Πολὺς λόγος γίνεται τὸν τελευταῖο καιρὸ γιὰ μιά «λειτουργικὴ ἀναγέννηση» πρὸς χάριν τοῦ λαοῦ -ἐρήμην του βεβαίως, καθὼς δὲν φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἀνάλογο αἴτημα- στὸ πλαίσιο τῆς ὁποίας ἐντάσσεται καὶ ἡ μετάφραση τῶν λειτουργικῶν κειμένων.
Ἔχει ὅμως καταστεῖ κοινὴ συνείδηση στοὺς Ὀρθοδόξους ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς λατρείας, ἡ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα γενικότερα, ἀντιπροσωπεύει «τὴν τελειοτέραν δυνατὴν μορφὴν ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου… Ἀναφέρεται εἰς τὴν σφαίραν τοῦ Θείου Εἶναι· ὀφείλει αὕτη νὰ ἐκφράζη τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Πνεύματος καὶ τὰς ἐξ αὐτῆς γεννωμένας νοερὰς θεωρίας» (Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Ἔσσεξ 1993, σσ. 374-376).
Μία ἐντελῶς ἰδιαίτερη σχέση μὲ τὴ γλῶσσα ἔχουν, ἀναμφισβήτητα, οἱ ποιητές, ποὺ σμιλεύουν τὸ χρόνο μὲ τὶς λέξεις. Ποὺ παλεύουν νὰ ἀποτυπώσουν τὴν ὀμορφιά, χρησιμοποιώντας τὸ γλωσσικὸ ὄργανο ποὺ διαθέτουν μὲ τρόπο ἐμπνευσμένο. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο. Τὰ ἱερὰ κείμενα δὲν θὰ μποροῦσαν ν’ ἀφήσουν ἀδιάφορους τοὺς μεγάλους Ἕλληνες ποιητές. Στεκόμαστε στοὺς δύο νομπελίστες. Τὸν Γιῶργο Σεφέρη καὶ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη, οἱ ὁποῖοι ἀποπειράθηκαν νὰ «μεταφράσουν» κάποια βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐκφράζοντας, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, τὴν ἔγνοια τους γιὰ τὴ γλωσσική μας συνέχεια.
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης μεταφράζει τὸ « Ἆσμα Ἀσμάτων» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὴν «Ἀποκάλυψη» τοῦ Ἰωάννη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο «μεταγραφὴ» καὶ ὄχι μετάφραση. Τὴ θεωρεῖ περισσότερο ἱκανοποιητικὴ γιὰ τὸν μεταγλωττισμὸ τῶν ἀρχαίων κειμένων. Οἱ παρατηρήσεις τοῦ Σεφέρη στὶς εἰσαγωγὲς τῶν δύο αὐτῶν βιβλίων εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτιστικὲς γιὰ τὶς προθέσεις καὶ τὶς ἀπόψεις τοῦ ποιητῆ ἀναφορικὰ μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα. Στὸ προλόγισμα στὸ « Ἆσμα Ἀσμάτων» σημειώνει: «Μὲ τ’ ἀρχαῖα κείμενα, ἐννοῶ τὰ ἑλληνικά, μοῦ συμβαίνει τοῦτο τὸ ἰδιότροπο: ὅσες φορὲς -καὶ δὲν εἶναι λίγες- δοκιμάζω νὰ τὰ μεταφράσω, σταματῶ πάντα σὲ κάποιο σημεῖο μὲ τὴ σκέψη: Μὰ τοῦτο εἶναι τόσο ὡραῖο, γιατί νὰ τ’ ἀλλάξει κανείς; Δὲν εἶναι ἡ στιγμὴ νὰ κοιτάξω τώρα περισσότερο αὐτὸ τὸ πρόβλημα ποὺ θὰ εἶχε, σὰν τελευταία συνέπεια, τὴν ἄποψη ὅτι οἱ ἀρχαῖες τραγωδίες πρέπει νὰ παίζονται στὸ πρωτότυπο ἤ ὅτι σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν πρέπει νὰ μεταφράζονται οἱ Γραφές». Τὸ πρόβλημα γιὰ τὸν Σεφέρη ἐντοπίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ἐνῶ ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὸς λαὸς «πρέπει νὰ ζήσει μὲ οἰκειότητα καὶ ν’ ἀγαπήσει αὐτὰ τὰ κείμενα ποὺ εἶναι ἡ κληρονομιά του καὶ ἡ παράδοσή του» συμβαίνει νὰ ἔχει ζήσει τοὺς τελευταίους αἰῶνες «σὲ μία μισοσυνείδητη συμβίωση μὲ τὰ Ἱερὰ Γράμματά του. Πόσοι Ἕλληνες καταλαβαίνουν καὶ αἰσθάνονται ἕνα κείμενο τῶν Ο’ ἡ ἔστω τὶς πρὸς Κορινθίους;». Ἄρα, θέλει νὰ πεῖ ὁ Σεφέρης, οἱ μεταφράσεις βοηθᾶνε πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση: Στὴν ἄμεση πρόσβαση τοῦ λαοῦ στὰ ἱερὰ κείμενα.
Στὴν εἰσαγωγή του στὴν « Ἀποκάλυψη» ὁ Σεφέρης εἶναι πιὸ ἐπεξηγηματικὸς ἀναφορικὰ μὲ τὸ μεταφραστικό του ἐγχείρημα. Δηλώνει καθαρά: «Προσπάθησα νὰ μείνω ὅσο μποροῦσα πιὸ κοντὰ στὸ παλαιὸ κείμενο κρατώντας, ἄν μοῦ τὸ συγχωροῦσε ἡ γλώσσα μας, τὴ δομὴ καὶ τὶς λέξεις τοῦ πρωτοτύπου». Θεωρεῖ τὴν μεταγραφική του ἐργασία μὴ ὁριστικὴ καὶ ὁμολογεῖ: «Κι ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲ θὰ δοκίμαζα τούτη τὴν ἀπόπειρα ἂν δὲν ἔβλεπα μὲ λύπη μεγάλη πόσο χειροτερεύουν οἱ μεταφράσεις καὶ παραφράσεις τῶν Γραφῶν ποὺ ὡστόσο κυκλοφοροῦν πλατιά. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη ἡ θέση μας εἶναι πολὺ χειρότερη παρὰ στὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας». Ἐδῶ ὁ Σεφέρης θέτει τὸ μέγα ζήτημα τῆς «πιστῆς» μετάφρασης τῶν Γραφῶν ποὺ φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι διόλου εὔκολη ὑπόθεση. Γι’ αὐτὸ καὶ διευκρινίζει: «Ἔχω ἀκούσει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ μετάφραση τῶν Γραφῶν μπορεῖ νὰ προκαλέσει δυσχέρειες δογματικές. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ὑποστήριξα, οὔτε τὸ διανοήθηκα ποτέ, ὅτι εἶναι δυνατὸ ἡ μετάφραση ν’ ἀντικαταστήσει τὸ πρωτότυπο, εἴτε ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ δόγμα, εἴτε ὅταν πρόκειται γιὰ τὴ λατρεία. Αὐτὰ τὰ θέματα ἀνήκουν ἀποκλειστικὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πέφτει κανένας λόγος σ’ ἐμᾶς τοὺς λαϊκούς. Ὅμως ἡ φροντίδα γιὰ τὴ γλῶσσα μας εἶναι πράγμα ποὺ ἐνδιαφέρει τὸν καθέναν ἀπὸ μᾶς σ’ ὅποια γωνιὰ τῆς γῆς κι ἂν βρίσκεται. Ἄλλωστε δημοσιεύω, πλάι στὴ μεταγραφή μου, καὶ τὸ πρωτότυπο, τονίζοντας ὅσο μπορῶ, πὼς αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἔγκυρο γιὰ τὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία».
Ἡ τελευταία αὐτὴ παρατήρηση τοῦ Σεφέρη εἶναι καταλυτική. Οὔτε σκέφθηκε, οὔτε ὑποστήριξε ποτὲ πὼς ἡ μετάφραση μπορεῖ ν’ ἀντικαταστήσει τὸ πρωτότυπο. Κι ἀκόμα τονίζει ὅσο μπορεῖ πὼς τὸ πρωτότυπο ταιριάζει στὴ λατρεία ὡς ἀπολύτως σύμφωνο μὲ τὸ δόγμα. Δὲν ἀναλύει περαιτέρω αὐτὴ τὴ θέση του ὁ ποιητής, ἀλλά, προφανῶς, δὲν χρειάζεται. Εἶναι πεπεισμένος ὅτι τὸ πρωτότυπο φέρει μία «γλωσσικὴ ἱερότητα», ἡ ὁποία συνίσταται ἀκριβῶς στὴν ὑψηλὴ ἀποστολή του γιὰ τὴ διατύπωση τοῦ ὀρθοῦ δόγματος. Ἔχει ἤδη διακηρύξει ὅτι ἡ γλῶσσα μας «θὰ εἶχε τόσα πολλὰ νὰ ὠφεληθεῖ ἂν ἀποφάσιζε ν’ ἀσκηθεῖ πάνω σ’ αὐτὰ τὰ κείμενα». Ἡ γλῶσσα, δηλαδὴ τῶν ἱερῶν κειμένων, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Σεφέρη τὴν μήτρα ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ ἀναγεννηθεῖ ἡ νεώτερη γλῶσσα μας καὶ νὰ γίνει «μία γλῶσσα εὔρωστη, γυμνασμένη καὶ ἀποτελεσματική». Ὁ ποιητὴς θεωρεῖ εὐεργετικὴ τὴν ἐπίδραση τῶν Γραφῶν σὲ λαούς, ὅπως οἱ Σλάβοι (μνημονεύει τὴν τεράστια μεταφραστικὴ ἐργασία τῶν ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου)1, ἐνῶ θεωρεῖ ὅτι «ἂν ἔλειπε ἡ παρόρμηση γιὰ τὴ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα, ὅπως λείπει καὶ τώρα, καὶ δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ ἐκεῖνο τὸ ἔργο, θὰ εἶχε χάσει ἡ γλῶσσα μας ἕνα κείμενο βασικὰ ἀποφασιστικὸ γιὰ τὴν τροπὴ ποὺ πῆρε ἐξαρχῆς ὁ Χριστιανισμός, ἡ μοῖρα τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρη»!
Ὁ Σεφέρης ἔχει ἐπίγνωση ὅτι καταπιάστηκε μ’ ἕνα δύσκολο κείμενο ὅπως εἶναι ἡ «Ἀποκάλυψη». Ὁ ἴδιος ὅμως μᾶς λέει ὅτι «τὶς δυσκολίες τὶς ἐξαγόραζε ἡ χαρὰ καθὼς παρατηροῦσα πόσο κοντὰ μπορεῖ νὰ εἶναι, ὕστερα ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια, μὲ τὰ σημερινά μας ἑλληνικά, αὐτὸς ὁ θεόσταλτος λόγος». Θὰ λέγαμε ὅτι ὁ ποιητὴς ἀσκήθηκε σ’ ἕνα πείραμα, κυρίως γλωσσικό. Θέλησε νὰ δεῖ ἂν τὰ νέα ἑλληνικὰ ἀντέχουν στὴν ἀπόδοση τοῦ θείου λόγου. Ὁ ἴδιος μᾶς δίνει τὴν ἀπάντηση: «Ἔνιωσα τὸ πρωτότυπο νὰ στέκεται ψηλότερα καὶ ἀπὸ τὴ δική μου ἀπόδοση καὶ ἀπὸ τὶς μεταφράσεις στὶς ξένες γλῶσσες ποὺ γνωρίζω». Καὶ καταλήγει ὁ Σεφέρης μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης: «Ἀλήθεια τοῦτο μ’ ἔκανε νὰ συλλογιστῶ πολλὲς φορὲς τὴ βαθιὰ παρατήρηση τοῦ Συνεσίου, τοῦ ἐπισκόπου Πτολεμαΐδας: Πνεῦμα θεῖον ὑπερορᾶ μικρολογίαν συγγραφικήν».
Μὲ τὸ κείμενο τῆς «Ἀποκάλυψης» καταπιάστηκε καὶ ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης. Οὔτε αὐτὸς ὀνομάζει τὸ ἐγχείρημά του «μετάφραση». Προτιμᾶ τὸν μετριοπαθῆ τίτλο «μορφὴ στὰ Νέα Ἑλληνικά». Ὁ Ἐλύτης δὲν ἔχει γράψει πρόλογο στὸ ἔργο τοῦ αὐτό. Ἀρκέστηκε σὲ μία ὀλιγόλογη σημείωση, στὸ τέλος τοῦ βιβλίου. Ἐκεῖ διευκρινίζει ἐξ ἀρχῆς: «Μερικὲς λέξεις ἤ ὅρους, κάποτε καὶ φράσεις ὁλόκληρες, προτίμησα νὰ τὶς ἀφήσω μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἔχουν στὸ πρωτότυπο, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀλλοιωθεῖ ὁ μυστικὸς καὶ ὑπερβατικὸς χαρακτήρας τοῦ κειμένου». Ἀναγνωρίζει δηλαδὴ ὁ ποιητής, ὅτι ἡ μετάφραση ἐνέχει αὐτὸν τὸν κίνδυνο: Νὰ ἀλλοιώσει, ἔστω ἀκούσια, τὸν ὅλως ἄλλον χαρακτήρα τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Γι’ αὐτὸ δὲν διστάζει νὰ ἀφήσει «ἀμετάφραστες» λέξεις ἤ φράσεις τοῦ πρωτοτύπου, ἐξαίροντας ἔτσι καὶ τὴν ἀναντικατάστατη δυναμική τους (π.χ. ἀφήνει ὡς ἔχει ὁ ποιητὴς τὴ γνωστὴ ἔκφραση «ὁ Ὤν ὁ Ἦν καὶ ὁ Ἐρχόμενος»).
Ἀπὸ ὅσα συνοπτικὰ ἀναφέρθηκαν γίνεται φανερό, ὅτι οἱ δύο νομπελίστες ποιητές μας, ἂν καὶ καταπιάστηκαν μὲ τὴ μετάφραση τῆς «Ἀποκάλυψης» καὶ τοῦ « Ἄσματος» (μόνον ὁ Σεφέρης), ἀναγνώριζαν τὴν ὑπεροχὴ τοῦ πρωτοτύπου, τὸ ὁποῖο διασώζει τὸν μυστικὸ καὶ ὑπερβατικὸ καὶ ὑπερκόσμιο, δηλαδὴ ἀληθινό, χαρακτήρα τῶν ἱερῶν κειμένων. Ἡ ἐνασχόλησή τους αὐτὴ δὲν εἶχε ὡς σκοπὸ τὴν εἰσαγωγὴ «καινῶν δαιμονίων», δηλαδὴ τὴν ἀπαρχὴ γιὰ καθιέρωση τῆς μετάφρασης στὸν λειτουργικὸ χῶρο. Μόνη ἔγνοια τους ἦταν ἡ γλῶσσα, ἡ ρίζα καὶ ἡ διάρκειά της. Τὰ ἱερὰ κείμενα ἀσκοῦσαν πάνω τους μία ἀναμφισβήτητη γοητεία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐκεῖ τὸ γλωσσικὸ ὄργανο ὑφίσταται τὴν «καλὴ ἀλλοίωση» τοῦ Πνεύματος.
Ἂς ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὸν Ἐλύτη: «…ἐκεῖ ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ παλιώνουν τὰ πράγματα, παραμένει ὅμως καινούργιος ὁ Θεός. Καί, φυσικά, οἱ λέξεις ποὺ τὸν ἐκφράζουν»2.
Ὅσοι λευκοφόροι, ἐννοήτωσαν.
Βιβλιογραφία:
Γιῶργος Σεφέρης, « Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη», ἔκδ. Ἴκαρος 1966
Γιῶργος Σεφέρης, « Ἆσμα Ἀσμάτων», ἔκδ. Ἴκαρος 1965
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, « Ἰωάννης, Ἡ Ἀποκάλυψη», ἔκδ. Ὕψιλον/βιβλία
Σημειώσεις:
1. Τὴν ἀναφορὰ τοῦ Σεφέρη στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα τῶν Σλάβων δικαιώνει, θὰ λέγαμε ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ ὅταν παρατηρεῖ ὅτι «οἱ Σλαῦοι, οἵτινες κατὰ πρόνοιαν Θεοῦ παρέλαβον καὶ χρησιμοποιοῦν ἐπὶ αἰῶνας εὐλογημένην γλῶσσαν διὰ τὴν λατρείαν, τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὰ προσευχάς, οὐδέποτε μετεχειρίσθησαν αὐτὴν διὰ τὰς κατωτέρας βιοτικὰς ἀνάγκας, οὐδὲ εἰσέτι διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν φιλολογίαν («Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι», σ. 376).
2. Ὀδ. Ἐλύτη, « Ἡ Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη», Ἀθήνα 1986, σ. 19