Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Εἶναι προφανές ὅτι τό «ἀνάγκασον» ἐδῶ σημαίνει τό νά πιέσει ὁ ἕνας καί μόνος ὑπηρέτης ὅλους ἐκείνους τούς προσκεκλημένους πού εἴτε ἀπό αὐτοσυνειδησία γιά τήν κατάστασή τους, εἴτε ἀπό φυσική συστολή, θά δίσταζαν ν’ ἀνταποκριθοῦν στήν πρόσκληση. Πῶς ἕνας φτωχός, ἕνας περιθωριοποιημένος, ἕνας ἀνάπηρος ἡ ἕνας φοβισμένος ἄνθρωπος νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχει μιά πρόσκληση γι’ αὐτόν, ἐκεῖ πού οὔτε ἔχει ὀνειρευθεῖ πότε ὅτι θά μποροῦσε νά βρεθεῖ. Ἄρα, καλεῖται ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος νά πιέσει πείθοντας, ὥστε νά ξεπερασθεῖ ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ ἐπιφυλακτικότητα. Δέν ἀμνηστεύονται οἱ θρησκευτικές διώξεις, ἀλλά κατοχυρώνεται ἡ παρακλητική πειθώ ὡς μεθολογια ἱεραποστολῆς.

  • !

    Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξέρει νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς αἰχμαλωτίζει, ὄχι σέ δίκτυα βίας καί ψυχαναγκασμοῦ, ἀλλά σέ περιβάλλον ἐλευθερίας κεντρίζοντάς μας στό φιλότιμο, ἐνισχύοντας τή φωνή τῆς συνείδησής μας, χαρίζοντας βιώματα ἅγια καί μοναδικά. Τό πόσο δεχόμαστε ν’ ἀνταποκριθοῦμε σέ ὅλ’ αὐτά, ἀναδεικνύει καί τί εἴδους ἄνθρωποι τελικά εἴμαστε.

Ἐξαναγκασμός καὶ Ἐκκλησία (Λουκ. ιδ΄16-24)

Ἡ ἐποχή μας, ἄν καί διεκδικεῖ τήν κατοχύρωση ὅρων ἐλευθερίας καί δυνατότητας ἐπιλογῶν, χαρακτηρίζεται ἀπό στυγνό πειθαναγκασμό καί χειραγώγηση. Παρ’ ὅλους δέ τούς σχετικούς ἀγῶνες πολλῶν, μᾶλλον ἀποτυγχάνει τό ὅραμα τῆς ἐλευθερίας καί κυριαρχεῖ ἡ πραγματικότητα τοῦ ἐξαναγκασμοῦ. Στό ὄνομα ἰδεῶν, εὐγενῶν σκοπῶν, ἀκόμη καί θρησκειῶν, προκαλεῖται ὑποχρεωτικοτητα καί ἀσκεῖται ποικιλότροπη βία, εἴτε ἀπό φορεῖς τῆς ἐξουσίας πού ἐπικαλοῦνται βάσιμα ἤ καταχρηστικά τήν πρός τοῦτο ἁρμοδιότητά τους, εἴτε ἀπό φορεῖς πού διεκδικοῦν τήν ἐξουσία καί ἐπικαλοῦνται τό πρός τοῦτο δικαίωμά τους, εἴτε ἀπό ὁμάδες πού ἀντιστρατεύονται τήν ὅποιας μορφῆς ἐξουσία, ἀλλά ἐπικαλοῦνται τήν ἀνάγκη σύγκρουσης μαζί της γιά νά δικαιολογήσουν τίς ἐνέργειές τους. Ὅμως καί πέραν τῆς ἐξουσίας, ἀπό τό χρηματοοικονομικο πεδίο ἐκπηγάζει καταναγκασμός καί ὑποδούλωση, μέ κυρίαρχο προτάγμα τήν ὑποταγή τῶν πάντων στήν παραγωγή κερδῶν, δικαίωμα καί πρόσβαση στά ὁποῖα δέν ἔχουν ὅλοι μέ κριτήρια δικαιοσύνης καί ἠθικῆς, ἀλλά μέ ὅρους ζούγκλας. Καί στόν ἰδεολογικό στίβο ὅμως, ἡ ἰδεοληψία καί ἡ πεισματική ἐμμονή σέ θεωρήσεις καί πιστεύματα, ὁ ἐγκλωβισμός σέ ἀνεδαφικές ἡ οὐτοπικές ἰδέες, οἱ ἀγκυλώσεις τῆς ἡμιμάθειας καί τῆς στρατευμένης ἐκπαίδευσης, δέν προκαλοῦν καί δέν καλλιεργοῦν τίποτε ἄλλο παρά ἀντιπαλότητες, πού δέν ἐξελίσσονται σέ διάλογο, ἀλλά σέ πολλαπλές κοινωνικές πολώσεις, οἱ ὁποῖες μέ τή σειρά τούς συνεπιφέρουν συγκρούσεις μέ κύρια διεκδίκηση τήν ἐπιβολή καί τήν κυριαρχία, ἀποκλείοντας στόν ὁποῖο ἄλλο τή δυνατότητα ὕπαρξης.

Ὀφείλουμε ἐδῶ νά κάνουμε εἰδικό λόγο γιά τίς θρησκεῖες, μιᾶς πού ἀπό ὁρισμένα κέντρα ἐντέχνως καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἔχουν τόν πρῶτο λόγο στόν πειθαναγκασμό καί τήν ἐπιβολή. Ὀφείλουμε νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι στό ὄνομα τοῦ ὅποιου θεοῦ ἔχουν διαπραχθεῖ φρικτά ἐγκλήματα, γιά τά ὁποῖα ὅμως, ὑπεύθυνοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, συνήθως ὄχι οἱ πραγματικά πιστοί, ἀλλά ὅσοι ἐκμεταλλευόμενοι τό θρησκευτικό συναίσθημα πρός ἴδιον ὄφελος, ἐπιδιώκουν ἐπιμελῶς ἐγκοσμιοκρατικους στόχους καί σκοπούς μέ ὄχημα τήν ἰδεολογικοποιηση τῆς ὅποιας πίστης. Ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι σέ καμιά θρησκεία ὁ ἐξαναγκασμός δέν ἀποτελεῖ μέσο διάδοσης, ἀφοῦ ἀκόμη καί γιά τό Ἰσλάμ, ὁ ἱερός πόλεμος (τζιχαντ) δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς πέντε ὑποχρεωτικούς πυλῶνες τῆς ζωῆς τοῦ μουσουλμάνου, λογίζεται μᾶλλον ὡς ἐξαίρεση.

Ἡ προτροπή «ἀνάγκασον»

Κι ὅμως, στό Εὐαγγέλιο ὑπάρχει ἡ προτροπή «ἀνάγκασον». Τό διαβάζουμε στή σημερινή περικοπή, ἡ ὁποία πραγματεύεται τήν παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου. Στήν ἀρχή τῆς παραβολῆς περιγράφεται ἡ προσβλητική γιά τόν οἰκοδεσπότη ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του ἀπό ὅσους κατ’ ἀρχήν θεώρησε ὡς ἐπιφανέστερους, ἄξιους νά κληθοῦν. Τό πνίξιμό τούς ὅμως, ἀπό βιοτικές μέριμνες δέν τούς ἐπέτρεψε ν’ἀξιολογήσουν σωστά τήν πρόσκληση καί φθάνουν νά γυρίσουν τήν πλάτη σ’ ἐκεῖνον πού σκοπεύει νά τούς προσφέρει ὄχι ἁπλῶς ἀκόμη μία χάρη, ἀλλά τή μονή σωστική καί ἁγιαστική εὐεργεσία.

Πῶς ἀντίδρα ὁ οἰκοδεσπότης στήν ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησής του; Τονίζει τό Εὐαγγέλιο ὅτι ὀργίζεται γιά νά ὑπογραμμίσει τήν εὐθύνη ὅποιου ἀπορρίπτει τήν πρόσκληση πού τοῦ ἀπευθύνει ὁ Ἅγιος Θεός καί μάλιστα κατά προτεραιότητα. Στή συνέχεια δίνει νέα ἐντολή στούς ἀνθρώπους του νά ξεχυθοῦν στίς πλατεῖες καί τίς ὁδούς καί νά μαζέψουν ὅσους ὑπάρχουν ἐκεῖ ὡς περιφρονημένοι, τούς φτωχούς, τούς ἀνάπηρους, τούς ἄρρωστους καί τυφλούς γιά νά προσέλθουν στό σπουδαῖο δεῖπνο καί νά ἀπολαύσουν ὅ,τι οἱ ἄλλοι δέν μπόρεσαν νά ἀξιολογήσουν ὡς ἀνώτερο καί σωτήριο. Κι ὅταν ὁλοκληρώνεται κι αὐτή ἡ διαδικασία καί διαπιστώνεται ὅτι ἀκόμη ὑπάρχει χῶρος στό στρωμένο τραπέζι, πάλι ὁ οἰκοδεσπότης δίνει ἐντολή σ’ ἕναν ἀπό τούς ὑπηρέτες του νά βγεῖ στά πλέον ἀπόμερα σοκάκια, στούς πιό ξεχασμένους καί περιθωριοποιημένους ἀνθρώπους καί αὐτούς ν’ ἀναγκάσει νά εἰσέλθουν στό σπίτι τοῦ κυρίου του καί ν’ ἀπολαύσουν τό πλούσιο δεῖπνο.

Τί νόημα ἔχει στή συνάφεια τοῦ κειμένου αὐτό τό «ἀνάγκασον»; Ἤ καλύτερα, ἕνας ἄνθρωπος μόνος του πῶς θά μποροῦσε ν’ «ἀναγκάσει» ὅλους αὐτούς πού προσκαλεῖ ὁ κύριός του; Καί πῶς συνδέεται τό «ἀνάγκασον» μέ τό «μέγα δεῖπνο»; Εἶναι προφανές ὅτι τό «ἀνάγκασον» ἐδῶ σημαίνει τό νά πιέσει ὁ ἕνας καί μόνος ὑπηρέτης ὅλους ἐκείνους τούς προσκεκλημένους πού εἴτε ἀπό αὐτοσυνειδησία γιά τήν κατάστασή τους, εἴτε ἀπό φυσική συστολή, θά δίσταζαν ν’ ἀνταποκριθοῦν στήν πρόσκληση. Πῶς ἕνας φτωχός, ἕνας περιθωριοποιημένος, ἕνας ἀνάπηρος ἡ ἕνας φοβισμένος ἄνθρωπος νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχει μιά πρόσκληση γι’ αὐτόν, ἐκεῖ πού οὔτε ἔχει ὀνειρευθεῖ πότε ὅτι θά μποροῦσε νά βρεθεῖ. Ἄρα, καλεῖται ὁ ὑπηρέτης ἐκεῖνος νά πιέσει πείθοντας, ὥστε νά ξεπερασθεῖ ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ ἐπιφυλακτικότητα. Δέν ἀμνηστεύονται οἱ θρησκευτικές διώξεις, ἀλλά κατοχυρώνεται ἡ παρακλητική πειθώ ὡς μεθολογια ἱεραποστολῆς.

Φιλότιμο

Κι ἐμᾶς σήμερα ἔτσι μᾶς χειρίζεται ἡ Ἐκκλησία μας. Δέν μᾶς χειραγώγει, οὔτε μᾶς πειθαναγκάζει. Πῶς θά μποροῦσε ἄλλωστε, σέ περιβάλλον κοσμικό, ὅπου καί ἡ ἁπλή ἀναφορά θεμάτων πίστης συνεπιφέρει στήν καλύτερη περίπτωση εἰρωνικά μειδιάματα, ἄν ὄχι καί προσβλητικές ἀναφορές; Ἀλλά καί στό παρελθόν, ὅταν θεωροῦνταν «κρατοῦσα» ἡ Ἐκκλησία μας, πότε ὑποχρέωσε; Πότε δέσμευσε; Πότε ἐξανάγκασε; Μέ ὄπλα τό κήρυγμα καί τήν προσευχή ἡ Ἐκκλησία δέεται νά μᾶς φωτίσει τό Πανάγιο Πνεῦμα, ὥστε νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀλήθεια καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτή.

Κι ὅμως, ὑπάρχουν στήν πίστη μας στοιχεῖα, τά ὁποία θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι μᾶς «πιέζουν» σέ μία συνειδητή πνευματική πορεία. Ὅταν ἀναλογιστεῖ κανείς τή λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου, τόν ἑκούσιο θάνατό του, τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ, πώς μπορεῖ νά μείνει ἀσυγκίνητος καί νά μή φιλοτιμηθεῖ ν’ ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτή τήν εὐεργεσία; Ὅταν μελετήσει κανείς τούς βίους τῶν Ἅγιων καί δεῖ τούς ποταμούς αἱμάτων τῶν μαρτύρων μας καί τούς κόπους τῶν ἀσκητῶν μας, πώς μπορεῖ νά μή θαυμάσει καί νά μή ζηλέψει φιλοτιμούμενος σέ κάτι νά τούς μοιάσει; Ὅταν ἐντρυφήσει κανείς στόν πλοῦτο τῶν κείμενων τῶν Πάτερων τῆς Ἐκκλησίας μας καί στήν Ἱερά Παράδοση πού αὐτά ἐπιστηρίζουν, πῶς νά μήν ποθήσει φιλοτιμούμενος νά ἐμβαπτισθεῖ σέ αὐτά γιά νά ἀναγεννηθεῖ «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος»;

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ξέρει νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς αἰχμαλωτίζει, ὄχι σέ δίκτυα βίας καί ψυχαναγκασμοῦ, ἀλλά σέ περιβάλλον ἐλευθερίας κεντρίζοντάς μας στό φιλότιμο, ἐνισχύοντας τή φωνή τῆς συνείδησής μας, χαρίζοντας βιώματα ἅγια καί μοναδικά. Τό πόσο δεχόμαστε ν’ ἀνταποκριθοῦμε σέ ὅλ’ αὐτά, ἀναδεικνύει καί τί εἴδους ἄνθρωποι τελικά εἴμαστε.