Ἀκριβὸς σημαίνει πολύτιμος, αὐτὸς ποὺ ἔχει μεγάλη ἀξία, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀγοράζεται εὔκολα, αὐτὸς ποὺ γιὰ νὰ γίνει ὅ,τι ἔγινε ἀπαιτήθηκε μεγάλος κόπος καὶ θυσία. Θαυμάζουμε κάθε τί τὸ ἀκριβὸ καὶ θέλουμε νὰ τὸ ἀποκτήσουμε. Γινόμαστε συλλέκτες ἀκριβῶν ἀντικειμένων, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ γινόμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀκριβοὶ μέσα στὴν κοινωνία μὲ τὸν πλοῦτο τῶν γνώσεων, τῶν ἀρετῶν μας, τῆς κοινωνικῆς μας προσφορᾶς, τῆς ἀκριβῆς συμπεριφορᾶς μας. Γιὰ νὰ γίνουμε, ὅμως, ἀκριβοί, δηλαδή, πολύτιμοι, θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, δηλαδή, συνεπεῖς στὶς ὑποχρεώσεις μας, στὸ πιστεύω μας, στὶς ἀρχές μας. Γιὰ ὅ,τι πράττουμε νὰ ἔχουμε μπροστὰ μας πρότυπο, τὸ αἰώνιο πρότυπο, τὸν Χριστό μας. Καὶ νὰ ρωτᾶμε τὸν ἑαυτό μας:
– Αὐτὸ ποὺ σκέφτομαι νὰ πράξω θὰ σοῦ ἀρέσει, Χριστέ μου; Συμφωνεῖ μὲ τὸ νόμο Σου; Συμφωνεῖ μὲ τὸ θέλημά Σου;
Πρὸς τοῦτο χρειάζεται νὰ γνωρίζουμε ποιὸ εἶναι «τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ρωμ. ιβ, 2) καὶ τί εἶναι ἀκρίβεια. Ὄχι ἀκρίβεια οἰκονομικὴ ποὺ μᾶς θλίβει ὅλους, βλέποντας στὰ καταστήματα τὰ εἴδη ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητα στὴ ζωὴ νὰ ἀκριβαίνουν καὶ πολλὲς φορὲς νὰ μᾶς εἶναι ἀπλησίαστα, ἀλλὰ ἀκρίβεια λόγων καὶ πράξεων, ἀκρίβεια ποὺ μᾶς ἀναδεικνύει συνεπεῖς στὴν πίστη μας, μᾶς χαροποιεῖ καὶ μαζὶ μὲ μᾶς χαροποιεῖ καὶ τοὺς πλησίον μας.
«Ἀκρίβεια» εἶναι ἡ ἀπόλυτη τήρηση τῶν Κανόνων ποὺ διέπουν τὴν κοινωνική μας συμπεριφορά, ἡ τήρηση τῶν νόμων τῆς πολιτείας καὶ τῶν διατάξεων τοῦ Εὐαγγελίου, ἐφ’ ὅσον θέλουμε πραγματικὰ νὰ ὀνομαζόμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ αὐτὴ τὴν πίστη μας νὰ τὴν προβάλλουμε μὲ τὴ ζωή μας, ὥστε νὰ δοξάζεται ἀπὸ αὐτὴ καὶ ὄχι νὰ ὑβρίζεται τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας, τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ.
Στὴ ζωὴ μας ἔχουν τεθεῖ κάποια ὅρια μέσα στὰ ὁποῖα κινούμενοι σὲ μία εὐνομούμενη πολιτεία προκόβουμε στὴν ἀρετὴ καὶ ὄχι «ἐπὶ τὰ χείρρω πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β Τιμ. γ 13), ὅπως οἱ πονηροὶ καὶ οἱ γόητες. Τὰ ὅρια αὐτὰ τὰ ἔχει θέσει ὁ Δημιουργός μας καὶ ἡ πολιτεία, στὴν ὁποία ζοῦμε, καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τους τὴ διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μᾶς θέλει εὐπειθῆ τέκνα της. Ὅποιος ὑπερβεῖ ἢ καταστρατηγήσει τὰ ὅρια αὐτὰ ἐκτροχιάζεται μὲ ἀπρόβλεπτες συνέπειες στὴ ζωή του καὶ στὴν κοινωνία μας. Γιὰ παράδειγμα, ἐὰν ἕνα τραῖνο ἔχει κατασκευασθεῖ νὰ τρέχει μὲ 100 χιλιόμετρα τὴν ὥρα καὶ ὁ ὁδηγὸς του τὸ τρέξει μὲ 150 χιλιόμετρα τὴν ὥρα, θὰ τὸ ἐκτροχιάσει. Ἐὰν ἕνα ποτήρι ἔχει κατακευασθεῖ γιὰ νὰ δέχεται βραστὸ νερὸ μέχρι 100 βαθμῶν Κελσίου καὶ ἐμεῖς τὸ βάλλουμε πάνω σὲ μία σόμπα ποὺ ἔχει 150 βαθμοὺς Κελσίου αὐτὸ θὰ σπάσει. Ἡ τήρηση τῶν νόμων, ἡ ἀκρίβεια, πάντοτε προστατεύει καὶ μᾶς κάνει νὰ μεγαλουργοῦμε.
Στὴν καθημερινή μας ζωὴ ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, ὄχι μόνο στὸ χρόνο τῶν συναντήσεών μας, στὰ «ραντεβού μας», ἀλλὰ σὲ κάθε μας ἐνέργεια. «Ἀκριβεῖς» εἴπαμε σημαίνει «συνεπεῖς» καὶ «ἀκριβοὶ» εἶναι οἱ «συνεπεῖς» σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τους. Ἔτσι ἔχουμε ἀκριβούς-συνεπεῖς μαθητές, συνεπεῖς ἐπιστήμονες, συνεπεῖς καθηγητές, συνεπεῖς γιατρούς, συνεπεῖς ἱερεῖς, συνεπεῖς δικαστικούς, συνεπεῖς στρατιωτικούς, συνεπεῖς ἐλεύθερους ἐπαγγελματίες, συνεπεῖς ἀγρότες, συνεπεῖς σὲ κάθε ἐπαγγελματικὸ καὶ κοινωνικὸ κλάδο. Ἔχουμε ἐπίσης ἀκριβοὺς φίλους, ἀκριβοὺς πατριῶτες, ἀκριβοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, αὐτοὺς ποὺ ἐπιδιώκουν τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς, τὴν ἁγιότητα, τὴ θέωση.
Οἱ τελευταῖοι εἶναι οἱ πιστοὶ ἀγωνιστὲς τῆς ζωῆς, αὐτοὶ ποὺ νόμιμα ἀγωνίζονται, αὐτοὶ ποὺ τηροῦν τὸ νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, μέχρι λεπτομερείας καὶ ὄχι μόνο ὅταν εἶναι ἐνώπιον ἄλλων, ἀλλὰ καὶ ὅταν εἶναι μόνοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας. Οἱ ἀκριβοὶ εἶναι καὶ ἀκριβεῖς σὲ ὅλα, γιατί γνωρίζουν, ὅτι ἐὰν ὁ πιστὸς εἶναι ἀνακριβὴς καὶ στὸ ἐλάχιστο δὲν σέβεται τίποτα. Μᾶς τὸ λέει ἡ Γραφὴ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ ὅλο τὸ Νόμο, ἀλλὰ πταίει καὶ παραβαίνει κάποια ἐντολή, εἶναι ἔνοχος παραβάσεως ὅλων τῶν ἐντολῶν. «Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος.» (Ἰακ. β’ 10).
Παράδειγμα ἀκριβείας μᾶς διδάσκε πολὺ ἁπλὰ ὁ μακαριστὸς Γέροντας Μητροφάνης τῆς Ροβέλιστας μὲ τὴν προσοχὴ στὴ λήψη τοῦ ἀντιδώρου. Δὲν εἶναι ὑποχονδριασμὸς αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔλεγε, ἀλλὰ ἀκρίβεια καὶ εὐλάβεια. Ἔλεγε:
-Θὰ παίρνετε τὸ ἀντίδωρο μὲ σταυρωμένες τὶς παλάμες, θὰ τὸ φέρνετε στὸ στόμα καὶ θὰ μαζεύετε μὲ τὸ δάκτυλο τὰ ψίχουλα, τὰ ὁποῖα, ὅλα θὰ τὰ τρῶτε. Τίποτα δὲν θὰ πετιέται κάτω!
Οἱ ἀκριβοὶ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ βιώνουν ἀπόλυτα τὴν πνευματική μας ζωή, νὰ κινοῦνται μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐναρμονίζονται μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ὅπως μᾶς τοὺς παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ νεωτεριστικὲς διδασκαλίες καὶ ἑρμηνεῖες, τοῦ κόσμου, τοῦ αἰῶνος μας τοῦ ἀπατεῶνος, ποὺ θέλουν νὰ περάσουν κάποιοι καὶ οἱ ὁποῖες εἶναι ἀποκεκομμένες ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀκριβὴ γιατί τηρεῖ τὴν παραδεδομένη ἀκρίβεια, ἄσχετα ἂν σὰν φιλόστοργη μητέρα γιὰ τὶς συνεχεῖς μας πτώσεις ἐφαρμόζει ἐνίοτε τὴν «οἰκονομία».
Οὐδέποτε, ὅμως, ἡ ἀκρίβεια ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν οἰκονομία. Τὴν ἀκρίβεια περιγράφει σαφέστατα τὸ Πηδάλιο, τὸ βιβλίο μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς νόμους ποὺ ἔχει καταγράψει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ Ἁγιορείτης. Πηδάλιο εἶναι τὸ τιμόνι τοῦ πλοίου ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ τὸν ἔμπειρο καπετάνιο. Ὁ Γέροντας Παΐσιος, μὲ τὸν ἁπλὸ καὶ φωτισμένο λόγο του, σὲ κάποια συζήτηση περὶ οἰκονομίας καὶ ἀκριβείας καὶ περὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τοῦ Πηδαλίου, εἶχε τονίσει τὰ ἑξῆς: «Τὸ Πηδάλιο κάποιες φορὲς χρειάζεται νὰ τὸ στρίβουμε πότε ἀριστερά, πότε δεξιά, ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ γίνεται γιὰ λόγους σωτηρίας τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται «πηδάλιο». Ὄντως παράδειγμα ἁπλὸ καὶ φωτισμένο. Εἶναι δηλαδή, ὅπως τὸ τιμόνι στὸ πλοῖο, γιατί χωρὶς πηδάλιο τὸ σκάφος δὲν πηγαίνει πουθενά. Καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἐξομολογουμένων ὁ ἔμπειρος πνευματικός, σὰν καπετάνιος, ὁδηγεῖ τὸ καράβι τῆς ψυχῆς του μὲ τὸ εὐέλικτο Πηδάλιο παίρνοντας ὁ ἴδιος τὴν εὐθύνη τῆς ψυχῆς τοῦ ἐξομολογουμένου.
Οἱ ἀκριβοὶ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν καταφεύγουν στὴν οἰκονομία. Εἶναι ἀκριβεῖς στὴν τήρηση τῶν νόμων μέχρι κεραίας. Ἄλλωστε Ὀρθοδοξία σημαίνει ἀπόλυτη ἀκρίβεια, γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ ἀκριβότερο πράγμα ποὺ διαθέτουμε. Καὶ σὰν τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα, τὸ ἐπιζητοῦν οἱ κλέφτες, οἱ ἅρπαγες, οἱ σφετεριστές, νὰ μᾶς τὸ πάρουν, νὰ τὸ ἀλλοιώσουν νὰ τὸ καταστρέψουν, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ χάρτη, ἀφοῦ δὲν μποροῦν νὰ τὸ οἰκειοποιηθοῦν.
Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Θέλετε νὰ εἶσθε ἀκριβεῖς; «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β Θεσ. β 15), καὶ πάλιν «μὴ συσχηματίζεσθε τῷ αἰώνι τούτῳ» (Ρωμ. ιβ’ 2 ). Μὴν ἀκοῦτε τὶς σειρῆνες τοῦ κόσμου ποὺ δὲν ἀπηχοῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ προβάλλουν τὸ ἄσχημο γιὰ ὡραῖο καὶ τὴν ἁμαρτία γιὰ ἀρετή. Γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε, ὅμως, αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ πολιτευόμαστε «σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς» (Τίτ. β 12). Ὁ ἀκριβὴς ἄνθρωπος εἶναι ὁ συνεπὴς στὸν ἑαυτό του καὶ ἂς μὴν τὸν βλέπει κανείς, ἀφοῦ πιστεύει ὅτι τὸν βλέπει ὁ Παντεπόπτης Θεός, ὁ «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Εἶναι συνεπὴς στοὺς γύρω του, εἶναι ἀκριβοδίκαιος, καὶ χρησιμοποιεῖ πάντοτε τὰ ἴδια μέτρα καὶ σταθμὰ γιὰ ὅλους. Δὲν φατριάζει, δὲν δημιουργεῖ κυκλώματα, δὲν δημιουργεῖ αὐλὲς μὲ εὐνοούμενα πρόσωπα. Εἶναι συνεπὴς καὶ στὸ Θεό μας μὲ τὴν ἀπόλυτη τήρηση τῶν ἐνολῶν Του καὶ τὴ συμμετοχή μας στὴν ἀγωνία Του, «ἵνα ὦμεν ἕν» (Ἰωάν. ιζ 22), γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας, στὴ βάση, ὅμως, τῶν ἀποστολικῶν μας παραδόσεων.
Ἂν εἴμαστε, λοιπόν, ἀκριβεῖς στὶς ἀρχὲς μας αὐτές, τότε θὰ εἴμαστε καὶ ἀκριβοὶ καὶ πολύτιμοι στὴν κοινωνία μας, θὰ εἴμαστε εἰκόνες καθαρώτατες τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ καὶ θὰ δοξάζεται μὲ τὴ συμπεριφορά μας ὁ δεδοξασμένος ἀνὰ τοὺς αἰῶνες Κύριος καὶ Θεός μας.