Γύρω στά 1800 ἕνας Γάλλος περιηγητής, ὁ Πουκεβίλ, ταξίδευσε σέ ὅλη τήν Ἤπειρο, τότε τουρκοκρατούμενη. Τίς ἐντυπώσεις του τίς κατέγραψε σέ βιβλίο.
Γράφει, λοιπόν, ἐκεῖ καί τά ἐξῆς:
Μία ἡμέρα εὑρισκόμουν στόν κῆπο τοῦ Γαλλικοῦ Προξενείου, στά Γιάννινα. Ἕνας Τοῦρκος εἶχε σταματήσει καί θαύμαζε τά ὑπέροχα εὐωδιαστά τριαντάφυλλα (ρόδα) τοῦ κήπου. Ἐρωτᾶ ὁ μουσουλμάνος:
– Γιατί δέν φυτρώνουν καί στόν δικό μου κῆπο αὐτά τα τόσο ὄμορφα λουλούδια;
– Φυτέψατε σεῖς ποτέ τριανταφυλλιές; Τίς καλλιεργήσατε; Ὄχι; Πῶς, λοιπόν, νά γίνουν τριαντάφυλλα στό κῆπο σας;
– Μά δέν φυτρώνουν μόνα τους;
– Ὄχι βέβαια! Μόνα τους φυτρώνουν μόνο τά ἀγκάθια!
Στόν Χριστό κοντά πᾶμε, ὅταν Τόν ἀγαπᾶμε καί τηροῦμε τίς ἐντολές Του (Ἰωάν. 14, 15).
Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ὁδός. Γιατί μόνο τότε νικιέται ὁ ἐγωισμός καί οἱ ἁμαρτωλές ἀδυναμίες πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτόν.
Τά ἁμαρτωλά πάθη εἶναι μία πνευματική δυσωδία, βρώμα.
Όταν τά ἁμαρτωλά πάθη ἀντικατασταθοῦν, ἀπό τίς ἀρετές, τότε ἡ ψυχή γεμίζει εὐωδία, μοσχοβολάει! Τό ἄρωμα αὐτό, τό μοσχοβὀλημα αὐτό, καταλαβαίνουν μόνο οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι. Ἐμεῖς κάτι τέτοια δέν τά πιάνουμε. Καί γι᾿ αὐτό, γιά μᾶς, τούς ἁπλούς χριστιανούς, ὁ Χριστός, συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία μας νά ἀντιληφθοῦμε τό νοητό ἄρωμα, κάνει κάτι ἄλλο.
Κάθε χρόνο, τήν ἡμέρα τῆς μνήμης του, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας τρέχει ἀπό τά λείψανα τοῦ ἁγίου «μύρο», ἕνα εὐῶδες ὑγρό. Τό παίρνουν· καί τό μοιράζουν γιά εὐλογία.
Μέ αὐτό τό αἰσθητό, (=ἀπ΄ ὅλους ἀντιληπτό) θαῦμα, ὁ Θεός μᾶς δείχνει ὅτι:
1. Ἡ Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀρωματίζει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα μας. Γι΄ αὐτό, τό αἰσθητό μύρο πηγάζει ἀπό τό σῶμα.
2. Ὅλοι, καταλαβαίνουμε ἔτσι, πόσο εἶχε μοσχοβολήσει ἡ ψυχή τοῦ ἁγίου ἀπό τό μύρο-ἄρωμα πού βγάζει τό σῶμα του.
3. Ἡ ροή τοῦ μύρου ἀπό τίς φτέρνες φανερώνει ὅτι γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν χρειάζεται κόπος.
4. Ἡ ἀνάβλυση τοῦ μύρου στήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἀποκαλύπτει τήν μεγάλη ἱερότητα καί ἀξία τῆς Λειτουργίας.
5. Καί βγαίνει τό μύρο ἀπό τίς φτέρνες, ἐπειδή στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό πιό ἅγιο ἔργο μας, στεκόμαστε ὄρθιοι καί οἱ φτέρνες βαστάζουν ὅλο τό βάρος μας.