Εἶναι κοινὴ διαπίστωση ὅτι σήμερα ὁ γάμος περνᾶ κρίση. Αὐτὸ μαρτυρεῖ τὸ πλῆθος τῶν διαζυγίων. Αὐτὸ μαρτυροῦν τὰ τόσα ζευγάρια ποὺ χωρὶς νὰ φθάσουν στὸ διαζύγιο ζοῦν κατὰ συνθήκη καὶ κατ’ ἀνοχὴ συζυγικὴ ζωὴ καὶ δὲν βρίσκουν καμιὰ εὐτυχία καὶ καμιὰ χαρὰ στὸ δεσμό τους.
Ἕνα σοβαρὸ αἴτιο τῆς κρίσεως αὐτῆς εἶναι ὅτι οἱ “ἐρχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν” Χριστιανοὶ δὲν ζοῦν τὸ γάμο τους, ὡς Μυστήριο.
Ὅταν ὅμως ὁ γάμος μένει ἕνα φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς χωρὶς νὰ γίνει «μυστήριον», χωρίς, δηλαδή, νὰ περάσει μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴ Βασιλεία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μεταμορφωθεῖ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ καὶ νὰ σώσει.
Ὁ γάμος ὡς φυσικὸ καὶ κοινωνικὸ γεγονὸς ἀνήκει στὸν κόσμο ποὺ ὑπάρχει ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ὁ ἔξω τῆς Ἐκκλησίας κόσμος, ζωή, ἄνθρωπος, φύση, κοινωνία, εἶναι ἀλύτρωτα. Εἶναι ὄψεις τοῦ πεσόντος κόσμου, ποὺ λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἔχει δηλητηριασθεῖ, ἔχει ἀρρωστήσει θανάσιμα. Ἔτσι καὶ ὁ γάμος ὡς γεγονὸς φυσικὸ ἢ κοινωνικὸ εἶναι ἄρρωστος καὶ ἀδύνατος ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τοῦ χαρίσει ἀκεραία καὶ ὁλοκληρωμένη ζωή.
Ὅταν ὁ γάμος γίνει «Μυστήριον» μεταθέτει τοὺς συζύγους καὶ τὸ φυσικό τους γάμο ἀπὸ τὸν παλαιό, ἀλύτρωτο καὶ χωρὶς Θεὸ κόσμο τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, στὸν καινό, θεανθρώπινο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης, τῆς Ἐκκλησίας.
Κάθε Μυστήριο, ἄλλως τε, εἶναι μία μετάβαση καὶ μία μεταμόρφωση τοῦ παλαιοῦ κόσμου καὶ τῆς παλαιᾶς ζωῆς στὸν καινὸ κόσμο καὶ καινὴ «ἐν Χριστῷ» ζωή, ποὺ προσφέρεται ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἰδιαιτέρως μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἀφήνει τὸν παλαιὸ κόσμο γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁριστικὰ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία ἑνώνεται διὰ τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ὅλους τοὺς λυτρωμένους πιστούς.
Χωρὶς τὴ Θεία Εὐχαριστία δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ πιστοὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ γίνουν “ἕν νέον θεανθρώπινον σῶμα”.
Αὐτὸ ποὺ γίνεται στὴ Θεία Εὐχαριστία γίνεται καὶ στὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου. Οἱ σύζυγοι ἑνώνονται μὲ τὸ Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χρίστου μεταξύ τους σὲ μία αἰωνία καὶ θεανθρώπινη ἕνωση. Ἀπὸ μία ἕνωση τοῦ παλαιοῦ, ἀρρωστημένου κόσμου μεταμορφώνονται σὲ μία ὑγιῆ «ἐν Χριστῷ» ἕνωση μέσα στὴν καινὴ κτίση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἁπλούστερα: Μὲ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου δὲν ἑνώνεται μόνο ὁ γαμπρὸς καὶ ἡ νύφη, ἀλλ’ ἑνώνεται μαζί τους καὶ ὁ Χριστὸς ἢ μᾶλλον καὶ οἱ δύο ἑνώνονται «ἐν τῷ Χριστῷ», ὁ ὁποῖος κάνει ἔτσι τὴν ἕνωσή τους ἁγία, τέλεια, ὑγιῆ, θεανθρώπινη.
Ἐννοεῖται ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος ἕνα γεγονὸς μεταμορφώσεως στὶς διαστάσεις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀρκεῖ ἀπὸ μέρους τῶν μελλονύμφων τυπικὴ παρακολούθηση τῆς ἱερολογίας τοῦ Γάμου χωρὶς καμία συνειδητὴ συμμετοχὴ στὸ τελούμενο Μυστήριο.
Μετὰ ἀπὸ μία συνειδητὴ συμμετοχὴ στὸ Μυστήριο ἱδρύεται ἕνα νέο «σπίτι», μία μικρὴ Ἐκκλησία, ἕνα μικρὸ Βασίλειο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὸ Μυστήριο ἀρχίζει, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα Μυστήρια, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Ὅ,τι ἑνώνει τοὺς συζύγους δὲν εἶναι μόνον ἡ φυσικὴ ἕλξη τῶν δύο φύλων, ἡ κοινωνικὴ σκοπιμότητα κ.τ.λ. ἀλλὰ πρώτιστα ὅλων ὁ Χριστός. Εἰς τὸ νέο σπίτι δὲν βασιλεύει αὐταρχικὰ ὁ ἄνδρας ἢ ἡ γυναίκα, ἀλλὰ ὁ Χριστός, διότι καὶ οἱ δύο θέλουν νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι τὸ δικό τους θέλημα. Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Χριστιανικῆς οἰκογένειας ἱδρύεται ἕνα μικρὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ. Οἱ σύζυγοι κατὰ τὴν ἱεροτελεστία στεφανώνονται ὡς βασιλεῖς, ἐνῶ ψάλλεται τὸ «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξῆ καὶ τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς».
Εἶναι τόσον ἁγία ἡ θεανθρωπίνη ἕνωση τοῦ κατὰ Θεὸν Γάμου, ὥστε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴ σχέση τῶν συζύγων μὲ τὴ σχέση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἐκκλησία. «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστὶν ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. 5, 32).
Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ὁ γάμος μία φανέρωση καὶ μία ἀποκάλυψη τοῦ γάμου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία, πρέπει οἱ σύζυγοι συνεχῶς νὰ ξεπερνοῦν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο ποὺ κρύβουν μέσα τους, νὰ σταυρώνουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὰ πάθη τους καὶ νὰ ἀποκτοῦν σὲ βάθος τὴν ἁγία ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ὁ Γάμος εἶναι μία συμμετοχὴ στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν καινή, δηλ. νέα, ἀναστημένη ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν δὲν σταυρωθεῖ πρῶτα μαζί του καὶ δὲν θάψει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Οἱ δύο σύζυγοι βοηθοῦνται ἀμοιβαία νὰ σταυρώσουν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο. Αὐτὸ εἶναι πολὺ δύσκολο. Εἶναι ἕνα εἶδος μαρτυρίου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴν ἀκολουθία τοῦ Γάμου ψάλλεται τὸ «Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες…», ἐνῶ γίνεται μία λιτανεία στὴ ὁποία προηγεῖται ὁ Ἱερέας κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ λιτανεία αὐτὴ μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Γάμος εἶναι μία συνεχὴς πορεία τῶν συζύγων πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἕνας συνεχὴς ἀγῶνας γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας. Ἡ πορεία αὐτὴ τῶν συζύγων θὰ γίνει προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου στὸ μαρτυρικὸ δρόμο τοῦ καθημερινοῦ τους ἀγῶνα νὰ ἀπαρνοῦνται τὸν κακὸ ἑαυτό τους καὶ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσφερόμενοι στὸ σύντροφο τῆς ζωῆς τους.
Ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν ἀποδεχτοῦν τὸ γάμο τους ὡς ἀγώνα καὶ θυσία, πῶς θὰ ἐπιζήσει ἡ σχέση τους ὅταν ἐμφανισθοῦν οἱ πρῶτες δυσκολίες;
Αὐτὰ δὲν ἐξαντλοῦν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ γάμου. Ἀποτελοῦν ἁπλῶς ὁρισμένες εἰσαγωγικὲς σκέψεις.
Πρέπει πάντως νὰ κατανοηθεῖ ὅτι ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια δὲν μποροῦν νὰ σωθοῦν, ἐὰν οἱ χριστιανοὶ σύζυγοι δὲν κατηχηθοῦν καὶ δὲν ἀποκτήσουν συνείδηση τῆς οὐσίας τοῦ γάμου, ὡς Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.
Πολλὰ ἔχουμε νὰ κάνουμε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ ἔργο μας δὲν εἶναι ἔργο ληξιάρχου – εὐλογίας καὶ καταγραφῆς ἑνὸς κοινωνικοῦ γεγονότος – ἀλλὰ ἔργο ποιμένα καὶ χειραγωγοῦ ἐν Χριστῷ.
Οἱ μελλόνυμφοι, οἱ νεόνυμφοι καὶ οἱ ἔγγαμοι χριστιανοὶ πρέπει νὰ διδαχτοῦν ἀπὸ τοὺς ποιμένες τους ποιὰ σημασία ἔχει ὁ γάμος τους, γιατί εἶναι «μυστήριον» καὶ πῶς μποροῦν “ἀξίως” νὰ περάσουν τὴν ἔγγαμη ζωή τους. Στὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο μας – ἔργο πράγματι ποιμαντικὸ- πρέπει νὰ βοηθηθοῦμε καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς, ποὺ εἶναι “τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ” τῶν κληρικῶν.
Ὁ ἁγιασμὸς καὶ ἡ σωτηρία τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας δὲν εἶναι ἔργο μόνον τοῦ Ἐπισκόπου καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, ἀλλ’ ὁλόκληρης τῆς κοινότητος, τῆς ἐνορίας καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι καλοῦνται νὰ συμπαρασταθοῦν στοὺς ποιμένες ὁ καθένας κατὰ τὴν κλήση του καὶ τὸ δοθὲν χάρισμα ποὺ πῆρε.