Πιστεύουμε πὼς τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προσλαμβάνεται στήν Ἐκκλησία, γίνεται δοχεῖο τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας χριστοφόρο καί πνευματοφόρο: «οὐκ οἴδατε ὅτι τά σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστίν; ἤ οὐκ oἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ, καί οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;… δοξάσατε τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κορ. στ’ 15-20). «Αὐτός δέ ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καί ὁλόκληρον ὑμῶν τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή καί τό σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τηρηθείη. Πιστός ὁ καλῶν ὑμᾶς, ὅς καί ποιήσει» (Α’ Θεσ. ε’ 23-24).
Τό ἀνθρώπινο σῶμα ἐξυψώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἔχει αἰώνιο προορισμό. Ὁ Χριστός θά «μετασχηματίσει», δηλαδή θά μεταμορφώσει τό ταπεινό μας σῶμα, ὥστε νά γίνει «σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ», νά λάβει τήν ἴδια μορφή πρός τό ἔνδοξο σῶμα τοῦ Κυρίου καί αὐτό θά γίνει κατά τή δευτέρα παρουσία, «μέ τήν ἐνέργειαν, μέ τήν ὁποία δύναται καί νά ὑποτάξει τά πάντα εἰς τόν ἑαυτόν Του» (Φιλιπ. γ’ 21).
Ἡ δόξα τῶν ἁγίων λειψάνων ἀποτελεῖ προεικόνιση αὐτῆς τῆς νέας, τῆς δοξασμένης κατάστασης τοῦ σώματος. Ἡ τιμή ποὺ ἀποδίδεται σ’ αὐτά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἀκόμη μαρτυρία τῆς πίστης μας στήν καθολική δόξα τοῦ ἀνθρώπου (Α’ Θεσ. ε’ 23-24).
Ἡ ἁγιαστική χάρη ἐκφράζεται στά ἱερά λείψανα μέ εὐωδία, γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ἡ ἁγία Γραφή (Β’ Κορ. β’ 15. Πρβλ Ἠσ. ξστ’ 14) καί ἐπιτελεῖ θαύματα (Δ/Β’ Βασιλ ιγ’ 20-21).
Ἡ ἴδια χάρη μεταδίδεται στά ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τό σῶμα τῶν ἁγίων, μέ ἀποτέλεσμα τή θαυματουργία (Δ/Β’ Βασιλ β’ 8-14. Μαθ. θ’ 20-22. Μάρκ. στ’ 13. Πράξ. ιθ’ 12).
Μέ βάση τήν καταγωγή μας ἀπό τόν Ἀδάμ βρισκόμαστε σέ διάσταση μέ τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ (Γέν. γ’ 17-19), ὅμως ὁ ἀνθρωπoς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀκτινοβολεῖ εἰρήνη καί μεταδίδει εὐλογία, ἀκόμη καί μέ τή σκιά του (Πράξ. ε’ 15-16).
Ὁ ἴδιος ὁ Θεός λοιπόν τιμᾶ τά λείψανα τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί τά ἐμποτίζει μέ τήν ἄκτιστη θεία Του χάρη. Γι’ αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδει τιμή σ’ αὐτά καί τά θέτει κάτω ἀπό τό ἱερό θυσιαστήριο (Ἑβρ. ιγ’ 10), μιμούμενη στό θέμα αὐτό τό οὐράνιο, τό ἀχειροποίητο θυσιαστήριο (Ἀποκ. στ’ 9), γιατί τά δικά μας θυσιαστήρια, εἶναι «ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν», δηλαδή ἐκείνου τοῦ οὐράνιου θυσιαστηρίου (Ἑβρ. θ’ 24).
Ἡ πρώτη Ἐκκλησία τιμοῦσε τά ἱερά λείψανα. Τό Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου (†56) μᾶς πληροφορεῖ πὼς θεωροῦνταν «τιμιότερα λίθων πολυτελῶν καί δοκιμώτερα ὑπέρ χρυσίον» (Μαρτ. Πολυκ.18). Οἱ πιστοί συναθροίζονταν στούς τάφους τῶν μαρτύρων, γιά νά τελέσουν τή θεία εὐχαριστία καί νά γιορτάσουν τή μνήμη τῶν ἁγίων. Αὐτό μεταδόθηκε στή μετέπειτα ἐποχή, δέν ὑπάρχει μαρτυρία ποὺ νά μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἡ τιμή τῶν ἁγίων λειψάνων δέν ἦταν καθολικά ἀποδεκτή.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (329-390) ὑπογραμμίζει τά πολλά θαύματα ποὺ γίνονταν μέ τά τίμια λείψανα τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, «ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστις», λέγει καί προσθέτει πὼς αὐτό τό γνωρίζουν «ὅσοι ἔλαβαν πείραν καί ἔχουν μεταδώσει τό θαῦμα καί εἰς ἡμᾶς καί θά τό παραδώσουν καί εἰς τό μέλλον» (Λόγος κδ’ 18, εἰς τόν ἅγιον Κυπρ.).
Στόν πρῶτο στηλιτευτικό του λόγο κατά τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ Γρηγόριος ἀναφέρει γιά τούς ἁγίους: «αὐτῶν εἶναι αἱ μεγάλαι τιμαί καί πανηγύρεις. Ἀπό αὐτούς οἱ δαίμονες φυγαδεύονται καί αἱ νόσοι θεραπεύονται.. αὐτῶν τά σώματα μόνα ἔχουν τήν ἰδίαν δύναμιν μέ τάς ἁγίας ψυχάς των, εἴτε ἐφαπτόμενα εἴτε τιμώμενα. Αὐτῶν καί αἱ ρανίδες μόνο αἵματος καί μικρά ἀντικείμενα τοῦ πάθους τῶν ἐνεργοῦν ὅσα καί τά σώματα» (Γρηγ. Θεολ, Λόγος δ’ 69).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ἀκόμη καί ὁ αὐτοκράτορας, «ὁ τήν ἁλουργίδα περικείμενος» σπεύδει νά προσκυνήσει τούς τάφους τῶν ἁγίων καί «ἔστηκε δεόμενος τῶν ἁγίων», δηλαδή προσεύχεται στούς ἁγίους «ὥστε αὐτοῦ προστῆναι παρά τῷ Θεῷ», γιά νά σταθοῦν ὑπέρ αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (Χρυσ., Ὑπομν. εἰς Β’ Κορ., Λόγ. κστ’ 5).
Ὁ ἴδιος ἅγιος, ἐκφράζοντας τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας προτρέπει: «ἐπιχωρίαζε σηκοῖς μαρτύρων, ὅπου σώματος ὑγεία καί ψυχῆς ὠφέλεια», δηλαδή νά ἐπισκέπτεσαι τούς ναούς τῶν μαρτύρων, ὅπου θά βρεῖς τήν ὑγεία τοῦ σώματος καί τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς (Χρυσ., Ὑπόμν. Εἰς Ματθ., Λογ. λζ’ 7). Σέ ἄλλη ὁμιλία προτρέπει τούς χριστιανούς νά πηγαίνουν «εἰς εὐκτηρίους οἴκους, καί πρός τάς τῶν ἁγίων μαρτύρων θήκας», δηλαδή στούς οἴκους τῆς προσευχῆς καί στίς λειψανοθῆκες τῶν ἁγίων, «ὥστε ἀφοῦ λάβω μέ τήν εὐλογία των, νά καταστήσομε τούς ἑαυτούς μας ἀκαταβλήτους εἰς τάς παγίδας τοῦ διαβόλου» (Εἰς Γέν., Ὁμιλ. ιε’ 6). «Τά ὀστᾶ τῶν ἁγίων ὑποτάσσουν δαίμονας καί βασανίζουν, καί ἐλευθερώνουν ὅσους ἔχουν δεθεῖ ἀπό τά πικρότατα ἐκεῖνα δεσμά» (Χρυσ. Ὑπόμν. Εἰς Β’ Κορ., Λόγ. κστ’ 5).
Σύμφωνα μέ τήν πίστη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἡ θεία χάρη μεταδίδεται σέ καθετί ποὺ βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τούς ἁγίους: «Ἀκόμη καί τά ἐνδύματα τῶν ἁγίων εἶναι σεβαστά σέ ὅλη τήν κτίση», ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί μνημονεύει τή μηλωτή τοῦ Ἠλία (Δ/Β’ Βασιλ. β’ 8-14), τά ὑποδήματα τῶν τριῶν παίδων, ποὺ κατανίκησαν τή φωτιά (Δάν. γ’ 27-28), τή ράβδο τοῦ Μωυσῆ ποὺ ἔκανε τόσα θαύματα, τά ἐνδύματα τοῦ Παύλου (Πράξ. ιθ’ 11-12), τή σκιά τοῦ Πέτρου (Πράξ. ε’ 12-16) κ. ἄ. (Χρυσ., πρός τούς ἀνδριάντας ὁμιλ. η’ 2).
Ὁ ἅγιος Βασίλειος μᾶς πληροφορεῖ πὼς τό τίμιο λείψανο τῆς ἁγίας Ἰουλίττας ἁγιάζει τήν πόλη καί ὅσους προσέρχονται στόν ναό, «ἡ δέ γῆ, ἡ ὁποία μέ τήν ἐκδημία τῆς μακαρίας ἐδέχθη τάς εὐλογίας, ἀνέβλυσεν ἀπό τά σπλάγχνα τῆς ἁγίασμα ποὺ εἶναι «εἰς τούς ὑγιεῖς φυλακτήριον καί χορηγία τέρψεως» καί στούς ἀρρώστους «παρηγορία» (Μ. Βασ., ὁμιλ. 2 εἰς τήν μάρτ. Ἰουλ. 2).
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδίδουμε στά ἅγια λείψανα τιμή καί εὐλαβική προσκύνηση, ἡ ὁποία, ὅπως ἀναφέραμε καί στήν περίπτωση τῶν ἁγίων δέν ἀποτελεῖ λατρευτική προσκύνηση ἤ λατρεία. Τοῦτο γιατί κανείς ποτέ ὀρθόδοξος χριστιανός δέν ταύτισε στή σκέψη του τά τίμια λείψανα μέ «θεούς».