμη ποὺ προσκάλεσε ἡ ἴδια τὸ Βελισσάριο.

Πάντως εἶναι παράλογο ἡ κατάληψη τμήματος μίας χώρας νὰ ὑποχρεώνει τὴν ὑπόλοιπη ἐλεύθερη χώρα σὲ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματός της. Μετὰ ἀπὸ μία τυχὸν κατάληψη τῆς Θράκης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ ὑποχρεωθεῖ ἡ Ἑλλάδα νὰ πάψει νὰ ὀνομάζεται Ἑλλάδα καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ λέγεται π.χ. Πελασγία… Κι ὡστόσο σ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν παραλογισμὸ ἔχουμε πέσει μὲ τὸ νὰ ὀνομάζουμε «Βυζαντινή» τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, τὸ ἐλεύθερο τμῆμα τῆς μεγάλης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μετὰ τὴν πτώση τῆς Ρώμης.

Μία τελευταία προσπάθεια μὲ ἕναν Θεσσαλονικιὸ τοῦ 630 – ἢ ὁποιασδήποτε ἐποχῆς μέχρι τὸ 1430 ποὺ ἡ Θεσσαλονίκη ἔπεσε στοὺς Τούρκους – θὰ εἶχε τὴν ἴδια κατάληξη. Παρ’ ὅλο ποὺ τὰ σχολικὰ βιβλία μας διδάσκουν ἐπίμονα ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς «βυζαντινῆς» αὐτοκρατορίας ἀλλάζει στὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνα (περίπου τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡράκλειου) καὶ μετατρέπεται σὲ καθαρὰ ἑλληνικὸ κράτος, ὁ φίλος μας θὰ παρέμενε ἀπορημένος. Ὁ ἴδιος καὶ οἱ πρόγονοί του μιλοῦσαν πάντα ἑλληνικά, ὅπως καὶ ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῆς ἀνατολικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ αὐτὸ δὲ σήμαινε ὅτι ἦταν ἢ ἔνιωθαν λιγότερο Ρωμαῖοι ἀπὸ τοὺς λατινόφωνους συμπατριῶτες τοὺς τῆς Δύσης. Ἄλλωστε ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν πάντοτε δίγλωσση. Γιὰ παράδειγμα, ἤδη τὸ 57 μ.Χ. ὁ Ἄπ. Παῦλος ἔγραφε στὰ ἑλληνικά τη γνωστὴ ἐπιστολὴ τοῦ πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, ἐνῶ οἱ δεκατρεῖς ἀπὸ τοὺς πρώτους δεκαέξη Πάπες τῆς Ρώμης ἦταν ἑλληνόφωνοι. Στὶς ἐκκλησίες τῆς Ρώμης οἱ ἀκολουθίες τελοῦνταν στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τουλάχιστο μέχρι τὸ τέλος τοῦ τρίτου αἰῶνα, καὶ πιθανὸν καὶ ἀργότερα.. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὸ ὅτι «ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα π.Χ. μέχρι τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. κάθε καλλιεργημένος Ρωμαῖος ἦταν δίγλωσσος».

Ἡ μόνη ἀλλαγὴ τὸν ἕβδομο αἰῶνα εἶναι ἡ σταδιακὴ ἐπισημοποίηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴ θέση τῆς λατινικῆς. Αὐτὸ ἔγινε γιὰ καθαρὰ πρακτικοὺς λόγους, ἀφοῦ τὸ κομμάτι τῆς αὐτοκρατορίας ποὺ παρέμενε ἐλεύθερο ἦταν ἑλληνόφωνο. Ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ σημειώνει ξεκάθαρα σὲ μία ἀπὸ τὶς «Νεαρές» του ὅτι οἱ νόμοι αὐτοὶ εἶναι γραμμένοι στὴν ἑλληνικὴ ἐπειδὴ ἔτσι γίνονται πιὸ κατανοητοὶ ἀπὸ τὸν πληθυσμὸ («οὐ τὴ πατρίω φωνὴ – λατινικὴ – τὸν νόμον συνεγράψαμεν ἀλλὰ ταύτη δὴ τὴ κοινὴ καὶ Ἑλλάδι, ὥστε ἄπασιν αὐτὸν εἶναι γνώριμον διὰ τὸ πρόχειρόν της ἑρμηνείας»).Καὶ πάντως, ὅπως σημειώνει ὁ P. Charanis, αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ σήμερά μας φαίνεται ἰδιαίτερα σημαντικό, συνέβηκε τόσο ἀνεπαίσθητα ποὺ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς αὐτοκρατορίας πιθανότατα οὔτε ποὺ τὸ παρατήρησαν. Ὁπωσδήποτε ἡ χρήση τῆς μίας ἢ τῆς ἄλλης γλώσσας δὲν σήμαινε ἀλλαγὴ στὴν «ἐθνικὴ συνείδηση» τοῦ κράτους. Ἁπλοϊκὲς ἀπόψεις ποὺ ταυτίζουν τὴ γλώσσα μὲ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση θὰ ταιρίαζαν ἴσως σὲ παλιότερες ἐποχές, ὄχι ὅμως καὶ στὰ τέλη τοῦ 20ού αἰῶνα. Τὸ σίγουρο εἶναι πὼς δὲν ἔχουμε τὴν παραμικρὴ ἔνδειξη στὶς πηγὲς γιὰ ἀλλαγὴ συνείδησης κατὰ τὸν 7ο αἰῶνα.

Ὅσο γιὰ τὸν ὄρο «βυζαντινός», δὲν περιῆλθε σὲ εὐρύτερη χρήση πρὶν τὸν 19ο αἰῶνα. Ὁ μεγάλος Βρετανὸς ἱστορικὸς Γίββων ἔγραψε τὴν περίφημη «Παρακμὴ καὶ πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας» στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα καὶ τελειώνει τὸ ἔργο του στὰ 1453, ὅποτε καὶ θεωρεῖ ὅτι συντελέστηκε ἡ ὁριστικὴ πτώση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Κατὰ τὴ γνώμη μας, ἐνῶ ὁ ὅρος δὲ χρησιμεύει σὲ τίποτα, συσκοτίζει τὴ σωστὴ κατανόηση τῆς μεσαιωνικῆς Ἱστορίας.

Γιὰ παράδειγμα, πέρα ἀπ’ ὅσα ἀναφέραμε γιὰ τὶς δυσκολίες ἐντοπισμοῦ τῆς ἀρχῆς τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας καὶ γιὰ τὴν «ἑλληνικότητά» της, προβλήματα δημιουργοῦνται καὶ στὴν ἀνάλυση τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς της. Ἔτσι, πολλοὶ ἱστορικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι τὴν ἰμπεριαλιστικὴ ἰουστινιάνεια ἰδεολογία τοῦ 6ου αἰῶνα διαδέχεται μία ἀμυντικὴ ἰδεολογία διατήρησης τῶν ἐδαφῶν ἀπὸ τὸν 7ο αἰῶνα. Ἂν ὅμως ξεχάσουμε τὸν ὄρο «Βυζαντινή» καὶ θυμηθοῦμε ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ ἐλεύθερο τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ πολιτικὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ παύει νὰ εἶναι ἰμπεριαλιστική, ἀφοῦ στόχευε ἁπλῶς στὴν ἀπελευθέρωση τῶν ὑπόδουλων Ρωμαίων της Ἰταλίας καὶ τῆς Ἀφρικῆς.

Ὅσο προχωρᾶμε πρὸς τὸν 8ο καὶ 9ο αἰῶνα, τὰ προβλήματα ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ὄρου «βυζαντινός» πολλαπλασιάζονται. Ὅπως θὰ δοῦμε στὰ κεφάλαια 7 καὶ 8, οἱ δυτικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ρωμαϊκὴ Ἰταλία ἐπαναστάτησε τότε ἐναντίον τῆς βυζαντινῆς» κυριαρχίας καὶ προτίμησε νὰ τεθεῖ ὑπὸ τὴ βαρβαρικὴ κατοχὴ τῶν Φράγκων. Χρησιμοποιώντας τὸν ὄρο «Βυζαντινοί», οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ διαχωρίζουν ἐθνικὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς Ρωμαίους Ἰταλίας καὶ Ἀνατολῆς καὶ μιλᾶνε γιὰ «βυζαντινὸ ἐπεκτατισμό» στὴ Ν. Ἰταλία, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι της Δύσης προσπαθοῦσαν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ βαρβαρικὸ ζυγὸ τῶν Φράγκων. Τὸ κωμικὸ εἶναι ὅτι στὴ συνέχεια οἱ ἴδιοι ἱστορικοὶ ἀναγνωρίζουν «βυζαντινές» ἐπιδράσεις στὴν ἰταλικὴ τέχνη αὐτῆς τῆς ἐποχῆς καὶ προσπαθοῦν νὰ βροῦν τὰ κανάλια μέσα ἀπὸ τὰ ὁποία ἐπέδρασε ἡ «βυζαντινή» τέχνη στὴ Δύση. Προσπαθοῦν, δηλαδή, νὰ βροῦν πὼς γίνεται καὶ ἐμφανίζεται ρωμαϊκὴ τέχνη στὴ ρωμαϊκὴ Ἰταλία…

Ὅλα αὐτὰ τὰ περιττὰ προβλήματα ἔχουν συσσωρευθεῖ μόνο καὶ μόνον ἐπειδὴ οἱ δυτικοευρωπαῖοι ἀντίπαλοί μας θέλησαν κάποτε νὰ ἐφεύρουν ἕνα ἀκόμη ὄνομα γιὰ νὰ μᾶς ἀποξενώσουν ἀπὸ τὴν Ἱστορία μας. Στὸ ὄνομα αὐτὸ μάλιστα προσπάθησαν ἐπὶ αἰῶνες νὰ προσδώσουν μὲ κάθε τρόπο ἀρνητικὴ χροιὰ – παράδειγμα ἡ λέξη «βυζαντινισμός» ποὺ πολιτογραφήθηκε σὲ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ στὴ συνέχεια μεταφέρθηκε καὶ στὴν Ἑλλάδα. Σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ πέτυχαν: οἱ νεοέλληνες πιστεύουν σήμερα ὅτι τὸ «Βυζάντιο» κατέστρεψε τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ προσπαθοῦν νὰ ἀποστασιοποιηθοῦν ἀπὸ κάθε τί «βυζαντινό»*.

Τὰ πράγματα θὰ ἦταν ἀρκετὰ διαφορετικὰ ἂν ἁπλῶς χρησιμοποιούσαμε τὰ σωστὰ ἐθνικὰ ὀνόματα. Τότε θὰ ἀπαιτοῦσε ἰδιαίτερο κόπο ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς τὸ νὰ μᾶς ἐξηγήσουν πὼς γίνεται οἱ Ρωμαῖοι νὰ κατέστρεψαν οἱ ἴδιοι τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό τους. Τελικά, ἡ χρήση τοῦ ὅρου «βυζαντινός» ἀντὶ τοῦ Ρωμαίικος στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα ἐξυπηρετοῦσε ἁπλῶς τὰ πολιτικὰ σχέδια τῶν δυτικοευρωπαίων. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅταν ἀπελευθερώνονταν, οἱ Ρωμηοὶ (Γραικοὶ γιὰ τοὺς ξένους) δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπαιτήσουν τὴν ἀνασύσταση τῆς αὐτοκρατορίας τους. Θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρκεστοῦν ἁπλῶς στὰ ὅρια τῆς ἀρχαίας Graecia, στὰ ὁποῖα, ὅπως ξέρουμε σήμερα, τοὺς περιόρισαν οἱ συμφωνίες δημιουργίας τοῦ ἑλληνικοῦ βασιλείου τὸ 1830…

* Ἴσως γι’ αὐτὸ τὸ νεοελληνικὸ κράτος δὲν κατάφερε νὰ βρεῖ οὔτε μία ἱστορικὴ μορφὴ ἀπὸ τὴ χιλιόχρονη «βυζαντινή» περίοδο ποὺ νὰ ἀξίζει νὰ ἀπεικονιστεῖ στὰ νομίσματά του: ἀπὸ τὰ 12 κέρματα καὶ χαρτονομίσματα ποὺ κυκλοφοροῦν σήμερα στὴν Ἑλλάδα τὰ 4 ἀπεικονίζουν πρόσωπα ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἱστορία, 2 ἀπὸ τὴν ἀρχαία μυθολογία (!) καὶ 6 ἀπὸ τὴ νεώτερη Ἱστορία μας.
23

 

Μέρος Β’

Ὁ σχηματισμὸς τῆς ρωμαίικης συνείδησης

Κεφάλαιο 4

Τὸ ὑπερεθνικὸ κράτος

Στὸ κεφάλαιο αὐτὸ θὰ ἐξετάσουμε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν προγόνων μας ἀπὸ τὸ 300 μ.Χ. καὶ μετά. Πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια ἐθνικὴ συνείδηση ποὺ διατηρήθηκε ὡς τὶς μέρες τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Ἑλλάδας τὸ 1830 καὶ πού, σὲ μεγάλο βαθμό, μᾶς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους. Γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα αὐτὴ τὴ «ρωμαίικη ἐθνικὴ συνείδηση» πρέπει νὰ μελετήσουμε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν Ρωμαίων του 4ου, 5ου καὶ 6ου αἰῶνα, ὅταν ἀρχίζουν οἱ συγκρούσεις ἀνάμεσα στοὺς Ρωμαίους καὶ στοὺς βαρβάρους, δηλαδὴ ἀνάμεσα στοὺς προγόνους μας καὶ στοὺς προγόνους τῶν σημερινῶν δυτικοευρωπαίων. Κάτι τέτοιο δὲν εἶναι εὔκολο σήμερα, ἀφοῦ γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε μία σωστὴ εἰκόνα τῆς ἐποχῆς πρέπει νὰ ἀποδιώξουμε τὶς σύγχρονες ἀντιλήψεις μας ποὺ εἶναι ἀνεξίτηλα σφραγισμένες ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ «ἐθνικοῦ κράτους» (nation-state). Τὰ ἐθνικὰ κράτη χαρακτηρίζονται ἀπὸ τοὺς κοινοὺς δεσμοὺς αἵματος – γλώσσας – παράδοσης – ἱστορίας οἱ ὁποῖοι τὰ διαφοροποιοῦν ἀπὸ ἄλλα ἐθνικὰ κράτη.

Ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν κάτι διαφορετικό. Ἦταν ὁ ἰσχυρότερος πολιτικὸς ὀργανισμὸς στὴν ὡς τότε Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καί, ἐπιπλέον, μετὰ τὴν ἐνσωμάτωση τῆς Ἑλλάδας καὶ τὴ σταδιακὴ δημιουργία τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ἀποκλειστικὸς φορέας πολιτισμοῦ στὴν Εὐρώπη καὶ τὴ Μεσόγειο. Σ’ ὅλη αὐτὴ τὴν τεράστια ἔκταση δὲν ὑπῆρχε ἄλλο πολιτισμένο κράτος. Μέσα στὴν αὐτοκρατορία ὑπῆρχαν πολλὰ ἔθνη, διάφορες γλῶσσες καὶ διάφορες θρησκεῖες, ὅμως ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀσήμαντα μπροστὰ στὴ διαφορὰ Ρωμαίου καὶ βαρβάρου, τὴ διαφορὰ πολιτισμοῦ καὶ πρωτογονισμοῦ. (Μέχρι τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα κανένας βαρβαρικὸς λαὸς δὲν εἶχε κὰν ἀνακαλύψει τὴ γραφή. Οἱ Γότθοι ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ ἀπέχτησαν ἀλφάβητο τότε).

Σ’ αὐτὸ τὸ πολυεθνικὸ κράτος οἱ πολίτες του (καὶ ὅσοι κάτοικοι δὲν εἶχαν γίνει πολίτες ὡς τὸ 212 μ.Χ. ἔγιναν τότε) ἦταν περήφανοι γιὰ τὴν ρωμαϊκότητά τους καὶ γιὰ τὴν παιδεία τους. Ἡ φυλετικὴ καὶ ἐθνικὴ καταγωγὴ σταδιακὰ ἔπαψαν νὰ εἶναι ἀποφασιστικοὶ παράγοντες γιὰ τὸ σχηματισμὸ τῆς συλλογικῆς συνείδησης, καὶ ἡ ρωμαϊκότητα περιβλήθηκε – ὅπως συμβαίνει συχνὰ σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις – μεταφυσικὸ ἔνδυμα. Ἡ Ρώμη ἀπεκαλεῖτο «αἰωνία πόλη» καὶ ἡ πίστη στὴν αἰωνιότητά της ἦταν βαθύτατη καὶ ἀκλόνητη.

Οἱ ἴδιοι οἱ βάρβαροι στέκονταν ἔκθαμβοι μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ κολοσσιαῖο πολιτικὸ καὶ στρατιωτικὸ οἰκοδόμημα. Ὄνειρό τους δὲν ἦταν νὰ τὸ γκρεμίσουν – δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ τέτοια ἔνδειξη – ἀλλὰ νὰ γίνουν μέλη του.Κατατάσσονταν στὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ ὡς μισθοφόροι καὶ προσπαθοῦσαν νὰ γευθοῦν κάτι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ πλούσιου γείτονα. Ἴσως τὸ μόνο σύγχρονο παράδειγμα ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσει στὴν κατανόηση αὐτῆς τῆς σχέσης εἶναι ἡ μετανάστευση στὴν Ἀμερική. Ἡ Ἀμερικὴ εἶναι κι αὐτὴ μία παντοδύναμη, πλούσια, πολυεθνικὴ χώρα στὴν ὁποία κάθε προηγούμενη ἐθνικὴ περηφάνεια τοῦ μετανάστη σβήνει μπροστὰ στὴν περηφάνεια ὅτι κάποτε θὰ γίνει Ἀμερικάνος. Ὄνειρο τοῦ ἐξαθλιωμένου χωρικοῦ ἀπὸ τὸ Σαλβαδὸρ καὶ τὴ Γουατεμάλα δὲν εἶναι νὰ καταστρέψει αὐτὸ ποὺ ἀντικρύζει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀποδεχθοῦν οἱ Ἀμερικάνοι ὡς ἴσο, νὰ τὸν κάνουν συμμέτοχο στὸ «βασίλειό» τους.

Κάπως ἔτσι πρέπει νὰ ἔχουμε στὸ μυαλό μας τὴν ἀρχικὴ σχέση τῶν βαρβάρων μὲ τοὺς Ρωμαίους. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς κατάφεραν πραγματικὰ νὰ ἐξελιχθοῦν στὸ στράτευμα. Ἕνας μάλιστα, ὁ Στηλίχων, ἔφτασε νὰ κρατάει στὰ χέρια του τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἴδιας της Ἰταλίας γύρω στὰ 400 μ.Χ., μὲ τὸν τίτλο τοῦ magister militum.

Ἡ λάμψη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ὁ σεβασμὸς τῶν βαρβάρων, διατηρήθηκαν γιὰ πολὺ μετὰ τὴν πτώση τῆς Ρώμης. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ θεωρούμενος –λαθεμένα- ὁριστικὸς κατακτητής της, ὁ Ὀδόακρος τὸ 476, δὲν τόλμησε νὰ ὑποκαταστήσει τὸν αὐτοκράτορα Ρωμύλο-Αὐγουστύλο τὸν ὁποῖο ἐξεδίωξε. Λέμε «λαθεμένα» γιατί δὲν ὑπῆρχε τίποτα τὸ ὁριστικὸ σ’ αὐτὴ τὴν κατάκτηση. Ἑξήντα χρόνια ἀργότερα, ὁ ρωμαϊκὸς στρατὸς ὑπὸ τὸ Βελισσάριο καὶ τὸ Ναρσὴ ἀπελευθέρωσε πάλι τὴν πόλη. Τὸ μόνο ποὺ συνέβηκε ὁριστικὰ τὸ 476 ἦταν ἡ κατάργηση τῆς δυαρχίας ποὺ ἦταν κληρονομιὰ τοῦ Θεοδόσιου τοῦ Ἀ’ ἀπὸ τὸ 395. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ὑπάρχει μόνον ἕνας αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων, μὲ ἕδρα τὴν Κωνσταντινούπολη. Δυστυχῶς, ἡ χρήση τοῦ παραπλανητικοῦ ὄρου «βυζαντινός» μας ἐμποδίζει νὰ δοῦμε τὰ πράγματα ὅπως πραγματικὰ ἦταν, κι ἔτσι διαβάζουμε γιὰ «βυζαντινὴ κατάκτηση τῆς Ἰταλίας» ἐπὶ Ἰουστινιανού. Ὁ Ὀδόακρος ἔστειλε τὰ αὐτοκρατορικὰ σύμβολα στὸν αὐτοκράτορα τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας Ζήνωνα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ζήτησε νὰ τὸν ὀνομάσει πατρίκιο καὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ κυβερνήσει στὴ Δύση ἐξ ὀνόματός του.

Τὸ ἴδιο συνέβηκε καὶ μὲ τὸ νικητὴ τοῦ Ὀδόακρου, Ὀστρογότθο Θεοδώριχο (ὁ ὁποῖος ἀνατράφηκε στὴν Κωνσταντινούπολη), βασιλιὰ τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τὸ 493 ὡς τὸ 526. Ὁ Θεοδώριχος ἔκοψε νομίσματα μόνο στὸ ὄνομα τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ υἱοθέτησε τὸ ὄνομα Φλάβιος. Στὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο ἔγραφε: «regnum nostrum imitation vestra est, unici exemplar imperii» («Τὸ βασίλειό μας εἶναι μίμηση τοῦ δικοῦ σας, ὑπόδειγμα μοναδικῆς αὐτοκρατορίας»).

Πολὺ συχνὰ οἱ βάρβαροι προσπαθοῦσαν νὰ μιμηθοῦν τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά του Ρωμαϊκοῦ τυπικοῦ. Ὁ Γρηγόριος ἐπίσκοπος Τουρενσίου (Tour) μᾶς ἔχει διασώσει τὴν περιγραφὴ τῆς ἀνακήρυξης τοῦ Χλωδοβίκου (Clovis ἢ Clodwig), βασιλιᾶ τῶν Φράγκων, σὲ ὕπατο (consul) τὸ 508: «Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ἔστειλε γράμματα στὸ Χλωδοβίκο γιὰ νὰ τοῦ ἀπονείμει τὴν ὑπατεία. Ὁ Χλωδοβίκος στάθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Μαρτίνου, περιβεβλημένος χιτώνα καὶ στρατιωτικὸ μανδύα, καὶ στεφανώθηκε μὲ διάδημα. Στὴ συνέχεια ἵππευσε τὸ ἄλογό του καὶ μοίρασε μὲ τὰ χέρια τοῦ χρυσὰ καὶ ἀσημένια νομίσματα στὸ πλῆθος ποὺ παρευρισκόταν ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Μαρτίνου ὡς τὸν καθεδρικό της Τούρ. Καὶ ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ὀνομαζόταν Ὕπατος ἢ Αὔγουστος».

Ἡ ἐπιτηδευμένη προσπάθεια ἑνὸς βάρβαρου ἡγεμόνα νὰ ἀκολουθήσει τὰ ρωμαϊκὰ πρότυπα – μέχρι καὶ τὴν καθιερωμένη μοιρασιὰ νομισμάτων – δὲ χρειάζεται ἰδιαίτερα σχόλια. Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ ὑπέρτατο ὄνειρο κάθε βαρβάρου ἦταν νὰ μπορέσει νὰ μοιάσει σὲ Ρωμαῖο. 

Ἀκόμη πιὸ χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ στάση τῶν Λογγοβάρδων οἱ ὁποῖοι μεταξὺ 570-600 ὁλοκλήρωσαν τὴν ὁριστικὴ πτώση τῆς Ἰταλίας στοὺς βαρβάρους. Πέρα ἀπὸ τὴ Ρώμη, τὴν περιοχὴ τῆς Ραβέννας, τῆς Νάπολης, τῆς Καλαβρίας καὶ τῆς Σικελίας, οἱ ὑπόλοιποι Ρωμαῖοι της δυτικῆς αὐτοκρατορίας εἶναι πιὰ ὁριστικὰ ὑπόδουλοι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Παρ’ ὅλο ποὺ εἶχαν περάσει πάνω ἀπὸ 200 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἄρχισε νὰ δείχνει τὶς ἀδυναμίες τῆς ἀπέναντι στοὺς βαρβάρους, οἱ κατακτητὲς Λογγοβάρδοι δὲν τόλμησαν νὰ ὀνομάσουν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς κυρίους τῆς ἰταλικῆς γῆς. Ὁ Λογγοβάρδος Παῦλος ὁ Διάκονος, γράφοντας τὸ 780 τὴν Ἱστορία τοῦ λαοῦ του, ἀναφέρει (σὲ μία πολυσυζητημένη φράση) ὅτι οἱ Λογγοβάρδοι ἔμειναν στὴν Ἰταλία ὡς «φιλοξενούμενοι» («hospes/hospites») τῶν Ρωμαίων ἰδιοκτητῶν.Τὸ ὅτι χρησιμοποιεῖται αὐτὴ ἡ λέξη, ἀντὶ τῆς λέξης «πάτρονας» ποὺ ταιριάζει σὲ ἕνα φεουδαρχικὸ σύστημα, ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὅτι οἱ Ρωμαῖοι δὲν ἔχασαν τὸν τίτλο ἰδιοκτησίας τους. Ἡ προσωρινότητα τὴν ὁποία ὑποδηλώνει ἡ λέξη «hospes» δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἔχει μία μόνο ἐξήγηση. Ἀφοῦ τὰ ὄπλα τῶν Λογγοβάρδων εἶχαν ὑποτάξει ἀμετάκλητα τοὺς Ρωμαίους στὴν περιοχὴ ποὺ ἀναφέραμε, αὐτὴ ἡ διστακτικότητα πρέπει κατὰ τὴ γνώμη μας νὰ ἀποδοθεῖ στὴ συνεχιζόμενη λάμψη τοῦ Ρωμαϊκοῦ θρύλου.

Πάντως τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ στοιχεῖο ποὺ ἀποδεικνύει τὴν αἴγλη τῆς Ρωμαϊκῆς ἀρχῆς εἶναι ἡ χρήση τοῦ τίτλου «αὐτοκράτορας Ρωμαίων»¨ἀπὸ βάρβαρους ἡγεμόνες ὅπως ὁ Καρλομάγνος καὶ ὁ Ὄθων Ἀ’ τὸν 9ο καὶ 10ο αἰῶνα, 400 καὶ 500 χρόνια μετὰ τὴν «ὁριστική» πτώση τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Φαίνεται ὅτι ἀκόμη καὶ τότε, στὴ συνείδηση κάθε μεσαιωνικοῦ ἀνθρώπου, μόνη νόμιμη ὑπέρτατη ἐξουσία παρέμενε ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας. Αὐτὸς καὶ μόνο εἶχε δικαίωμα ἐξουσίας πάνω σὲ ὅλους του Χριστιανοὺς τῆς Οἰκουμένης. Στὶς λεπτομέρειες τῆς στέψης τοῦ Καρλομάγνου σὲ αὐτοκράτορα θὰ ἐπανέρθουμε στὸ 8ο κεφάλαιο.

Ὁλοκληρώνοντας αὐτὴ τὴν ἑνότητα θὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν ἕνα κράτος στὸ ὁποῖο ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀναπτυχθοῦν φυλετικοὶ καὶ ἐθνικιστικοὶ φανατισμοὶ στὴ μορφὴ ποὺ γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὸ 1800 καὶ μετά. Στὴν ὑπερεθνικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία μὲ τὶς διάφορες ἐθνότητες νὰ συμμετέχουν περήφανες στὴν ἰδέα τῆς «ρωμαϊκότητας», ὁποιοσδήποτε πρώην βάρβαρος μποροῦσε νὰ γίνει Ρωμαῖος ἀρκεῖ νὰ ἀποδεχόταν τὴν ἑλληνορωμαϊκὴ παιδεία καὶ παράδοση. Μὲ γάμους καὶ ἐπιμειξίες πολλοὶ βάρβαροι ἐνσωματώθηκαν στὴ Ρωμαϊκὴ κοινωνία. Ὁ Στηλίχων, τὸν ὁποῖον ἀναφέραμε πιὸ πάνω, εἶχε παντρευτεῖ τὴν ἀνηψιὰ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Χριστιανισμός, ποὺ κυριάρχησε σταδιακὰ σὲ ὅλη τὴν Αὐτοκρατορία, ἔδωσε τὸ τελειωτικὸ χτύπημα στὶς ἐθνικὲς διακρίσεις.

Ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα, ἡ ὑπερεθνικὴ ρωμαϊκὴ ἰδεολογία, διευρυμένη χάρη στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία τῆς ἀδελφωσύνης ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διατηρήθηκε ἐπὶ αἰῶνες στὴ «βυζαντινή» αὐτοκρατορία ποὺ ἦταν ἐπίσης ἕνα ὑπερεθνικὸ κράτος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει κανένα ἀπολύτως νόημα ἡ συζήτηση ποὺ ἀπασχολεῖ ἀκόμη καὶ σήμερα τοὺς ἱστορικοὺς γιὰ τὸ πόσο «ἑλληνική» ἦταν ἡ «βυζαντινή» αὐτοκρατορία (βλ. π.χ. τὶς συγκρουόμενες ἀπόψεις τῶν Mango, Charanis καὶ Καραγιαννόπουλου). Ἀπὸ ἐθνικὴ σκοπιὰ δὲν ἦταν οὔτε ἑλληνικὴ οὔτε βυζαντινή: ἦταν ρωμαϊκὴ καὶ ὑπερεθνική. (Πολιτιστικά, βέβαια, ἦταν ἀναμφισβήτητα ὁ μοναδικὸς φορέας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ). 

Τὸ ἴδιο κενὲς περιεχομένου εἶναι καὶ οἱ διαμάχες γιὰ τὴ θέση τῶν Σύρων ἢ ἀργότερα τῶν Σλάβων ἀπέναντι στοὺς «Ἕλληνες». Στὴ «βυζαντινή» αὐτοκρατορία αὐτοκράτορας ἢ πατριάρχης μποροῦσε νὰ γίνει ὁποιοσδήποτε, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ γεωγραφικὴ ἢ φυλετικὴ καταγωγή του. Ἤδη στὰ μέσα του 8ου αἰῶνα βρίσκουμε ἕναν Σλάβο, τὸ Νικήτα, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.Καὶ ἂν προχωρήσουμε παραπέρα, στὰ πρόσωπα στὰ ὁποῖα ἔτρεφαν τὸ μεγαλύτερο σεβασμὸ οἱ Ρωμηοί, στοὺς ἁγίους, θὰ δοῦμε ὅτι προέρχονται ἀπὸ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς Ρωμανίας καὶ μπορεῖ καὶ νὰ μὴ γνώριζαν κἄν ἑλληνικά. Ο R. Browning ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὸν ἅγιο Δανιὴλ τὸν Στυλίτη ποὺ ἔζησε σὲ ἕνα στύλο κοντὰ στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸ 460 ὡς τὸ 493 καὶ τὸν ὁποῖον ἐπισκέπτονταν καὶ συμβουλεύονταν οἱ αὐτοκράτορες Λέων καὶ Ζήνων. Ὁ ἅγιος Δανιὴλ δὲν ἔμαθε ποτὲ ἑλληνικά. Τὰ λόγια του τὰ μετέφραζαν ἀπὸ τὰ συριακὰ οἱ μαθητές του. Ἐξίσου ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Δημήτριος, προστάτης τῆς Θεσσαλονίκης ἐναντίον τῶν Σλάβων κατὰ τὶς ἐπιδρομὲς τοῦ 6ου, 7ου καὶ 8ου αἰῶνα, ἔγινε στὴ συνέχεια, ὅπως σημειώνει ὁ Ὀμπολένσκυ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ λαοφιλεῖς ἁγίους στὸ μεσαιωνικὸ Σλαβικὸ κόσμο.

Οἱ Ρωμηοὶ διατήρησαν τὴν ἴδια ὑπερεθνικὴ συνείδηση ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ὑποδούλωση στοὺς Τούρκους. Μία ξεχωριστῆ μελέτη θὰ μποροῦσε νὰ ὑποδείξει ὅτι αὐτὴ τὴν οἰκουμενικὴ ἀντίληψη ἐξέφραζε ὁ Ρήγας Φεραῖος ὅταν καλοῦσε ὅλους τους λαοὺς τῶν Βαλκανίων νὰ ἑνωθοῦν. Ἡ ἀντίληψη τοῦ Ρήγα Φεραίου δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται μόνον ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ τῆς ἐποχῆς, τὸ ὁποῖο τόνιζε τὴν αὐτοδιάθεση κάθε ἔθνους. Ἔχει βαθύτερες ρίζες στὴν κοινὴ ρωμαίικη («βυζαντινή») παράδοση τῶν λαῶν τῆς περιοχῆς, ὅπου τὸ πιὸ σημαντικὸ δὲν ἦταν ἡ φυλετικὴ καταγωγὴ ἀλλὰ ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία.

Βέβαια, γιὰ τοὺς δυτικοευρωπαίους μὲ τὴν περιορισμένη Ἱστορία καὶ τὴ βαρβαρικὴ παράδοση ὅλα αὐτὰ δὲν γίνονταν εὔκολα κατανοητά. Ἔτσι προσπαθοῦσαν πάντα νὰ ἐξηγήσουν τὰ ἐπιτεύγματα ἑνὸς λαοῦ μὲ ἁπλοϊκὲς φυλετικὲς ἑρμηνεῖες, ὅπου κάποιοι λαοὶ ἢ κάποιες κοινωνικὲς τάξεις ἦταν λόγω αἵματος πιὸ «εὐγενεῖς» ἀπὸ ἄλλους. Τὸ 19ο αἰῶνα, μάλιστα, οἱ πλέον «ἐπιστημονικές» φυλετικὲς θεωρίες ἔφτασαν νὰ κατατάσσουν τοὺς λαοὺς ἀνάλογα μὲ τὴ χωρητικότητα τοῦ κρανίου («βραχυκέφαλοι», «δολιχοκέφαλοι», κλπ)

Ἂς ἐπανέλθουμε ὅμως στὴν ἐποχὴ ποὺ ἐξετάζουμε, μετὰ τὶς βαρβαρικὲς εἰσβολές. Πέρα ἀπ’ ὅσα εἴπαμε, οἱ Ρωμαῖοι γνώριζαν καλὰ ὅτι οἱ βάρβαροι ποὺ δὲν δέχονταν αὐτὴ τὴν πολιτιστικὴ ἐνσωμάτωση παρέμεναν ξένο σῶμα, ἀκόμη κι ἂν κατοικοῦσαν σὲ πρώην ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτὴ ἡ ξεκάθαρη (πολιτιστικὴ καὶ ὄχι φυλετική) διαφοροποίηση συνεχίστηκε γιὰ αἰῶνες, παρ’ ὅλο ποὺ οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ θέλουν νὰ πιστεύουν ὅτι Ρωμαῖοι καὶ βάρβαροι συγχωνεύθηκαν καὶ ἔτσι γεννήθηκε ὁ δυτικοευρωπαϊκὸς πολιτισμός. Στὴν πραγματικότητα, καὶ γιὰ ὅσο διάστημα ἔχουμε στοιχεῖα, οἱ ὑποταγμένοι Ρωμαῖοι διατηροῦν τὴν ταυτότητά τους καὶ ὁ δυτικοευρωπαϊκὸς πολιτισμὸς σχηματίζεται καταστρέφοντας τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ μνημεῖα τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου.

Ἂς δοῦμε λίγο πιὸ προσεκτικὰ τί ἀπέγιναν οἱ Ρωμαῖοι στὶς κατακτημένες περιοχὲς ἀπὸ τὸ 476 καὶ μετά. Ὅταν ὁ Ὀστρογότθος Θεοδώριχος (ὁ ὁποῖος εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἀποκαλεῖται «Μέγας» στὴ δυτικὴ ἱστοριογραφία!) ἀνέτρεψε τὸν Ὀδόακρο καὶ ἔγινε κύριος τῆς Ἰταλίας (493), δὲν ἐπέβαλε τὴ γοτθικὴ διοίκηση καὶ νομοθεσία πάνω στοὺς Ρωμαίους. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος τὸν ἀναγνώρισε ὡς «ρήγα» (rex) καὶ ὁ Θεοδώριχος ἐγκατέστησε δυαδικὴ διοίκηση. Οἱ Ὀστρογότθοι διοικοῦσαν ὅλους τους μή-Ρωμαϊκοὺς πληθυσμοὺς καὶ Ρωμαῖοι ἀξιωματοῦχοι τοὺς Ρωμαίους.

Λίγο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοδώριχου ὁ ρωμαϊκὸς στρατὸς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἀπελευθέρωσε τὴν Ἰταλία καὶ ἐπανένωσε τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ ἐλευθερία ὅμως δὲν κράτησε πολύ. Ἀπὸ τὸ 568 νέα βαρβαρικὰ φύλα, οἱ Λογγοβάρδοι, κυριάρχησαν στὴν ἰταλικὴ χερσόνησο λεηλατώντας καὶ καταστρέφοντας τὰ πάντα. Οἱ λιγοστοὶ Ρωμαῖοι πολίτες ποὺ ἐπέζησαν μετατράπηκαν σὲ δουλοπάροικους ἢ ἠμιελεύθερους καλλιεργητὲς τῆς γῆς. Ἂν καὶ διαθέτουμε ἐλάχιστα στοιχεῖα γιὰ τὴν κατάστασή τους αὐτὴ τὴν περίοδο, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ ἀπόσταση Ρωμαίων καὶ βαρβάρων διατηρήθηκε μέσα σ’ αὐτὸ τὸ καθεστὼς βαρβαρικῆς κατοχῆς. Ὑπῆρχαν τρεῖς σημαντικοὶ λόγοι γι’ αὐτό.

Ὁ πρῶτος ἦταν ἡ πολιτιστικὴ διαφορά, ὅπως τὴν ἐκθέσαμε καὶ παραπάνω. Ἐπιπλέον ὑπῆρχαν καὶ θρησκευτικὲς διαφορές. Ὀστρογότθοι, Βησιγότθοι, Βάνδαλοι καὶ Λογγοβάρδοι ἦταν ἀρειανοὶ στὸ θρήσκευμα καὶ μόνον οἱ Φράγκοι ἀσπάστηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ σήμαινε ὅτι, ἀκόμη καὶ σὲ περιοχὲς ὅπου συγκατοικοῦσαν, οἱ Ρωμαῖοι καὶ οἱ βάρβαροι δὲν ἔρχονταν σὲ ἄμεση κοινωνία. Τέλος, ὁ τρίτος πολὺ σημαντικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἀφομοιώθηκαν οἱ βάρβαροι ἦταν ὅτι τὶς διαφορὲς στεγανοποιοῦσε καὶ ἡ διαφορετικὴ νομικὴ παράδοση. Οἱ νόμοι τῶν γερμανικῶν φυλῶν (Λογγοβάρδων, Φράγκων, κλπ

Οἱ ὑπόδουλοι Ρωμαῖοι ἀντιστάθηκαν σ’ αὐτὴ τὴν πολιτιστικὴ ὀπισθοδρόμηση. Ἀπὸ τὰ τμήματα τοῦ λογγοβαρδικοῦ δικαίου ποὺ ἔχουν διασωθεῖ (παράδειγμα ἡ νομοθεσία τοῦ Λιουτπράνδου, βασιλιᾶ τῶν Λογγοβάρδων 712-744) φαίνεται ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἐξακολουθοῦσαν, 150 χρόνια μετὰ τὴν ὑποταγή τους στοὺς Λογγοβάρδους, νὰ ὑπόκεινται στὸ δικό τους δίκαιο. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας νόμος ὁρίζει ὅτι αὐτοὶ ποὺ γράφουν συμβόλαια, εἴτε σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῶν Λογγοβάρδων, εἴτε σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῶν Ρωμαίων, δὲν πρέπει νὰ τὰ γράφουν σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτοὺς τοὺς νόμους. Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὸ ἴδιο δίκαιο, ἂν μία Λογγοβάρδα παντρευόταν Ρωμαῖο ἔχανε τὰ δικαιώματά της, καὶ τὰ παιδιὰ αὐτοῦ τοῦ γάμου θεωροῦνταν Ρωμαῖοι καὶ ὑπόκεινταν πλέον στοὺς ρωμαϊκοὺς νόμους.

Ἂς προσέξουμε λίγο καλύτερα τὴν τελευταία διάταξη τῆς νομοθεσίας τοῦ Λιουτπράνδου ποὺ ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μας, μεγάλη σημασία. Κατ’ ἀρχήν, εἶναι ἀξιοπρόσεκτο καὶ πολὺ σημαντικὸ τὸ ὅτι οἱ ρωμαϊκοὶ νόμοι ἦταν γνωστοὶ καὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς Ρωμαίους. Ἐπιπλέον, ἡ διάταξη δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι οἱ δύο λαοὶ παρέμεναν χωρισμένοι, σὲ μία αὐστηρὴ σχέση κατακτητήκατακτημένου. Μάλιστα ἕνας Ρωμαῖος δὲν μποροῦσε κὰν νὰ ἀνέβει στὴν τάξη τῶν «κυρίων» μέσω γάμου (ἐνῶ εἴδαμε προτήτερα ὅτι στὸ Ρωμαϊκὸ κράτος ἕνας βάρβαρος μποροῦσε ἄνετα νὰ ἀνελιχθεῖ μὲ γάμο ἢ ἄλλο τρόπο). Ἀντίθετα ἡ σύζυγός τους ἔχανε τὰ δικαιώματά της καὶ «ἔπεφτε» στὶς τάξεις τῶν (πιθανότατα δουλοπάροικων) Ρωμαίων. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ Λογγοβάρδοι, ἀκολουθώντας μία παλιὰ γερμανικὴ παράδοση, εἶχαν θεσπίσει μία σταθερὴ τιμὴ («wergild») γιὰ τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου. Τὴν τιμὴ αὐτὴ πλήρωνε ὅποιος σκότωνε ἢ τραυμάτιζε κάποιον. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ζωὴ ἑνὸς ἐλεύθερου γαιοκτήμονα (Λογγοβάρδου) ἀποτιμόταν 300 solidi (τὸ ρωμαϊκὸ χρυσὸ νόμισμα)μ ἑνὸς ἐλεύθερου ἀκτήμονα 150 solidi, ἐνῶ τοῦ ἠμιελεύθερου aldius (στὴν κατηγορία αὐτὴ ἀνῆκαν οἱ περισσότεροι ὑπόδουλοι Ρωμαῖοι) μόλις 60 solidi.

Οἱ κατακτημένοι Ρωμαῖοι προσπάθησαν ἀπεγνωσμένα νὰ διατηρήσουν ὅ,τι μποροῦσαν ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τοὺς σ’ αὐτὸ τὸ καθεστὼς βαρβαρικῆς κατοχῆς. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ εἶχαν πάντα συμπαράσταση ἀπὸ τὶς ἐλεύθερες περιοχὲς τῆς αὐτοκρατορίας. Ὅπως ἀναφέραμε καὶ πιὸ πάνω, στὴν Ἰταλία ἐλεύθερες παρέμεναν ἡ Ραβέννα μὲ τὴ γύρω περιοχή, ἡ Ρώμη καὶ τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τῆς Νότιας Ἰταλίας. Τὴν ἐξουσία τοῦ αὐτοκράτορα ἀντιπροσώπευε ἐκεῖ ὁ ἔξαρχος τῆς Ραβέννας. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς Ἰταλίας ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Ἰουστινιανοῦ (567) μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς νομοθεσίας τοῦ Λιουτπράνδου εἶναι μία σειρὰ ἀπὸ πολέμους καὶ συμβιβασμοὺς μεταξὺ Ρωμαίων καὶ Λογγοβάρδων.

Ἡ ἀντίσταση ἐνάντια σὲ κάθε λογῆς βαρβάρους ἀποτέλεσε βασικὸ ἐθνικὸ χαρακτηριστικὸ ποὺ σφράγισε τὴ συνείδηση τῶν Ρωμηῶν σὲ ὅλη τη διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποδείξει κανεὶς ἱστορικὰ ὅτι ὁ κύριος ἐθνικὸς σκοπὸς τῆς αὐτοκρατορίας μετὰ τὸ 400 μ.Χ. ἦταν ἡ ἄμυνα, ἡ ὑπεράσπιση τοῦ πολιτισμοῦ ἀπέναντι σὲ ἀλλεπάλληλες βαρβαρικὲς ἐπιδρομές. Πραγματικά: ὁ μόνος πόλεμος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηριστεῖ ἐπιθετικὸς στὰ 1100 χρόνια της χριστιανικῆς Ρωμανίας ἦταν ὁ πόλεμος τοῦ Ἡρακλείου κατὰ τῶν Περσῶν. Μόνον τότε προχώρησε ἡ αὐτοκρατορία πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια ποὺ εἶχε κληρονομήσει ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ Ρώμη. Ὅλοι οἱ ἄλλοι πόλεμοι ἔγιναν γιὰ νὰ ἀνακτηθοῦν ρωμαϊκὰ ἐδάφη καὶ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ὑπόδουλοι Ρωμαῖοι, στὴν Ἰταλία, στὴ Β. Ἀφρική, στὴ Μέση Ἀνατολή, στὰ Βαλκάνια. Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἔγινε φανερὸ πὼς ἡ ἀπελευθέρωση ὅλων τῶν Ρωμηῶν εἶχε καταστεῖ ἀδύνατη. Σ’ αὐτὴ τὴν πικρὴ συνειδητοποίηση πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν τὰ σπέρματα τοῦ «καημοῦ τῆς Ρωμηοσύνης», τῆς ἰδεολογίας τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ καὶ τῆς αἴσθησης «ἀδικίας» ἀλλὰ καὶ ἀδυναμίας ἀπέναντι στὶς ἐπιδιώξεις τῶν ξένων, ποὺ καθόρισε τὸ νέο ἑλληνισμὸ μέχρι καὶ τὸν εἰκοστὸ αἰῶνα…

Ὁ «καημὸς τῆς Ρωμηοσύνης» καὶ ὁ πέρα ἀπὸ φυλετικὲς διακρίσεις ὑπερεθνικὸς χαρακτήρας τοῦ Ρωμαίικου κράτους ἀποτέλεσαν δύο σημαντικότατους παράγοντες στὴ διαμόρφωση τῆς ἐθνικῆς μας συνείδησης. Καὶ οἱ δύο εἶναι παντελῶς ἄγνωστοι καὶ ἀκατανόητοι στὴ Δύση. Δὲν εἶναι, ἑπομένως, δύσκολο νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι σ’ αὐτὴ τὴ διαφορὰ ὀφείλονται πολλὲς ἀπὸ τὶς σύγχρονες παρεξηγήσεις καὶ ἀπογοητεύσεις ἀνάμεσα στοὺς νεοέλληνες καὶ τοὺς δυτικοευρωπαίους. Στὸ κεφάλαιο ποὺ ἀκολουθεῖ θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναλύσουμε τὸ ρόλο ποὺ ἔπαιξε στὸ σχηματισμὸ τῆς ἐθνικῆς μας συνείδησης, ἡ Τρίτη μεγάλη διαφορά μας μὲ τοὺς δυτικούς, ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ Πίστη.
 

Κεφάλαιο 5

Ἡ Χριστιανικὴ Οἰκουμένη

α) Πολιτικὴ ἰδεολογία

Ἡ δεύτερη σημαντικὴ συνιστώσα τῆς «ρωμαίικης ἐθνικῆς συνείδησης», μετὰ τὴ ρωμαϊκότητα, εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Μετὰ τὸ 300 μ.Χ. ὁ σταδιακὸς ἐκχριστιανισμὸς προσέδωσε νέο χαρακτήρα καὶ σκοπὸ στὴν αὐτοκρατορία. Ὁ συγκερασμὸς Χριστιανισμοῦ καὶ Ρωμαϊκότητας δὲν ἄργησε νὰ παραγάγει μία νέα πολιτικὴ ἰδεολογία ἡ ὁποία καὶ κυριάρχησε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες στὸ ἐλεύθερο (ἀνατολικό) τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἰδεολογία, ἡ Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία εἶχε ὡς ὅραμα τὴν ἐπίγεια πραγμάτωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ χρονικὴ σύμπτωση τῆς ἵδρυσης τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν Αὔγουστο καὶ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν τυχαῖα: πρῶτος ὁ Ὠριγένης διακήρυξε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε διαλέξει αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ στείλει τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο, ὅταν ἡ Ρώμη εἶχε φέρει ἑνότητα καὶ εἰρήνη, ὥστε νὰ μπορέσει τὸ Εὐαγγέλιο νὰ διαδοθεῖ χωρὶς ἐμπόδια σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους.Ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας στὸν πανηγυρικό του λόγο γιὰ τὰ τριάντα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου διατυπώνει τὴν ἴδια θεωρία: τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ ἐπιβλήθηκε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους ἡ βασιλεία τῶν Ρωμαίων καὶ σταμάτησαν οἱ προαιώνιες ἔχθρες τῶν ἐθνῶν, τότε φανερώθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἡ γνώση τοῦ ἑνὸς Θεοῦ καὶ ἐπικράτησε παντοῦ εἰρήνη. Ἡ ἀνάμνηση αὐτὴ ἐπέζησε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνὰ τοὺς αἰῶνες μέχρι καὶ σήμερα, μέσα ἀπὸ τὸν γνωστὸ δοξαστικὸ ὕμνο τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων:

«Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς,

ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο

καὶ σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς

ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται.

Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον

αἱ πόλεις γεγένηνται

καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος

τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν».

Καὶ ἐπειδὴ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη, ἡ χριστιανικὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ὑποχρεωτικὰ περιελάμβανε ὅλους τους Χριστιανοὺς τῆς ὑφηλίου. Οἱ βαρβαρικοὶ λαοὶ ποὺ σταδιακὰ ἐκχριστιανίζονταν ἔπαιρναν τὴ θέση τους σὲ μία παγκόσμια ἱεραρχία ποὺ εἶχε στὴν κορυφὴ τὸ Ρωμαῖο αὐτοκράτορα. Αὐτὸς «υἱοθετοῦσε» ὁρισμένους ξένους ἡγεμόνες καὶ ἀποκαλοῦσε «φίλους» τους ὑπόλοιπους. Σὲ μία μεταγενέστερη ἐποχή, γιὰ παράδειγμα, ἡ παγκόσμια ἱεραρχία εἶχε ὡς ἑξῆς: μετὰ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης ἀκολουθοῦσαν τὰ «πνευματικὰ τέκνα» του, ὅπως οἱ ἡγεμόνες τῆς Ἀρμενίας καὶ τῆς Βουλγαρίας. Μετὰ ἔρχονταν οἱ «πνευματικοῦ ἀδελφοί» του, ὅπως οἱ ἡγεμόνες τῶν Γάλλων καὶ τῶν Γερμανῶν. Στὴ συνέχεια ἔρχονταν οἱ «φίλοι» του, ὁ ἐμίρης τῆς Αἰγύπτου, οἱ ἡγεμόνες τῆς Ἀγγλίας, τῆς Βενετίας καὶ τῆς Γένουας. Τέλος ὑπῆρχαν καὶ οἱ «δοῦλοι» του ποὺ ἦταν διάφοροι μικροὶ τοπικοῦ ἄρχοντες τῆς Ἀρμενίας, τῆς Σερβίας, κλπ

Σύμφωνα μὲ τὴν Ἀρβελέρ, ἡ ταύτιση Ρωμαίων καὶ Χριστιανῶν γίνεται ὁριστικὴ στὴν ἐπίσημη ἰδεολογία, τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, στὰ μέσα του 6ου αἰῶνα: στὸ χρυσὸ νόμισμα (solidus) ἀπεικονίζεται ὁ αὐτοκράτορας νὰ κρατάει στὸ ἕνα χέρι τὴ σφαίρα μὲ τὸ σταυρό, σύμβολο τῆς οἰκουμενικότητας, καὶ στὸ ἄλλο τὸ λάβαρο ἢ τὸ σταυρόσχημο σκῆπτρο, σύμβολο τῆς ρωμαϊκῆς καὶ χριστιανικῆς ἐξουσίας στὸν κόσμο. Πάντως τὰ νομίσματα ποὺ εἶχαν κυκλοφορήσει μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἐγκαινίων τῆς Κωνσταντινούπολης, τὸ 330, ἀπεικονιζόταν ἤδη στὴ μία πλευρὰ μία γυναικεία φιγούρα (ἡ «Νέα Ρώμη») μὲ τὴ σφαίρα καὶ τὸ σταυρό. (Στὴν ἄλλη πλευρὰ ὑπῆρχε ἡ Παλιὰ Ρώμη, μία λύκαινα μὲ τὰ δίδυμα παιδιὰ τῆς πάνω ἀπὸ τὴν ὁποία ὑψώνεται τὸ Πάνθεο τῆς εἰδωλολατρικῆς Ρώμης).

Ἀπὸ τὸν 4ο αἰῶνα καὶ μετὰ οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες δὲν ὑπερασπίζονταν πλέον μόνο τὴν κρατική τους ὑπόσταση, ἀλλὰ καὶ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Μὲ τὸν καιρό, τὰ δύο ἔγιναν ἀξεδιάλυτα. Λίγους αἰῶνες ἀργότερα, ὁ Λέων ΣΤ΄(886912) ἔγραφε χαρακτηριστικὰ πρὸς τοὺς διοικητὲς τοῦ στρατοῦ ὅτι «ὀφείλουν νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴν ὀρθὴ χριστιανικὴ πίστη, ὅπως καὶ οἱ στρατιῶτες τους ποὺ μὲ τὴν κραυγὴ «ὁ Σταυρὸς θὰ νικήσει» πολεμοῦν, σὰν στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας, γιὰ τοὺς γονεῖς, γιὰ τοὺς φίλους, γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ ἔθνος».Τὸν ἀπόηχο αὐτῆς τῆς ταύτισης θὰ τὸν συναντήσουμε ἀπαράλλαχτο 1000 χρόνια ἀργότερα στοὺς Ρωμηοὺς ποὺ πολεμᾶνε «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία». Εἶναι ἡ κατάληξη μίας πεποίθησης ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸ σημεῖο καμπῆς τῆς Χριστιανικῆς Ἱστορίας, τὴν ἀποκάλυψη τοῦ «Ἐν τούτῳ νίκα» στὸ Μ. Κωνσταντῖνο.

Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πολιτικὴ ἰδεολογία ὅπου ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀποτελοῦσαν μία Οἰκουμένη, οἱ πόλεμοι κάποιων χριστιανικῶν φυλῶν ἐναντίον τῆς Κωνσταντινούπολης δὲν συνιστοῦσαν ἐθνικὴ σύγκρουση μὲ τὴ μορφὴ ποὺ γνωρίζουμε σήμερα. Ἀντίθετα ἀντιμετωπίζονταν ὡς στάση κατὰ τῆς ἀρχῆς, δηλαδὴ ὡς ἐσωτερικὴ «ἐμφύλια» διαμάχη. Ἔτσι ἀντιμετωπίστηκαν, γιὰ παράδειγμα, οἱ πόλεμοι τῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τοὺς Σλάβους μετὰ τὸν ἐκχριστιανισμό τους. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἀποτελεῖ ὁ «βυζαντινό-βουλγαρικός» πόλεμος ἐπὶ Συμεών, στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰῶνα. Τὶς διαπραγματεύσεις ἐκ μέρους τῆς αὐτοκρατορίας ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε ἀναλάβει ὁ Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, ὁ ὁποῖος ἀπευθύνεται στὸν Συμεὼν ὡς «τέκνον ἐμόν» καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν μεταπείσει ἀποκαλώντας τὴν ἐκστρατεία τοῦ «σκάνδαλο» (μὲ τὴν εὐαγγελικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου). Καὶ ἂν ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι «συμφέρει σ’ αὐτὸν ποὺ σκανδαλίζει γιὰ κάτι μικρὸ νὰ δέσει μία πέτρα στὸ λαιμό του καὶ νὰ πέσει στὴ θάλασσα» παρὰ νὰ συνεχίσει νὰ σκανδαλίζει, τί μποροῦμε νὰ ποῦμε, γράφει ὁ Νικόλαος, γι’ αὐτὸ τὸ σκάνδαλο ποῦ δὲν εἶναι γιὰ κάτι μικρὸ «ἀλλὰ ἐναντίον τῆς βασιλείας ποῦ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε ἐπίγεια ἀρχή, τῆς μόνης βασιλείας στὴ γῆ ποῦ ἵδρυσε ὁ βασιλεὺς τοῦ παντός»;

Σὲ ὅλη τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Νικολάου Μυστικοῦ μὲ τὸν Συμεὼν εἶναι φανερὴ ἡ ταύτιση τῆς βασιλείας τῶν Ρωμαίων μὲ τὴ Χριστιανικὴ Βασιλεία τὴν ὁποία ἵδρυσε στὴ γῆ «ὁ τοῦ παντὸς βασιλεύς». Ἄλλωστε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ὀμπολένσκυ, καὶ ὁ Συμεών, ἀπὸ τὴ μεριά του, «πολεμοῦσε καὶ ταυτόχρονα ἀντέγραφε τὴν αὐτοκρατορία, ἐρήμωνε τὴ βυζαντινὴ ἐπικράτεια καὶ προωθοῦσε τὴ μετάφραση τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας στὴ σλαβικὴ γλώσσα» ἀφοῦ «ἐπιθυμοῦσε νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὶς πολιτιστικὲς παραδόσεις τοῦ Βυζαντίου, ἰδιαίτερα ὅταν ἤδη ἦταν ὡς πρὸς τὴ μόρφωση ἕνας ‘’μισοέλληνας’’», ἔχοντας περάσει τὰ παιδικά του χρόνια στὴν Κωνσταντινούπολη. Τέλος, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι τὸ σλαβικὸ ὄνομα τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν «Τσάριγκραντ» (κυριολεκτικά: «Πόλη τῶν Καισάρων», Βασιλεύουσα). Γι’ αὐτοὺς ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἦταν μία ὁποιαδήποτε πρωτεύουσα, ἀλλὰ ἡ Βασιλεύουσα πόλη, ἡ κορυφὴ τῆς παγκόσμιας ἱεραρχίας.

Ἡ οἰκουμενικὴ αὐτὴ συνείδηση σχηματίστηκε σταδιακὰ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἔδωσε νέο νόημα στὸν ὑπερεθνικὸ χαρακτήρα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διαίρεση σὲ ἔθνη ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀλαζονείας τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸ κτίσιμο τοῦ πύργου τῆς Βαβέλ. Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας οἱ πιστοὶ ἔχουν τὴ δυνατότητα (καὶ τὸν προορισμό) νὰ ὑπερβοῦν τὶς ἐθνικὲς διαιρέσεις καὶ νὰ ἀνήκουν πλέον στὸ «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον», ὅπως ὀνομάζει ὁ Ἄπ. Πέτρος τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ π. Ἰερόθεος Βλάχος, «στὸ χωρίο αὐτὸ ποὺ νομίζω ἀποτελεῖ κεντρικὸ χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης φαίνεται καλὰ ὅτι οἱ λέξεις λαὸς καὶ ἔθνος ἀποδεσμεύονται ἀπὸ τὴ φυλετικὴ ἔννοια καὶ συνδέονται μὲ τὴ χαρισματικὴ σχέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ποὺ ἐπετεύχθη μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ».Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Ἄπ. Παῦλος διακήρυττε «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ, πάντες γὰρ ὑμεῖς εἰς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλατάς, 8, 28). Ἰδιαίτερα ἐνδεικτικό, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, εἶναι τὸ Κοντάκιο ποὺ ψάλλεται τὴν Πεντηκοστὴ καὶ στὸ ὁποῖο γίνεται ἡ σύνδεση ἀνάμεσα στὴν ἀρχικὴ διαίρεση τῆς ἀνθρωπότητας σὲ ἔθνη καὶ στὴν ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς διαίρεσης μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας:

«Ὄτε καταβὰς τᾶς γλώσσας συνέχεε,

διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος.

Ὄτε τοῦ πυρὸς τᾶς γλώσσας διένειμεν,

εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε

Καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα».

Ἡ οἰκουμενικὴ συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων, τὴν ὁποία γρήγορα κατέστρεψαν οἱ βάρβαροι στὴ Δύση, θὰ ἐπιβιώσει στὰ Βαλκάνια σὲ ὅλη τη μεσαιωνικὴ καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ περίοδο, μέχρι καὶ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα. Χρειάστηκε νὰ μεταφερθεῖ τὸ πλῆρες ὁπλοστάσιο τοῦ δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ στὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ ὁ Ρωσικὸς Πανσλαβισμὸς στὴ Βουλγαρία γιὰ νὰ ἐμφανιστοῦν οἱ ἐθνικισμοὶ καὶ νὰ καταπνιγεῖ καὶ ἐδῶ ἡ οἰκουμενικὴ χριστιανικὴ συνείδηση. Στὶς μέρες μας ἔχουμε τὸ θλιβερὸ προνόμιο νὰ παρακολουθοῦμε τὴν τραγικὴ κατάληξη τῆς ὁριστικῆς ἐπικράτησης τῆς δυτικῆς ἰδέας περὶ ἐθνικοῦ κράτους στὰ Βαλκάνια καί, ὅπως συνήθως συμβαίνει μὲ τὴ δυτικὴ ὑποκρισία, νὰ εἰσπράττουμε ὅλοι οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ περιφρονητικὰ σχόλια ἐπειδὴ ἐπιτέλους ἀφομοιώσαμε τὶς δυτικὲς ἀντιλήψεις…

Ὁ καινούργιος προορισμὸς τὸν ὁποῖο πρόσφερε ἡ Χριστιανικὴ κοσμοθεωρία στὸ κράτος διαφοροποιοῦσε ἔντονα τὴ Χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἀπὸ τὶς μετέπειτα μεγάλες δυνάμεις τῆς Ἱστορίας. Ἔτσι, ἡ ταύτιση τῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὴν ἐπίγεια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται μὲ μορφὲς ποὺ ἴσως μας παραξενεύουν σήμερα. Ἔχει παρατηρηθεῖ, γιὰ παράδειγμα, ὅτι ὅσο πλησιάζουμε πρὸς τὸ τέλος τῆς αὐτοκρατορίας, τὸ 1453, «ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα τοῦ τέλους τῆς Ἱστορίας κατακτᾶ ὅλο καὶ περισσότερο τοὺς βυζαντινούς. Κατὰ τὴν τελευταία αὐτὴ περίοδο τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἐσχατολογικὴ λογοτεχνία γιὰ τὸ τέλος τοῦ πολιτισμένου κόσμου καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Ἀντιχρίστου γνωρίζει μία ἰδιαίτερη ἄνθιση. Προοδευτικὰ ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ συγχέει τὸ τέλος τοῦ Βυζαντίου μὲ τὸ τέλος τοῦ κόσμου στὸ σύνολό του». 

Αὐτὴ ἡ τάση ἦταν ἀπόρροια τῆς ἰδεολογίας τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας ἡ ὁποία καθόριζε καὶ τὸ σκοπό της. Ὅπως τονίσαμε καὶ στὸ προηγούμενο κεφάλαιο, καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς σημερινὲς «Μεγάλες Δυνάμεις», σκοπὸς τῆς Αὐτοκρατορίας δὲν ἦταν ἡ ἐδαφικὴ ἐξάπλωση. Ἡ Ρωμανία βρισκόταν συνεχῶς σὲ ἄμυνα ἐπὶ 1100 χρόνια, μὲ μόνη ἐξαίρεση τὸν πόλεμο τοῦ Ἡρακλείου κατὰ τῶν Περσῶν (ποὺ κι αὐτὸς ἦρθε ὡς ἀπάντηση στὴν περσικὴ ἐπίθεση κατὰ τῆς Κωνσταντινούπολης). Οἱ πόλεμοι τοῦ «Βυζαντίου» γίνονταν μόνο γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ὁ πολιτισμὸς ἀπέναντι στὰ ἀλλεπάλληλα κύματα βαρβαρότητας ποὺ προέρχονταν ἀπὸ Ἀνατολή, Βορρᾶ καὶ Δύση. Ὅπως τόσο ὄμορφα τὸ διατύπωσε ὁ Γ. Σεφέρης:

«γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος

γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ

καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου

καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ…»

Σκοπὸς τῆς αὐτοκρατορίας δὲν ἦταν οὔτε ἡ ὑλικὴ εὐδαιμονία. Παρ’ ὅλο ποὺ τὰ πλούτη τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν μυθικά, τὸ ὅραμα τὸ ὁποῖο πρόβαλλε ἡ χριστιανικὴ πίστη ὑπερέβαινε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Τὰ πρότυπα μίμησης τῶν Ρωμηῶν δὲν ἦταν κάποιοι πλούσιοι ἔμποροι ἢ γαιοκτήμονες, ἀλλὰ οἱ ἀκτήμονες μοναχοί, κάποιοι ἅγιοι «γέροντες» ποὺ εἶχαν κυριολεκτικὰ μηδενικὴ ἀτομικὴ περιουσία. Αὐτοὺς ἀκολουθοῦσε ὁ κόσμος, αὐτοὶ ἔπειθαν καὶ ξεσήκωναν τὸ λαό.

Σκοπὸς τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν, νὰ ἐπαναλάβουμε, ἡ πραγμάτωση τῆς Οὐράνιας Βασιλείας. Ὅσο ὁ κόσμος ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη, τόσο τὸ κράτος ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὴν Οὐράνια Βασιλεία καὶ ἀντιμετώπιζε τὴ φθορὰ καὶ τὴν παρακμή. Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη θὰ συντελοῦνταν μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ἐρχομὸς τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ καὶ τὸν προάγγελο τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἄρα τότε θὰ καταλυόταν καὶ ἡ Χριστιανικὴ Οἰκουμένη. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ παρατήρηση τῆς Ἀρβελὲρ τὴν ὁποία ἀναφέραμε πιὸ πάνω.

Ὅταν ἀναφερόμαστε στὸ χριστιανικὸ χαρακτήρα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς Ρωμηοσύνης, μετὰ τὸν 4ο αἰῶνα, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ κάνουμε δύο λάθη, νὰ ἐπαναλάβουμε δύο μύθους, παρασυρόμενοι ἀπὸ ἐξελίξεις στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Πρόκειται γιὰ δύο μύθους τοὺς ὁποίους ἔχουν διαδώσει ἀβασάνιστα οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ σὲ παλιότερες ἐποχές, προβάλλοντας ἁπλῶς οἱ ἐμπειρίες τῆς Δύσης πάνω στὴν ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἡ νεώτερη ἔρευνα, εὐτυχῶς, ἀναπλάθει σιγά-σιγὰ μία πιὸ ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς ἐποχῆς καὶ μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὸ παρελθόν μας, ἀλλὰ καὶ τὶς βαθύτατες διαφορές μας μὲ τὴ Δύση. Ὁ ἕνας μύθος εἶναι ἡ θεωρία περὶ καισαροπαπισμοῦ. Ὁ δεύτερος ἡ θεοκρατικὴ συγκρότηση τοῦ κράτους. Ἂς στρέψουμε γιὰ λίγο τὴν προσοχή μας σ’ αὐτὰ τὰ δύο προβλήματα.

β) Καισαροπαπισμὸς

Καισαροπαπισμὸς εἶναι ἡ θεωρία τῆς ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν πολιτικὴ ἐξουσία – στὴν προκειμένη περίπτωση στὸν αὐτοκράτορα. Μέχρι πρόσφατα, οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ πίστευαν ὅτι αὐτὸς ὁ ὅρος περιγράφει τὶς σχέσεις κράτουςἐκκλησίας στοὺς ἕντεκα αἰῶνες τῆς «βυζαντινῆς» Ἱστορίας. Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν παραδοχὴ χτίστηκε ἕνα ὁλόκληρο οἰκοδόμημα ἀναλύσεων καὶ ἑρμηνειῶν γιὰ διάφορα ἱστορικὰ προβλήματα. Γιὰ παράδειγμα, ὁ γνωστὸς καθολικὸς ἱστορικὸς M. Jugie ἔγραφε πὼς «ὁ καισαροπαπισμὸς χωρὶς καμιὰ ἀμφιβολία πρέπει νὰ φέρει τὴν κύρια εὐθύνη γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ σχίσματος».Ο Σ. Διομήδης ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ αὐτοκράτορας «διοικοῦσε τὴν ἐκκλησία ὅπως διοικοῦσε τὸ κράτος … διορίζοντας ἐπισκόπους».Ἡ ἀκραία, ἀλλὰ χαρακτηριστική, διατύπωση αὐτῆς τῆς ἄποψης ἀνήκει στὸ Γίββωνα: «ὁ Ἕλληνας πατριάρχης ἦταν ἕνας οἰκιακὸς δοῦλος (domestic slave) κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ κυρίου του, ὁ ὁποῖος μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ τὸν μετακινοῦσε ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὸ θρόνο καὶ ἀπὸ τὸ θρόνο στὸ μοναστήρι».

Παίρνοντας ὡς δεδομένη αὐτὴ τὴν παραδοχή, ὁ μεγαλύτερος Εὐρωπαῖος ἱστορικὸς τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ὁ Arnold Toynbee, ἀφιέρωσε ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο τοῦ μνημειώδους ἔργου του «A Study of History» στὶς αἰτίες τῆς παρακμῆς τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανωσύνης. Γιὰ τὸν Toynbee, ἡ αἰτία εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἡ ὑποταγὴ τῆς ἐκκλησίας στὸν αὐτοκράτορα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανωσύνη ἔσβησε, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Δυτικὴ πού, δέκα αἰῶνες ἀργότερα, ἐξακολουθεῖ νὰ κυριαρχεῖ στὴν ὑδρόγειο.

Ἱστορικά, ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἐκκλησία ἦταν ὑποταγμένη στὸν αὐτοκράτορα στερεῖται βάσης. Ὁ ὅρος «καισαροπαπισμός» ἢ ὁποιαδήποτε συνώνυμη παραλλαγὴ τοῦ εἶναι ἄγνωστος στὶς πηγές. Ἡ ἐξέταση τῶν στοιχείων ποὺ διαθέτουμε δύσκολα θὰ στήριζε τὴ θεωρία τῆς ὑποταγῆς. Ὅπως ἔχει τονίσει ὁ H. Gregoire, «ὁ λαὸς τοῦ Βυζαντίου δὲν εἶδε ποτὲ τρεῖς Οἰκουμενικοὺς Πατριάρχες καὶ ἐκθρονίζονται ἀπὸ ἕνα μόνο αὐτοκράτορα, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἐρρίκο Γ΄ ποὺ καθαίρεσε τρεῖς Πάπες. Δὲν εἶδε ποτὲ ἐπισκόπους μαχομένους ἐπικεφαλῆς ἰδίων στρατευμάτων, οὔτε περιπτώσεις σιμωνίας, τόσο σκανδαλώδεις, ὅπως ἐκεῖνες τῆς Δύσεως». «Ἀντίθετα μὲ ἐκεῖνο ποὺ συχνὰ ἐπαναλαμβάνεται ἀπὸ ἄγνοια, στὴν πραγματικότητα εἶναι οἱ Πάπες ποὺ ἔχουν περιπέσει σὲ δουλεία, εἶναι οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητοι».

Στὴν πράξη, ὁ αὐτοκράτορας πάντοτε ἐνδιαφερόταν γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἦταν ὁ μόνος ποὺ εἶχε δικαίωμα νὰ συγκαλέσει Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἐπίσης φρόντιζε γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ δόγματος, ἐπιβάλλοντας ὁρισμένες φορὲς κάποιες ἀμφισβητούμενες ἀπόψεις. Ὡστόσο μὲ τὸν καιρό, ἡ Ἐκκλησία ἔμαθε πὼς ἡ ἀντίσταση κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα σὲ πνευματικὰ ζητήματα ἦταν καὶ θεμιτὴ καὶ ἀποτελεσματική. Τὸν 7ο αἰῶνα, αὐτοκράτορας καὶ Πατριάρχης συμπορεύονταν στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ γιὰ πολλὲς δεκαετίες. Ἕνας μοναχὸς μόνον ἀντιστεκόταν σθεναρά: ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής. Μὲ τὸν καιρό, οἱ ἀπόψεις τοῦ Μάξιμου ἀναγνωρίστηκαν ὡς ὀρθόδοξες καὶ ἡ Ἐκκλησία συνέχισε πάνω στὴν παράδοσή του, χωρὶς ὁ αὐτοκράτορας νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβάλει τὴ γνώμη του.

Ἀπὸ τότε, τὸ παράδειγμα τοῦ Μάξιμου (ἀλλὰ καὶ ἄλλων προηγούμενων θεολόγων) ἀποτέλεσε ὁδηγὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Στὴ μεγάλη κρίση τῆς εἰκονομαχίας, οὔτε τὰ διατάγματα οὔτε οἱ διώξεις οὔτε οἱ ἐξορίες κατάφεραν νὰ ὑπερνικήσουν τὴν ἀντίθετη γνώμη τῶν εἰκονόφιλων. Ἕνα πλατὺ ἀντιστασιακὸ κίνημα ἀνέτρεψε τελικὰ τὶς αὐτοκρατορικὲς προσπάθειες ἑκατὸν εἴκοσι χρόνων. Στ’ ἀλήθεια χρειάζεται ἰδιαίτερη φαντασία (ἢ προκατάληψη) γιὰ νὰ ὀνομάσει κανεὶς καισαροπαπικὸ ἕνα κράτος στὸ ὁποῖο εἶναι ἀδύνατον οἱ θρησκευτικὲς ἀπόψεις τοῦ αὐτοκράτορα νὰ ἐπιβληθοῦν στὸν πληθυσμό.

Ὅπως ἔχει παρατηρήσει ὁ Gregoire, μετὰ τὸν 9ο αἰῶνα ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἔχει παγιωθεῖ, δηλαδὴ ἔχει θριαμβεύσει ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων. Δὲ μένει πλέον κανένα ἴχνος ἀπὸ τὶς παλιότερες πολιτικές, οὔτε κἄν ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία. Τὴν τελευταία καὶ ἰσχυρότερη ἔνδειξη γιὰ τὴν (μή) ὕπαρξη καισαροπαπισμοῦ τὴ βρίσκουμε στὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 13ο ὡς τὸ 15ο αἰῶνα. Διάφοροι ἑνωτικοὶ αὐτοκράτορες ἀποδεικνύονται ἐντελῶς ἀνίσχυροι νὰ προωθήσουν τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, μὲ ὅλα τὰ πολιτικὰ ὀφέλη ποὺ αὐτὴ θὰ προσέφερε. Γενικότερα σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο μένει κανεὶς ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὴ βαθιὰ μὴ πολιτικὴ προσήλωση τοῦ πληθυσμοῦ στὴν πίστη, σὲ βάρος τοῦ πολιτικοῦ κέρδους ποὺ ἴσως προέκυπτε ἀπὸ θρησκευτικὲς παραχωρήσεις στὴ Δύση.

Γιὰ τοὺς δυτικοὺς (καὶ τοὺς δυτικόπληκτους νεοέλληνες) αὐτὴ ἡ προσήλωση μοιάζει παράλογη. Σχολιάζοντας τὴν περίφημη φράση τοῦ μεγάλου δούκα Λουκᾶ Νοταρᾶ, «κρειττότερον ἐστιν ἰδέναι ἐν μέσῃ τὴ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν Λατινικήν», μία σημαίνουσα ἐκπρόσωπος τοῦ δυτικοῦ πνεύματος, ἡ Γλύκατζη-Ἀρβελέρ, ἔγραφε παλιότερα: «τὰ λόγια αὐτὰ δείχνουν τὴν τύφλωση ποὺ εἶχε πάθει ἡ ἐκκλησία, ὁ λαὸς καὶ ἡ ἴδια ἡ βυζαντινὴ κυβέρνηση, ποὺ πείσθηκε στὸ τέλος ὅτι οἱ λόγοι τῆς Ἐκκλησίας ὄφειλαν νὰ ὑπερισχύσουν πάνω στοὺς λόγους καὶ τὸ συμφέρον τοῦ Κράτους».

Ὡστόσο γιὰ τοὺς Ρωμηοὺς ἡ ἐξήγηση εἶναι ἁπλή. Ἦταν ἄνθρωποι βαθύτατα πιστοὶ ποὺ δὲν ἔνιωθαν τὴν Ἐκκλησία σὰν ἕναν καταπιεστικὸ θεσμό, ἀλλὰ ὡς συστατικό της ἴδιας τους τῆς ὕπαρξης. Ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα ποὺ ὅριζαν τὴν ἐθνική τους ὑπόσταση. Ἐπιπλέον εἶχαν συναίσθηση τοῦ πολιτιστικοῦ φορτίου ποὺ κουβαλοῦσαν στοὺς ὤμους τους. Πιὸ πάνω καὶ ἀπὸ τὴ διάσωση κάποιου ἐθνικοῦ ἰδεώδους ἔβαζαν τὴ διάσωση τοῦ πολιτισμοῦ τους, τοῦ τρόπου ζωῆς τους.

Διακρίνει κανεὶς ἐδῶ καὶ πάλι τὴ διαφορὰ ὀπτικῆς γωνίας Ρωμηῶν καὶ δυτικοευρωπαίων: γιὰ τοὺς δεύτερους προέχει ἡ προάσπιση καὶ ἐπέκταση τοῦ φυλετικοῦ, ἐθνικοῦ κράτους τους. Γιὰ τοὺς Ρωμηοὺς σημαντικότερο εἶναι κάτι πιὸ μεγάλο, κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια κάποιας φυλῆς, κάποιου ἔθνους: ἡ κληρονομιὰ ὁλόκληρού του ἑλληνορωμαϊκοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη ποὺ μόνη αὐτὴ τοὺς πρόσφερε τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας. Καί, ὅπως τονίσαμε παραπάνω, πίστευαν βαθύτατα ὅτι ἂν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, τὸ κράτος τους θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ἡ ἐπίγεια πραγμάτωση τῆς Οὐράνιας Βασιλείας – ἄρα θὰ χανόταν γρήγορα ὅπως κάθε τί φθαρτὸ αὐτοῦ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Ἑπομένως δὲν ὑπῆρχε, δὲν ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ δυνατὸ νὰ ὑπάρχει στὴ σκέψη τῶν Ρωμηῶν, ἀντίθεση συμφερόντων Κράτους – Ἐκκλησίας, ὅπως πιστεύει ἡ Ἀρβελέρ. Ἀντίθετα, γνώριζαν ὅτι διατηρώντας τὴν πίστη τους θὰ ἔμεναν ἀδούλωτοι, ἔστω κι ἂν ἔχαναν τὴν κρατική τους ὑπόσταση. Εἶχαν ἄλλωστε καὶ προηγούμενες ἀποδείξεις γι’ αὐτό. Κάθε Πάσχα, οἱ Ὀρθόδοξοι ἄκουγαν (καὶ ἀκοῦν μέχρι καὶ σήμερα) τοὺς πανηγυρικοὺς ὕμνους τοῦ Ὄρθρου τῆς Ἀναστάσεως:

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτὸς

οὐρανὸς τὲ καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια

ἐορταζέτω γοῦν πάσα κτίσις

τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ

ἐν ᾗ ἐστερέωται.

Φωτίζου, φωτίζου ἡ Νέα Ἱερουσαλὴμ

Χόρευε νῦν καὶ ἀγάλλου Σιῶν»…

Ὅταν ὁ Ἰωάννης Μανσοὺρ ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ ἔγραφε αὐτοὺς τοὺς στίχους, εἶχαν ἤδη περάσει ἑκατὸ χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἡ πατρίδα τοῦ εἶχε ὑποδουλωθεῖ γιὰ πάντα στοὺς Ἄραβες. Κι ὡστόσο οἱ στίχοι αὐτοὶ δὲν εἶναι στίχοι σκλαβωμένου ἀνθρώπου. Εἶναι ὕμνοι πλημμυρισμένοι ἀπὸ ἐλευθερία, ἐλπίδα καὶ φῶς, λόγια ἀνθρώπου ποὺ παραμένει ἀδούλωτος πνευματικά, γιατί τὸν διαπερνάει μία ἐσωτερικὴ ἐλευθερία ἄγνωστη στὴ Δύση. Τόσο ἄγνωστη πού, γιὰ τὴν κ. Ἀρβελέρ, ἡ ὑπεράσπιση αὐτῆς τῆς ὁλοφώτεινης πίστης «δείχνει τὴν τύφλωση ποὺ εἶχε πάθει ὁ λαός»…

Ὁλοκληρώνοντας τὴν ἀναφορά μας στὸν καισαροπαπισμὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι, ὅπως ἔχει δείξει εὔστοχα ὁ Γιαννακόπουλος, στὴ χριστιανικὴ ρωμαϊκὴ ἰδεολογία οἱ δύο θεσμοὶ συνυπῆρχαν ἁρμονικά. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ Δύση, δὲν ὑπῆρχε ποτὲ ὀξεία διχοτόμηση ἀνάμεσα στὴν πολιτικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ σφαίρα.Οἱ Ρωμηοὶ πίστευαν ὅτι ὁ αὐτοκράτορας πρέπει νὰ εἶναι «Χριστομιμητής» καὶ γνώριζαν ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ κόσμου δὲν μποροῦσε νὰ ὑλοποιηθεῖ ἀπὸ αὐτοκράτορα ποὺ πήγαινε ἀντίθετα στὴν πίστη τους.

Μένει νὰ ἀπαντηθεῖ ἕνα τελευταῖο ἐρώτημα. Γιατί ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο «καισαροπαπισμός» γιὰ τὸ «Βυζάντιο» οἱ δυτικοὶ ἱστορικοί; Μία εὔλογη ἀπάντηση, τὴν ὁποία ἔχει ὑπαινιχθεῖ ὁ Γιαννακόπουλος, εἶναι ὅτι ξεκινώντας ἀπὸ τὴ δική τους ἐμπειρία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τοῦ Πάπα, καὶ μὴ βλέποντας κάτι ἀνάλογο στὸν Πατριάρχη, φαντάστηκαν ὅτι ὁ Πατριάρχης ἦταν ὑποταγμένος στὸν αὐτοκράτορα. Ἡ δική τους Ἱστορία αὐτὸ ἔλεγε: ἀφοῦ ὁ Πάπας ἦταν συνεχῶς μπλεγμένος σὲ πολιτικοστρατιωτικὲς διαμάχες μὲ ρῆγες καὶ αὐτοκράτορες, ἄλλοτε ἔβγαινε νικητὴς κι ἄλλοτε ἡττημένος. Δὲν ὑπῆρχε τρίτη ἐπιλογή. Καὶ ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης δὲν εἶχε κοσμικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἐξουσία, ὑπέθεταν ὅτι εἶχε ἡττηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, καὶ ὅτι ὁ τελευταῖος συγκέντρωνε πλέον ὅλες τὶς ἐξουσίες στὸ πρόσωπό του, ἦταν Καίσαρας καὶ Πάπας μαζί. Αὐτὸ τὸ ἀνιστόρητο συμπέρασμα διαιωνίστηκε μέχρι τὶς μέρες μας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἐργαλεῖα τοῦ ἀνεξάντλητου ἰδεολογικοῦ ὁπλοστασίου τῆς Δύσης ἐναντίον τοῦ ἑλληνισμοῦ.

γ) Θεοκρατία

Μὲ τὸν ὅρο «θεοκρατία» ἐννοοῦμε ἕνα πολιτικὸ σύστημα στὸ ὁποῖο ἡ θρησκεία ἔχει κυριαρχήσει πάνω σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς δημόσιας ζωῆς. Παραδείγματα θεοκρατικοῦ κράτους ἀποτελοῦν τὸ ἀρχαῖο κράτος τοῦ Ἰσραὴλ (στὴν περίοδο τῶν Κριτῶν), τὸ Παπικὸ κράτος μέχρι τὶς μέρες μας καὶ τὸ Ἰρᾶν τῆς δεκαετίας τοῦ 1980. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ὁ ἀνώτατος θρησκευτικὸς λειτουργὸς εἶναι ταυτόχρονα καὶ ὁ ἀνώτατος κρατικὸς ἄρχοντας.

Τὸ «Βυζάντιο» περιλαμβάνεται συχνὰ ἀνάμεσα στὰ θεοκρατικὰ καθεστῶτα τῆς Ἱστορίας. Γιὰ τοὺς περισσότερους συγγραφεῖς κάτι τέτοιο θεωρεῖται αὐταπόδεικτο καὶ δὲν τίθεται θέμα αἰτιολόγησης τοῦ ὄρου. Κατὰ τὴ γνώμη μας, ὡστόσο, τὸ ζήτημα τῆς θεοκρατικῆς φύσης τοῦ «βυζαντινοῦ» κράτους εἶναι ἰδιαίτερα σύνθετο. Ἡ πλήρης ἐξέτασή του θὰ ἀπαιτοῦσε μία εἰδικὴ μελέτη ποὺ θὰ ξέφευγε ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς παρούσας ἐργασίας. Θὰ θέλαμε πάντως νὰ ἐπισημάνουμε, ἐντελῶς ἐπιγραμματικά, ὁρισμένες ὄψεις τοῦ προβλήματος ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν τὴν ἀφετηρία μίας πληρέστερης μελέτης.

Κατ’ ἀρχήν, δὲν εἶναι καθόλου αὐτονόητο τὸ ἂν πρέπει τὸ «Βυζάντιο» νὰ θεωρηθεῖ θεοκρατικὸ κράτος. Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ὅρος εἶναι σχεδὸν ὁμόφωνα ἀποδεκτός, διάφοροι συγγραφεῖς ἐννοοῦν διαφορετικὰ πράγματα ὅταν ἀναφέρονται σ’ αὐτόν. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Ράνσιμαν ἔχει δώσει τὸν τίτλο «Βυζαντινὴ Θεοκρατία» σὲ ἕνα σύγγραμμά του ποὺ δὲν ἀποτελεῖ παρὰ ἐπισκόπηση ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Ἄλλοι δυτικοὶ συγγραφεῖς χρησιμοποιοῦν τὸν ὅρο μὲ μία ἔννοια ποὺ πλησιάζει τὴν ἔννοια τοῦ παποκαισαρισμοῦ. Ἰσχυρίζονται, δηλαδή, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἐπιβάλει τὶς ἀπόψεις τῆς πάνω σὲ ὅλα τὰ σημαντικὰ πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ ζητήματα τῆς αὐτοκρατορίας, ὅτι οὐσιαστικὰ κυβερνοῦσε ἡ ἴδια τὸ κράτος. Γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ σύγχυση τὴν ὁποία προκαλεῖ ἡ ἔλλειψη ὁρισμοῦ τῆς θεοκρατίας στοὺς περισσότερους συγγραφεῖς, προτείνουμε τέσσερα κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ὕπαρξη καὶ ὁ βαθμὸς θεοκρατίας σὲ ἕνα κράτος:

1) Ταύτιση πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἐξουσίας στὸ ἴδιο πρόσωπο.

2) Ἐπιβολὴ θρησκευτικῶν κανόνων στὸ σύνολο τῆς νομοθεσίας.

3) Ἄσκηση τῆς δημόσιας διοίκησης ἀπὸ θρησκευτικοὺς λειτουργούς.

4) Ἔλεγχος τῆς ἐκπαίδευσης ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ἱεραρχία.

Ὅσο κι ἂν φαίνεται παράξενο, τὸ «Βυζάντιο» δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ τέσσερα κριτήρια ἑνὸς θεοκρατικοῦ κράτους. Ἂς τὰ δοῦμε μὲ τὴ σειρά.

1) Τὸ ὅτι ὁ «Πάπας» καὶ ὁ «Καίσαρας» ἦταν διαφορετικὰ πρόσωπα εἶναι φυσικὰ γνωστό. Στὴν προηγούμενη ἑνότητα εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι οὔτε ὁ ἕνας οὔτε ὁ ἄλλος εἶχε ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω σὲ ὅλες τὶς λειτουργίες τῆς δημόσιας ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, κανένας Χομεϊνὶ δὲν κυβέρνησε ποτὲ ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο πάνω σὲ ὅλο τὸ κράτος. Ἐπιπλέον κανένας ἐπίσκοπος δὲν ἡγήθηκε ποτὲ ὁποιουδήποτε στρατιωτικοῦ τάγματος σὲ πολεμικὲς συγκρούσεις, ὅπως ἦταν ὁ κανόνας στὴ Δύση.

2) Στὸ χῶρο τοῦ Δικαίου, τὸ «Βυζάντιο» συνέχισε τὴ μεγάλη Ρωμαϊκὴ παράδοση. Βασικὸς ἄξονας τῆς νομοθεσίας σὲ ὅλη τη μακραίωνη ἱστορία τοῦ παρέμεινε τὸ Ρωμαϊκὸ Δίκαιο, ὅπως τὸ εἶχε κωδικοποιήσει ὁ Ἰουστινιανός. Σ’ αὐτὸ προστέθηκαν κατὰ καιροὺς τροποποιήσεις τὶς ὁποῖες ἐπέβαλαν οἱ νέες κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ ἡ ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔτσι ἡ τελικὴ σύνθεση ἦταν μία πολὺ πιὸ ἀνθρωπιστικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου. Ὅλα αὐτὰ πάντως ἀνῆκαν στὴν κοσμικὴ (μὴ ἐκκλησιαστική) σφαίρα τοῦ κράτους. Οἱ νομικὲς σχολὲς καὶ τὰ δικαστήρια δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία, καὶ ὁπωσδήποτε οἱ δικαστὲς δὲν ἦταν ἐπίσκοποι ὅπως συνέβαινε τὴν ἴδια ἐποχὴ στὴ Δύση. (Οἱ ἐπίσκοποι μποροῦσαν νὰ εἶναι δικαστὲς σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ἂν τὸ ζητοῦσε ὁ κατηγορούμενος, ἀλλὰ αὐτὸ ἀποτελοῦσε μία ἀνθρωπιστικὴ παραχώρηση ποὺ δὲν ἀλλάζει τὴν οὐσία τῆς κατὰ βάση κοσμικῆς δικαιοσύνης).

3) Ἡ ἀδιατάρακτη πολιτιστικὴ συνέχεια τοῦ «Βυζαντίου» εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχει πάντοτε μία μορφωμένη γραφειοκρατία ποὺ χειριζόταν τὶς κρατικὲς ὑποθέσεις. Ἀντίθετα, στὴ Δύση, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ ἀναλυτικὰ στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο, ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα ἐμφανίζεται ἕνα τεράστιο κενὸ στὴν παιδεία. Χαρακτηριστικὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρακμῆς τῶν γραμμάτων στὴ Δύση εἶναι ὅτι δὲν ὑπάρχουν πιὰ μορφωμένοι μὴ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνδρες γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὶς στοιχειώδεις διοικητικὲς ἀνάγκες τῶν νέων βαρβαρικῶν κρατῶν. Ἔτσι, ἀπὸ τὸν 7ο αἰῶνα, ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη βασίζεται ἀποκλειστικὰ πλέον σὲ κληρικοὺς γιὰ τὶς διπλωματικές, διοικητικὲς καὶ ἐκπαιδευτικὲς λειτουργίες της. Ἤδη στὴν αὐλὴ τοῦ Καρλομάγνου (τέλη 8ου αἰῶνα) ὅλοι σχεδὸν οἱ γνωστοὶ λόγιοι, μὲ ἐξαίρεση τὸν Einhard, εἶναι κληρικοὶ (Ἀλκουίνος, Παῦλος Διάκονος, Πέτρος Διάκονος, Paulinus, κλπ

4) Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἐκπαίδευση μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς τύπους σχολείων στὸ «Βυζάντιο»: τὰ δημόσια, τὰ ἰδιωτικὰ καὶ τὰ μοναστηριακά. Στὰ τελευταῖα ἐπιτρεπόταν νὰ φοιτοῦν μόνον παιδιὰ ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὸ μοναχισμό. Μάλιστα, ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας (τὸ 451) ἀπαγόρευσε ρητὰ τὴ φοίτηση λαϊκῶν σ’ αὐτὰ τὰ σχολεῖα, καί, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, αὐτὸς ὁ κανόνας ἐφαρμοζόταν χωρὶς ἐξαίρεση. Ἡ πλειοψηφία λοιπὸν τῶν προγόνων μας τῆς Ρωμανίας μορφωνόταν σὲ κοσμικὰ σχολεῖα σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ τί συνέβαινε στὴ Δύση τὴν ἴδια ἐποχή. Ὅπως εἶναι γνωστό, στὴ Δύση, γιὰ πολλοὺς αἰῶνες, ἡ πλήρης κατάρρευση τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἀνάδειξη τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀποκλειστικὸ φορέα τῆς ἐκπαίδευσης. Ἡ μόνη μόρφωση ποὺ μποροῦσε νὰ πάρει κανεὶς ἦταν αὐτὴ τὴν ὁποία παρεῖχαν τὰ μοναστήρια.

Ἀντίθετα, στὸ «Βυζάντιο» ἡ ἐκπαίδευση ἦταν κυρίως προσκολλημένη στὴν κλασικὴ παράδοση. Ὑποχρεωτικὸ ἀνάγνωσμα, μαζὶ μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ἦταν ὁ Ὅμηρος, τὸν ὁποῖον ὅλοι οἱ μαθητὲς μάθαιναν ἀπέξω καὶ τὸν ἐξηγοῦσαν λέξη πρὸς λέξη. Ὁ Ψελλὸς καυχιέται ὅτι ἀπὸ πολὺ μικρὸς ἤξερε ὁλόκληρη τὴν Ἰλιάδα ἀπέξω. Ἡ Ἄννα Κομνηνὴ ἀναφέρει ἐξηνταέξη φορὲς στίχους τοῦ Ὁμήρου στὴν «Ἀλεξιάδα» της, συχνὰ μάλιστα χωρὶς νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ προσθέσει τὴ διευκρίνηση «τὸ ὁμηρικὸν ἐκεῖνο….».

Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ πολιτιστικὸ χάσμα ποὺ χώριζε Ρωμαίους καὶ Δυτικούς, ἀρκεῖ νὰ θυμίσουμε ὅτι ἡ Δύση πρωτογνώρισε τὸν Ὅμηρο μόλις τὸν 14ο αἰῶνα, ὅταν ὕστερα ἀπὸ παραγγελία τοῦ Πετράρχη καὶ τοῦ Βοκκάκιου, ἕνας Ρωμηὸς τῆς Ν. Ἰταλίας, ὁ Πιλάτος, μετέφρασε τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια στὰ λατινικά.

Ὁ κοσμικὸς χαρακτήρας τῆς ἐκπαίδευσης καθ’ ὅλη τη χιλιόχρονη ἱστορία τῆς αὐτοκρατορίας τονίζεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης ἦταν ἕνα κρατικὸ ἵδρυμα ποὺ δὲ βρισκόταν ποτὲ ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μὲ τὴν ἱδρυτικὴ πράξη τοῦ (ἐπὶ Θεοδοσίου Β’, τὸ 425), οἱ καθηγητὲς πληρώνονταν ἀπὸ τὸ κράτος καὶ μάλιστα ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ τοὺς φόρους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ πρόγραμμα τοῦ πανεπιστημίου δὲν ὑπῆρχε κἄν τὸ μάθημα τῆς Θεολογίας, ἀφοῦ σκοπὸς τῆς κρατικῆς ἐκπαίδευσης ἦταν ἡ μόρφωση κρατικῶν στελεχῶν καὶ ἀξιωματούχων.

Ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς ἑνότητας, τὸ ζήτημα τῆς θεοκρατίας στὸ «Βυζάντιο» εἶναι τεράστιο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντληθεῖ ἐδῶ. Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἐκτέθηκαν παραπάνω, ὡστόσο, πρέπει νὰ ἔγινε φανερὸ ὅτι ἡ μορφὴ τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ἀρκετὰ διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁποία μας παρουσιάζουν διάφορες λαϊκιστικὲς ἁπλοϊκὲς ἀπόψεις. Μὲ κίνδυνο νὰ γίνουμε κουραστικοὶ θὰ ξαναποῦμε ὅτι, δυστυχῶς, πέφτουμε συχνὰ στὸ λάθος νὰ ταυτίζουμε τὸ σκοταδιστικὸ θεοκρατικὸ δυτικὸ μεσαίωνα μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἐποχὴ τοῦ «Βυζαντίου». Ὅπως εἴδαμε, ὅμως, οἱ διαφορὲς ἦταν τεράστιες καὶ πολὺ οὐσιαστικές. Ἡ ἀμορφωσιά, ἡ ἀνελευθερία, ἡ θρησκευτικὴ καταπίεση ποὺ ἔφτασε ὡς τὴν Ἱερὴ Ἐξέταση, οἱ στρατοκράτες ἐπίσκοποι ποὺ ὁδηγοῦσαν τάγματα μοναχῶν σὲ μάχες, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄγνωστα στὸν τόπο μας καὶ στὸν πολιτισμό μας. Ἔτσι ἐξηγεῖται, κατὰ ἕνα μέρος, καὶ ἡ πεισματικὴ ἀντίσταση τῶν Ρωμηῶν στὶς προσπάθειες ἐκδυτικισμοῦ τοὺς τὴν ὁποία παρατηροῦμε ἀπὸ τὸ 1204 μέχρι σήμερα. Στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο θὰ ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐξετάσουμε καὶ ἄλλες ὄψεις τοῦ πολιτιστικοῦ χάσματος ἀνάμεσα σὲ Ρωμηοὺς καὶ Δυτικοὺς κατὰ τὸ μεσαίωνα, ἐποχὴ ἡ ὁποία συχνὰ ἀποκαλεῖται «σκοτεινή» γιὰ ὅλη τὴν Εὐρώπη. Ὅπως θὰ διαπιστώσουμε, ἂν μὲ τὸν ὄρο «Εὐρώπη» ἐννοοῦμε μόνο τὴ δυτική, τότε ὁ χαρακτηρισμὸς «σκοτεινός» εἶναι ἀπόλυτα σωστός. Ἂν ὅμως περιλαμβάνουμε καὶ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, τὸ «Βυζάντιο», τότε πέφτουμε οἱ ἴδιοι θύματα τοῦ σκοταδιστικοῦ πολιτιστικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ τῆς Δύσης.
 

Μέρος Γ’

Ἡ σύγκρουση μὲ τὴ Δύση

Κεφάλαιο 6

Οἱ σκοτεινοὶ χρόνοι

Στὴ δυτικὴ ἱστοριογραφία, οἱ αἰῶνες ἀπὸ τὸν 6ο ὡς τὸν 11ο ὀνομάζονται συνήθως «Σκοτεινοὶ Χρόνοι» (Dark Ages). Εἶναι μία ἐποχὴ γιὰ τὴν ὁποία ἔχουμε λιγοστὲς πηγές, οἱ ὁποῖες πάντως μας βοηθᾶνε νὰ σχηματίσουμε μία εἰκόνα γιὰ τὴν κατάσταση τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης στὶς ἀρχὲς τοῦ Μεσαίωνα. (Παράδειγμα τὰ ἔργα, τοῦ Γρηγορίου τῆς Τοὺρ τὸ 590, τοῦ λεγόμενου Φρεντεγκὰρ τὸ 660, τοῦ Παύλου Διακόνου τὸ 780, κλπ

Τὰ ἔργα τῶν μεγάλων φιλοσόφων καὶ ποιητῶν ἐξαφανίζονται: τὸ 750 κανεὶς πιὰ δὲν ἔχει στὴ διάθεσή του τὸν Ἀριστοτέλη ἢ τὸν Αἰσχύλο, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι μετριοῦνται στὰ δάχτυλα αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν ἔστω γραφὴ καὶ ἀνάγνωση. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει κὰν ἡ δυνατότητα ἀντιγραφῆς καὶ διάσωσης χειρογράφων. Ἔτσι κι ἀλλιῶς οἱ βάρβαροι ἡγεμόνες τῶν Λογγοβάρδων, τῶν Φράγκων καὶ τῶν Τευτόνων δὲ δείχνουν τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ὁτιδήποτε πέρα ἀπὸ τὸν πόλεμο. Μία μικρὴ ἐξαίρεση ὑπῆρξε ἡ βασιλεία τοῦ Καρλομάγνου, ὁ ὁποῖος συγκέντρωσε στὴν αὐλὴ τοῦ ὁρισμένους μορφωμένους τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ ἔκαναν πολὺ θόρυβο γιὰ τὸ τίποτα, μιλώντας γιὰ «Καρολίγγεια ἀναγέννηση» καὶ ἄλλα φανταχτερά. Μὲ τὸ θάνατο τοῦ Καρλομάγνου σταμάτησε καὶ πάλι ἡ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων στὴ Φραγκία καὶ τὴ Γερμανία. Εἶχαν χαθεῖ ἀκόμη γιὰ πολλοὺς αἰῶνες οἱ τεχνικὲς γνώσεις τῶν Ρωμαίων, ὅπως ἡ κατασκευὴ δρόμων καὶ γεφυρῶν. Τὸ 820, ὁ βιογράφος τοῦ Καρλομάγνου Einhard γράφει μὲ περηφάνεια τὸ πὼς ὁ βασιλιὰς τοῦ κατάφερε νὰ χτίσει μία γέφυρα στὸ Ρῆνο – ἔργο ρουτίνας γιὰ τὴ ρωμαϊκὴ τεχνολογία.

Ὁ Ἀριστοτέλης θὰ παραμείνει ἄγνωστος στὴ Δύση ὡς τὸ 13ο αἰῶνα, ὅποτε καὶ ἡ ἀνακάλυψή του θὰ προκαλέσει ἐπανάσταση στὴ δυτικοευρωπαϊκὴ σκέψη. Μάλιστα οἱ ἀφελεῖς δυτικοευρωπαῖοι τῆς ἐποχῆς νόμισαν ὅτι εἶχαν στὰ χέρια τοὺς ἕνα πανίσχυρο νέο ἐργαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ προωθοῦσαν τὴ φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη πολὺ πέρα ἀπὸ κεῖ ποὺ τὴν εἶχαν φτάσει οἱ «Γραικοί». Ἀπὸ κεῖ προέκυψε καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ σχολαστικισμοῦ, στὸν ὁποῖο προσκολλήθηκε ἐπὶ αἰῶνες ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία, θεωρώντας τὸν ὡς τὸ μέγιστο θεολογικὸ ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Τὸ ὅτι στὴν Κωνσταντινούπολη δὲν εἶχε χαθεῖ ποτὲ ὁ Ἀριστοτέλης καὶ οἱ ἑλληνόφωνοι Πατέρες δημιουργοῦσαν ἐπὶ αἰῶνες μία ὑψηλοῦ ἐπιπέδου σύνθεση ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ, πέρασε στὰ ψιλὰ γράμματα τῶν δυτικῶν ἱστορικῶν.

Εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ δοῦμε γιὰ λίγο τὴν εἰκόνα τὴν ὁποία παρουσιάζει ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη αὐτὴ τὴν περίοδο, μέσα ἀπὸ τὶς λιγοστὲς πηγὲς ποὺ προαναφέραμε. Ἤδη τὸ 590 ὅταν γράφει ὁ Γρηγόριος τῆς Τούρ, ἡ ἑλληνικὴ πολιτιστικὴ παράδοση ἔχει ἐξαφανιστεῖ στὴ Γαλατία. Στὰ δέκα βιβλία τῆς Historiae Francorum τοῦ Γρηγορίου δὲν μοιάζει νὰ ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ γνώση ἑλληνικῆς φιλολογίας. Μία ἀτέλειωτη ἐναλλαγὴ σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν διαπερνάει ὅλο τὸ ἔργο, σχηματίζοντας μία εἰκόνα γιὰ τὴν ὁποία θλίβεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας. Τὰ πάντα γύρω τοῦ γκρεμίζονται καὶ χάνονται καὶ αὐτὸς προσπαθεῖ, σχεδὸν ἀπελπισμένα, νὰ περισώσει γιὰ τὶς μελλοντικὲς γενιὲς τὰ συμβάντα τῆς ἐποχῆς του. Ὁρίστε τί λέει στὴν εἰσαγωγή: «Στὶς πόλεις τῆς Γαλατίας τὸ λογοτεχνικὸ γράψιμο ἔχει μειωθεῖ τόσο ὥστε νὰ ἔχει οὐσιαστικὰ ἐξαφανιστεῖ ἐντελῶς. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ παραπονιοῦνται γι’ αὐτό, ὄχι μία φορᾶ ἀλλὰ ξανὰ καὶ ξανά. «Τί φτωχὴ περίοδος ποὺ εἶναι αὐτή» ἀκούγονται νὰ λένε. Ἂν ἀνάμεσα στὸ λαό μας δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ γράψει σὲ βιβλίο αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν σήμερα, τότε ἡ καλλιέργεια τῶν γραμμάτων εἶναι στ’ ἀλήθεια νεκρὴ γιὰ μᾶς».

Ὡστόσο ἡ ἀνάλυση τῶν παραπομπῶν τοῦ Γρηγορίου τῆς Τοὺρ δείχνει τουλάχιστον εἶχε στὴ διάθεση τοῦ ἀρκετὲς λατινόγλωσσες πηγές: μία μετάφραση τῶν «Χρονικῶν» του Εὐσεβίου, τὸν Ὀρόσιο, τὸν Σιδώνιο Ἀπολλινάριο, κ.ἄ. Ἔτσι ἡ «Ἱστορία τῶν Φράγκων» τοῦ διατηρεῖ κάποια δομή, κάποια λογικὴ συνέχεια, τὰ γεγονότα μπαίνουν σὲ κάποια τάξη. Ἂν δὲν σώζεται ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς πολιτισμὸς γύρω του, διατηρεῖται ἀκόμη ἡ ἀνάμνησή του καὶ ὁ τρόπος συγγραφῆς τῆς Ἱστορίας. Ὁ Γρηγόριος εἶναι ὁ τελευταῖος γνωστὸς Ρωμαῖος συγγραφέας τῆς Γαλατίας…

Λίγες δεκαετίες ἀργότερα, τὰ πράγματα ἔχουν χειροτερέψει πολὺ περισσότερο. Στὸ φραγκικὸ Χρονικό του λεγόμενου Φρεντεγκὰρ (σχεδὸν μοναδικὴ πηγὴ γιὰ τὴ Γαλλία τοῦ 7ου αἰῶνα), γραμμένο περὶ τὸ 660, ὁ ἀναγνώστης δύσκολα βρίσκει τὸ δρόμο τοῦ μέσα στὴν ἀποσπασματικὴ διήγηση τοῦ συγγραφέα. Διάφορες φραγκικὲς αὐλὲς ἐναλλάσσονται ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη, παράδοξά της φύσης (πλημμύρες, μετεωρίτες, κλπ

Στὴ Γαλατία, ἡ ὁποία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία λόγω τοῦ ρόλου τὸν ὁποῖο θὰ παίξει ἐπὶ Καρλομάγνου, ὁ 7ος αἰῶνας τελειώνει μὲ τὴν πλήρη κατάρρευση τοῦ τελευταίου διοικητικοῦ θεσμοῦ ποὺ εἶχε ἀπομείνει, τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξὺ 670 καὶ 790 παρατηρεῖται ἕνα τεράστιο κενὸ στὶς ἐπισκοπές. Γιὰ 150 περίπου χρόνια δὲν ὑπάρχει ἐπίσκοπος σὲ πρώην ἀκμάζουσες πόλεις, ὅπως ἡ Μασσαλία, ἡ Νίμ, ἡ Λιμόζ, ἡ Μπορντῶ, ἡ Ἀντίμπ, ἡ Γενεύη, ἡ Arles καὶ πολλὲς ἀκόμη. Σύμφωνα μὲ τὸν Pirenne, τὸ χάσμα εἶναι τόσο γενικό, ὥστε δὲν μπορεῖ νὰ ὀφείλεται σὲ τυχαῖα ἀπώλεια τῶν πηγῶν. Μᾶλλον πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ σὲ μία κοινὴ βαθύτερη αἰτία.Φαίνεται πὼς οἱ πόλεις, ἡ ἀστικὴ ζωὴ γενικότερα, παρήκμασαν τόσο ποὺ στὸ τέλος δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ διατηρήσουν οὔτε ἐπίσκοπο. Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ στὴν περιοχή.

Ἡ παρακμὴ τοῦ ἀστικοῦ τρόπου ζωῆς συνοδεύεται ἀπὸ τὴν κατάρρευση τοῦ οἰκονομικοῦ συστήματος καὶ τῶν ἐμπορικῶν ἀνταλλαγῶν. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα ὑπάρχει πλούσια βιβλιογραφία (κυρίως ἀπὸ Γάλλους ἱστορικούς) καὶ θὰ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς μελέτης μας νὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ τὰ πορίσματά της. Πάντως ἡ εἰκόνα ποὺ προκύπτει δείχνει μιὰ δυτικὴ Εὐρώπη ποὺ ἐπιστρέφει στὴν κλειστή, αὐτάρκη οἰκονομία, μὲ ἐπακόλουθο μία σημαντικὴ πτώση στὸ ἐπίπεδο διαβίωσης. Ἐκεῖ ὅπου τὰ ρωμαϊκὰ πλοῖα ἐκτελοῦσαν τακτικὰ ἐμπορικὰ δρομολόγια ἀνάμεσα στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴ Ρώμη ἢ στὴ Συρία καὶ τὴ Μασσαλία, τώρα κάθε περιοχὴ κλείνεται στὸν ἑαυτό της καὶ ἀρκεῖται στὴν τοπικὴ παραγωγή. Προϊόντα ὅπως ὁ πάπυρος καὶ τὸ μετάξι, ἐξαφανίζονται στὴ Δύση καὶ μετατρέπονται σὲ ἀποκλειστικὸ προνόμιο τῆς ἐλεύθερης Ρωμανίας.

Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ διαφορὰ τῆς Δύσης μὲ τὴν ἐλεύθερη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία γίνεται ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτικὴ εἶναι στὴ νομισματικὴ κυκλοφορία. Ἐνῶ στὴν Κωνσταντινούπολη κυκλοφορεῖ πάντα τὸ χρυσὸ «νόμισμα» (solidus), στὴ Φραγκία τοῦ 7ου καὶ 8ου αἰῶνα οὐσιαστικὰ παύει νὰ κυκλοφορεῖ χρῆμα. Σὲ συμβόλαια τοῦ 8 οὐ αἰῶνα συχνὰ οἱ τιμὲς ἀναγράφονται σὲ μονάδες δημητριακῶν ἢ ζώων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχει σταματήσει ἡ κυκλοφορία χρημάτων καὶ ἡ οἰκονομία ἐπιστρέφει καὶ πάλι στὸ στάδιο τῆς ἀνταλλαγῆς ἐμπορευμάτων. Εἶναι ἕνα πρωτόγονο στάδιο τὸ ὁποῖο εἶχε ξεπεράσει ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὸ 600 π.Χ. μὲ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τῶν ἑλληνικῶν νομισμάτων, καὶ τὸ ὁποῖο δημιουργεῖ τεράστιες δυσκολίες στὴν οἰκονομία ἑνὸς τόπου.

Γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ διαφορὰ Φραγκίας καὶ Ρωμανίας πάνω σ’ αὐτό, ἀρκεῖ νὰ θυμίσουμε ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη διατήρησε ἀνόθευτο τὸ χρυσὸ «νόμισμα» ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγ. Κωνσταντίνου μέχρι τοῦ 1078. Στὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν 750 χρόνων, τὸ «νόμισμα» ἀποτελοῦσε τὸ μοναδικὸ ἀξιόπιστο χρῆμα σὲ ὅλη τὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπ’ αὐτὴν (π.χ. στὰ Ἀραβικὰ χαλιφάτα). Τὸ solidus, ὅπως ἦταν ἡ λατινικὴ ὀνομασία του, περιεῖχε σταθερὰ 4,48 γραμμάρια χρυσοῦ καὶ ἦταν τὸ καθιερωμένο νόμισμα στὶς διεθνεῖς συναλλαγές, τὸ «δολλάριο τῆς μεσαιωνικῆς περιόδου», ὅπως σωστὰ ἔχει ἀποκληθεῖ. Οἱ ὑπηρεσίες, οἱ μισθοί, τὰ προϊόντα, οἱ φόροι καὶ τὰ κατὰ καιροὺς λύτρα σὲ ἐχθροὺς ἐκφράζονταν ὅλα σὲ «νομίσματα» τὰ ὁποῖα εἶχαν σταθερὴ ἀξία ἐπὶ ὀκτὼ αἰῶνες. Πρόκειται γιὰ τὸ μακροβιότερο παράδειγμα νομισματικῆς σταθερότητας σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἱστορία τῆς Εὐρώπης.

Ἀσχοληθήκαμε σὲ κάποια ἔκταση μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης κατὰ τοὺς «σκοτεινοὺς χρόνους» γιὰ δύο λόγους. Πρῶτο, διότι ἔτσι ἀποδίδεται πιὸ ἀνάγλυφα ἡ διαφορὰ μὲ τὴ «βυζαντινή» αὐτοκρατορία ἡ ὁποία συνέχισε νὰ διατηρεῖ καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ μέσα σὲ συνθῆκες οἰκονομικὲς εὐμάρειας ἐντελῶς ἄγνωστες στὴ Δύση. Καὶ δεύτερο, διότι αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν περίοδο, τὴ γεμάτη βαρβαρότητα καὶ σκοτάδι, γεννήθηκαν οἱ θρασύτατοι ἰσχυρισμοὶ τῶν Φράγκων περὶ τῆς ἀνωτερότητας τῆς θεολογίας τους καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τους. Οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοί, ὅπως θὰ δοῦμε, συνοδεύτηκαν ἀπὸ συστηματικὴ πλαστογράφηση τῆς Ἱστορίας καὶ ἐπίμονη κατασυκοφάντηση τῶν ἐλεύθερων Ρωμαίων.

Ἡ κατασυκοφάντηση τοῦ «Βυζαντίου» ἦταν ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἀπόκρυψη τοῦ μεγέθους τῆς βαρβαρότητας τῆς μεσαιωνικῆς Δύσης, ἀφοῦ ἡ ὕπαρξη καὶ μόνον τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ρωμανίας (μὲ τὶς ἀναπόφευκτες συγκρίσεις ποὺ προκαλεῖ) ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο πειστήριο γιὰ τὴ βαρβαρότητα τῆς Δύσης. Χάρη στὴ στρατιωτικὴ ἰσχὺ τῶν Φράγκων, τὸ δυτικὸ ἰδεολογικὸ σχῆμα ἐπικράτησε ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα στὴν Εὐρώπη. Εἶναι ἑπομένως σημαντικὸ νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας τὸ πολιτιστικὸ (καλύτερα πρωτογονικό) πλαίσιο μέσα στὸ ὁποῖο γεννήθηκε ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ σὲ σύγκρουση μὲ τὸν ἑλληνορωμαϊκό.

Ἀπόρροια τοῦ φραγκικοῦ ἰδεολογικοῦ σχήματος ἀποτελεῖ καὶ ἡ ἀξιολόγηση πολλῶν δυτικῶν ἱστορικῶν γιὰ τοὺς μέσους χρόνους τῆς «βυζαντινῆς» αὐτοκρατορίας. Οἱ ἱστορικοὶ αὐτοὶ προσπάθησαν, γιὰ ἄλλη μία φορά, νὰ ἐπιβάλουν τὶς δικές τους ἐμπειρίες καὶ τὸ δικό τους κοσμοείδωλο σὲ ὁλόκληρή τη Χριστιανικὴ Εὐρώπη. Ἔτσι ὀνόμασαν «σκοτεινοὺς χρόνους» καὶ μία ἀνάλογη περίοδο τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ αὐτοκρατορία ἔζησε στιγμὲς θριάμβου κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα (καὶ μόνο τὸ χτίσιμο τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη σκοταδιοῦ…) καὶ γέννησε ὁρισμένα ἀπὸ τὰ λαμπρότερα ὀνόματα τοῦ μεσαίωνα κατὰ τὸν 9ο, 10ο καὶ 11ο αἰῶνα (Φώτιος, Κύριλλος, Μεθόδιος, Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος, Μιχαὴλ Ψελλός), τὸ σχῆμα ἀναγκαστικὰ ἔπρεπε νὰ περιοριστεῖ σὲ δύο αἰῶνες μόνο: τὸν 7ο καὶ 8ο.

Φυσικὰ σκοτάδι ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὑπῆρχε μονάχα στὰ μυαλὰ τῶν ἡγεμονίσκων ποὺ ξεπηδοῦσαν ἀπὸ τοὺς «σκοταδομουχλοδρυμοὺς τῆς Βαυαρίας», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο. Ἡ ἀμυνόμενη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία εἶδε τὸ ἔδαφός της νὰ συρρικνώνεται ἀπὸ τὴν ἐντυπωσιακὴ ἐπέλαση τῶν Ἀράβων, ἀλλὰ πάντως κατάφερε τελικὰ νὰ τοὺς ἀνακόψει καὶ νὰ διατηρήσει τὸν πολιτισμό της. Σίγουρα ὑπάρχει μία πνευματικὴ ὑποχώρηση αὐτὴ τὴν ἐποχή, ποὺ ὀφείλεται μᾶλλον στὸ ὅτι ἡ αὐτοκρατορία ρίχνει τὸ βάρος στὴ στρατιωτικὴ ὀργάνωση (τὸν 7ο αἰῶνα ἐμφανίζονται τὰ «θέματα» ἐπικεφαλῆς τῶν ὁποίων τοποθετοῦνται στρατηγοί). Εἶναι μία περίοδος ἀνασύνταξης γιὰ τὸ κράτος ποὺ ἔχει χάσει ὁριστικὰ ὄχι μόνο τὴ Δύση ἀλλὰ καὶ τὴ Συρία, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Β. Ἀφρική. Οἱ οἰκονομικὲς συνέπειες ἦταν τεράστιες. Χάνοντας τὴν Αἴγυπτο, ἡ αὐτοκρατορία ἔχανε τὸν παραδοσιακὸ σιτοβολώνα της. Ταυτόχρονα, ὅπως ἔχει τονίσει ὁ Pirenne, οἱ Σαρακηνοὶ πειρατὲς ποὺ κυριάρχησαν στὴ Μεσόγειο, ἔκοψαν τὶς ἐπικοινωνίες ἀνάμεσα στὰ τμήματα τῆς ἄλλοτε ρωμαϊκῆς λίμνης. Γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ 900 χρόνια, ἡ Μεσόγειος ἔπαυε νὰ εἶναι ἀνοιχτὸς δρόμος ἐπικοινωνίας καὶ μετατρεπόταν σὲ ἀδιαπέραστο σύνορο ἐχθρικῶν λαῶν.

Τὴ μεγαλύτερη καταστροφὴ τὴν ἔφερε ἴσως ἡ εἰκονομαχία, ποὺ ἐπὶ 120 χρόνια δίχασε τὸ κράτος. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ αὐτὴ τὴν περίοδο δὲν ἔχουμε πολλὲς πληροφορίες. Ἔχουν σωθεῖ λίγες πηγές, μὲ πιὸ πλήρη τη «Χρονογραφία» τοῦ Θεοφάνη. Ὡστόσο αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἔχει σχέση τόσο μὲ τὴν πτώση τῆς καλλιέργειας τῶν γραμμάτων ὅσο μὲ τὴν εἰκονομαχικὴ διαμάχη, οἱ δύο παρατάξεις κατέστρεφαν ἡ μία τὰ ἔργα τῆς ἄλλης, μόλις ἀνέβαιναν στὴν ἐξουσία. Πρόκειται γιὰ μία μορφὴ ἐμφύλιου πολέμου ποὺ ἄφησε πίσω τοῦ πολλὰ ἐρείπια.

Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ εἰκόνα ποὺ προβάλλει μέσα ἀπὸ τὴ νεώτερη ἔρευνα μαρτυρεῖ τουλάχιστο μία συνέχεια καὶ ὄχι μία ρήξη στὴν παιδεία αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες. Τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης συνέχισε νὰ λειτουργεῖ. Γνωρίζουμε γιὰ τὸ Γεώργιο Χοιροβοσκὸ καὶ τὸ Στέφανο Ἀλεξανδρέα, καθηγητὲς ποὺ δίδασκαν γραμματική, Ἀριστοτέλη καὶ Πλάτωνα στὰ μέσα του 7ου αἰῶνα. Σύμφωνα μὲ τὸν Lemerle, ὁ ὁποῖος ἔχει καταβάλει ἐξαντλητικὲς προσπάθειες νὰ ἀνασυνθέσει τὸ ἐκπαιδευτικὸ πρόγραμμα ἐκείνων τῶν αἰώνων, δὲν παρατηρεῖται διακοπὴ στὴ στοιχειώδη καὶ μέση ἐκπαίδευση, οὔτε κἄν ἀξιόλογη ἀλλαγὴ στὴ δομὴ καὶ στὸ πρόγραμμα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα. 

Γιὰ τὴν ἀνώτερη ἐκπαίδευση οἱ πληροφορίες λείπουν ἀπὸ τὸ 700 καὶ μετά. Πιθανότατα ὑπάρχει μία κρίση, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει καὶ ἐξαφάνιση. Ἀπὸ τοὺς βίους τοῦ Ταρασίου (Πατριάρχη 784-806), τοῦ Νικηφόρου (Πατριάρχη 806815) καὶ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτη προκύπτουν ὁρισμένα στοιχεῖα γιὰ τὴν ὕπαρξη ἀνώτερης παιδείας στὰ μέσα του 8ου αἰῶνα. Ὁ Νικηφόρος σπούδασε κατὰ σειρὰ γραμματική, ρητορική, ἀστρονομία, γεωμετρία, μουσική, ἀριθμητική, καὶ ὁλοκλήρωσε μὲ φιλοσοφία. Ὅπως πιστεύει ὁ Lemerle, αὐτὸ θὰ ἦταν τὸ πρόγραμμα ἀνώτατων σπουδῶν τῆς ἐποχῆς.Μάλιστα ὁ Βίος τοῦ Νικηφόρου, ποὺ διασώζεται, περιέχει ἕνα ἐκτενὲς τμῆμα ὅπου παρουσιάζονται μεγάλα ἀποσπάσματα τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ἡ μελέτη τοῦ Ἀριστοτέλη δὲν ἔπαυσε ποτὲ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀκόμη καὶ στοὺς «σκοτεινοὺς χρόνους». Λίγες δεκαετίες ἀργότερα, στὴν αὐτοκρατορία ἄρχισε μία σπουδαία ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων μὲ κορυφαία μορφὴ τὸ Φώτιο, ὁ ὁποῖος στὴ «Βιβλιοθήκη» τοῦ παραθέτει καὶ σχολιάζει κάπου 280 βιβλία τὰ ὁποῖα εἶχε διαβάσει ὁ ἴδιος. Ἡ ἀναγέννηση αὐτὴ προφανῶς δὲ θὰ ἦταν δυνατὴ ἂν δὲν εἶχαν διασωθεῖ καὶ μελετηθεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα στὴν Κωνσταντινούπολη. Δὲν πρέπει, τέλος, νὰ ξεχνᾶμε ὅτι σ’ αὐτὰ τὰ «σκοτεινὰ χρόνια» γράφτηκε τὸ κορυφαῖο ποιητικὸ ἔργο ὅλου τοῦ μεσαίωνα στὴ γλώσσα μας, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ἡ παραπάνω εἰκόνα, ὅπως εἶναι εὐνόητο, δὲν ἀντέχει σὲ σύγκριση μὲ τὸ τί συνέβαινε στὴ Φραγκοκρατούμενη Δυτικὴ Ρωμανία, ὅπου ὁ πλήρης ἀναλφαβητισμὸς δὲν ἐπέτρεπε κὰν τὴν ἀντιγραφὴ καὶ διάσωση χειρογράφων. Ἀκόμη κὰ οἱ «μορφωμένοι» Φράγκοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Καρλομάγνου δὲν εἶχαν στὴ διάθεσή τους τοὺς συγγραφεῖς ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁρίζεται ὁ κλασικὸς πολιτισμός: οὔτε τὸν Ὅμηρο, οὔτε τὸν Αἰσχύλο, οὔτε τὸ Σοφοκλῆ, οὔτε τὸ Θουκυδίδη, οὔτε τὸν Δημοσθένη, οὔτε τὸν Εὐκλείδη, ἐνῶ ἀπὸ τὰ εἰκοσιέξη ἔργα τοῦ Πλάτωνα γνώριζαν μόνον ἕνα, τὸν «Τιμαῖο».Εἶναι ἄλλωστε χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Καρλομάγνος, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν γιὸς καὶ ἐγγονὸς τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ, ἦταν ἀναλφάβητος καὶ μόνο σὲ μεγάλη ἡλικία ἔκανε προσπάθειες νὰ μάθει γραφὴ καὶ ἀνάγνωση.

Ἡ πολιτιστικὴ ἄβυσσος ποὺ χώριζε τὴ Ρωμανία ἀπὸ τὴ Φραγκία δὲν περιοριζόταν μόνο στὰ γράμματα καὶ στὴν οἰκονομικὴ ἀνάπτυξη. Ἁπλωνόταν σὲ κάθε ἀνθρώπινη δραστηριότητα. Ὅταν ἡ πριγκήπισσα Θεοφανῶ (ἀνηψιὰ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Τσιμισκῆ) παντρεύτηκε τὸν Ὄθωνα Β΄καὶ πῆγε στὴ Γερμανία, οἱ Γερμανοὶ σκανδαλίστηκαν ἐπειδὴ ἔκανε μπάνιο καὶ ἐπειδὴ φοροῦσε μεταξωτὰ ροῦχα. Μία γερμανίδα μοναχὴ μάλιστα ἰσχυριζόταν πὼς εἶδε σὲ ὅραμα ὅτι αὐτὲς οἱ φρικτὲς συνήθειες τὴν ἔστειλαν στὴν κόλαση. Λίγα χρόνια ἀργότερα, ἡ ἐξαδέλφη τῆς Μαρία ἡ Ἀργυρή, ἔκανε τοὺς Βενετοὺς νὰ φρίξουν ἐπειδὴ ἔφερε γιὰ πρώτη φορᾶ πηρούνια στὴ Βενετία. Ἀβυσσαλέα ἦταν ἐπίσης ἡ διαφορὰ στὴ θέση τῆς γυναίκας ἀνάμεσα στοὺς δύο κόσμους. Ἕνα μόνο χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀπεικονίσει τὸ πολιτιστικὸ χάσμα Ρωμανίας καὶ Δύσης: τὸ 1125, στὸ νοσοκομεῖο τῆς μονῆς Παντοκράτορος στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπηρετοῦσαν, μαζὶ μὲ τοὺς ἄντρες γιατρούς, μία γυναίκα γιατρός, τέσσερις γυναῖκες βοηθοὶ γιατροί, καὶ δύο γυναῖκες ἀναπληρωματικοὶ βοηθοί.Τὴν ἴδια ἐποχὴ οἱ δυτικοὶ θεολόγοι προσπαθοῦσαν ἀκόμη νὰ ἀποφανθοῦν ἂν ἡ γυναίκα ἔχει ψυχὴ ἢ ὄχι, ἂν εἶναι δηλαδὴ ἄνθρωπος ἢ ὄχι….

Αὐτοὶ οἱ βάρβαροι, λοιπόν, ἦταν ποὺ ἀποφάσισαν νὰ χτίσουν μία «Δυτικὴ Εὐρώπη» σὲ σύγκρουση μὲ τὴ Ρωμανία καὶ νὰ ἐπιβάλουν στοὺς Ρωμηοὺς τοῦ δικό τους «πολιτισμό». Ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα, μάλιστα, ἄρχισαν νὰ ζαλίζουν τοὺς Ρωμηοὺς μὲ σειρὰ ἔργων ποὺ ἐπιγράφονταν «Contra errors Graecorum», στὰ ὁποῖα «ἀποδείκνυαν» τὰ ἀμέτρητα δογματικὰ καὶ ἄλλη λάθη τῶν «Γραικῶν». Σήμερα οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν τῶν βαρβαρικῶν φυλῶν προσπαθοῦν νὰ πείσουν καὶ ὅσους Ρωμηοὺς δὲν ἔπεισαν ἀκόμη ὅτι μοιραζόμαστε ὅλοι τὴν ἴδια «κοινὴ πολιτιστικὴ κληρονομιά» καὶ ἄρα θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχθοῦμε ὑποχωρήσεις ἀκόμη καὶ σὲ ἐθνικά μας δίκαια προκειμένου νὰ μὴν τοὺς στεναχωροῦμε. Ὁ προχωρημένος ἐκδυτικισμὸς τῆς Ἑλλάδας κάνει ἀσφαλῶς πολὺ πιὸ εὔκολη τὴν ἀποδοχὴ τέτοιων ἀπαιτήσεων.

Λέγεται συχνὰ ὅτι ἡ κύρια συνεισφορὰ τοῦ «Βυζαντίου» στὴν ἀνθρωπότητα ὑπῆρξε ἡ διάσωση τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ἔργων στὴν ποίηση, τὴ φιλοσοφία, κλπ

Ἡ μεγάλη τραγωδία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας εἶναι ὅτι στὴ σύγκρουση Ρωμαίων καὶ βαρβάρων στὴ Δύση δὲ συνέβηκε τὸ ἴδιο. Ὁ ἑλληνορωμαϊκὸς πολιτισμὸς ἐξαφανίστηκε ταχύτατα κατὰ τὸν 6ο καὶ 7ο αἰῶνα, ὅπως εἴδαμε παραπάνω. Ὑπάρχει μόνο μία ἐξήγηση γιὰ αὐτό, καὶ ἡ κατανόησή της ἀποτελεῖ κεντρικὸ σημεῖο γιὰ τὴν κατανόηση τῆς γένεσης τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἁπλούστατα, Ρωμαῖοι καὶ βάρβαροι δὲ συγχωνεύθηκαν ποτὲ στὴ Δύση. Παρέμειναν ἀποκομμένοι, τελικά, ἐπειδὴ οἱ βάρβαροι στάθηκαν, μὲ λίγες ἐξαιρέσεις, ἀνίκανοι νὰ δεχτοῦν τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό, ἀνίκανοι νὰ ἐκτιμήσουν ὁτιδήποτε πέρα ἀπὸ ὁρισμένα ἐξωτερικὰ τελετουργικὰ στοιχεῖα. Τὴ βαθύτατη γνώση τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τοῦ κόσμου, τοῦ τέλους τῆς Ἱστορίας καὶ ὅλα ὅσα εἶχε νὰ προσφέρει ἡ σοφία τῶν ἑλληνόφωνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τὰ θεωροῦσαν (καὶ τὰ θεωροῦν) «βυζαντινισμούς», ἄσκοπες καὶ ἀκατανόητες θεολογικὲς συζητήσεις. Ἡ ἐλπίδα τῶν Ρωμηῶν ὅτι τὰ γερμανικὰ φύλα θὰ ἀποδέχονταν σταδιακὰ τὸν ἐκπολιτισμὸ σκόνταψε πάνω στὴν ἀλαζονεία καὶ στὰ πολιτικὰ σχέδια τῶν Φράγκων. Στὸ δίλημμα «Ρωμηοσύνη ἢ βαρβαρότητα», ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη προτίμησε ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ μεσαίωνα τὴ βαρβαρότητα. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ μπεῖ σὲ μία νέα περίοδο ἀκμῆς ἀναζωογονημένη ἀπὸ τὶς νέες φυλὲς ποὺ εἰσέρχονταν στὴν πολιτιστική της σφαίρα, κατρακύλησε σὲ προϊστορικὰ σκοτάδια καὶ ὑποχρεώθηκε νὰ ξαναρχίσει ἀπὸ τὸ μηδέν.

Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα οἱ βάρβαροι ἄρχισαν σιγά-σιγὰ νὰ στήνουν τὸ δικό τους πολιτισμό, ξεκινώντας ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ τὸν πρωτογονισμό. Οἱ περισσότεροι σύντομα ἐξαφανίστηκαν. Ὀνόματα ποὺ τὸ ἄκουσμά τους ἔσπερνε τρόμο κατὰ τὸν 5ο καὶ 6ο αἰῶνα δὲν ἔμειναν παρὰ ὡς ἦχοι χωρὶς ὑπόσταση σήμερα: Ὀστρογότθοι, Βησιγότθοι, Ἔρουλοι, Βάνδαλοι, Γέπιδες, Σουῆβοι, Λογγοβάρδοι καὶ πολλοὶ ἄλλοι χάθηκαν χωρὶς νὰ ἀφήσουν ἴχνη, μὲ μοναδικὴ ἐξαίρεση τοῦ Φράγκους. Οἱ Φράγκοι κατάφεραν ὄχι μόνο νὰ ἐξαφανίσουν τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ στὸ τμῆμα τῆς Ρωμανίας ποὺ περιῆλθε στὴν κατοχή τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιζήσουν ὡς τὶς μέρες μας, πρωταγωνιστώντας στὴ δυτικοευρωπαϊκὴ Ἱστορία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶναι καὶ ὄχι μία ἤπειρος στηριγμένη στὸ χριστιανικὸ ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό. Κάτι περισσότερο: οἱ Φράγκοι πέτυχαν νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸ ὄνομα «Εὐρώπη» ἀποσπῶντας το ἀπὸ τὸν μόνο πολιτισμένο λαὸ τῆς ἐποχῆς, τοὺς Ρωμαίους. Μὲ ἐπίμονες μακραίωνες προσπάθειες ἔπεισαν μάλιστα καὶ πολλοὺς Ρωμαίους ὅτι στὴν «Εὐρώπη» ἀνήκουν μόνον οἱ Φράγκοι καὶ οἱ ἀπόγονοί τους, καὶ ὅτι οἱ Ρωμηοὶ εἶναι κάτι τὸ ξένο, κάτι τὸ κατώτερο. Ὅταν τὸ σχέδιο ὁλοκληρωθεῖ, δὲ θὰ μείνει καμιὰ διαφορετικὴ φωνὴ γιὰ νὰ ἀποκαλύπτει τὴ διαστρέβλωση τῆς Ἱστορίας καὶ τὰ ἐγκλήματα τῶν δυτικοευρωπαίων ἐναντίον τοῦ ὑψηλότερου πολιτισμοῦ τὸν ὁποῖο ἀνέδειξε ποτὲ ἡ ἤπειρός μας. Ἀκόμη χειρότερα, οἱ κομπλεξαρισμένοι Ρωμηοὶ θὰ τρέχουν οἱ ἴδιοι νὰ καταστρέψουν τὸν πολιτισμό τους, ἐκλιπαρῶντας τοὺς δυτικοὺς γιὰ πιστοποιητικὰ «εὐρωπαϊκότητας», στερώντας ἔτσι ἀμετάκλητα τὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσει μία ζωὴ διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ μαζική, νευρωτική, ἀλλοτριωμένη ὕπαρξη ποὺ τῆς προτείνει ἡ Δύση…

Αὐτὲς οἱ ἁπλὲς διαπιστώσεις θὰ ἦταν περιττὲς ἂν οἱ δυτικοὶ δὲν εἶχαν πετύχει νὰ ἀλλοιώσουν τὴν εἰκόνα σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θεωρεῖται σήμερα ταυτολογία τὸ ὅτι ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι γέννημα τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ. Χρειάζεται λοιπὸν νὰ ἐπαναλαμβάνονται ὁρισμένες ἁπλὲς ἀλήθειες ὥστε νὰ διαλυθεῖ ὁριστικὰ αὐτὴ ἡ σύγχυση. Καὶ κυρίως νὰ θυμόμαστε πὼς τὸ ὅτι χάθηκαν τὰ ἀρχαία ἔργα στὴ Δύση σημαίνει ὅτι κάποιοι τὰ κατέστρεψαν. Αὐτοὶ οἱ κάποιοι δὲν ἦταν οἱ Ρωμαῖοι – ἀντίθετα γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἐλεύθεροι Ρωμαῖοι της Ἀνατολῆς ἦταν οἱ μόνοι ποὺ τὰ διατήρησαν. Τὰ κατέστρεψαν οἱ βάρβαροι, Φράγκοι καὶ λοιποί. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι τὸ «Βυζάντιο» διέσωσε τὰ ἔργα τῆς ἀρχαιότητας, τὸ σημαντικὸ σ’ αὐτὴ τὴν παρατήρηση δὲν εἶναι ὅτι τὰ ἔργα αὐτὰ διασώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἐλεύθερους Ρωμαίους. Αὐτὸ εἶναι κάτι φυσιολογικὸ καὶ αὐτονόητο. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι κάποιοι ἄλλοι, μὴ Ρωμαῖοι, οἱ βάρβαροι πρόγονοι τῶν δυτικοευρωπαίων προτίμησαν νὰ συγκρουστοῦν μὲ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό, νὰ καταστρέψουν καὶ νὰ ἐξαφανίσουν αὐτὰ τὰ ἔργα. Ἡ ἐπιλογὴ τῆς καταστροφῆς τοῦ «ξένου», τοῦ ἄγνωστου, παρέμεινε βασικὸ γνώρισμα τῆς Δύσης σὲ ὅλες τὶς συναντήσεις της μὲ ἄλλους πολιτισμούς. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα πιὸ ἁρμόδιοι γιὰ νὰ μιλήσουν θὰ ἦταν οἱ Ἴνκας, οἱ Ἀζτέκοι καὶ οἱ Ἰνδιάνοι τῆς Β. Ἀμερικῆς…
 

Κεφάλαιο 7

Ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῶν «Γραικῶν»

Κατὰ τὸν 8ο αἰῶνα ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορᾶ ἡ λέξη «Γραικοὶ – Graeci» ὡς ἐθνικὴ ὀνομασία τῶν ἑλληνοφώνων κατοίκων τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ λέξη δήλωνε παλιότερα στὰ λατινικά τους Ἕλληνες. Στὴ συνέχεια ὅμως χάθηκε ὡς ἐθνικὸ ὄνομα, ἀφοῦ χάθηκε ἡ ἐθνικὴ σημασία τῆς λέξης «Ἕλληνας». Τὸ ὄνομα Graeci (καὶ τὰ παράγωγά του Greek, Grec, κλπ

Στὸ κεφάλαιο 3 εἴδαμε ὅτι οἱ ὑπήκοοι τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς Ρωμαίους καὶ ἡ Αὐτοκρατορία συνέχισε νὰ ὀνομάζεται ρωμαϊκὴ μέχρι τὴν κατάλυσή της ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς γνώριζαν καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ ποὺ ἔρχονταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Αὐτοκρατορία ὡς τὸν 8ο αἰῶνα. Γιὰ παράδειγμα, οἱ Ἄραβες ποὺ κατέκτησαν τεράστιες ἐκτάσεις μετὰ τὸ 630 ἤξεραν πὼς κατακτοῦν Ρωμαίους («Ρούμ» στὴν ἀραβική, ὅπως καὶ ἀργότερα στὴν τουρκική). Μέχρι καὶ σήμερα, 1300 χρόνια ἀπὸ τότε, στὴ Συρία καὶ στὸ Λίβανο ζοῦν, σύμφωνα μὲ δικές τους ἐκτιμήσεις, 1.200.000 Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μιλᾶνε ἀραβικὰ ἀλλὰ δηλώνουν πὼς εἶναι «Ροὺμ Ὀρτοντόξ». Ὄχι Σύριοι ἢ Λιβανέζοι (ἔτσι κι ἀλλιῶς αὐτὲς δὲν εἶναι ἐθνικὲς διαφορὲς μέσα στὸ ἑνιαῖο ἀραβικὸ ἔθνος), ἀλλὰ «Ρωμηοὶ Ὀρθόδοξοι», ἀπόγονοι τῶν κατακτημένων Ρωμαίων του 7ου αἰῶνα ποὺ κατάφεραν μετὰ ἀπὸ 1300 χρόνια νὰ διατηροῦν τὴ θρησκεία τους καὶ τὴν ἐθνική τους συνείδηση καὶ ποὺ δακρύζουν καὶ σήμερα ὅταν συναντοῦν κάποιον Ρωμηό…

Μὲ τὴ λέξη «Ρωμαῖοι» μας ὀνόμασαν, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ οἱ βαρβαρικοὶ λαοὶ ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴ Δυτικὴ Ρωμανία. Ἔτσι τὸ φραγκικὸ Χρονικό του λεγόμενου Φρεντεγκὰρ ἀναφέρει τὸ Φωκᾶ (602-610) ὡς «Ρωμαῖο πατρίκιο» ποὺ ἀνέλαβε τῆς ἐξουσία τοῦ 602.Στὴ συνέχεια τὸ Χρονικὸ ἐξυμνεῖ μὲ σπάνια λαμπρότητα τὸν Ἡράκλειο, νικητὴ τῶν Περσῶν: «Ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἦταν ἐντυπωσιακὸς στὴν ἐμφάνιση, ὄμορφος, ψηλός, γενναιότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ σπουδαῖος πολεμιστής. Συχνὰ σκότωνε λιοντάρια στὸν ἱππόδρομο καὶ ἀγριογούρουνα σὲ ἀπόμερες περιοχές….».Εἶναι ἀκόμη ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ Χριστιανικὴ Οἰκουμένη παραμένει ἑνιαία καὶ ἔχει στὴν κορυφὴ τῆς τὸ Ρωμαῖο αὐτοκράτορα.

Καὶ μετὰ τὸν Ἡράκλειο ἡ Αὐτοκρατορία ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποκαλεῖται Ρωμαϊκή. Στὸ IV, 66 τοῦ Φρεντεγκὰρ διαβάζουμε ὅτι τὸν Ἡράκλειο «διαδέχτηκε ὁ γιὸς τοῦ Κωνσταντῖνος, στὴ βασιλεία τοῦ ὁποίου ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία λεηλατήθηκε ἄγρια ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς». Πουθενὰ στὸ Χρονικό του Φρεντεγκὰρ ἢ τῶν Συνεχιστῶν του (ποὺ ἔγραψαν μέχρι τὸ 760) δὲν ὑπάρχει ἔστω καὶ μία φορᾶ ἡ λέξη «Γραικοί» γιὰ τοὺς «βυζαντινούς». Εἶναι φανερὸ ὅτι μέχρι τὸ 760 οἱ Φράγκοι δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀποφασίσει νὰ διαστρέψουν τὴν Ἱστορία ὀνομάζοντας Γραικοὺς τοὺς ἐλεύθερους Ρωμαίους της Αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα δέχονταν ὅτι ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν μία καὶ ὅτι ἡ Ρώμη ἀνῆκε σ’ αὐτήν, ὅπως φαίνεται στὸ Συνεχιστὴ τοῦ Φρεντεγκὰρ (παράγραφος 37) ὅπου περιγράφονται οἱ πόλεμοι Φράγκων – Λογγοβάρδων τὸ 754, μετὰ τὴν ἔκδηλή του Πάπα Στεφάνου πρὸς τοὺς Φράγκους γιὰ βοήθεια, (Λεπτομέρειες γιὰ αὐτὰ τὰ γεγονότα θὰ ἀναφέρουμε στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο). Σὲ ὅλο τὸ Χρονικὸ ὑπάρχει ἀκόμη ἕνας σεβασμὸς καὶ ἕνα φιλικὸ κλίμα στὶς ἀναφορὲς στὴν Αὐτοκρατορία.

Ἐνῶ οἱ Συνεχιστὲς τοῦ Φρεντεγκὰρ δὲν ἀναφέρουν ποτὲ τὴ λέξη Graeci, εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, τὸ 780, τὰ πράγματα ἀρχίζουν νὰ ἀλλάζουν. Οἱ Φράγκοι μὲ τὸν Καρλομάγνο ἔχουν ὑποτάξει τοὺς Λογγοβάρδους καὶ ἔχουν δημιουργήσει ἕνα βασίλειο ποὺ ἁπλώνεται στὴ σημερινὴ Γαλλία, Γερμανία, Ἐλβετία, Αὐστρία καὶ Β. Ἰταλία.

Στὴν «Ἱστορία τῶν Λογγοβάρδων» τοῦ Παύλου Διακόνου, ὁ ὁποῖος ζεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ Καρλομάγνου, χρησιμοποιοῦνται κάποιοι περίεργοι νεολογισμοί. Οἱ ἐλεύθεροι Ρωμαῖοι ἀρχίζουν ἀνεξήγητα νὰ ἀποκαλοῦνται Γραικοί. Στὴ διήγηση μέχρι τὸν Ἡράκλειο δὲν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα: «ὁ Ἡράκλειος, γιὸς τοῦ Ἠρακλειώνα ἀνέλαβε τὴν κυβέρνηση τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους». Μάλιστα τὸν Τιβέριο ποὺ ἀνέβηκε στὸ θρόνο τὸ 578 τὸν ὀνομάζει ξεκάθαρα «πεντηκοστὸ αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων», σὲ ἀδιατάρακτη συνέχεια ἀπὸ τὸν Ὀκταβιανὸ Αὔγουστο.Ξαφνικὰ γύρω στὸ 650 ἐμφανίζονται οἱ «Γραικοί»: «Ὅταν ἦρθαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ Γραικοὶ νὰ λεηλατήσουν τὸ ἱερὸ τοῦ ἁγίου ἀρχαγγέλου (Μιχαήλ) ποὺ βρισκόταν στὸ βουνὸ Γκαργκάνους, ὁ Γριμουὰλτ (δούκας τῶν Λογγοβάρδων) ἔπεσε πάνω τοὺς μὲ τὸ στρατό του καὶ τοὺς κατέσφαξε».Λίγο ἀργότερα ὅμως, ἀναφερόμενος στὸν Κωνσταντῖνο τὸ Δ’ γράφει πὼς «ἀνέλαβε τὴν κυβέρνηση τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμαίων ὁ Κωνσταντῖνος, γιὸς τοῦ αὐτοκράτορα Κωνστάντιου, καὶ βασίλεψε τοὺς Ρωμαίους γιὰ δεκαεφτὰ χρόνια».Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνει γιὰ τὸ διάδοχο τοῦ Κωνσταντίνου Δ’, Ἰουστινιανὸ Β’, ὁ ὁποῖος «ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία τῶν Ρωμαίων καὶ τὴν κράτησε γιὰ δέκα χρόνια».Ἐννοεῖται ὅτι σὲ ὅλες τὶς ἀναφορὲς στοὺς Ρωμαίους της Ἰταλίας ὁ Παῦλος Διάκονος διατηρεῖ τὸ ἀληθινό τους ὄνομα, εἴτε εἶναι ὑπόδουλοι τῶν Λογγοβάρδων ποὺ ἐπαναστατοῦν (π.χ. ἡ Πάντοβα τὸ 599) εἴτε ἐλεύθεροι ποὺ διατηροῦν τὶς περιοχὲς τοὺς (π.χ. ἡ Κλάσις τὸ 724 ποὺ «μὲ ἐντολὴ τοῦ Λιούτπραντ ἀποδόθηκε πάλι στοὺς Ρωμαίους»).

Ἡ «Ἱστορία τῶν Λογγοβάρδων» τοῦ Παύλου Διακόνου περιέχει ὁρισμένες κραυγαλέες ἀντιφάσεις, οἱ ὁποῖες χρησιμοποιήθηκαν ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ τὴ δυτικὴ προπαγάνδα. Ἔτσι, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας πηγαίνει στὴν Ἰταλία (662) καὶ ἀρχίζει νέο ἀπελευθερωτικὸ πόλεμο κατὰ τῶν Λογγοβάρδων, ὁ Παῦλος Διάκονος γράφει ὅτι οἱ τελευταῖοι ἔστειλαν κάποιον ἀγγελιαφόρο τὸν ὁποῖο «συνέλαβαν οἱ Γραικοὶ καὶ τὸν ἔφεραν στὸν αὐτοκράτορα».Ξαφνικὰ δηλαδὴ οἱ Ρωμαῖοι μετατρέπονται σὲ Γραικούς. Παραμένουν «Γραικοί» ὅσο βρίσκονται στὴν Ἰταλία, ὅπου ὁ συγγραφέας περιγράφει σκηνὲς μεγάλων δεινῶν γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Ρώμης καὶ τῆς Νότιας Ἰταλίας. «Ἀκόμη καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ μετέφερε μακριά, μὲ αὐτοκρατορικὴ διαταγή, ἡ φιλαργυρία τῶν Γραικῶν».Καὶ πιὸ κάτω: «ὁ βασιλιὰς Γριμουάλτ, ὅταν οἱ Μπενεβεντίνοι καὶ οἱ ἐπαρχίες τοὺς ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τοὺς Γραικοὺς ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸ παλάτι τοῦ στὸ Τίκινουμ».

Τὸ περίεργο εἶναι ὅτι, μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἡ ἀφήγηση συνεχίζεται μιλώντας γιὰ Ρωμαίους καὶ αὐτοκράτορα Ρωμαίων στὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι καὶ τὸν Λέοντα Β’ τὸ 695. Ὅσο, δηλαδή, ὁ ρωμαϊκὸς στρατὸς ὑπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κώνστα πολεμάει τοὺς Λογγοβάρδους καὶ ἐλευθερώνει τοὺς ὑπόδουλους Ρωμαίους, δὲν εἶναι (γιὰ τὸν Παῦλο Διάκονο) ρωμαϊκός, ἀλλὰ γραικικός. Μόλις ὁ αὐτοκράτορας ἐπιστρέφει στὴν Κωνσταντινούπολη ξαναγίνεται Ρωμαῖος. Ὅλα αὐτὰ θὰ ἦταν ἀρκετὰ κωμικά, ἂν δὲν γράφονταν συνειδητὰ καί, τὸ χειρότερο, ἂν δὲν γίνονταν ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν δυτικῶν ἱστορικῶν. Ἐπειδὴ ὅμως γράφονταν συνειδητά, καὶ ἐπειδή, ὅπως γνωρίζουμε σήμερα, ἡ υἱοθέτηση πλαστῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων ἐξυπηρετεῖ πάντοτε βαθύτερους σκοπούς, χρειάζεται νὰ δοθεῖ καὶ κάποια ἑρμηνεία.

Κατὰ τὴ γνώμη μας ὑπάρχει μόνο μία δυνατὴ ἑρμηνεία γιὰ αὐτὴ τὴν ἀντίφαση. Εἶναι αὐτὴ ποὺ προτείνει ὁ Ρωμανίδης. Κάποια στιγμὴ μετὰ τὸ 750, οἱ Φράγκοι συνέλαβαν ἕνα κολοσσιαῖο ἰμπεριαλιστικὸ σχέδιο, τὴ δημιουργία μίας αὐτοκρατορίας ποὺ θὰ περιλάμβανε τὴν Ἰταλία καί, βέβαια, τὴν πόλη-θρύλο, τὴ Ρώμη. Γιὰ νὰ ἐλαχιστοποιήσουν τὰ ἐμπόδια, ἔπρεπε νὰ ἀποκόψουν τοὺς Ρωμαίους της Ἰταλίας ἀπὸ τὴν πρωτεύουσά τους, τὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς τους στὴν ὑπόλοιπη Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἄρχισαν λοιπὸν σταδιακά, ἀλλὰ συστηματικὰ νὰ χρησιμοποιοῦν τὴ λέξη «Graeci» γιὰ νὰ διαφοροποιήσουν τοὺς ἑλληνόφωνους Ρωμαίους ἀπὸ τοὺς λατινόφωνους Ρωμαίους. Αὐτὸ ποὺ ἦταν ἕνα ὄργανο τοῦ φραγκικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ κατέληξε νὰ γίνει κοινῶς ἀποδεκτὴ ἱστορικὴ «ἀλήθεια», σὲ σημεῖο ποὺ σήμερα πολλὲς φορὲς ἡ χριστιανικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἀποκαλεῖται «Greek Empire» στὶς δυτικὲς ἱστορίες – καὶ βέβαια οἱ ἀπόγονοι τῶν ἑλληνόφωνων Ρωμαίων ὀνομάζονται παντοῦ «Γραικοί».

Σαράντα χρόνια μετὰ τὸν Παῦλο Διάκονο, ἡ παραποίηση εἶχε ὁλοκληρωθεῖ. Ο Einhard ποὺ ἔγραψε τὴ βιογραφία τοῦ Καρλομάγνου γύρω στὰ 830, δὲ διστάζει νὰ ἀποκαλεῖ τὸν Κωνσταντῖνο ΣΤ’ ἁπλὸ «αὐτοκράτορα τῶν Γραικῶν».Ἀλλὰ καὶ γενικότερα ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία δὲν εἶναι παρὰ γραικικὴ γιὰ τὸν Einhard. Στὴν περιγραφὴ τῶν ὁρίων τῆς Φραγκίας μετὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Καρλομάγνου γράφει ὅτι «πρόσθεσε ὅλη τὴν Ἰταλία ποὺ ἐκτείνεται … ἀπὸ τὴν Ἀόστα ὡς τὴ νότια Καλαβρία, στὸ σημεῖο ὅπου βρίσκονται τὰ σύνορα ἀνάμεσα στοὺς Γραικοὺς καὶ στοὺς Μπενεβεντίνους».Ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα, κάθε δυτικὴ πηγὴ ὀνομάζει «Γραικούς» τοὺς ἑλληνόφωνους Ρωμηοὺς μέχρι τὶς μέρες μας.

Μετὰ τὰ ὅσα ἐκθέσαμε στὸ 3ο κεφάλαιο καὶ ἐδῶ, πρέπει νὰ ἔχουν γίνει σαφεῖς οἱ πολιτικὲς σκοπιμότητες ποὺ ὑπαγόρευσαν τὴν ἐφεύρεση διάφορων ὀνομασιῶν ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς γιὰ τοὺς Ρωμηούς. Τὸν 8ο αἰῶνα χρειαζόταν νὰ ἀποκόψουν τοὺς λατινόφωνους Ρωμαίους ἀπὸ τοὺς ἑλληνόφωνους ὥστε νὰ κατακτήσουν ἀνενόχλητοι τὴν Ἰταλία. Ἔτσι ἐπινόησαν τὸ ὄνομα «Γραικοί». Τὸ 16ο μὲ 19ο αἰῶνα ἔπρεπε νὰ μὴν ἐπιτρέψουν στοὺς Ρωμαίους νὰ ἀνασυστήσουν τὴν Αὐτοκρατορία τους. Ἔτσι τὴν ὀνόμασαν «βυζαντινή» καί, βέβαια, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε καὶ κανεὶς ποὺ νὰ ἀπαιτοῦσε τὴν ἀνασύστασή της. Γι’ αὐτὸ καὶ τονίσαμε στὴν εἰσαγωγὴ ὅτι τὰ ἐθνικὰ ὀνόματα ἐπινοήθηκαν συνειδητὰ ἀπὸ τοὺς δυτικοευρωπαίους ὡς ἰδεολογικὰ μέσα ἐξόντωσης τῆς Ρωμηοσύνης.

Στὸ κεφάλαιο ποὺ ἀκολουθεῖ θὰ παρακολουθήσουμε τὰ πολιτικὰ καὶ θρησκευτικὰ γεγονότα τοῦ δεύτερου μισοῦ του 8ου αἰῶνα κατὰ τὸν ὁποῖο συντελεῖται ἡ μεγάλη ρήξη ἀνάμεσα στὴ Δύση καὶ τὴ Ρωμηοσύνη. Πρόκειται γιὰ μία ἰδιαίτερα σημαντικὴ περίοδο ποὺ ὅμως δὲν ἔχει καλυφθεῖ ἐπαρκῶς στὴν ἑλληνικὴ βιβλιογραφία.Γι’ αὐτὸ θὰ χρειαστεῖ νὰ εἰσέρθουμε σὲ περισσότερες λεπτομέρειες ἀπ’ ὅ,τι στὰ προηγούμενα κεφάλαια ὥστε νὰ μελετήσουμε ἀναλυτικὰ τὸ πὼς οἱ Φράγκοι ἔκοψαν ὅλους τους δεσμοὺς μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ ἐπινόησαν τὴν πλαστὴ ἑρμηνεία τῆς Ἱστορίας ποὺ ἐπικρατεῖ μέχρι σήμερα στὴν Εὐρώπη.
 

Κεφάλαιο 8

Ὁ Καρλομάγνος καὶ ἡ αὐτονόμηση τῆς Δύσης ἀπὸ τὴ Ρωμιοσύνη

Τὸν 8ο αἰῶνα συντελεῖται ἡ ὁριστικὴ ρήξη ἀνάμεσα στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Οἱ Φράγκοι αἰσθάνονται πλέον ἀρκετὰ ἰσχυροὶ ὥστε νὰ ἀπαιτήσουν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τὴν ἀρχηγία τῆς «Χριστιανικῆς Οἰκουμένης». Σύμφωνα ὅμως μὲ τὶς μεσαιωνικὲς πεποιθήσεις, ποὺ φαίνεται πὼς ἦταν βαθύτατα ριζωμένες στὸν πολὺ κόσμο, στὴν κορυφὴ τῆς Οἰκουμένης βρίσκεται ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας. Ἔτσι, ὁ πιὸ ἔνδοξος βασιλιὰς τῶν Φράγκων, ὁ Καρλομάγνος, θὰ χρειαστεῖ νὰ στεφθεῖ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων τὸ 800, ὥστε νὰ νομιμοποιήσει τὴν ἐξουσία του. Στὶς σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν θὰ παρακολουθήσουμε λίγο πιὸ προσεκτικὰ τὰ γεγονότα ποὺ ὁδήγησαν στὸν ὁριστικὸ χωρισμὸ Δυτικῆς Εὐρώπης καὶ Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὸ 750 ὡς τὸ 800. Κατὰ τὴν προσωπική μας ἄποψη, αὐτὴ ἡ περίοδος εἶναι ἰδιαίτερα ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ γένεση τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς συνείδησης καὶ τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ἦταν μέσα σ’ αὐτὰ τὰ 50 χρόνια ποὺ ἡ Δύση ἐπέλεξε τὴ σύγκρουση μὲ τὴ Ρωμαιοσύνη, σύγκρουση ποὺ δὲ σταμάτησε ποτὲ μέχρι τὶς μέρες μας. Καὶ ἦταν ἐπὶ βασιλείας τοῦ Καρλομάγνου ποὺ ἡ Δύση ἑνώθηκε σ’ ἕνα ἰσχυρὸ κράτος τὸ ὁποῖο ἀποτέλεσε ἀπὸ τότε τὸ ὅραμα τῶν δυτικοευρωπαίων καὶ ταυτόχρονα τὴν ἀπόδειξη τῆς κοινῆς πολιτιστικῆς τους ρίζας τὴν ὁποία ἐπικαλοῦνται μέχρι σήμερα. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι ἡ πρώτη προσπάθεια ἐπανένωσης τῶν δυτικοευρωπαίων, ἡ ΕΟΚ τῶν ἕξι, πραγματοποιήθηκε ἀπὸ τὶς χῶρες τὰ ἐδάφη τῶν ὁποίων ἀντιστοιχοῦσαν ἀκριβῶς στὴν ἐπικράτεια τοῦ Καρλομάγνου….

Οἱ ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα βρῆκαν τὴν Ἰταλία διαιρεμένη ἀνάμεσα στοὺς Λογγοβάρδους καὶ στοὺς ἐλεύθερους Ρωμαίους ποὺ εἶχαν πρωτεύουσα τὴν Κωνσταντινούπολη. Διοικητικὸ κέντρο τῆς ρωμαϊκῆς Ἰταλίας ἦταν ἡ Ραβέννα καὶ οἱ ἐλεύθερες περιοχὲς περιελάμβαναν τὴ Ν. Ἰταλία μὲ τὴ Σικελία, τὴ Νάπολη, καὶ τὸ διάδρομο Ραβέννας-Ρώμης μὲ τὴ λεγόμενη . Ρωμαϊκὴ παρέμενε καὶ ἡ Βενετία μὲ τὴν Ἴστρια.

Οἱ πόλεμοι Ρωμαίων καὶ Λογγοβάρδων ἦταν ἀδιάκοποι, καὶ ἡ Αὐτοκρατορία ἔστελνε κατὰ καιροὺς στρατὸ γιὰ νὰ ὑπερασπίσει τὰ ἐδάφη της, ἀλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὸ 580 καὶ μετά, ὅταν Ἄβαροι, Πέρσες καὶ Ἄραβες ἄρχισαν νὰ φτάνουν ὡς τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ βαρύτητα τῆς ἄμυνας στράφηκε πρὸς τὰ ἀνατολικά. Ἑπομένως, γιὰ καθαρὰ γεωπολιτικοὺς λόγους, οἱ δυτικὲς ἐπαρχίες παραμελήθηκαν σὲ κάποιο βαθμό.

Τὸ κενὸ ἐξουσίας ποὺ δημιουργήθηκε στὴ Δύση ἐπέτρεψε (ἂν ὄχι ὑποχρέωσε) τὴν ἀνάδειξη τῆς Ἐκκλησίας σὲ πόλο στήριξης τῶν δοκιμαζόμενων Ρωμαίων. Ὁ Πάπας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες καὶ ἀναμίχτηκε στὸ πολιτικὸ παιχνίδι προσπαθώντας νὰ διασφαλίσει τὴν ἐπιβίωση τῶν ὁμοεθνῶν του. ΄Ἔτσι, ὁ Πάπας Γρηγόριος Ἀ’ ζήτησε τὸ 594 ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ κλείσει ὁ ἴδιος συνθήκη εἰρήνης μὲ τοὺς Λογγοβάρδους, παρὰ τὴν ἀντίθετη πολιτικὴ βούληση τῆς Κωνσταντινούπολης ποὺ προέκρινε τὴ στρατιωτικὴ ἧττα τῶν βαρβάρων. Ὁ ἕβδομος αἰῶνας μας δίνει καὶ ἄλλα τέτοια παραδείγματα πρωτοβουλιῶν τοῦ Πάπα.

Γιὰ τοὺς δυτικοὺς καὶ δυτικόφρονες ἱστορικούς, αὐτὲς οἱ πρωτοβουλίες δηλώνουν τὴν ἀρχὴ τῆς διάστασης ἀνάμεσα στὴν Αὐτοκρατορία καὶ τὸν Πάπα. Διάσταση ποὺ θὰ καταλήξει τελικὰ στὸ Σχίσμα καὶ στὴν ἀνοιχτὴ ἔχθρα Αὐτοκρατορίας καὶ Δύσης. Ἡ πραγματικότητα, ὡστόσο, εἶναι πολὺ διαφορετική. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ ρόλο τοῦ Πάπα κατὰ τὸν 7ο καὶ 8ο αἰῶνα δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ προσφύγουμε σὲ παραδείγματα μὲ Ρωμηοὺς Πατριάρχες καὶ ἀρχιεπισκόπους τῆς πρόσφατης Ἱστορίας. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν Τουρκοκρατία εἶναι ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Ὁ ρόλος του, ἐκτὸς ἀπὸ θρησκευτικός, ἦταν καὶ ἐθνικός. Ἦταν ὁ Ἐθνάρχης ὅλων τῶν ὑπόδουλων Ρωμηῶν καὶ φρόντιζε, μὲ ὅ,τι μέσα εἶχε στὴ διάθεσή του, γιὰ τὴν καλυτέρευση τῆς τύχης ὅλου τοῦ Γένους. Ἕνα δεύτερο παράδειγμα εἶναι ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βρετανικῆς κατοχῆς, πρὶν τὸ 1960. Κάπως ἔτσι, πρέπει νὰ ἐκτιμήσουμε τὸ ρόλο τοῦ Πάπα κατὰ τοὺς δύσκολους ἐκείνους χρόνους ποὺ οἱ βάρβαροι περιέβαλαν ἀπὸ παντοῦ τοὺς Ρωμηοὺς τῆς Ἰταλίας. Οἱ κοσμικὲς βλέψεις καὶ οἱ ἐδαφικὲς διεκδικήσεις ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν παπικὴ ἱστορία σὲ κατοπινοὺς αἰῶνες εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κατάληψης τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπὸ τοὺς Φράγκους τὸν 11ο αἰῶνα καὶ δὲν πρέπει μὲ κανένα τρόπο νὰ τὶς μεταφέρουμε στοὺς Ρωμηοὺς Πάπες τοῦ 8ου αἰῶνα.

Οἱ ἐξελίξεις στὴν Ἰταλία πῆραν δυσάρεστη τροπὴ στὰ μέσα του 8ου αἰῶνα. Τὸ 751 οἱ Λογγοβάρδοι ὑπέταξαν τὴ Ραβέννα καὶ τὸν ἑπόμενο χρόνο ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Ρώμης. Ὁ Πάπας Στέφανος (752-757) προσπάθησε νὰ κλείσει συμφωνία μαζί τους, ὅπως εἶχαν κάνει οἱ προκάτοχοί του καί, ὅταν ἀπέτυχε, ζήτησε βοήθεια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Ε’. Ἡ βοήθεια, σὲ μία τόσο κρίσιμη στιγμὴ ὅπου ἀπειλοῦνταν ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Ρώμης, ἀργοῦσε νὰ ἔρθει. Σύμφωνα μὲ τὸ Liber Pontificalis (Βιβλίο τῶν Παπῶν), «ὅταν ὁ Στέφανος κατάλαβε ὅτι δὲν θὰ ἐρχόταν βοήθεια ἀπὸ τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, θυμήθηκε τὶς ἐνέργειες τῶν προκατόχων τοῦ Γρηγορίου Α΄, Γρηγορίου Γ΄ καὶ Ζαχαρία» καὶ «φωτισμένος ἀπὸ τὴ Θεία Χάρη» ἔστειλε μήνυμα στὸ βασιλιὰ τῶν Φράγκων Πιπίνο.

Ὁ Πιπίνος ἀνταποκρίθηκε θετικὰ καὶ προσκάλεσε τὸν Πάπα ἐπίσημα στὴ Φραγκία. Στὴ συνάντηση, ποὺ ἔγινε τὸ 754, ὁ Πιπίνος ὑποσχέθηκε νὰ βοηθήσει καὶ νὰ προστατέψει τὴν Ἁγία Ἕδρα, ἐνῶ ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ ὁ Πάπας εὐλόγησε τὸν Πιπίνο ὡς βασιλιά, καὶ ἔδωσε στοὺς γιοὺς τοῦ τὸν τίτλο τοῦ πατρικίου. Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ τίτλος τοῦ πατρικίου δὲν εἶχε ἰδιαίτερη σπουδαιότητα καὶ εἶχε ἀπονεμηθεῖ κατὰ καιροὺς σὲ διάφορους βαρβάρους.

Τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ Πιπίνος κατέβηκε πράγματι στὴν Ἰταλία καὶ συνέτριψε τοὺς Λογγοβάρδους. Μὲ τὴν ἀναχώρησή του ὅμως, οἱ τελευταῖοι παρέβηκαν τὶς συμφωνίες καὶ ἄρχισαν πάλι νὰ πολιορκοῦν τὴ Ρώμη. Ὁ Πάπας ἔστειλε νέες ἀπεγνωσμένες ἐκκλήσεις στὸν Πιπίνο. Αὐτὸς ξανακατέβηκε στὴν Ἰταλία, διέλυσε τοὺς Λογγοβάρδους καὶ ἀπέδωσε τὰ ρωμαϊκὰ ἐδάφη στὸν Πάπα. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Ε΄ ἔστειλε ἀμέσως πρεσβευτὲς ζητώντας τὴν ἀπόδοση τῶν περιοχῶν στὴν Αὐτοκρατορία. Ὁ Πιπίνος ἀρνήθηκε, τονίζοντας ὅτι – σὲ ἀντίθεση μὲ παλιότερους Φράγκους ἡγεμόνες – δὲν ἐνεργεῖ γιὰ λογαριασμὸ τῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι τὰ ἐδάφη τοῦ πρώην ἐξαρχάτου παρέμειναν ὑπὸ τὴν πολιτικὴ δικαιοδοσία τοῦ Πάπα.

Γιὰ τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη αὐτὴ εἶναι μία ἀποφασιστικὴ στιγμὴ τῆς Ἱστορίας της, καθὼς μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δημιουργήθηκε τὸ Παπικὸ κράτος πού, μὲ διάφορες μορφές, διατηρήθηκε ὡς τὶς μέρες μας, παίζοντας πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὶς πολιτικὲς ἐξελίξεις τῆς ἠπείρου. Ἡ ἵδρυση τοῦ Παπικοῦ κράτους περιγράφεται συνήθως μὲ ἐκφράσεις ὅπως «ἡ ἐπανάσταση τῆς Ἰταλίας τὸν 8ο αἰῶνα». Οἱ ἱστορικοὶ συμφωνοῦν ὅτι ἡ Ρώμη, βαθύτατα ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία τῆς Κωνσταντινούπολης, ἀποφάσισε ὁριστικὰ νὰ ἀποσκιρτήσει ἀπὸ τὴν Ἀνατολή.

Εἶναι πολὺ ἀμφίβολο ἂν οἱ Ρωμαῖοι του 755 ἔβλεπαν τὰ πράγματα μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὰ βλέπουμε ἐμεῖς. Γι’ αὐτούς, ἁπλῶς, μέσα στὴν ἀπελπισία τῆς πολιορκούμενης ἀπὸ τοὺς Λογγοβάρδους πόλης, ὁ Πάπας, ὡς γνήσιος Ρωμηὸς Ἐθνάρχης, ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν Ὀρθόδοξων Ρωμαίων. Στράφηκε πρὸς τὸν ὀρθόδοξο λαὸ τῶν Φράγκων γιὰ νὰ ἀπαλλάξει τὴ Ρώμη ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση. Μάλιστα ὄχι μόνο τὴ Ρώμη, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ ἐξαρχάτο, νὰ ἐλευθερώσει δηλαδὴ καὶ τοὺς Ρωμαίους ποὺ εἶχαν ἤδη κατακτηθεῖ ἀπὸ τοὺς Λογγοβάρδους. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε, ἄλλωστε, πὼς Φράγκοι καὶ Ρωμαῖοι εἶχαν συμμαχήσει καὶ παλιότερα, τὸν 6ο αἰῶνα, ὅταν οἱ Φράγκοι εἶχαν βοηθήσει τοὺς Ρωμαίους τόσο ἐναντίον τῶν Γότθων, ὅσο καὶ ἐναντίον τῶν Λογγοβάρδων. Ἦταν ἀπόλυτα φυσιολογικὸ γιὰ τὸν Πάπα νὰ προσφύγει σ’ αὐτοὺς ὅταν εἶδε ὅτι δὲν ἐρχόταν βοήθεια ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Σ’ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ γωνία δὲν ὑπάρχουν οὔτε κοσμικὲς φιλοδοξίες τοῦ Πάπα, οὔτε ἰμπεριαλιστικὰ σχέδια ἡγεμονίας πάνω στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, ὅπως ἰσχυρίζονται συνήθως οἱ δυτικοὶ ἱστορικοί. Ὅλα αὐτὰ ἦρθαν πολὺ ἀργότερα, μετὰ τὸν 11ο αἰῶνα, καὶ θὰ ἦταν σφάλμα νὰ τὰ μεταφέρουμε στὰ μέσα του 8ου αἰῶνα.

Εἶναι ἐπίσης φανερό, καὶ αὐτὸ τὸ δέχονται ὅλοι οἱ ἱστορικοί, πὼς ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἀνησύχησε ἰδιαίτερα γιὰ τὶς ἐξελίξεις στὴν Ἰταλία. Ἡ κατάληψη τῆς Ραβέννας ἀντιμετωπίστηκε μᾶλλον ὡς πρόσκαιρο γεγονὸς τὸ ὁποῖο σύντομα θὰ ἀνατρεπόταν. Ἡ διαμάχη Ρωμαίων καὶ Λογγοβάρδων ἦταν γεμάτη τέτοια ἐπεισόδια τὸν 7ο καὶ 8ο αἰῶνα. Ἡ ἀπόδοση ἀπὸ τὸν Πιπίνο τοῦ πρώην ἐξαρχάτου στὸν Πάπα καὶ ὄχι στὴν Αὐτοκρατορία σίγουρα πάντως ἐνόχλησε, ὅπως ὑποδηλώνουν οἱ ἀλλεπάλληλες πρεσβεῖες πρὸς τὸν Πιπίνο ἐκείνη τὴν περίοδο.

Ἡ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα ἦταν νὰ συσφίξει τὶς σχέσεις μὲ τοὺς Φράγκους, ὥστε νὰ ἐξουδετερώσει τυχὸν ἐξτρεμιστικὲς τάσεις ἐπεκτατισμοῦ τους. Ἔτσι τὸ 757 ἔστειλε τὸν πρωτοασηκρήτη Γεώργιο στὸν Πιπίνο, καὶ μαζὶ ἕνα μεγάλο ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο ὡς δῶρο. Ἦταν ἡ πρώτη φορᾶ ποὺ ἡ Φραγκία ἔβλεπε ὄργανο καὶ ἡ ἐντύπωση ποὺ προκάλεσε ἔμεινε ἱστορική. Ταυτόχρονα πρότεινε γάμο ἀνάμεσα στὸ γιὸ τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντα καὶ τὴν κόρη τοῦ Πιπίνου Γκιζέλα, ἂν καὶ τελικὰ ἡ πρόταση δὲν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κρίνοντας ἐκ τῶν ὑστέρων, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς ἡ πολιτικὴ αὐτὴ εἶχε πολὺ περιορισμένα ἀποτελέσματα, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι συνέχισαν τὴν ἐπέκτασή τους καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πιπίνου.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι στὴ βασικὴ ρωμαίικη πηγὴ γιὰ τὴν περίοδο, τὴ «Χρονογραφία» τοῦ Θεοφάνη, ὑπάρχει ἀμυδρὴ μόνο γνώση τῶν ὅσων διαδραματίζονται στὴ Δύση σὲ ὅλη τη δεκαετία τοῦ 750 (καὶ σ’ αὐτὰ ὑπάρχει χρονολογικὴ σύγχυση, ἀφοῦ ὁ Θεοφάνης τοποθετεῖ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Πάπα Στεφάνου στὸν Πιπίνο στὸ 723-724).Πάντως, αὐτὰ τὰ λίγα ὑποστηρίζουν τὴν ἄποψη ποὺ διατυπώσαμε παραπάνω. Ὁ Θεοφάνης ἀποκαλεῖ τὸν Στέφανο «ἀοίδιμο» καὶ δικαιολογεῖ τὴν πράξη του.

Πέρα ἀπὸ τὸ Θεοφάνη, δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἑλληνόφωνη πηγὴ γιὰ τὰ γεγονότα τῆς Ἰταλίας, ὅπως ἔχει διαπιστώσει ὁ D. H. Miller ποὺ ἐρευνᾶ συστηματικὰ αὐτὴ τὴν περίοδο.Ἔτσι, λεπτομέρειες γιὰ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες ἀντλοῦμε ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὸ Liber Pontificalis καὶ τὸ φραγκικὸ Codex Carolinus ποὺ διασώζει τὴν ἀλληλογραφία τοῦ Πάπα μὲ τὸ Φράγκο βασιλιά. Τὸ τελευταῖο, ὅμως, εἶναι ἀμφίβολης γνησιότητας. Γιὰ παράδειγμα, ἀναφέρει μία ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Στεφάνου πρὸς τὸν Πιπίνο ὅπου ὁ πρῶτος ζητάει ἀπὸ τὸν Πιπίνο νὰ τὸν ἀπαλλάξει τώρα καὶ ἀπὸ τοὺς «Γραικούς», ὥστε ἡ ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ μολυσματικὴ δολιότητα τῶν Γραικῶν.

Τὸ γιατί ὁ Ρωμαῖος Πάπας, ποὺ πρὶν λίγο ζητοῦσε βοήθεια ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Ε’ καὶ ποὺ συνέχιζε νὰ χρονολογεῖ τὰ ἔγγραφά του σύμφωνα μὲ τὸ χρόνο βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα, θὰ ἐκφραζόταν τόσο βίαια ἐναντίον τῶν «Γραικῶν» εἶναι ἄξιο ἀπορίας. Ὅπως θὰ δοῦμε, ὅμως, παρακάτω, ὑπάρχουν πολλὰ περίεργα στὶς φράγκικες πηγὲς αὐτῆς τῆς περιόδου. Παύουν νὰ εἶναι περίεργα, μόλις ἀντιληφθοῦμε τὶς ἀπανωτὲς πλαστογραφίες ποὺ ἔγιναν ἐκ τῶν ὑστέρων στὶς πηγὲς ἀπὸ τὴ ἀδίστακτη φραγκικὴ διπλωματία.

Τὸ 757 τὸν Στέφανο διαδέχτηκε ὁ ἀδελφός του Παῦλος Α’. Ἡ ἐνορχηστρωμένη προπαγάνδα τοῦ Codex Carolinus συνεχίζεται. Σὲ γράμμα πρὸς τὸν Πιπίνο, ὁ νέος Πάπας καταδικάζει τοὺς «Γραικούς» ὡς αἱρετικούς, ἂν καὶ χωρὶς νὰ ἐξηγεῖ ποιὰ εἶναι ἡ αἵρεσή τους. Τοὺς ὀνομάζει nefandissimi, odibiles, perversi. Στὶς ρωμαϊκὲς πηγὲς ἀγνοεῖται ἡ ὁποιαδήποτε τέτοια στάση τοῦ Πάπα. Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι αὐτὴ τὴν περίοδο ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος Ε΄εἶχε ἐξαπολύσει νέους διωγμοὺς ἐναντίον τῶν εἰκονόφιλων καί, μὲ τὴ Σύνοδο τῆς Ἱέρειας τὸ 754, εἶχε προσδώσει γιὰ πρώτη φορᾶ τὸ χαρακτήρα ἐπίσημου δόγματος στὴν εἰκονομαχία. Μοναχοὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ εἶχαν φτάσει ὡς τὴν Ρώμη ζητώντας καταφύγιο στὸν Πάπα ποὺ παρέμενε σταθερὰ Ὀρθόδοξος καὶ εἰκονόφιλος. Νὰ ἦταν αὐτὸς ὁ λόγος γιὰ τὶς καταδίκες τῶν «Γραικῶν»;

Μοιάζει δυσκολοπίστευτο. Ἂν ἦταν ἔτσι, ὁ Πάπας δὲ θὰ καταδίκαζε συνολικὰ τοὺς «Γραικούς», ἀλλὰ μόνο τὶς συγκεκριμένες αἱρετικὲς ἀπόψεις τοῦ αὐτοκράτορα. Διαφωνίες μεταξὺ Πάπα καὶ αὐτοκράτορα ὑπῆρξαν ἀρκετὲς στοὺς αἰῶνες πρὶν τὸ 750, καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἱστορία ἀναγνωρίζει ὅτι πολλὲς φορὲς ὁ Πάπας εἶχε δίκιο. Κορυφαῖο παράδειγμα, ὁ Πάπας Μαρτίνος Ἀ’ ποὺ βασανίστηκε καὶ ἐξορίστηκε, ἀλλὰ δὲν ὑπέκυψε στὸ Μονοθελητισμὸ τῆς Κωνσταντινούπολης κατὰ τὸν 7ο αἰῶνα. Ὁ Μαρτίνος ἀνακηρύχτηκε ἅγιος ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται μέχρι σήμερα. Ποτὲ ὅμως ὁ Πάπας δὲν εἶχε ἐκφραστεῖ ἔτσι γιὰ τὸ σύνολο τῶν Ρωμαίων της Ἀνατολῆς.

Ἔπειτα, στὴ Ρώμη τοῦ 8ου αἰῶνα ὑπῆρχαν 10 «γραικικά» (δηλαδὴ ἑλληνόφωνα) μοναστήρια, σὲ σύνολο 38 μοναστηριῶν στὴν πόλη, ὅπου κατέφευγαν ἀπὸ τὸν ἀραβικὸ ζυγὸ ἢ ἀπὸ τὶς διώξεις τῶν εἰκονομάχων. Εἶναι δυνατὸν ὁ Πάπας νὰ καταδίκαζε συνολικὰ τοὺς «Γραικούς», τὴ στιγμὴ ποὺ εἶχε ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ τόσους «Γραικούς» μοναχούς. Ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ 761 ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος Ἀ’ δώρησε τὸ πατρικό του σπίτι στοὺς «Γραικούς» κατοίκους τῆς Ρώμης καὶ ἐπικύρωσε τὴ δωρεὰ μὲ συνοδικὴ βούλα ποὺ ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ καρδινάλιοι καὶ ἡ ὁποία ἔγραφε μὲ ἑλληνικοὺς χαρακτῆρες τὸ ὄνομα τοῦ δωρητῆ.Καὶ τέλος, ὁ Πάπας Παῦλος καταγόταν ἀπὸ παλιά, ἐπιφανῆ οἰκογένεια τῆς Ρώμης. Δε θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἀρχίσει νὰ ἀποκαλεῖ «Γραικούς» τοὺς ὁμοεθνεῖς του Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολης, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ κάθε Ρωμαῖος γνώριζε πὼς δὲν ὑπῆρχε κανένα γραικικὸ ἔθνος στὴν Ἀνατολή.

Μὲ λίγα λόγια, γιὰ νὰ συνοψίσουμε, δὲν ὑπάρχει καμιὰ λογικὴ ἐξήγηση γι’ αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις τοῦ Πάπα Παύλου Α’. Καθὼς δὲν ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ ἄλλη πηγή, μποροῦμε κατὰ τὴ γνώμη μας νὰ τὶς θεωρήσουμε μεταγενέστερα κατασκευάσματα τῆς φραγκικῆς βιομηχανίας πλαστογραφήσεων. Αὐτὸ φυσικὰ εἶναι μία ὑπόθεση ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐλεγχθεῖ ἀπὸ τοὺς εἰδικούς. Πάντως πρέπει νὰ θυμίσουμε, παρενθετικά, ὅτι ἡ ἱστορία τῶν Φράγκων βρίθει πλαστογραφήσεων αὐτὴ τὴν περίοδο.

Εἶναι γνωστές, γιὰ παράδειγμα, οἱ λεγόμενες «ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις», συλλογὴ κανόνων καὶ παπικῶν δεκρεταλίων τὶς ὁποῖες κυκλοφόρησαν οἱ Φράγκοι στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα. Αὐτὲς περιλαμβάνουν, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, 94 νόθα παπικὰ δεκρετάλια καθὼς καὶ τὴν περιβόητη «Κωνσταντίνεια Δωρεά». Ὅπως σημειώνει ὁ Β. Στεφανίδης, «οὐδεμία ἄλλη νοθεία ἐν τῇ παγκοσμίῳ ἱστορία συνετελέσθη μετὰ τόσης τέχνης καὶ οὐδεμία ἄλλη εἶχε τόσο μεγάλα ἀποτελέσματα. Τὰ μνημονευθέντα νόθα δὲν εἶναι ἁπλὰ πλάσματα τῆς φαντασίας, ἀλλ’ ἐκ τῆς ἐπισταμένης μελέτης τῶν θεολογικῶν καὶ κανονικῶν πηγῶν ἐλήφθησαν στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ὀλίγον παραμορφωθέντα καὶ συνδυασθέντα ἔλαβον τὸ ποθούμενον ἀποτέλεσμα».

Ἐπίσης, λίγες δεκαετίες ἀργότερα, ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ἀπὸ τὸ Βιβλίο τῶν Παπῶν (Liber Pontificalis) ἔχουν ἀφαιρεθεῖ οἱ βίοι τῶν παπῶν Ἰωάννη Η’, Μαρίνου Α’ καὶ Ἀδριανοῦ Γ’ (872-885), «μία παράλειψη μοναδικὴ στὸ εἶδος της», ὅπως σημειώνει ὁ Λουγγής. Προφανῶς οἱ πάπες αὐτοὶ δὲν εἶχαν θέση στὴν παραποιημένη ἀπὸ τοὺς Φράγκους Ἱστορία, ἀφοῦ ἔστειλαν συγχαρητήρια στὸν αὐτοκρατορικὸ στρατὸ ποὺ ἔδιωξε τοὺς Ἄραβες ἀπὸ τὴ Ν. Ἰταλία. Μάλιστα ὁ πάπας Ἰωάννης Η’ προέτρεψε τοὺς διοικητὲς τοῦ στρατοῦ νὰ πᾶνε στὴ Ρώμη γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τοὺς ἐκεῖ Ρωμαίους.Ἑπομένως δὲν εἶναι καθόλου περίεργο ποὺ οἱ Φράγκοι ἔσβησαν ἐκ τῶν ὑστέρων τὴ βιογραφία του, στὴν ὁποία προφανῶς ὑπῆρχαν καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ ἀποκαλύπτουν τὶς φραγκικὲς πλαστογραφήσεις.

Πάντως ἡ συνολικὴ ἐξέταση τῶν φραγκικῶν πλαστογραφήσεων θὰ ἀπαιτοῦσε μία ἰδιαίτερα ὀγκώδη μελέτη καὶ θὰ ἄφηνε ἄφωνο τὸ σημερινὸ ἀναγνώστη. Ἔχοντας αὐτὰ ὑπόψη, δὲν πρέπει νὰ ψάχνουμε γιὰ πολὺ νὰ βροῦμε τὸ γιατί οἱ Ρωμαῖοι της Ἀνατολῆς ἀρχίζουν, χωρὶς καμιὰ ἐξήγηση, νὰ ἀποκαλοῦνται «Γραικοί» τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ στὸ Codex Carolinus καὶ στὴν «Historiae Langobardorum» τοῦ Παύλου Διάκονου. Ὑπάρχει ἀσφαλῶς ἐνσυνείδητη πολιτικὴ γραμμὴ ποὺ ὑπαγορεύει μία τέτοια παραποίηση.

Ὁ Πιπίνος πέθανε τὸ 768 καὶ τὸ βασίλειό του μοιράστηκε, κατὰ τὸ γερμανικὸ ἔθιμο, στοὺς γιοὺς τοῦ Κάρολο καὶ Καρλομάνο. Ὁ δεύτερος πέθανε τρία χρόνια ἀργότερα, ἀλλὰ ὁ πρῶτος βασίλεψε ἐπὶ 46 χρόνια καὶ πέρασε στὴν Ἱστορία ὡς Κάρολος ὁ Μέγας ἢ Καρλομάγνος.

Τὸν πρῶτο κιόλας χρόνο τῆς βασιλείας τῶν δύο ἀδελφῶν, ὁ νέος Πάπας Στέφανος ὁ Γ’ συγκάλεσε τὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (769) γιὰ νὰ λύσει κυρίως τὸ πρόβλημα τῆς παρουσίας ἑνὸς διεκδικητῆ τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἡ Σύνοδος αὐτή, ὅμως, ἀπέκτησε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ὑπὸ τὸ πρίσμα μεταγενέστερων ἐξελίξεων. Κατ’ ἀρχήν, ἦταν ἡ πρώτη σύνοδος στὴ Ρώμη στὴν ὁποία πῆραν μέρος Φράγκοι ἐπίσκοποι, 12 τὸν ἀριθμό, μαζὶ μὲ 39 Ρωμαίους ἐπισκόπους (στοιχεῖο πού, παρεπιπτόντως, δηλώνει ὅτι ἡ διάκριση Ρωμαίων καὶ Φράγκων παρέμενε ξεκάθαρη στὰ 769).

Μὲ τὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ ὁ Πάπας προσπάθησε ταυτόχρονα νὰ ἐνσωματώσει τοὺς Φράγκους στὸ Ὀρθόδοξο στρατόπεδο. Προσφέροντάς τους τὴν τιμὴ τῆς συμμετοχῆς γιὰ πρώτη φορᾶ, ἤλπιζε νὰ τοὺς διατηρήσει πιὸ στενὰ δεμένους μαζί του, ἀπέναντι σὲ μελλοντικὲς λογγοβαρδικὲς βλέψεις. Ἡ Ἱστορία τὸν διέψευσε, ἀφοῦ οἱ Φράγκοι ἐξαπέλυσαν σύντομα ἐπεκτατικοὺς πολέμους χωρὶς νὰ σεβαστοῦν οὔτε τὴν Ὀρθοδοξία οὔτε τοὺς Ρωμαίους.

Ἡ σύνοδος αὐτή, πάντως, ἔχει καὶ μία δεύτερη σπουδαιότητα. Μία ἀπὸ τὶς σημαντικὲς ἀποφάσεις τῆς ἦταν ἡ ἄνευ ὅρων ὑποστήριξη τῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων (διαβάστηκαν μάλιστα ἐπιστολὲς ἀπὸ τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων ποὺ τάσσονταν ὑπὲρ τῶν εἰκόνων). Ταυτόχρονα , ὅπως συνέβαινε σὲ κάθε σύνοδο, ἐπαναλήφθηκε ἡ ὁμολογία ἀποδοχῆς τῶν ἀποφάσεων τῶν μέχρι τότε Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὑπογραμμίστηκε ὅτι ἡ ὀρθὴ πίστη ὁρίζεται μόνο μὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἀναγνώστηκε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι συμφώνησαν ὁμόφωνα μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀποφάσεις καὶ διακηρύξεις. Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία παρέμενε μία καὶ ἀδιαίρετη ἀκόμη τὸ 770, μὲ ἐξαίρεση τὴν εἰκονομαχικὴ στάση τῆς Κωνσταντινούπολης.

Πρὶν ὅμως περάσουν εἴκοσι χρόνια, οἱ Φράγκοι θὰ ἄλλαζαν ἐντελῶς στάση καὶ θὰ ἀπέρριπταν αὐτὰ ποὺ εἶχαν δεχθεῖ στὸ Λατερανό. Θὰ ἀπέρριπταν τὸ ἀναλλοίωτό του Συμβόλου τῆς Πίστεως, προσθέτοντας τὸ «filioque». Θὰ ἀπέρριπταν τὴν ἀποκλειστικότητα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων στὸν καθορισμὸ τοῦ δόγματος, θεσμοθετώντας τὴν αὐθαιρεσία τοῦ κάθε κοσμικοῦ ἡγεμόνα ἢ Πάπα, πράγμα ποὺ ὁδήγησε τὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία σὲ ἀπολυταρχικὲς περιπέτειες κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες. Θὰ ἀπέρριπταν ἀκόμη καὶ τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων, μόλις ἡ Κωνσταντινούπολη στράφηκε ὑπὲρ τῶν εἰκόνων. Καί, ἔχοντας προβεῖ σ’ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, ἄρχισαν νὰ ὑποστηρίζουν ἀπὸ τότε (μέχρι καὶ σήμερα) ὅτι αὐτοὶ διατήρησαν τὴν ὀρθὴ χριστιανικὴ πίστη σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ρωμηοὺς τοὺς ὁποίους ἄρχισαν νὰ συκοφαντοῦν ἐπὶ αἰῶνες μὲ τὰ Contra errors Graecorum. Ἂς δοῦμε ἀπὸ κοντὰ τί ἀκριβῶς συνέβηκε.

Παρὰ τὴν ἀντίθετη ἄποψη ποὺ υἱοθετοῦν ὁρισμένοι ἱστορικοί, δὲν ἦταν ἡ εἰκονομαχία ποὺ δημιούργησε τὴ θρησκευτικὴ ἀντίθεση Φράγκων καὶ Αὐτοκρατορίας. Λίγα χρόνια μετὰ τὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, ἡ κατάσταση ἄλλαξε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μία εἰκονόφιλη αὐτοκράτειρα, ἡ Εἰρήνη, συγκάλεσε τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (Νίκαια, 787). Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀποκατέστησε πλήρως τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ποιὰ ἦταν ἡ ἀντίδραση τῶν Φράγκων; Ἀντὶ νὰ χαιρετήσουν τὴν ἐπιστροφὴ τῶν «αἱρετικῶν Γραικῶν» στὴν ὀρθὴ πίστη, συνέταξαν μία ἀπάντηση, τὴν «Capitulare adversus synodum», ἡ ὁποία ἀπέρριπτε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας.

Ἦταν πλέον ἡ ἐποχὴ ποὺ οἱ στρατιωτικὲς ἐπιτυχίες τοῦ Καρλομάγνου γεννοῦσαν ὄνειρα κοσμοκρατορίας στὴ φραγκικὴ αὐλή. Ἔτσι οἱ Φράγκοι αἰσθάνονταν ἀρκετὰ δυνατοὶ ὥστε νὰ ρίξουν τὰ προσχήματα: δὲν τοὺς ἐνδιέφερε καμιὰ ὀρθὴ πίστη – καὶ ἡ καταδίκη της εἰκονομαχίας τὸ 769 ἦταν γι’ αὐτοὺς μόνον ἕνα μέσο γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς Ἰταλίας. Δὲν τοὺς ἐνδιέφερε οὔτε κὰν ὁ Πάπας, ὅσο εἶχε διαφορετικὴ γνώμη: ὅταν ὁ Πάπας Ἀδριανὸς ἔλαβε τὴν Capitulare, πρέπει νὰ ἔπαθε σόκ. Δὲν περίμενε τέτοια ἀντίδραση, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀντιπρόσωποί του εἶχαν συμμετάσχει στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἐπιστολὲς τοῦ εἶχαν καταχωρηθεῖ στὰ πρακτικά της, καὶ ὁ Πατριάρχης Ταράσιος εἶχε ἐξάρει, στὴ διάρκεια τῆς Συνόδου, τὴν προσήλωση τοῦ Ἀδριανοῦ στὶς ἀρχαῖες παραδόσεις τῆς Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Συνέταξε ἀμέσως μιὰν ἀπάντηση, γνωστὴ ὡς «Hadrianum», καὶ τὴν ἔστειλε στὸν Καρλομάγνο. Σ’ αὐτὴν ἀντέκρουε, σημεῖο πρὸς σημεῖο, τὶς θέσεις τῶν Φράγκων, ἐμμένοντας στὶς ὀρθόδοξες ἀποφάσεις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Καρλομάγνος ὅμως εἶχε ἤδη πάρει τὶς ἀποφάσεις του. Ἀντὶ νὰ δεχτεῖ τὶς ἐπεξηγήσεις τοῦ Πάπα καὶ νὰ πανηγυρίσει, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι μέχρι σήμερα, γιὰ τὴ νίκη τῶν εἰκόνων τὴν ὁποία ὑπέγραφαν καὶ τὰ πέντε Πατριαρχεῖα, ἀνέθεσε στοὺς συμβούλους του νὰ συνθέσουν μία νέα θεολογία. Ἔτσι προέκυψαν τὰ περίφημα Libri Carolini ποὺ ἐκφράζουν τὶς φραγκικὲς θεολογικὲς θέσεις σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὲς τῶν Ὀρθοδόξων σὲ Ρώμη καὶ Κωνσταντινούπολη.

Οἱ ρήξεις καὶ οἱ ἐπαναστατικὲς τομὲς συμβαίνουν πολὺ σπάνια στὴν παγκόσμια Ἱστορία. Συνήθως ἡ ροὴ τῶν γεγονότων εἶναι τόσο συνεχὴς ὥστε δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ διακρίνει τὸ τέλος μίας ἐποχῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μίας νέας. Στὰ Libri Caroliniμ, ὅμως, δικαιοῦται, κατὰ τὴ γνώμη μας, ὁ ἱστορικὸς νὰ ἀναγνωρίσει τὴ μεγάλη ρήξη στὴν Ἱστορία τῆς Εὐρώπης. Ἂν ὑπάρχει μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁριστικοποιεῖται ὁ χωρισμὸς Δυτικῆς Εὐρώπης καὶ Ρωμιοσύνης, αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ δεκαετία τοῦ 790. Οἱ αἰτίες τοῦ χωρισμοῦ δὲν πρέπει νὰ ἀναζητηθοῦν, ὅπως γίνεται ἀπὸ πολλούς, σὲ γεωγραφικοὺς λόγους ἢ σὲ γλωσσικὲς διαφορές. Ρωμαῖοι Ἰταλίας καὶ Ρωμαῖοι Ἀνατολῆς παρέμεναν Ρωμαῖοι εἴτε μιλοῦσαν λατινικὰ εἴτε μιλοῦσαν ἑλληνικά. Οὔτε ὑπῆρχαν θρησκευτικὰ αἴτια, ἀφοῦ ἡ διαφορὰ γύρω ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἐξέλιπε (ἔστω καὶ προσωρινά) μετὰ τὴ Σύνοδο τοῦ 787. Οὔτε βέβαια πρέπει νὰ ἀναζητάει κάποιος τὴν αἰτία στὴ δῆθεν κατάλυση τῆς Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τὸ 476, ὅπως ἐξηγήσαμε στὸ 4ο κεφάλαιο. Τέλος, ἀκόμη καὶ ἡ «ἵδρυση» τοῦ παπικοῦ κράτους τὸ 756 δὲν ἀποτέλεσε ρήξη τῆς Δύσης, τῆς Ρώμης, μὲ τὴν Ἀνατολή.

Εἶναι φανερό, ἀπ’ ὅσα περιγράψαμε, ὅτι ἡ διαφορὰ Ρώμης-Κωνσταντινούπολης ἦταν προσωρινὴ καὶ ἀποκαταστάθηκε μὲ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 787. Καὶ εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μας, παράδοξο τὸ ὅτι ἔγκυροι ἱστορικοί, ὅπως ὁ Καραγιαννόπουλος, διακηρύττουν πὼς μετὰ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο «οὐδεμία προσέγγισις μεταξὺ πάπα καὶ Βυζαντίου ἦτο πλέον δυνατὴ καὶ ὁ πάπας ἠναγκάσθη νὰ στραφῆ καὶ πάλιν πρὸς τοὺς Φράγκους».Οἱ ἱστορικοὶ αὐτοὶ δέχονται τὴ δυτικὴ ἄποψη ὅτι «ἡ ἐξάπλωση τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας (μετὰ ἀπὸ μάχες Φράγκων καὶ «βυζαντινῶν» τὸ 787) σὲ ὁλόκληρή τη Νότια Ἰταλία ἀνησύχησε πολὺ τὸν πάπα Ἀδριανό».Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι τὸ «πολύ» δὲν ἦταν καὶ τόσο «πολύ», ἀφοῦ ὁ Ἀδριανὸς προχώρησε σὲ συμμετοχὴ στὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας – ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πρόσκληση μὲ τὴν πρόφαση ὅτι ἡ Ρώμη δὲν ἀνῆκε πλέον στὴν Αὐτοκρατορία, ἦταν ἀνεξάρτητη. Ἀκόμη, τὸ «πολύ» ἦταν μᾶλλον «λίγο», ἀφοῦ παρὰ τὶς «ἀνησυχίες» του, ὁ Ἀδριανὸς προτίμησε, μὲ τὸ «Hadrianum» ποὺ προαναφέραμε, νὰ ἔρθει σὲ σύγκρουση μὲ αὐτοὺς ποὺ θὰ τὸν προστάτευαν ἀπὸ τὸ «βυζαντινὸ ἐπεκτατισμό», δηλαδὴ τοὺς Φράγκους.

Εἶναι πολὺ πιὸ ἁπλό, ἀντὶ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὴ φράγκικη προπαγάνδα, νὰ δοῦμε καὶ τὴ ρωμαίικη ἄποψη ἡ ὁποία, ἂν ὄχι τίποτα ἄλλο, ἔχει μεγαλύτερη ἑρμηνευτικὴ ἱκανότητα (καὶ λιγότερες λογικὲς ἀντιφάσεις) γιὰ τὰ γεγονότα τῆς περιόδου 750-800. Ἡ εἰκόνα ποὺ θὰ προκύψει ἀπὸ τὴ ρωμαίικη ἄποψη δὲν εἶναι πλήρως γνωστή. Πάντως ὁ γενικὸς ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ συμπληρωθοῦν οἱ ψηφίδες αὐτοῦ τοῦ μωσαϊκοῦ εἶναι γνωστὸς καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ περιγράψαμε σ’ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο.

Ἂς δοῦμε τώρα τί ἀκριβῶς συνέβηκε μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τοῦ Καρλομάγνου νὰ ἔρθει σὲ ρήξη μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ τὸν Πάπα. Ἤδη τὸ 787, οἱ Φράγκοι ἔχοντας κυριαρχήσει ὁριστικὰ στὴ Β. Ἰταλία καὶ ἔχοντας θέσει ὑπὸ τὴν «προστασία» τοὺς τὴν Κεντρικὴ Ἰταλία ἐπιτέθηκαν στὸ Νότο. Πρῶτος στόχος ἦταν τὸ ἀνεξάρτητο λογγοβαρδικὸ δουκάτο τοῦ Μπενεβέντο, ἀλλὰ φυσικὰ ἀπώτερος σκοπὸς ἦταν ἡ ὁλοκληρωτικὴ προσάρτηση τῆς Ν. Ἰταλίας, ἔτσι ὥστε νὰ ἐξαλειφθεῖ κάθε Ρωμαϊκὴ ἀντίσταση.

Ἡ Κωνσταντινούπολη θορυβήθηκε. Μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ παρακολουθοῦσε ἀδύναμή τη σταδιακὴ ἀπώλεια τοῦ ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας, ἀλλὰ φαίνεται πὼς ἡ Καμπανὶα καὶ ἡ Ἀπουλία ἀποτελοῦσαν μία ἀδιαπραγμάτευτη γραμμὴ ἄμυνας γιὰ τὴν Αὐτοκρατορία. Ἔτσι, αὐτοκρατορικὲς δυνάμεις ἀποβιβάστηκαν στὴν Καλαβρία καὶ συμμάχησαν μὲ τὸ Μπενεβέντο. Ἀπὸ τὸ 787-788 ἀρχίζουν πλέον οἱ ἀπευθείας συγκρούσεις τοῦ αὐτοκρατορικοῦ στρατοῦ μὲ τοὺς Φράγκους, μὲ ἐπίζηλο ἔπαθλο τὴ Ν. Ἰταλία. Οἱ διπλωματικὲς ἐπαφὲς Κωνσταντινούπολης καὶ Καρλομάγνου διακόπηκαν γιὰ δέκα χρόνια καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τῆς διακοπῆς ὑπῆρξε τὸ διασημότερο προξενιὸ τοῦ μεσαίωνα, αὐτὸ μεταξὺ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’ καὶ τῆς Ροτρούδης, κόρης τοῦ Καρλομάγνου.

Τὸ 794 ὁ Καρλομάγνος συγκάλεσε στὴ Φραγκφούρτη μία μεγάλη φραγκικὴ σύνοδο ἡ ὁποία ἐπισημοποίησε τὶς πρόσφατες θεολογικὲς αὐθαιρεσίες τῆς αὐλῆς του. Σ’ αὐτὴ τὴ σύνοδο ἀποδοκιμάστηκε ἡ λατρεία τῶν εἰκόνων ὡς μὴ χριστιανική, ἀπορρίφθηκε ὁ τίτλος «οἰκουμενική» γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας τοῦ 787 καὶ εἰσήχθηκε τὸ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἐπίσης ἀποδοκιμάστηκαν καὶ πολλὲς ἄλλες ἐνέργειες τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως ἡ ἀξίωση τοῦ αὐτοκράτορα νὰ προεδρεύει στὶς Συνόδους ὡς «ἰσαπόστολος», κλπ

Ἔτσι κι ἀλλιῶς, οἱ πηγὲς στὶς ὁποῖες μποροῦσαν νὰ προσφύγουν οἱ Φράγκοι θεολόγοι ἦταν ἐλάχιστες – ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει μετὰ ἀπὸ 300 χρόνια καταστροφῶν καὶ σκοταδιοῦ ποὺ περιγράψαμε στὸ 6ο κεφάλαιο. Ἀπ’ ὅ,τι δείχνει ἡ ἐξέταση τῶν παραπομπῶν τους, βασίζονταν κυρίως στὸ ἔργο τοῦ Πάπα Γρηγορίου Α’ καὶ στὶς περιλήψεις ἔργων ποὺ εἶχε διασώσει ὁ Ἰσίδωρος Σεβίλλης. Ἀντίθετα, ἡ Σύνοδος τῆς Νίκαιας εἶχε, ὅπως δέχονται καὶ οἱ δυτικοὶ ἱστορικοί, πρόσβαση σὲ ἀμέτρητες πηγές, ἄλλες ἀπὸ τὴν πατριαρχικὴ βιβλιοθήκη καὶ ἄλλες τὶς ὁποῖες εἶχαν φέρει ἀπὸ τὶς μητροπόλεις τοὺς οἱ συνοδικοί. Ἀναφορὲς στὶς πηγὲς καὶ στὴν ἐντυπωσιακὰ ἐξαντλητικὴ διασταύρωση χωρίων ὑπάρχουν στὰ πρακτικά της Συνόδου τῆς Νίκαιας ποὺ σώζονται μέχρι σήμερα.

Μία ἀπὸ τὶς καὶ τὶς καινοτομίες τὶς ὁποῖες εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι στὴ Σύνοδο τῆς Φραγκφούρτης ἀποτέλεσε γιὰ τοὺς ἑπόμενους ἕντεκα αἰῶνες τὸ κομβικὸ σημεῖο σύγκρουσης ἀνάμεσα στὴν Ὀρθόδοξη καὶ στὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία, τὸ σλόγκαν, θὰ λέγαμε, τῆς θρησκευτικῆς διαμάχης Δύσης καὶ Ὀρθοδοξίας. Πρόκειται γιὰ τὸ «filioque». Γι’ αὐτὴ τὴ μικρὴ προσθήκη τριῶν λέξεων («ἐκ τοῦ Υἱοῦ») στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔχουν γραφεῖ χιλιάδες σελίδες καὶ ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀναγνώστης θὰ πρέπει νὰ προστρέξει σὲ πιὸ εἰδικοὺς ἀπό μας γιὰ τὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα τῶν δύο πλευρῶν. Θὰ ἀναφέρουμε ὅμως ὁρισμένα ἱστορικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ γένεσή του, ἀφοῦ ἀνήκουν στὴν περίοδο τὴν ὁποία ἀναλύουμε.

Κατ’ ἀρχή, καὶ σ’ αὐτὸ τὸ θέμα οἱ Φράγκοι ἔχουν πλάσει ἕνα μύθο ποὺ παραμένει διαδεδομένος ὡς σήμερα, παρ’ ὅτι εἶναι ἀνυπόστατος ἱστορικά. Κυριαρχεῖ, δηλαδή, ἡ ἄποψη ὅτι τὸ filioque ἀποτέλεσε πηγὴ διαφορᾶς ἀνάμεσα στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ καὶ τὴν Ἑλληνορθόδοξη Ἐκκλησία.

Ὁ μύθος αὐτὸς πρέπει ἐπιτέλους κάποτε νὰ ἐκλείψει. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι οἱ Ρωμαῖοι Πάπες ἀντιτάχθηκαν στὸ filioque μόλις αὐτὸ προστέθηκε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Μάλιστα, ὁ Πάπας Λέων Γ’ (796-816), ἐπειδὴ γνώρισε ἀπὸ πρῶτο χέρι τὶς πιέσεις τῶν Φράγκων σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα, προχώρησε σὲ μία πράξη ποὺ φανερώνει τὸ πλῆρες μέγεθος τῆς παπικῆς ἀντίδρασης στὶς φραγκικὲς αὐθαιρεσίες. Φρόντισε ὥστε τὸ ὀρθόδοξο Σύμβολο τῆς Πίστεως (χωρὶς τὸ filioque) νὰ ἀναγραφεῖ σὲ δύο ἀσημένιες πλάκες (μία στὰ λατινικὰ καὶ μία στὰ ἑλληνικά) τὶς ὁποῖες ἀνήρτησε σὲ ψηλὸ σημεῖο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου γιὰ νὰ εἶναι εὐανάγνωστες ἀπὸ ὅλους τους πιστούς. Ὁ Λέων ἤλπιζε ὅτι οἱ Φράγκοι δὲ θὰ τολμοῦσαν νὰ προσβάλουν τὸ ἱερότερο κέντρο τῆς δυτικῆς Χριστιανωσύνης.

Τὸ 809 οἱ τελευταῖοι προχώρησαν στὴν ἐπίσημη καθιέρωση τοῦ filioque μὲ τὴ σύνοδο τοῦ Ἄαχεν. Μιὰ καὶ ὁ Πάπας ἐξακολουθοῦσε νὰ διατηρεῖ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, ὁ Καρλομάγνος ἔστειλε μία ἀντιπροσωπεία στὴ Ρώμη ὑπὸ τὸ μοναχὸ Σμάραγδο γιὰ νὰ τὸν μεταπείσει. Στὰ πρακτικά της συνάντησης, ποὺ διασώζονται μέχρι σήμερα, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Λέων ἀρνήθηκε κατηγορηματικά.

Οἱ διάδοχοί του συνέχισαν νὰ εἶναι ἀντίθετοι στὸ filioque μέχρις ὅτου οἱ Φράγκοι κατέλαβαν διὰ τῆς βίας τὸ Πατριαρχεῖο Ρώμης καὶ ἐγκατέστησαν ὁριστικὰ δικό τους Πάπα (πιθανὸν ἀπὸ τὸ 1009 καὶ μετὰ ).Μόνο τότε, ἀφοῦ δηλαδὴ ἀνέβηκε Φράγκος στὸν παπικὸ θρόνο, ἄρχισαν οἱ Πάπες νὰ ὑποστηρίζουν τὸ filioque καὶ νὰ ἀντιπαρατίθενται στὴν Ὀρθοδοξία τῶν ὑπόλοιπων τεσσάρων Πατριαρχείων. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι ἔπαψαν νὰ ὀνομάζουν τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης «Ρωμαιοκαθολική» μετὰ τὴν κατάληψή της ἀπὸ τοὺς Φράγκους: δὲν ἦταν οὔτε Ρωμαϊκὴ (μὲ τὴν ἐθνική-πολιτιστικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου) οὔτε βέβαια Καθολικὴ (ἀφοῦ εἶχε πλέον ἀποσχιστεῖ ἀπὸ τὸ καθόλου Σῶμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας). Ὀνομάστηκε ἀπὸ τότε, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος σωστὸς ὅρος «Λατινική».

Ἂς ἔρθουμε τώρα στὴν περίφημη στέψη τοῦ Καρλομάγνου ὡς αὐτοκράτορα Ρωμαίων τὰ Χριστούγεννα τοῦ 800 στὴ Ρώμη. Τὰ γεγονότα πρὶν καὶ κατὰ τὴ στέψη ἔχουν ἀποτελέσει τὸ ἀντικείμενο ἐξαντλητικῆς ἔρευνας ἀπὸ τοὺς μεσαιωνολόγους καὶ ἔτσι δὲ χρειάζεται νὰ ἀναφέρουμε παρὰ μόνο περιληπτικά. Ἄλλωστε, μετὰ τὰ ὅσα ἐκτέθηκαν ὡς ἐδῶ, ἡ γνώμη μας εἶναι πὼς ἡ στέψη ἀποτέλεσε τὴν κατάληξη καὶ ὄχι τὴν ἀρχὴ τῆς ἀντιρωμαϊκῆς πολιτικῆς τῶν Φράγκων.

Ὁ Πάπας Ἀδριανὸς πέθανε τὸ 796 καὶ τὸν διαδέχτηκε ὁ Λέων Γ’. Ὁ Καρλομάγνος φρόντισε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ὑποταγὴ τοῦ νέου Πάπα στέλνοντάς του μία σειρὰ ἀπὸ ὁδηγίες καὶ ὑποχρεώνοντας τὸν νὰ χρονολογεῖ τὰ ἔγγραφά του ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία τῆς φραγκικῆς κατάληψης τῆς Β. Ἰταλίας.Ὁ Πάπας, θέλοντας καὶ μή, ἔστειλε ἐπίσης στὸν Καρλομάγνο τὰ κλειδιὰ τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ τὸ λάβαρο τῆς πόλης τῆς Ρώμης.

Οἱ δυτικοὶ ἱστορικοὶ πιστεύουν ὅτι αὐτὴ ἡ πράξη εἶναι ἀπόδειξη τῆς προτίμησης τοῦ Πάπα γιὰ τοὺς Φράγκους σὲ σχέση μὲ τὴν Αὐτοκρατορία. Ὁ ἰσχυρισμὸς θὰ εἶχε κάποια βάση ἂν τὸ παπικὸ κράτος ἦταν ἀληθινὰ ἀνεξάρτητο. Μὰ ἡ ἀνεξαρτησία ἦταν ἀνύπαρκτη, ὅταν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τῶν Ρωμηῶν τῆς Ἰταλίας βρίσκονταν οἱ στρατιὲς τοῦ Καρλομάγνου. Ἀκόμα καὶ ὁ Γίββων τὸ εἶχε διαπιστώσει αὐτό, ὅταν ἔγραψε πολὺ εὔστοχα: «ἡ δύναμη καὶ ἡ πολιτικὴ τοῦ Καρλομάγνου ἐξόντωσαν ἕναν ἐχθρό (τους Λογγοβάρδους) καὶ ἐπέβαλαν ἕναν κύριο (master) στοὺς Ρωμαίους».Ἄλλωστε οἱ Φράγκοι συμπεριφέρονταν ὡς ἰδιοκτῆτες τοῦ πρώην ἐξαρχάτου. Ὅπως ἀναφέρει τὸ Codex Carolinus, ὁ Καρλομάγνος ξήλωσε τὰ μωσαϊκὰ τοῦ παλατιοῦ τῆς Ραβέννας καὶ τὰ πῆρε στὸ Ἄαχεν γιὰ νὰ διακοσμήσει τὸ δικό του παλάτι.

Τὸ 799, συγγενεῖς τοῦ πρώην Πάπα Ἀδριανοῦ ἐπιτέθηκαν, κακοποίησαν καὶ φυλάκισαν τὸ Λέοντα. Μὲ τὴ βοήθεια φίλων, αὐτὸς κατάφερε νὰ ξεφύγει καὶ νὰ φτάσει ὡς τὴ Σαξονία γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια τοῦ Καρλομάγνου. Ὁ τελευταῖος ἀποφάσισε νὰ πάρει τὸ μέρος τοῦ Λέοντα. Ταυτόχρονα εἶναι σίγουρο πὼς εἶδε μπροστὰ τοῦ μία μοναδικὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ προωθήσει παραπέρα τὶς ἐπιδιώξεις του. Ἔτσι, στὶς διαπραγματεύσεις ποὺ ἀκολούθησαν, ὁ Κάρολος πιθανότατα ζήτησε κάποια ἀνταλλάγματα ἀπὸ τὸν Πάπα, ὅσο κι ἂν οἱ δυτικὲς πηγὲς δὲν ἀναφέρουν κάτι σχετικό. Ὁ Λέων, τοῦ ὁποίου ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ἐξαρτιόταν πλέον ἀπὸ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Καρλομάγνου, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ ἀρνηθεῖ τίποτα.

Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή. Ὁ Λέων γύρισε στὸ θρόνο του, ἐνῶ ὁ Κάρολος δήλωσε, ἐντελῶς «συμπτωματικά», ὅτι θὰ ἤθελε νὰ γιορτάσει τὴν 800ή ἐπέτειο τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ στὴ Ρώμη. Στὴ διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τῶν Χριστουγέννων στὸν Ἅγιο Πέτρο, ὁ Πάπας ἔστεψε τὸν Καρλομάγνο, τὸν ἔχρισε μὲ ἔλαιο καὶ οἱ παριστάμενοι τὸν ἐπευφήμησαν ὡς αὐτοκράτορα. Ὁ Κάρολος ἄρχισε νὰ τυπώνει χρυσὰ νομίσματα μὲ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ προσώπου του καὶ τὸ μονόγραμμα τοῦ Πάπα. Ἡ 25η Δεκεμβρίου 800 θεωρεῖται στὴ Δύση ὡς ἡ ἡμερομηνία «ἀνασύστασης» (renovation) τῆς δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας».Στὰ φραγκικὰ χρονικὰ τῆς ἐποχῆς, τὸ Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΣΤ’ ἀκολουθεῖ ἀμέσως ὡς 68ος αὐτοκράτορας ὁ Καρλομάγνος.

Οἱ διάδοχοί του Καρλομάγνου θὰ φέρουν τὸν τίτλο τοῦ αὐτοκράτορα σὲ διάφορα κρατικὰ μορφώματα, γνωστότερο ἀπὸ τὰ ὁποία εἶναι ἡ «Ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους», ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα. Μάλιστα οἱ Γερμανοὶ συνέχισαν νὰ ἀριθμοῦν τοὺς αὐτοκράτορές τους ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν Ὀκταβιανὸ Αὔγουστο μέχρι καὶ τὸν Φραγκίσκο Β’ (1806) ποὺ θεωροῦνταν 120ός Ρωμαῖος αὐτοκράτορας.Οἱ Φράγκοι ἀνέπτυξαν μία ὑποτυπώδη θεωρητικὴ ἑρμηνεία γιὰ τὴν αὐθαίρετη ἐνέργεια τοῦ Καρλομάγνου τὴν ὁποία καὶ ἐπέβαλαν ἐπὶ δώδεκα αἰῶνες μέχρι σήμερα. Ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς θεωρίας σώζεται στὸ Χρονικό του Laureshein (9ος αἰῶνας) καὶ τὴν παραθέτουμε παρακάτω:

«Ἐπειδὴ τὸ ὄνομα τοῦ αὐτοκράτορα ἔπαυσε νὰ ὑπάρχει στοὺς Γραικούς, καὶ ἐπειδὴ ἡ Αὐτοκρατορία τοὺς κατεχόταν ἀπὸ μία γυναίκα (ἐννοεῖ τὴν Εἰρήνη), τόσο ὁ Πάπας Λέων ὅσο καὶ οἱ ὑπόλοιποι Πατέρες ποὺ συναθροίστηκαν στὴ Ρώμη καὶ ὅλο τὸ χριστιανικὸ πλήρωμα θεώρησαν ὅτι ὄφειλαν νὰ ἀναγορεύουν αὐτοκράτορα τὸ βασιλιὰ τῶν Φράγκων Κάρολο, ποὺ ἦταν κύριος τῆς Ρώμης ὅπου ἔδρευαν οἱ Καίσαρες καὶ ὅλων τῶν ἄλλων περιοχῶν τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλατίας καὶ τῆς Γερμανίας. Καὶ ἀφοῦ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὅλες τὶς παραπάνω χῶρες, φάνηκε σωστὸ νὰ ἀναλάβει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐπίσης καὶ μὲ τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν Χριστιανῶν καὶ τὸν τίτλο τοῦ αὐτοκράτορα».

Στὴν πραγματικότητα, ὁ ἀκριβὴς τίτλος ποὺ ἀπονεμήθηκε στὸν Καρλομάγνο κατὰ τὴ στέψη δὲν μᾶς εἶναι γνωστός. Ὁ ἴδιος πάντως δὲν τόλμησε ποτὲ νὰ ὑπογράψει ὡς «Βασιλεὺς Ρωμαίων» («Imperator Romanorum») ποὺ ἦταν ὁ τίτλος τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἁπλῶς στὸ «rex Francorum» καὶ «rex Langobardorum» πρόσθεσε μετὰ τὸ 800 τὸ «Romanorum gubernans imperium» («διοικητὴς τοῦ βασιλείου τῶν Ρωμαίων»). Αὐτὴ ἡ ἔκφραση εἶναι ἄγνωστη στὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορικὴ παράδοση.

Ἀργότερα οἱ Φράγκοι ὑποστήριξαν ὅτι μὲ τὴν ἐθελοντική του ἐπιλογὴ νὰ στέψει τὸν Καρλομάγνο, ὁ Πάπας μετέφερε τὸ αὐτοκρατορικὸ στέμμα ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ στὴ Δύση, ἀπὸ τοὺς Γραικοὺς στοὺς Φράγκους. Ἐπικαλούμενοι αὐτὴ τὴν περίφημη θεωρία τῆς «translatio imperii» μεταγενέστεροι πάπες, ὅπως ὁ Ἰννοκέντιος Γ’, προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν καὶ νὰ ἐπισημοποιήσουν τοὺς θεοκρατικοὺς σκοποὺς τοὺς πάνω στοὺς αὐτοκράτορες τῆς Δύσης. Ἀλλὰ οἱ θλιβερὲς δυτικὲς ἱστορίες τῶν ἀτέρμονων συγκρούσεων ἀνάμεσα σὲ στρατοκράτες πάπες καὶ σὲ ἀπολυταρχικοὺς Φραγκογερμανοὺς ἡγεμόνες δὲν θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν ἐδῶ.

Αὐτὸ πού μας ἐνδιαφέρει εἶναι κατὰ πόσο ἡ ἐνέργεια τοῦ Λέοντα Γ’ ἦταν ἐθελοντική. Εἴδαμε πιὸ πάνω τὴν ἄποψη τοῦ Γίββωνα. Ὁ Θεοφάνης, μὲ τὴ σειρά του, γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ Λέων γύρισε στὸ θρόνο τοῦ (μετὰ τὰ ἐπεισόδια τοῦ 799) καὶ ἀπὸ τότε ἡ Ρώμη βρίσκεται ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν Φράγκων: «ὁ δὲ (Λέων) προσφυγῶν τῷ ρηγὶ τῶν Φράγγων Καρούλω, ἠμύνατο τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ πικρῶς καὶ πάλιν ἀπεκατέστησεν αὐτὸν εἰς τὸν ἴδιον θρόνον, γενομένης τῆς Ρώμης ἀπ’ ἐκείνου καιροῦ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τῶν Φράγγων».Γιὰ τὸ Θεοφάνη, δηλαδή, ποὺ ἔγραφε μόλις 14 χρόνια ἀργότερα, τὰ δύο γεγονότα ἔχουν σχέση αἰτίουἀποτελέσματος. Ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Λέοντα σήμαινε καὶ τὴν ὑποδούλωση τῆς Ρώμης στοὺς Φράγκους. Τὰ περὶ ἀνεξάρτητης ἀπόφασης ἦταν τόσο ἀφελῆ ποὺ δὲν ἔπειθαν κανένα Ρωμαῖο της Ἀνατολῆς. Ὁ Θεοφάνης καταλήγει: «ὁ δὲ (Λέων) τὸν Κάρουλον ἀμειβόμενος ἔστεψεν αὐτὸν εἰς βασιλέα Ρωμαίων ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Πέτρου, χρίσας ἐλαίω ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ποδῶν καὶ περιβαλῶν βασιλικὴν ἐσθήτα καὶ στέφος».Τὸ ἁπλὸ λογικὸ συμπέρασμα κάθε ἀδέσμευτου ἐρευνητῆ, ὅτι ὁ Λέων ἀντάμειψε τὸν Κάρολο γιὰ τὴν προσωπικὴ βοήθεια τοῦ τελευταίου στέφοντας τὸν στὴ Ρώμη, ὑπάρχει λοιπὸν ἤδη στὸ Θεοφάνη καὶ δὲ χρειάζονται ἀκροβατισμοὶ καὶ πολύπλοκα σενάρια γιὰ νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀλήθεια.

Ἐπίσης ἐνδεικτικὴ εἶναι καὶ μία φράση τοῦ Einhard, συμβούλου τοῦ Καρλομάγνου, στὴν ὁποία θὰ ἐπανέρθουμε καὶ παρακάτω. Γράφει ὁ Einhard γιὰ τὴν περίοδο μετὰ τὸ 800: (παρ’ ὅλη τη συνθήκη εἰρήνης τοῦ 812) «ἡ δύναμη τῶν Φράγκων ἔμοιαζε πάντα ὕποπτη στὰ μάτια τῶν Γραικῶν καὶ τῶν Ρωμαίων».Παραδέχεται δηλαδὴ ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ ὀνομάζονταν Ρωμαῖοι ἀπὸ τοὺς Φράγκους (οἱ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι) ἔτρεφαν ἐχθρικὰ αἰσθήματα γιὰ τοὺς Φράγκους. Τότε πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ἀνακηρύξουν τὸν Κάρολο αὐτοκράτορά τους; Γι’ αὐτοὺς ὁ Καρλομάγνος δὲν ἦταν παρὰ ἕνας ξένος κατακτητής. Οὔτε Ρωμαῖος ἦταν οὔτε τὸν ἤθελαν γιὰ βασιλιὰ τοὺς οἱ Ρωμαῖοι.

Ἀλλὰ φαίνεται πὼς αὐτὰ τὰ αὐταπόδεικτα δὲν ἀρκοῦν γιὰ νὰ πείσουν τοὺς δυτικοὺς ἱστορικοὺς ὥστε νὰ τελειώνουμε κάποτε μὲ ἐκφράσεις τοῦ τύπου «ἀνασύσταση τῆς δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας». Ἔχοντας ζήσει ἐπὶ αἰῶνες πιστεύοντας πὼς εἶναι μέλη τῆς «Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους», οἱ δυτικοευρωπαῖοι δυσκολεύονται καί, τελικά, ἀρνοῦνται νὰ ἀποκηρύξουν τὴν παραχάραξη τῆς Ἱστορίας ποὺ κατασκεύασαν οἱ πρόγονοί τους. Γι’ αὐτὸ τονίσαμε στὴν εἰσαγωγὴ τῆς μελέτης μας ὅτι τὸ ἱστορικὸ ὑπόβαθρο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινοῦν αὐτοὶ παραμένει ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ δικό μας καὶ ἡ διαφορετικὴ πολιτιστική τους παράδοση δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἀποκαταστήσουν, ἔστω καὶ σήμερα, τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια.

Τελειώνοντας τὸ σχολιασμὸ τοῦ Χρονικοῦ του Laureshein πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε καὶ τὸ ἀξιοσημείωτο λογικὸ σφάλμα στὸ ὁποῖο ὑποπίπτει τὸ ἀπόσπασμα ποὺ παραθέσαμε. Τὸ βασικὸ ἐπιχείρημά του εἶναι ὅτι ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης αὐτοκράτορα στοὺς «Γραικούς» ἀποφασίστηκε νὰ ἀναγορευτεῖ αὐτοκράτορας ὁ Καρλομάγνος. Μὰ τότε θὰ ἔπρεπε ὁ Καρλομάγνος νὰ εἶναι «αὐτοκράτορας τῶν Γραικῶν»! Σὲ τέτοια κωμικὰ λάθη πέφτουν οἱ Φράγκοι ὅταν προσπαθοῦν νὰ πλαστογραφήσουν τὴν Ἱστορία καὶ νὰ ὀνομάσουν «Γραικούς» τοὺς Ρωμαίους της Ἀνατολῆς γιὰ νὰ τοὺς ξεχωρίσουν ἀπὸ τοὺς ὁμοεθνεῖς Ρωμαίους της Ἰταλίας.

Ἡ ἀντίδραση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στὴ στέψη τοῦ Καρλομάγνου ἦταν, φυσικά, ἐχθρική. Ὁ Καρλομάγνος θεωρήθηκε σφετεριστὴς ἑνὸς τίτλου ποὺ ἀνῆκε μόνο στὸ Ρωμαῖο αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης. Γιὰ νὰ ἁπαλύνει τὶς ἀντιδράσεις (ἢ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὰ ἐπεκτατικά του σχέδια, ἀνάλογα μὲ τὸ πὼς ἑρμηνεύει κάποιος τὰ γεγονότα) ὁ Κάρολος ἔστειλε τὸ 802 ἐπίσημη ἀντιπροσωπεία ζητώντας σὲ γάμο τὴν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, ὥστε νὰ ἑνωθοῦν «τὰ ἐώα καὶ τὰ ἑσπέρια», κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Θεοφάνη. Ἡ ἀνατροπὴ ὅμως τῆς Εἰρήνης τὸν Ὀκτώβριο τοῦ ἴδιου χρόνου ματαίωσε κάθε τέτοια προοπτική.

Οἱ μάχες Ρωμαίων καὶ Φράγκων ξανάρχισαν τὸ 804 γύρω ἀπὸ τὶς ρωμαϊκὲς ἐπαρχίες τῆς Βενετίας καὶ τῆς Δαλματίας, ἀφοῦ ὁ φραγκικὸς ἐπεκτατισμὸς ἔφτανε τώρα ὡς τὰ Βαλκάνια. Μετὰ ἀπὸ ἀλλεπάλληλες συγκρούσεις, τὰ δύο μέρη ὑπέγραψαν συνθήκη εἰρήνης τὸ 812, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ δύο περιοχὲς παρέμεναν ρωμαϊκές. Μὲ τὴ σειρά της ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναγνώρισε τὶς φραγκικὲς ἀπαιτήσεις στὴν Κροατία καὶ ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς προσφώνησε τὸν Καρλομάγνο ὡς «βασιλέα». Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφανθοῦμε τί ἀκριβῶς, σήμαινε αὐτὴ ἡ παραχώρηση γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ δὲν διασώζονται σχετικὰ σχόλια στὶς πηγές. Πάντως μὲ τὸ θάνατο τοῦ Καρλομάγνου τοῦ 814, ἡ φραγκικὴ δύναμη ἐξασθενεῖ καὶ τὸ ὅλο ζήτημα τοῦ τίτλου τῶν διαδόχων του δὲν πολυαπασχολεῖ τὴν Κωνσταντινούπολη μέχρι τὸν ἑπόμενο αἰῶνα.

Μετὰ τὸ θάνατό του, ὁ Καρλομάγνος θὰ ἀποτελέσει τὸ μεγαλύτερο θρύλο τῆς μεσαιωνικῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καὶ τὰ κατορθώματά του θὰ τροφοδοτήσουν ἀμέτρητα λογοτεχνικὴ ἔργα. Κορυφαῖο ἀνάμεσά τους τὸ μεγάλο ἔπος τοῦ 12ου αἰῶνα μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχίζει ἡ γαλλικὴ λογοτεχνία, τὸ «Chanson de Roland». Γιὰ τοὺς δυτικοευρωπαίους παραμένει μέχρι σήμερα ὁ σπουδαιότερος ἡγεμόνας τῆς Ἱστορίας τους καὶ ἡ βασιλεία τοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀπόδειξη τῆς κοινῆς καταγωγῆς ὅλων τῶν λαῶν ποὺ ὀνομάζονται σήμερα «δυτικοί». Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε τὸ μεγαλοπρεπὲς κτίριο τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης στὶς Βρυξέλλες φέρει τὸ ὄνομά του. Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικὸ ὅτι ὑπάρχει θεσμοθετημένο καὶ «Βραβεῖο Καρλομάγνου» τὸ ὁποῖο ἀπονέμεται (στὸ Ἄαχεν) σὲ ἄτομα ποὺ συνεισφέρουν στὴν ἰδέα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἑνοποίησης. Τὸ βραβεῖο αὐτό, ποὺ φέρει τὸ ὄνομα ἑνὸς ἐχθροῦ καὶ κατακτητὴ τῆς Ρωμηοσύνης, ἔχει ἀπονεμηθεῖ, ὡς γνωστόν, καὶ σὲ κορυφαῖο Ἕλληνα πολιτικὸ ποὺ πρωτοστάτησε στὴν εἴσοδό μας στὴν ΕΟΚ. Φαίνεται πὼς ἡ ἱστορικὴ ἀμνησία ποὺ ἁπλώνεται σιγά-σιγὰ σὲ ὅλον τὸν ἑλληνισμὸ θὰ ἐπιτρέψει νὰ ἀποδεχθοῦμε ὡς μέλη τῆς «δικῆς μας κληρονομιᾶς» ὅλους τους ἱστορικοὺς ἐχθρούς τῆς Ρωμηοσύνης, ἀρκεῖ νὰ μᾶς τὸ ζητοῦν οἱ δυτικοευρωπαῖοι ἑταῖροι μας….

Ὁλοκληρώνοντας τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῆς μελέτης μας, θὰ θέλαμε νὰ παρατηρήσουμε πὼς αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ ἐντύπωση στὰ γεγονότα τοῦ 750-812 εἶναι ὅτι ρωμαϊκὴ ἀντίδραση στὸ φραγκικὸ ἐπεκτατισμὸ ὑπῆρξε καθαρὰ ἀμυντική, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε παθητική. Δὲν ἦταν οἱ Ρωμηοὶ ποὺ ἀποφάσισαν νὰ διακόψουν τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴ Δύση, ἀλλὰ τὸ ἀντίστροφο. Οἱ δυτικοί, οἱ Φράγκοι, θέλησαν μὲ κάθε τρόπο νὰ ξεκόψουν κάθε πολιτικὸ καὶ πολιτιστικὸ δεσμὸ καὶ νὰ συγκρουστοῦν μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι θρασύτατο ψεῦδος ἡ κατοπινὴ προπαγάνδα τοὺς περὶ συγχώνευσης Ρωμαίων καὶ Φράγκων ποὺ δῆθεν παρήγαγε τὸν δυτικοευρωπαϊκὸ πολιτισμό. Ὅλες οἱ ἐπιθετικὲς ἐνέργειες προῆλθαν ἀπὸ τὴ μεριὰ τῶν Φράγκων οἱ ὁποῖοι δὲν δίστασαν νὰ χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο, στρατιωτικὴ βία, ἐκβιασμοὺς στὸν Πάπα, καταστροφὲς κτισμάτων, πλαστογραφήσεις ἐγγράφων, ἀλλοιώσεις ἐθνικῶν ὀνομασιῶν, γιὰ νὰ ὑποδουλώσουν τοὺς Ρωμηοὺς τῆς Ἰταλίας καὶ ὄχι γιὰ νὰ «συγχωνευθοῦν» μαζί τους. Ἀλλὰ καί, γενικότερα, διαβάζοντας κανεὶς τὶς πηγὲς τῆς ἐποχῆς σχηματίζει τὴν ἐντύπωση ὅτι τὴν διάσταση τὴν τόνισαν πολὺ περισσότερο οἱ Φράγκοι παρὰ οἱ Ρωμαῖοι. Ὁ Θεοφάνης ἀντιπαρέρχεται τὴ στέψη τοῦ Καρλομάγνου σὲ δύο γραμμὲς γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὰ πιὸ πιεστικὰ προβλήματα τῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τοὺς Ἄραβες.

Δικαίωμα τῶν Φράγκων, φυσικά, ἦταν νὰ συγκρουστοῦν μὲ τὴν Αὐτοκρατορία. Ἐφόσον ὅμως διάλεξαν νὰ ἀποσχιστοῦν καὶ νὰ δημιουργήσουν τὴν δική τους πολιτιστικὴ παράδοση, ἀποτελεῖ θρασύτατη παραποίηση τῆς Ἱστορίας τὸ νὰ ἀποκαλοῦν ἀργότερα τὸ κράτος τοὺς «Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία», νὰ ὀνομάζουν τοὺς Ρωμαίους «Γραικούς», καὶ νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ «Βυζαντινοί» κατέστρεψαν τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμό, κληρονόμοι τοῦ ὁποίου εἶναι δῆθεν οἱ δυτικοί.

Ἂν στὸ θεολογικὸ ἐπίπεδο ἡ μεγάλη ρήξη τῆς Δύσης μὲ τὴ Ρωμιοσύνη πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ στὰ Libri Carolini, στὸ καθημερινὸ ἐπίπεδο πρέπει νὰ τὴν ἐντοπίσουμε στὴ στρατιωτικὴ κατοχὴ τῆς Κεντρικῆς Ἰταλίας, τοῦ Ἐξαρχάτου, καὶ στὶς ἐπιθέσεις ἐναντίον τοῦ Νότου. Γνώρισαν τότε οἱ Ρωμηοὶ ἀπὸ πρῶτο χέρι τὶς ἀδίστακτες διαθέσεις τῶν Φράγκων, καὶ αὐτὴ ἡ γνώση σημάδεψε γιὰ πάντα τὸ χαρακτήρα καὶ τὸν προσανατολισμὸ τῆς Ρωμηοσύνης. Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα, ὁ σύμβουλος καὶ βιογράφος τοῦ Καρλομάγνου, Einhard, εἶχε ἀποτυπώσει τὰ αἰσθήματα τῶν Ρωμηῶν μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες ἐπιθετικὲς ἐνέργειες τῶν Φράγκων: «Ὅταν (ὁ Κάρολος) ἀποδέχτηκε τὸν τίτλο τοῦ αὐτοκράτορα, προκάλεσε πολλὲς ὑποψίες (στοὺς αὐτοκράτορες τῆς Κωνσταντινούπολης), διότι θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ σχεδιάζει νὰ τοὺς πάρει τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία (…) Ἡ δύναμη τῶν Φράγκων φαινόταν πάντα ὕποπτη στὰ μάτια τῶν Γραικῶν καὶ τῶν Ρωμαίων. Ἀπὸ κεῖ προέρχεται καὶ ἡ γραικικὴ παροιμία ποὺ λέγεται ἀκόμη καὶ σήμερα (τὸ 830): Ἂν ἕνας Φράγκος εἶναι φίλος σου, τότε σίγουρα δὲν εἶναι γείτονάς σου».

Αὐτὴ ἡ παροιμία συνοψίζει πολὺ εὔγλωττα τὰ συμπεράσματα τῶν Ρωμηῶν ἀπὸ τὴ «γνωριμία» μὲ τοὺς Φράγκους. Πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ Σχίσμα καὶ τὶς «Σταυροφορίες», λοιπόν, οἱ Ρωμηοὶ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσουν τί σήμαινε ἡ πρωτογονικὴ ἀλαζονεία τῶν δυτικῶν. Καὶ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν τουρκοκρατία εἶχαν σχηματίσει οἱ δυτικοὶ τὴν ἐχθρική τους στάση ἀπέναντί μας. Ἡ μεγάλη διάσταση τῆς Δύσης μὲ τὴ Ρωμηοσύνη ὑπῆρξε συνειδητὴ ἀπόφαση τῶν Φράγκων οἱ ὁποῖοι γνώριζαν μάλιστα καὶ τὶς ἐπιπτώσεις τῶν ἐνεργειῶν τους, ὅπως φανερώνει τὸ παραπάνω ἀπόσπασμα τοῦ Einhard. Ἔτσι, ἡ πρώτη ἐμφάνιση τῆς «εὐρωπαϊκῆς συνείδησης» ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπόφαση τῶν Φράγκων νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴ Ρωμαϊκὴ Χριστιανικὴ Οἰκουμένη καὶ νὰ συγκρουστοῦν μὲ τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο. Ὅπως τονίσαμε καὶ στὴν εἰσαγωγή, ἡ ἔννοια τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης γεννιέται ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα ἀκριβῶς μέσα ἀπὸ τὴν ἀντίθεση μὲ τὴ Ρωμηοσύνη καὶ ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀντίθεσης. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐντελῶς περιττὲς οἱ συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὸ ἂν τὸ «Βυζάντιο» (καὶ ἡ διάδοχός του, ἡ Ἑλλάδα) ἀνήκει στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη ἢ ὄχι.

Πάντως γιὰ ὅσους διατηροῦν ἀκόμη κάποιες ἀμφιβολίες, τὶς ἀληθινὲς διαθέσεις τῶν Φράγκων ἀπέναντι στοὺς Ρωμαίους τὶς διέσωσε γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς ὁ Λιουτπράνδος, ἐπίσκοπος Κρεμόνας, ποὺ ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη τοῦ 969 ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Φραγκογερμανοῦ αὐτοκράτορα Ὄθωνα Α’. Ἡ περιπετειώδης συνάντησή του μὲ τὸν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, ὑπῆρξε λίαν ἀποκαλυπτική. Ὅταν ὁ Φωκᾶς παρατήρησε ὅτι ὁ Ὄθωνας δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ παντρευτεῖ (ὅπως τὸ ζητοῦσε) πορφυρογέννητη βασιλοπούλα τῆς Κωνσταντινούπολης διότι «ἐσεῖς δὲν εἶστε Ρωμαῖοι, ἀλλὰ Λογγοβάρδοι», ὁ Λιουτπράνδος ἀντὶ νὰ προσπαθήσει νὰ ἐνισχύσει τὴ θέση του μὲ κάποια ἐπιχειρηματολογία ὑπὲρ τῆς ρωμαϊκότητας τῶν βαρβάρων ξέσπασε σὲ ἕνα ἀντιρωμαϊκὸ ὑβρεολόγιο ποὺ ἔχει μείνει ἱστορικό. Ἂς παραθέσουμε ἕνα ἐνδεικτικὸ ἀπόσπασμα τῆς ἀπάντησής του:

«Ὁ ἀδελφοκτόνος Ρωμύλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὀνομάστηκαν οἱ Ρωμαῖοι, ἔγινε γνωστὸς ἀπὸ τὴ χρονογραφία ὡς πορνογέννητος, δηλαδὴ νόθος, καὶ ἵδρυσε ἄσυλο (σ.σ. τὴ Ρώμη) στὸ ὁποῖο δέχθηκε χρεοφειλέτες, δραπέτες, δούλους, φονιάδες καὶ κακούργους ἀξιοθάνατους καὶ μάζεψε κοντά του ἕναν συρφετὸ τέτοιων ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ὀνόμασε Ρωμαίους. Ἀπ’ αὐτοὺς δὲ τοὺς εὐγενεῖς κατάγονται ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ἐσεῖς ὀνομάζετε κοσμοκράτορες, δηλαδὴ αὐτοκράτορες. Αὐτοὺς ὅμως ἐμεῖς, δηλαδὴ οἱ Λογγοβάρδοι, οἱ Σάξωνες, οἱ Φράγκοι, οἱ Λοθαρίγγιοι, οἱ Βαυαροί, οἱ Σουηβοί, οἱ Βουργούνδιοι τοὺς περιφρονοῦμε τόσο πολύ, ὥστε ὅταν ὀργιζόμαστε κατὰ τῶν ἐχθρῶν μας δὲν τοὺς ἀπευθύνουμε καμιὰ ἄλλη ἀπὸ τὶς ὕβρεις παρὰ μόνο τὴ λέξη: Ρωμαῖε! Καὶ σ’ αὐτὸ μόνο τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε εἶδος ἀγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ἀσωτεία, ἀπιστία, καὶ γενικὰ κάθε εἶδος κακίας».

Ἀσφαλῶς τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ ἐπίσημου ἀπεσταλμένου τοῦ Φραγκογερμανοῦ αὐτοκράτορα μιλάει ἀπὸ μόνο τοῦ γιὰ τὰ αἰσθήματα ὅλων τῶν δυτικῶν ἀπέναντί μας. Μᾶς παρέχει ἐπίσης τὴ χρήσιμη πληροφορία ὅτι ὡς τὸ 969 οἱ Φράγκοι προφανῶς δὲν εἶχαν ἀποφασίσει ἀκόμη νὰ «συγχωνευθοῦν» μὲ τοὺς Ρωμαίους. Ἡ σχετικὴ παραποίηση τῆς Ἱστορίας ἀνάγεται λοιπὸν σὲ μεταγενέστερη ἐποχή…

Δὲν ἦταν ἑπομένως οὔτε ἡ τουρκοκρατία οὔτε οἱ «Σταυροφορίες» οὔτε τὸ Σχίσμα οἱ αἰτίες τῆς ἀπομάκρυνσης ἑλληνισμοῦ καὶ Δύσης. Αὐτὰ ὄξυναν τὴν διαφορά. Ἡ διαφορὰ ὅμως προϋπῆρχε καὶ ὀφειλόταν σὲ πολὺ χειροπιαστοὺς λόγους τοὺς ὁποίους εἶχαν γνωρίσει ἀπὸ τὸν 8ο, 9ο καὶ 10ο αἰῶνα οἱ πρόγονοί μας. Στὸ δίλημμα «Ρωμηοσύνη ἢ βαρβαρότητα» ἡ δυτικὴ Εὐρώπη εἶχε διαλέξει ἤδη ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα τὴ βαρβαρότητα, καὶ οἱ συνέπειες αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς σφράγισαν τὴν παγκόσμια Ἱστορία ἀπὸ τότε μέχρι τὶς μέρες μας.

Ἐπίλογος
Ἡ ἀνοιχτὴ διάσταση Ρωμηοσύνης καὶ Δύσης, τὶς ἀρχὲς τῆς ὁποίας περιγράψαμε στὴ μελέτη μας, συνεχίστηκε μὲ ἀμείωτη ἔνταση στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν. Ἡ Ρωμηοσύνη γνώρισε τὴν Δύση καὶ τὶς ἀντιρωμαίικες διαθέσεις της ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα. Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν, οἱ Φράγκοι δὲν ἔκαναν τίποτα γιὰ νὰ διασκεδάσουν τοὺς φόβους τῶν Ρωμηῶν. Ἀντίθετα, κράτησαν πάντοτε μία ἀδιάλλακτη στάση, ἀπαιτῶντας τὴν ὁλοκληρωτικὴ ὑποταγή μας ὅποτε τοὺς δινόταν ἡ εὐκαιρία.

Τὶς πολεμικὲς συγκρούσεις διαδέχονταν ἀνταλλαγὲς ὕβρεων (ὅπως π.χ. μὲ τὴν πρεσβεία τοῦ Λιουτπράνδου τῆς Κρεμόνας) καὶ πάλι πολεμικὲς συγκρούσεις. Ταυτόχρονα, στὸ πολιτιστικὸ ἐπίπεδο, διάφοροι δυτικοὶ συγγραφεῖς ἄρχισαν (ἀπὸ τὸν 9ο ἤδη αἰῶνα) νὰ γράφουν ἀσταμάτητα συγγράμματα μὲ τὸν τίτλο «Contra errors Graecorum» ἐναντίον τῶν Ρωμηῶν. Οἱ δύο κόσμοι ἀπομακρύνονταν περισσότερο μέρα μὲ τὴ μέρα. Τὸ Σχίσμα τοῦ 1054 δὲν ἦταν παρὰ μία ἀκόμη τυπικὴ ἐπιβεβαίωση τῆς ἄρνησης τῶν Φράγκων νὰ ἀποκηρύξουν τὶς θεολογικὲς αὐθαιρεσίες τους. Λίγο ἀργότερα, νέα βαρβαρικὰ φύλα ἀπὸ τὸ Βορρᾶ ὁλοκλήρωναν τὴν ὑποδούλωση τῶν Ρωμηῶν τῆς Νότιας Ἰταλίας. Μετὰ ἀπὸ 1800 χρόνια λαμπρῆς παρουσίας, ὁ ἑλληνισμὸς ξερριζωνόταν ἀμετάκλητα ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ χερσόνησο.

Στὰ τέλη τοῦ 11ου αἰῶνα οἱ κατακτητικὲς διαθέσεις τῶν Δυτικῶν πῆραν ἀπροκάλυπτη μορφὴ μὲ τὶς λεγόμενες «Σταυροφορίες». Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη «Σταυροφορία» ὁ ἀπώτερος σκοπὸς ὁρισμένων Λατίνων ἡγετῶν ἦταν φανερὸς καὶ εἶχε γίνει ἀντιληπτὸς καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅπως μας λέει ἡ Ἄννα Κομνηνὴ στὴν «Ἀλεξιάδα» της, ὁ σκοπὸς τῶν δυτικῶν δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς Βασιλεύουσας, πράγμα ποὺ θεωροῦσαν ὡς φυσικὴ κατάληξη τῆς ἐκστρατείας τους.Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡγέτες τῆς «Σταυροφορίας», ὁ Βοημοῦνδος, δὲν ἔκρυβε τὸ θανάσιμο μίσος του γιὰ τὴ Ρωμανία, καὶ εἶχε ἐκφράσει τὴν προσήλωσή του στὸ σκοπὸ τῆς καταστροφῆς της σὲ μία παθιασμένη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο, τὴν ὁποία παραθέτει ἡ Ἄννα Κομνηνή.

Ἡ κορύφωση τῆς σύγκρουσης ἦρθε τὸ 1204, ὅταν χιλιάδες πεινασμένοι ἀλῆτες ἀπ’ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης ἐγκατέλειψαν τὶς τρῶγλες τους καὶ ξεκίνησαν, ὑποτίθεται, γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Στὸ δρόμο «κάτι» συνέβηκε καὶ ὁ προορισμὸς ἄλλαξε. Οἱ ἐμφύλιες διαμάχες τῶν Ρωμηῶν τῆς ἐποχῆς ἐπέτρεψαν σ’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρωγλοδύτες νὰ μποῦν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ τὴ λεηλατήσουν. Σοκαρισμένοι οἱ πρόγονοί μας εἶδαν τοὺς δυτικοὺς «στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ» νὰ φέρνουν μουλάρια μέσα στὸ ἱερὸ Βῆμα τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς, καὶ αὐτὰ νὰ γλυστρᾶνε καὶ νὰ ἀφήνουν ἀκαθαρσίες καὶ αἵματα στὴν ἁγία Τράπεζα, ἐνῶ μία πόρνη ποὺ κουβαλοῦσαν μαζί τους οἱ Λατίνοι ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ πατριάρχη καὶ ἄρχισε νὰ χορεύει καὶ νὰ ἀσχημονεῖ.Οἱ σφαγὲς καὶ οἱ καταστροφὲς ποὺ ἀκολούθησαν ἀποτελοῦν μία κατάμαυρη σελίδα τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς Ἱστορίας. Ἕνας Θεὸς ξέρει πόσα πολύτιμα ἔργα, τὰ μοναδικὰ ἀντίγραφα τῶν ὁποίων σώζονταν στὴν Κωνσταντινούπολη, χάθηκαν τότε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν πολιτιστικὴ κληρονομιὰ τῆς ἀνθρωπότητας.

Ἡ Φραγκοκρατία ποὺ ἀκολούθησε μετὰ τὸ 1204 προκάλεσε ἕνα ἀγεφύρωτο χάσμα Ρωμαίων καὶ δυτικῶν. Οἱ πρόγονοί μας ἔνιωσαν πιὰ ἀπὸ πρῶτο χέρι σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τὶς διαθέσεις τῶν Λατίνων ποὺ συνοψίζονταν στὴν πλήρη ἐξαφάνιση τοῦ ρωμαίικου πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Τουρκικὴ κατοχὴ ποὺ ἀκολούθησε ἀργότερα καὶ ἡ ὁποία ἐπέτρεψε στοὺς Ρωμηοὺς νὰ διατηρήσουν τὴ γλώσσα καὶ τὴ θρησκεία τους (ἄρα καὶ τὴν ταυτότητά τους), ἡ δυτικὴ κυριαρχία εἶχε ὅλα τὰ γνωρίσματα μία γενοκτονίας. Ἄλλωστε, ὅπου αὐτὴ ἐπικράτησε ὁριστικά, ἡ ρωμαίικη συνείδηση ξερριζώθηκε μὲ τὸν πιὸ βίαιο τρόπο. Παράδειγμα ἡ ἑλληνικότατη ἐπὶ 1800 χρόνια Νότια Ἰταλία. (Ἡ θλιβερὴ ἱστορία τῆς ἠρωϊκῆς ἀλλὰ μάταιης ἀντίστασης τῶν Ρωμηῶν τῆς Ν. Ἰταλίας ἀπὸ τὸν 11ο ὡς τὸν 16ο αἰῶνα περιμένει δυστυχῶς ἀκόμη τὸ συγγραφέα της).

Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι μόλις οἱ Ρωμηοὶ ἀνέκτησαν τὴν Πόλη, τὸ 1261, ὁ Πάπας ἔσπευσε νὰ προσφέρει σὲ ὅσους πολεμοῦσαν τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο τὴν ἴδια ἄφεση ἁμαρτιῶν ὅπως καὶ στοὺς «σταυροφόρους» ποὺ πολεμοῦσαν τοὺς Μουσουλμάνους.Θὰ πρέπει νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι αὐτὲς τὶς ἀπόψεις δὲν τὶς ἐνστερνιζόταν μόνον ἡ πολιτικό-στρατιωτικὴ ἡγεσία τῆς Δύσης. Τὰ ἴδια αἰσθήματα ἔτρεφαν καὶ οἱ «φωτισμένοι» διανοούμενοι, ὅπως ὁ μεγάλος πρόδρομος τοῦ οὐμανισμοῦ, ὁ Πετράρχης. Ἰδοὺ τί ἔγραφε στὰ μέσα του 14ου αἰῶνα: «Οἱ Τοῦρκοι εἶναι ἐχθροί. Αὐτοὶ ἐδῶ ὅμως, οἱ Γραικοί, εἶναι σχισματικοὶ καὶ χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, κι ἔτσι εἶναι προτιμότερο νὰ κατέχουν τὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Τοῦρκοι παρὰ νὰ τὰ πάρουν οἱ Γραικοί». Καὶ ἀλλοῦ: «ὅσο γιὰ αὐτοὺς τοὺς ἀπατεῶνες καὶ ἄχρηστους Γραικύλους, … ἀνυπομονῶ νὰ δῶ αὐτὴ τὴν Αὐτοκρατορία, αὐτὴ τὴν πηγὴ τῶν αἱρέσεων, νὰ καταστρέφεται μὲ τὰ ἴδιά μας τὰ χέρια».Ὅλα αὐτὰ ἀνήκουν ἀσφαλῶς στὴν «κοινὴ εὐρωπαϊκὴ κληρονομιά» πού μας ἑνώνει μὲ τοὺς δυτικοευρωπαίους ἑταίρους μας…

Ἡ λυσσαλέα ἀντίσταση τῶν Ρωμηῶν, πάντως, ματαίωνε τὴ μία μετὰ τὴν ἄλλη τὶς δυτικὲς προσπάθειες ἐξαφάνισης τοῦ ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ. Ἔτσι, τὸ 14ο αἰῶνα, οἱ Φράγκοι προχώρησαν στὸ σχεδιασμὸ μία «τελικῆς λύσης» (κατὰ τὴν ἔκφραση γνωστοῦ Γερμανοῦ ἡγεμόνα ἐναντίον τῶν Ἑβραίων). Τὸ σχέδιο, τὸ ὁποῖο εἶχε ὑποβάλλει ὁ Δομηνικανὸς μοναχὸς Μπροκάρντους στὸ βασιλιὰ τῆς Γαλλίας Φίλιππο ΣΤ’, προέβλεπε τὴν τελειωτικὴ ἐξαφάνιση τῶν Ρωμηῶν μὲ παιδομάζωμα, βίαιη ἀποκήρυξη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὑποχρεωτικὴ προσχώρηση στὸ λατινικὸ δόγμα, κάψιμο ὅλων τῶν βιβλίων ποὺ ὑπερασπίζονταν τὸ ἀνατολικὸ χριστιανικὸ δόγμα, καὶ ἀπαγόρευση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀναγνώριση τῆς φραγκικῆς κυριαρχίας. Οἱ Ρωμηοὶ ὅμως ἀρνήθηκαν τὴ «βοήθεια» τῶν δυτικῶν καί, ἀνάμεσα σὲ δύο κακά, διάλεξαν τὸ μικρότερο, τοὺς Τούρκους. Ἡ Ἱστορία τοὺς δικαίωσε πανηγυρικά, ἀφοῦ 400 χρόνια ἀργότερα ἔδιωξαν τοὺς κατακτητές, ἔχοντας διατηρήσει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους. Δυστυχῶς, δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε σήμερα τὸ ἴδιο γιὰ τὰ ἑκατομμύρια τῶν ὁμοεθνῶν μας Ρωμαίων της Γαλλίας καὶ τῆς Ἰταλίας ποὺ χάθηκαν ὁριστικὰ μετὰ τὴν κατάκτησή τους ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς βαρβάρους…

Μετὰ τὴν ἀποκοπή της ἀπὸ τὴ Ρωμαιοσύνη, ἡ Δύση συνέχισε τὴ δική της πορεία. Εἶναι ἡ γνωστὴ πορεία ποὺ ὁδήγησε στὰ ἐγκλήματα τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, στὴ φρίκη τοῦ δουλεμπορίου, τῆς ἀποικιοκρατίας καὶ τοῦ ρατσισμοῦ τὰ ὁποία πλήρωσαν ἑκατομμύρια ἀθώα θύματα σὲ ὅλο τὸν πλανήτη. Οἱ ἐπαγγελίες τοῦ οὐμανισμοῦ γιὰ τὴ «χρυσὴ ἐποχή» ποὺ θὰ ἀνέτελε μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐπιστήμης ἔσβησαν τραγικὰ μέσα στὰ Ἄουσβιτς καὶ στὶς Χιροσίμες στὰ ὁποῖα μας ὁδήγησαν οἱ πλέον «πολιτισμένες» δυτικὲς χῶρες. Στὶς μέρες μας, ἡ ὁλοκληρωτικὴ οἰκολογικὴ κατάρρευση τοῦ πλανήτη ἔρχεται νὰ διαψεύσει εἰρωνικότατα τὴν ὑπόσχεση τῆς συνεχοῦς αὔξησης τῆς κατανάλωσης μὲ τὴν ὁποία ἡ Δύση ἐκμαύλισε κάθε ἀντίπαλο πολιτισμό.

Οἱ Ρωμηοὶ δὲν εἶχαν καμιὰ συμμετοχὴ καὶ καμιὰ σχέση μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα τῆς Δύσης. Ἑπομένως, δὲν πρέπει νὰ πέσουν στὴν παγίδα νὰ σβήσουν τὴ διαφορετικὴ ἱστορική τους παράδοση καὶ νὰ δεχθοῦν ἀψήφιστα ὅτι μοιράζονται κι αὐτοὶ τὴν «κοινὴ εὐρωπαϊκὴ κληρονομιά». Ἡ κληρονομιὰ τῆς συλλογικῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ πολιτισμοῦ, τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση, τὴ γενοκτονία τῶν λαῶν τῆς Ἀμερικῆς, τὴν ἀποικιοκρατία, τὸ ρατσισμό, τοὺς θαλάμους ἀερίων καὶ τὶς πυρηνικὲς βόμβες, δὲν εἶναι ἡ δική μας κληρονομιά. Καὶ δὲν ἔχουμε τὴν παραμικρὴ διάθεση νὰ μᾶς τὴ φορτώσουν οἱ δυτικοί. Ἡ δική μας κληρονομιὰ εἶναι, ἐδῶ καὶ τρεῖς χιλιάδες χρόνια, ἡ ὑπεράσπιση τοῦ πολιτισμοῦ ἐνάντια στὴ βαρβαρότητα, ἡ διάσωση τῆς Ἀλήθειας ποὺ ἀποκαλύφθηκε κάποτε στὸν ἄνθρωπο καὶ ἀποτυπώθηκε στὴ δική μας γλώσσα, ἡ διατήρηση τῆς ἐλπίδας γιὰ μία ὁλοκληρωμένη ἀνθρώπινη ζωή, ὅπου «ἐκείνου τοῦ πέλαγου ὁ καημός» θὰ βρίσκει πόντο τὸ «ζύγιασμα τῆς καλωσύνης», κι ὅπου ὁ ὀρθὸς λόγος θὰ ἰσορροπεῖ μὲ τὴν προσδοκία τῆς αἰωνιότητας. Γιατί οἱ Ρωμηοὶ ξέρουν ὅτι προορισμὸς τοὺς εἶναι νὰ ζήσουν στὴν αἰωνιότητα, νὰ συμμετέχουν στὸ ἀτέλειωτο πανηγύρι ὅπου τὰ «πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανὸς τὲ καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια…». Αὐτὴν τὴν κληρονομιὰ ἔχουν νὰ προβάλουν ἀπέναντι στὴν ἀγριότητα τῆς Δύσης. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ δίλημμα «Ρωμηοσύνη ἢ βαρβαρότητα» παραμένει στὶς μέρες μας τόσο ἐπίκαιρο ὅσο καὶ πρὶν ἀπὸ 1500 χρόνια….

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Βιβλιογραφία (Ἀναφέρονται μόνο τὰ ἔργα στὰ ὁποῖα παραπέμπει τὸ κείμενο)

α) Ἑλληνόγλωσση

Ἀρβελέρ-Γλύκατζη Ἑλένη, «Ἡ πολιτικὴ ἰδεολογία τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας», μετάφραση Τ. Δρακοπούλου, Ψυχογιός, 3η ἔκδοση, Ἀθήνα, 1988. Βαλέτας Γ., «Τῆς Ρωμιοσύνης», ἔκδ. Φιλιππότης, 2η ἔκδοση, Ἀθήνα, 1982. Baynes N. H. and Moss H. St. L. B., «Βυζάντιο: εἰσαγωγὴ στὸ βυζαντινὸ πολιτισμό», μετάφραση Δ. Σάκκας, ἔκδ. Δ. Παπαδήμα, 3η ἔκδοση, Ἀθήνα, 1986. Buckler Georgina, (1986), «Ἡ Βυζαντινὴ Ἐκπαίδευση», στὸ Baynes & Moss «Βυζάντιο: εἰσαγωγὴ στὸ βυζαντινὸ πολιτισμό». Γιαννακόπουλος Κ., «Βυζαντινὴ Ἀνατολὴ καὶ Λατινικὴ Δύση», μετάφραση Κ. Κυριαζή, Ἑστία, Ἀθήνα, 1966. Δημαρᾶς Κ. Θ., «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός», Ἑρμῆς, Ἀθήνα, 1977. Gregoire Henri, (1986), «Ἡ Βυζαντινὴ Ἐκκλησία», στὸ Baynes & Moss «Βυζάντιο: εἰσαγωγὴ στὸ βυζαντινὸ πολιτισμό». Θεοφάνης, «Χρονογραφία», ἔκδ. C. de Boor, Λειψία, 1883, 1885. Καραγεῶργος Βασίλης, «Ἡ Ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία: Μεσαιωνικὴ περίοδος», τόμ. Ἀ’, ἔκδ. Στ. Βασιλόπουλος, Ἀθήνα, 1987. Καραγιαννόπουλος Ἰωάννης, «Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους», δύο τόμοι, ἔκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1978. Κακριδὴς Ι. Θ., «Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στὴ νεοελληνικὴ λαϊκὴ παράδοση», Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τράπεζας, Ἀθήνα, 1979. Κοραὴς Ἀδαμάντιος, «Ἅπαντα», τόμ. Α1, ἐπιμ. Γ. Βαλέτας, ἔκδ. Δωρικός, Ἀθήνα, 1964. Lemerle Paul, «Ὁ πρῶτος βυζαντινὸς οὐμανισμός», μετάφραση Μ. Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τράπεζας, Ἀθήνα, 1983. Λιγνάδης Τάσος, «Καταρρέω», Ἀκρίτας, Ἀθήνα, 1989. Λουγγὴς Τηλέμαχος, «Ἡ βυζαντινὴ κυριαρχία στὴν Ἰταλία», Ἑστία, Ἀθήνα, 1989. Obolensky Dimitri, «Ἡ Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία», δύο τόμοι, μετάφραση Γιάννης Τσεβρεμές, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991. Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντῖνος, «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», ἕξι τόμοι, ἐπιμέλεια Π. Καρολίδη, Ἐλευθερουδάκης, 6η ἔκδοση, Ἀθήνα, 1932. Πολίτης Λίνος, «Ποιητικὴ Ἀνθολογία», ὀχτὼ τόμοι, Δωδώνη, Ἀθήνα, 1980. Προκόπιος, «Ὑπὲρ τῶν πολέμων», ἔκδ. Teubner, Λειψία, 1963. Ράνσιμαν Στῆβεν, «Ἡ Βυζαντινὴ Θεοκρατία», μετάφραση Ι. Ροηλίδης, Δόμος, Ἀθήνα, 1982. Ράνσιμαν Στῆβεν, «Βυζαντινὸς Πολιτισμός», μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη, Ὀργανισμὸς Ἐκδόσεως Διδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα, 1979. Ρωμανίδης Ἰωάννης, «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», Πουρνάρας, 2η ἔκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982. Σιμόπουλος Κυριάκος, «Ξενοκρατία, Μισελληνισμὸς καὶ Ὑποτέλεια», Ἀθήνα, 1990. Στεφανίδης Β., «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», Ἀθήνα, 1948. Χρήστου Πᾶν., «Οἱ περιπέτειες τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων τῶν Ἑλλήνων», Κυρομάνος, 2η ἔκδοση, Ἀθήνα, 1989. Χρυσὸς Εὐάγγελος, ¨Τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ διαμόρφωση τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης: ἕνα ἐρευνητικὸ πρόγραμμα» στὸ «Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη». Πρακτικὰ Ἀ’ Διεθνοῦς Βυζαντινολογικῆς Συνάντησης, Δελφοὶ 20-24 Ἰουλίου 1985, Ἀθήνα, 1987.

β) Ξενόγλωσση

Anna Comnena, «Alexiad», ἀγγλικὴ μετάφραση E.R.A. Sewter, Penguin, Middlesex, England, ἀνατύπωση 1985. Browning Robert, «The continuity of Hellenism in the Byzantine world: appearance or reality», στὸ «Greece Old and New», ed. By T. Winnifrith and P. Murray, London, Macmillan, 1983, ἀνατύπωση στὸ Browning «History, Language and Literacy in the Byzantine World», Variorum Reprints, Northampton, 1989. Bury J. B., «History of the Later Roman Empire, from the death of Theodosius I to the death of Justinian», δύο τόμοι, Dover Publications, New York, 1958. Charanis Peter, «Some remarks on the changes in Byzantium in the seventh century», Recueil des travaux de l’ Institut d’ Etudes Byzantines, VIII, 1 (Melanges G. Ostrogorsky I), Belgrade, 1963, ἀνατύπωση στὸ Charanis «Studies on the demography of the Byzantine Empire», Variorum Reprints, London, 1972. Cook W. and Herzman R., «The medevial world view», Oxford University Press, New York, 1983. Drew Katherine Fischer, «The Lombard Laws», University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 1973. Einhard, «Vita Caroli», ἀγγλικὴ μετάφραση Lewis Thorpe στὸ «Two lives of Charlemagne», Penguin, 9η ἀνατύπωση, Middlesex, England, 1983. Fredegar, «Chronicorum liber quartus cum continuationibus», ἔκδοση καὶ ἀγγλικὴ μετάφραση J. M. Wallace-Hadrill, Thomas Nelson and Sons Ltd., London, 1960. Gibbon Edward, «The decline and fall of the Roman Empire», τρεῖς τόμοι, Modern Library, Random House, χ.χ. Gregory of Tours, «Historiae Francorum», ἀγγλικὴ μετάφραση Lewis Thorpe, Penguin, 3η ἀνατύπωση, Middlesex, England, 1982. Herrin Judith, «The Formation of Christendom», Princeton University Press, Princeton, 1989. Mango Cyrill, (1973), «La culture grecque et l’ Occident au VIIIe siecle», Settimane di Studio, XX, Spotelo, 1973, ἀνατύπωση στὸ Mango «Byzantium and its Image», Variorum Reprints, London, 1985. Mango Cyrill, «Byzantium: The Empire of New Rome», Charles Scribaer’s Sons, New York, 1980. Mantouvalou Maria, «Romaios-Romios-Romiossyni. La notion de Romain avant et apres la chute de Constantinople», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρίδα Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ΚΗ’, 1985. Miller D. H., «Byzantino-Papal relations during the Pontificate of Paul I: Confirmation and completion of the Roman revolution of the eighth century», Byzantinische Zeitschrift, 1975, σ. 47-62. Paul de Deacon, «Historia Langobardorum», ἀγγλικὴ μετάφραση William D. Foulke, University of Pennsylvania, Philadelphia, 1907. Pirenne Henri, «Mohammed and Charlemagne», ἀγγλικὴ μετάφραση Bernard Miall, Barnes & Noble, Totowa, New Jersey, ἀνατύπωση 1980. Romanides John, «The Filioque», Κληρονομία, 7, Β’, Ἰούλιος 1975. Romanides John, «Franks, Romans, Feudalism, and Doctrine: «an interplay between theology and society», Holy Cross Orthodox Press, Brookline, Massachusetts, 1981. Theophanes, «The Chronicle of Theophanes», ἔκδοση καὶ ἀγγλικὴ μετάφραση Harry Turtledove, University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 1982. Toynbee Arnorld, «A Study of History», revised and abridged by the author, Weathervane Books, New York, 1972. Toynbee Arnorld, «The Greeks and their heritages», Oxford University Press, Oxford, 1981. Wallace-Hadrill J. M., «The barbarian West: the early Middle Age A.D. 4001000», Harper & Row, New York, 2η ἀνατύπωση, 1962.