Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς, ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶναι σὲ Νεοελληνικὴ μετάφραση τὸ ἑξῆς:
«Ἀδελφοί, ὅσοι ἔχουμε δυνατὴ πίστη ὀφείλουμε νὰ ἀνεχόμαστε τὶς ἀδυναμίες αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀδύναμη πίστη, καὶ νὰ μὴν κάνουμε ὅ,τι ἀρέσει σ’ ἐμᾶς. Ἡ συμπεριφορὰ τοῦ καθενός μας νὰ εἶναι ἀρεστὴ στὸν πλησίον, ὥστε νὰ τὸν βοηθάει νὰ προκόβει στὸ ἀγαθὸ κι ἔτσι νὰ συντελεῖ στὴν οἰκοδομὴ τῆς ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, κι ὁ Χριστὸς δὲν ἔζησε γιὰ νὰ εὐαρεστήσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλά, ὅπως λέει ἡ Γραφή, οἱ ὕβρεις ὅσων σ’ ἔβριζαν, Θεέ, ἔπεσαν πάνω μου. Νὰ ξέρετε ὅτι ὅσα γράφτηκαν στὶς Γραφές, ἔχουν γραφτεῖ γιὰ νὰ μᾶς διδάσκουν. Ἔτσι, μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐνθάρρυνση ποὺ δίνει ἡ Γραφή, θὰ στηριχτεῖ ἡ ἐλπίδα μας. Εἴθε ὁ Θεός, ποὺ χαρίζει τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐνθάρρυνση, νὰ σᾶς δώσει τὴν ὁμόνοια σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅλοι μαζὶ μὲ μία φωνὴ θὰ δοξάζετε τὸν Θεό, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ δέχεστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅπως δέχτηκε κι ἐσᾶς ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεὸς» (Ρωμ.15,1-7).
Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας εἶναι ἡ συνύπαρξη τοῦ χριστιανοῦ μὲ τὸν ἄλλον ἀδελφὸ ἐντός τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἐντός τῆς κοινωνίας γενικότερα. Ἡ συνύπαρξη τῶν ἀδελφῶν δημιουργεῖ αὐτονόητα καθήκοντα, ὑποχωρήσεις καὶ ὑποχρεώσεις. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀποτελεῖ θεμελιώδη διδασκαλία τοῦ Ἀπ. Παύλου, δὲν σημαίνει μὲ κανένα τρόπο ἀσυδοσία καὶ ἀνυπαρξία περιορισμῶν. Ὁ περιορισμὸς ποὺ θέτει ὁ Ἀπ. Παῦλος συνίσταται στὸν σεβασμὸ τῆς ἐλεύθερης προσωπικότητας τοῦ ἀδελφοῦ. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὰ ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος στὴν περικοπὴ αὐτὴ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες ποὺ προϋποθέτει ἡ ἐπιστολή.
Ὁ Παῦλος τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφει τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ἔχει ἤδη κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ «ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς τὴν Ἰλλυρία» (Ρωμ.15,19), φιλοτιμούμενος νὰ εὐαγγελίζεται σὲ τόπους «ὅπου δὲν εἶχε ἀκόμη ἀκουστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, γιατί δὲν ἤθελε νὰ οἰκοδομεῖ πάνω σὲ θεμέλια ἄλλων» (Ρωμ. 15,20). Πρόκειται σὲ λίγο νὰ κατευθυνθεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ φέρει τὰ βοηθήματα ποὺ συγκέντρωσαν οἱ χριστιανοὶ τῆς Μακεδονίας καὶ Ἀχαΐας γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ κατόπιν νὰ ἱκανοποιήσει τὴν «ἀπὸ ἱκανῶν ἐτῶν» σφοδρὴ ἐπιθυμία του νὰ δεῖ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης καὶ νὰ «προπεμφθῆ» ἀπ’ αὐτοὺς στὴν Ἱσπανία (Ρωμ.15,23-26• βλ. καὶ Πρὰξ 23,11). Ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ συμπεράνουμε ὅτι ὁ ἀπόστολος βρίσκεται πρὸς τὸ τέλος τῆς γ΄ περιοδείας του καὶ μάλιστα στὴν Κόρινθο (ἔτος 57). Ἐκεῖ γράφει τὴν πρὸς Ρωμαίους, μετὰ ἀπὸ πλούσια ἱεραποστολικὴ καὶ συγγραφικὴ δραστηριότητα. Ἔχει ἤδη κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο στὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς αὐτοκρατορίας καὶ μετὰ τὸ ταξίδι του στὰ Ἱεροσόλυμα σκοπεύει νὰ μεταθέσει τὴν ἱεραποστολική του δραστηριότητα στὴ Δύση μὲ πιθανὸ κέντρο τὴν Ρώμη.
Τὴν καρδιὰ τοῦ Παύλου συνέχει ἡ σκέψη τῆς ὑποδοχῆς ποὺ θὰ ἔχει στὰ Ἱεροσόλυμα («Τώρα πηγαίνω στὴν Ἱερουσαλήμ, μὴ γνωρίζοντας τί θὰ συναντήσω ἐκεῖ», Πρὰξ. 20,22) καὶ τῆς πρώτης ἐπαφῆς του μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Σὲ σχέση μὲ τὰ δύο αὐτὰ ταξίδια πρέπει νὰ ἐξεταστεῖ ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο γράφει τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή. Θέλει ἁπλῶς νὰ προετοιμάσει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴ μελλοντικὴ ἐπίσκεψή του στὴ Ρώμη, ἐκθέτοντας τὸ εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττει; Θέλει νὰ ἀπολογηθεῖ ἔναντι τῶν Ἰουδαϊζόντων ὑπογραμμίζοντας τὴ σπουδαιότητα τοῦ Νόμου μέσα στὴ λυτρωτικὴ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν προσωρινὸ χαρακτήρα τῆς ἀπόρριψης τοῦ Χριστοῦ ἐκ μέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ; Ἢ μήπως παίρνει θέση ἔναντι τῶν ἐλευθεριαζόντων ποὺ παρανοοῦν τὴ διδασκαλία του καὶ τὴν τοποθέτησή του ὡς πρὸς τὸ Νόμο καὶ τονίζει ἔναντι αὐτῶν τὶς ἠθικὲς συνέπειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ βάπτισμα (Ρωμ.6,1 ἑξ.); Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ὑποθέσεις ὑποστηρίζονται ἀπὸ πολλοὺς ἐρευνητές.
Πολὺ ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ ἄποψη, ἡ ὁποία τοποθετεῖ τὸν σκοπὸ συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς μέσα στὰ πλαίσια τῶν ἱστορικῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἰουδαϊκὴ κοινότητα τῆς Ρώμης ἦταν ἰσχυρὴ καὶ πολυάριθμη, ὅπως μαρτυρεῖται ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς συναγωγὲς καὶ τὰ κοιμητήρια τοῦ 1ου αἰώνα ποὺ ἔφερε στὸ φῶς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη στὴ Ρώμη. Μὲ τὸ διαταγμα τοῦ αὐτοκράτορα Κλαυδίου τὸ ἔτος 49 μ.Χ., πολλοὶ Ἰουδαῖοι ἀναγκάστηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἰταλία καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς καὶ πολλοὶ ἰουδαιοχριστιανοί, γιατί φυσικὰ οἱ Ρωμαϊκὲς ἀρχὲς δὲν μποροῦσαν ἀκόμη νὰ διακρίνουν μεταξὺ Ἰουδαίων καὶ Χριστιανῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κλαυδίου (54 μ.Χ.) πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ ἰουδαιοχριστιανοὶ ἐπανῆλθαν στὴ Ρώμη καὶ τότε εἶναι ἐνδεχόμενο οἱ ἐθνικοχριστιανοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ποὺ ἦταν φαίνεται οἱ περισσότεροι, νὰ ἔδειξαν ὑπεροπτικὴ καὶ περιφρονητικὴ στάση πρὸς τοὺς ἰουδαιοχριστιανοὺς ποὺ ἐπέστρεψαν (βλ. Ρωμ.11,17-25. 14,3 10. 15,25-27). Ὁ Παῦλος, ποὺ μποροῦσε βέβαια νὰ ἔχει τὶς πληροφορίες του ὅπως συνέβαινε καὶ μὲ ἄλλες Ἐκκλησίες, ἀκόμη καὶ μ’ αὐτὲς ποὺ δὲν ἵδρυσε ὁ ἴδιος ἀλλὰ ἕνας συνεργάτης του (π.χ. Κολοσσές), ἤθελε νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀμοιβαία παραδοχὴ καὶ σὲ ἀλληλοσεβασμὸ τοὺς ἰουδαιοχριστιανοὺς καὶ ἐθνικοχριστιανοὺς τῆς Ρώμης. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἐκφράσεις «δυνατοὶ» ἀδελφοὶ καὶ «ἀδύνατοι» ἢ «ἀσθενοῦντες» (Ρωμ.15,1. 14,1-2), καθὼς καὶ ἡ προτροπὴ τοῦ τελευταίου στίχου τοῦ ἀναγνώσματος «Νὰ δέχεστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὅπως δέχτηκε κι ἐσᾶς ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός». Ἔτσι ἐξηγοῦνται ἐπίσης καὶ ἡ συχνὴ χρήση τῶν ὅρων Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες στὴν ἐπιστολὴ (βλ. Ρωμ.1, 14-16. 2,9• 10. 3,9-29. 9,23. 10,12. 11,13-25).
Βέβαια δὲν ἔχουμε ἄλλα στοιχεῖα ἢ πληροφορίες γιὰ νὰ δεχτοῦμε τὴν ἄποψη αὐτὴ ὡς τὴ σωστότερη, εἶναι ὅμως ἄξια προσοχῆς. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση ποὺ συνέβαινε κάτι τέτοιο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκλείσουμε καὶ τὴν πρόθεση τοῦ Παύλου νὰ προετοιμάσει μὲ τὴν ἔκθεση αὐτὴ τοῦ «εὐαγγελίου» τοῦ τὴν ἐπίσκεψή του στὴ Ρώμη. Ἄλλωστε ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων διαπιστώνουμε ὅτι ὁ σκοπὸς αὐτὸς τοῦ Παύλου ἐκπληρώθηκε: Ὅταν ἀργότερα, μετὰ τὴ σύλληψή του στὴν Ἱερουσαλήμ, πηγαίνει στὴ Ρώμη γιὰ νὰ δικαστεῖ, ἦλθαν οἱ ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ Ρώμη νὰ τὸν συναντήσουν: «Οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖ ἄκουσαν γιά μᾶς καὶ βγῆκαν νὰ μᾶς προϋπαντήσουν ὥς τὴν Ἀγορὰ τοῦ Ἀππίου καὶ τὶς «Τρεῖς Ταβέρνες». Ὅταν τοὺς εἶδε ὁ Παῦλος, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ ἀναθάρρησε» (Πρὰξ 28,15).
Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω πιθανὴ ὑπόθεση ἡ ὑπεροπτικὴ στάση τῶν ἐξ ἐθνῶν χριστιανῶν ἔναντι τῶν ἐξ ἰουδαίων ὁδήγησε σὲ ἀνάρμοστες συμπεριφορὲς τῶν πρώτων ποὺ θέλει νὰ διορθώσει ὁ Παῦλος λέγοντας ὅτι τὸ νὰ αἰσθάνεται κάποιος δυνατὸς στὴν πίστη καὶ νὰ περιφρονεῖ τὸν ἀδύναμο καὶ ἀσθενέστερο δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὶς χριστιανικὲς ἀρχές. Ὁ δυνατὸς μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται ἐλεύθερος ἔναντι νομικῶν διατάξεων ποὺ ἴσως τηροῦσαν οἱ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανοί, ἡ ἐλευθερία ὅμως αὐτὴ ἔχει ὅρια καὶ τὰ ὅρια βρίσκονται στὸν σεβασμὸ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀδελφοῦ χριστιανοῦ.
Σήμερα δὲν ὑφίσταται στὴν κοινωνία μας τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζει ὁ Παῦλος, ἡ ἀπάντηση ὅμως ποὺ δίνει ὑπερβαίνει τὸ πρόβλημα τῆς ἐποχῆς του καὶ ἰσχύει διαχρονικά: Ἡ ἐλευθερία τοῦ χριστιανοῦ – ποὺ ὡς γενικὴ ἀρχὴ τονίζεται ἰδιαίτερα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου – ἔχει κάποιο ὅριο καὶ τὸ ὅριο αὐτὸ εἶναι ὁ σεβασμὸς τῆς προσωπικότητας καὶ τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀδελφοῦ.