Κυριακὴ E΄ Ματθαίου
Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς της E΄ ἑβδομάδας τοῦ Ματθαίου προέρχεται ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ ‘Aπ. Παύλου καὶ εἶναι σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ἡ ἀκόλουθη:
«Ἀδερφοί, ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μου καὶ ἡ δέησή μου στὸν Θεὸ εἶναι νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι στὴ σωτηρία. Μπορῶ νὰ σᾶς βεβαιώσω πὼς ἔχουν ζῆλο Θεοῦ, ἀλλὰ χωρὶς τὴ σωστὴ γνώση. Γι’ αὐτό, στὴν πράξη ἀγνοοῦν τὸ γεγονὸς πὼς μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ δικαιωθοῦν μὲ τὰ ἔργα τους. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πὼς δὲν ἀποδέχτηκαν τὴ δικαίωση ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς μέσῳ τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἐκπληρώνει τὸ σκοπό του, δίνοντας τὴ σωτηρία σ’ ὅποιον πιστεύει.
Ὁ Μωυσῆς γράφει γιὰ τὴ δικαίωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν νόμο, ὅτι ὅποιος πράττει σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, θὰ βρεῖ σ’ αὐτὲς τὴ ζωή. Γιὰ τὴ δικαίωση ὅμως ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη, λέει: «Μὴν ἀναρωτηθεῖς “ποιὸς μπορεῖ ν’ ἀνέβει στὸν οὐρανό;”» γιὰ νὰ κατεβάσει δηλαδὴ τὸν Χριστό. «Οὔτε νὰ πεῖς “ποιὸς μπορεῖ νὰ κατεβεῖ στὸν ἅδη;”» γιὰ ν\’ ἀνεβάσει δηλαδὴ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Ἀλλὰ τί λέει; Κοντά σου εἶναι ὁ λόγος, στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου, καὶ ἐννοεῖ τὸν λόγο τῆς πίστεως ποὺ κηρύττουμε. Ἂν ὁμολογήσεις μὲ τὸ στόμα σου πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος καὶ πιστέψεις μὲ τὴν καρδιά σου πὼς ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ βρεῖς τὴ σωτηρία. Πραγματικά, ὅποιος πιστεύει μὲ τὴν καρδιά του, ὁδηγεῖται στὴ δικαίωση, κι ὅποιος ὁμολογεῖ μὲ τὸ στόμα, ὁδηγεῖται στὴ σωτηρία» (Ρωμ. 10,1-10).
Ἡ πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μιὰ Ἐκκλησία ποὺ δὲν ἵδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος, εἶναι ἡ σπουδαιότερη σὲ θεολογικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ μεγαλύτερη σὲ ἔκταση ἀπ’ ὅλες τὶς ἐπιστολές του. Χαρακτηρίζεται συνήθως ὡς τὸ «Εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου Παύλου». Ὡστόσο, ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ δὲν περιέχει σύνοψη τῆς θεολογίας του, ἀλλ’ ἐκθέτει μία βασικὴ πτυχὴ τῆς Παύλειας θεολογίας: Τὴ δικαίωση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι μὲ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου. Τὸ ἴδιο θέμα ἀνέπτυξε ἤδη ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του, ποὺ ἔγραψε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο 2-3 ἔτη πρὶν ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους. Ἐκεῖ ὅμως ὁ τόνος ἦταν πολεμικὸς (κατὰ τῶν ἰουδαϊζόντων), ἐδῶ ἡ ἀνάπτυξη εἶναι πιὸ ἤρεμη καὶ συστηματική. Ἡ περικοπὴ μας προέρχεται ἀπὸ τὸ Α΄ μέρος τῆς ἐπιστολῆς, τὸ δογματικὸ (κεφ. 1-11), καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῶν κεφ. 9-11, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὴν τελικὴ σωτηρία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἡ προσωρινὴ ἀπόρριψη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν λαὸ αὐτὸ διευκόλυνε, μέσα στὰ πλαίσια τῆς γενικότερης σωτηριολογικῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τὴν εἴσοδο τῶν ἐθνικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ἂν ἡ σωτηρία ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ αὐτὴν δὲν ἀποκλείεται ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἀποτελεῖ τὴ «σφοδρὴ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς» τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς δεήσεώς του πρὸς τὸν Θεό, ὅπως λέγεται στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς.
Ὁ λαὸς αὐτὸς διαθέτει τὸ Νόμο ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν Μωυσῆ, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀντιληφτεῖ ὅτι «ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἐκπληρώνει τὸ σκοπό του, δίνοντας τὴ σωτηρία σ’ ὅποιον πιστεύει». «Τέλος» τοῦ Νόμου, ὄχι μόνο χρονικὰ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πλευρᾶς σκοποῦ του, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γιατί ὅποιος πιστεύει μὲ τὴν καρδιά του στὸν Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ποὺ ὁ Θεὸς Πατέρας τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, καὶ ὁμολογεῖ θαρραλέα αὐτὴν τὴν πίστη του κερδίζει τὴ σωτηρία του, ἡ ὁποία –ἂς λεχτεῖ ἀκόμη μία φορὰ – εἶναι ἀποτέλεσμα ὄχι τηρήσεως τῶν διατάξεων τοῦ Νόμου ἀλλὰ τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Ὁ Θεὸς «θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ γνωρίσουν σὲ βάθος τὴν ἀλήθεια» (Α΄ Τιμ. 2,4). Κι ἂν θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν, ὄχι μόνο δηλ. νὰ ζήσουν μία ζωὴ μακριὰ ἀπὸ τὸ κακό, τὴ φθορὰ καὶ τὸν φόβο τοῦ θανάτου ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχουν τὴν ἐλπίδα τους στὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, φυσικὰ τὸ ἴδιο θέλει καὶ γιὰ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Παῦλος λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας αὐτῆς ἐπιστολῆς του καὶ μάλιστα στὴν ἀρχὴ τῆς ἑνότητας, ἀπὸ ὅπου εἶναι παρμένη καὶ ἡ σημερινὴ περικοπή, «Λυποῦμαι πάρα πολύ, καὶ μία θλίψη βαραίνει ἀδιάκοπα τὴν καρδιά μου. Φτάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγὼ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδερφοί μου» (Ρωμ. 9,2-3).
Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κανείς: Τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχουν ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ἐποχή μας; Τὸ ἀκόλουθο:
Καμία κατάσταση τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι ὁριστικὴ καὶ οἱ ἐκπλήξεις οὐδόλως ἀποκλείονται: Ἄνθρωποι ποὺ πολέμησαν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του μετὰ ἀπὸ κάποιο συνταρακτικὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς τους μετεστράφησαν καὶ ἔγιναν ὄχι μόνο πιστοὶ μαθητὲς του ἀλλὰ καὶ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἡ ἱστορία, παλαιότερη καὶ νεότερη, εἶναι γεμάτη ἀπὸ πολλὰ τέτοια παραδείγματα συγκλονιστικῶν ἀλλαγῶν καὶ μεταστροφῶν μὲ χαρακτηριστικότερο καὶ σπουδαιότερο παράδειγμα τὸν ἴδιο τὸν Ἀπ. Παῦλο, τὸν ἄλλοτε σφοδρὸ διώκτη τῆς Ἐκκλησίας καὶ κατόπιν ἔνθερμο κήρυκα τοῦ Ἐσταυρωμένου, τὸν Ἀπ. Παῦλο τὸν συγγραφέα τῆς ἐπιστολῆς ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται τὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα.