Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ὕπαρξη προβλημάτων μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀναπόφευκτη ἕνεκα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, δὲν ὁδηγεῖ ὅμως κατ΄ ἀνάγκην σὲ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας.

  • !

    Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν «Ναὸ τοῦ Θεοῦ» καὶ κάθε προσπάθεια διασπάσεως τῆς ἑνότητας αὐτοῦ τοῦ Ναοῦ μαρτυρεῖ ὅτι οἱ ὑπαίτιοι τῆς διασπάσεως δὲν εἶναι συνδεδεμένοι μὲ τὸν Ἀρχηγὸ καὶ θεμελιωτὴ τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦ Χριστό.

  • !

    Ὁ πνευματικὸς ἡγέτης τῶν πιστῶν πρέπει νὰ ὁδηγεῖ τὴ σκέψη καὶ τὴ ζωή τους στὸν Χριστό, ἀποφεύγοντας τὸν πειρασμὸ νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τῆς προσκολλήσεώς τους στὸ πρόσωπό του.

  • !

    Ὅ,τι καὶ ἂν συμβεῖ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ εἶναι βέβαιοι ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ἀφήσει νὰ ἐξαλειφτοῦν οἱ σωστικὲς συνέπειες τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἑνότητα καὶ διαιρέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία

Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς ἀπὸ τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου εἶναι σὲ μετάφραση ἡ ἑξῆς:

«Καὶ τώρα, ἀδερφοί, σᾶς ζητῶ, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶστε ὅλοι σύμφωνοι μεταξύ σας καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶστε ἑνωμένοι, μὲ μία σκέψη καὶ μὲ ἕνα φρόνημα. Αὐτὸ τὸ γράφω, ἀδερφοί μου, γιατί μὲ πληροφόρησαν γιὰ σᾶς ἄνθρωποι τῆς Χλόης ὅτι ἔρχεστε σὲ προστριβὲς μεταξύ σας. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ καθένας σας λέει κάτι διαφορετικό. Ὁ ἕνας λέει: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου», ὁ ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», ἕνας ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ» καὶ κάποιος ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ». Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ὁ Χριστός; Μήπως εἶναι ὁ Παῦλος ποὺ πέθανε πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ νὰ σᾶς σώσει; Ἤ μήπως στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου ἔχετε βαφτιστεῖ; Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ δὲ βάφτισα κανένα σας ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κρίσπο καὶ τὸ Γάιο. Ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς τὸν βάφτισα στὸ δικό μου ὄνομα. Ναί, βέβαια, βάφτισα καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ. Ἐκτὸς ἀπ\’ αὐτούς, ὅμως, δὲν θυμᾶμαι νὰ βάφτισα κανέναν ἄλλο. Ἡ ἀποστολὴ πού μοῦ ὅρισε ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν νὰ βαφτίζω, ἀλλὰ νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς σοφὰ καὶ περίτεχνα λόγια, ὥστε ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν σταυρὸ νὰ μὴ χάσει τὸ περιεχόμενό του» (Α΄ Κορ. 1,10-17).

 

Καταρχὴν πρέπει νὰ τοποθετήσουμε τὴν περικοπὴ στὴ συνάφειά της καὶ νὰ παρουσιάσουμε τὸ πρόβλημα ποὺ ἀπασχολοῦσε τὴν ἐποχὴ τῆς συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου.

Ἡ Κόρινθος ἦταν ὁ τελευταῖος σταθμὸς τοῦ Ἀποστόλου στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴ δεύτερη ἱεραποστολική του περιοδεία. Σὲ λίγο θὰ ξεκινήσει γιὰ τὴν τρίτη περιοδεία ποὺ θὰ τὸν ξαναφέρει στὴν Ἑλλάδα. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεύτερης περιοδείας ἔμεινε τρία χρόνια περίπου στὴν Ἔφεσο κι ἐκεῖ πληροφορήθηκε ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς Χλόης, κάποιας εὔπορης προφανῶς χριστιανῆς τῆς Κορίνθου ποὺ εἶχε στὴν ὑπηρεσία της προσωπικὸ καθὼς καὶ ἀπὸ ἐπιστολὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ συνταρασσόταν ἀπὸ ὁρισμένα προβλήματα καὶ ἀντιμετώπιζε ἐρωτήματα.

Κάπως ἀναλυτικότερα, κατὰ τὶς πληροφορίες τῶν ἀπεσταλμένων τῆς Χλόης, στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου δημιουργήθηκαν μερίδες ποὺ ἡ κάθε μία διεκδικοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό της ὡς ἡγέτη ἕναν ἀπόστολο («Ὁ ἕνας ἔλεγε: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου», ὁ ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», ἕνας ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ» καὶ κάποιος ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ»). Φαίνεται ὅτι πολλοὶ Κορίνθιοι, ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ τὴ μόρφωση καὶ τὴ ρητορικότητα τοῦ Ἀπολλὼ (ποὺ «καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια· ἦταν προικισμένος ρήτορας καὶ ἤξερε καλὰ τὴ Γραφή.», Πράξ.18,24), τὸν παραδέχονταν ὡς ἡγέτη τους συγκρίνοντάς τον ἴσως μὲ τὸν Παῦλο, ποὺ ἀναγνωρίζει ὁ ἴδιος ἀλλοῦ στοὺς Κορινθίους ὅτι εἶναι «ἀδύνατος στὸν προφορικὸ λόγο, ὄχι ὅμως καὶ στὴ γνώση» (Β΄ Κορ 11,6). Οἱ αὐστηροὶ ἐξ Ἰουδαίων προερχόμενοι χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου δέχονταν ὡς ἀρχηγὸ τους τὸν Ἀπ. Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἡγετικὴ θέση του στὴν πρώτη Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἀλλὰ στὴν Κόρινθο βέβαια δὲν εἶχε μεταβεῖ. Ἄλλοι χριστιανοὶ καυχόνταν ὅτι ἀνήκουν στὸν ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας τους Ἀπ. Παῦλο. Τέλος, μία μερίδα διακήρυσσε ὅτι σὲ κανένα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δὲν ἀνήκει ἀλλὰ ἀπευθείας στὸν Χριστό. Δὲν πρόκειται πάντως περὶ αἱρέσεων ἢ σχισμάτων ἀλλὰ περὶ ὁμάδων, οἱ ὁποῖες ἔδειχναν θαυμασμὸ καὶ ἐκτίμηση σὲ ἕναν ἀπόστολο, ποὺ τὸν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους- πράγμα σύνηθες γιὰ τοὺς Ἕλληνες, τότε ἀλλὰ καὶ σήμερα!

 

Ὁ Παῦλος ἀφιερώνει τὰ 4 πρῶτα κεφ. τῆς ἐπιστολῆς γιὰ νὰ καταπολεμήσει τὴ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου. Θεωρώντας σὰν πιὸ ἐπικίνδυνη τὴν ὁμάδα ποὺ διεκδικοῦσε ὡς ἀρχηγὸ της τὸν Ἀπολλὼ (πιθανῶς σ’ αὐτὴν ἀνῆκαν ὅσοι εἶχαν φιλοσοφικὴ παιδεία), στρέφεται συχνὰ ἐναντίον τῆς ἀνθρώπινης σοφίας καὶ καυχήσεως γιὰ νὰ ὑπογραμμίσει πὼς «ὅ,τι ὁ κόσμος αὐτὸς θεωρεῖ σοφία, εἶναι μωρία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 3,19) καὶ ὅτι ὁ σταυρωμένος Χριστός, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται «σκάνδαλο» γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἢ «μωρία» γιὰ τοὺς Ἕλληνες, εἶναι γιὰ τοὺς χριστιανοὺς «τοῦ Θεοῦ ἡ δύναμη καὶ τοῦ Θεοῦ ἡ σοφία» (1,24). Ἡ ὕπαρξη μερίδων στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, θέλει νὰ πεῖ ὁ Παῦλος, μαρτυρεῖ ὅτι οἱ Κορίνθιοι χριστιανοὶ δὲν κατέχουν «τὸ σοφὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ» (2,7), ἀλλ’ εἶναι ἀκόμη νήπιοι, σαρκικοὶ καὶ ἀτελεῖς καὶ δὲν ἔνιωσαν τὴν συγκλονιστικὴ σπουδαιότητα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιπλέον οἱ χριστιανοὶ αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἀγάπη, τὸν ὕμνο τῆς ὁποίας πλέκει ὁ Παῦλος στὴν ἴδια ἐπιστολὴ (κεφ. 13). Κατόπιν προσθέτει ὅτι οἱ ἀπόστολοι, ποὺ κήρυξαν ἢ ποὺ ἐργάστηκαν στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, εἶναι «διάκονοι» τοῦ Χριστοῦ, βοηθοὶ καὶ συνεργοὶ στὸ ἔργο του, «ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ καὶ διαχειριστὲς τῶν μυστικῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ» (4,1), εἶναι ἁπλὰ ὄργανα, καθόσον «οὔτε αὐτὸς ποὺ φυτεύει εἶναι κάτι, οὔτε αὐτὸς ποὺ ποτίζει, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ φέρνει τὴν αὔξηση, ὁ Θεὸς» (3,7). Ὁ ἀπόστολος μιλάει σὲ γλώσσα αὐστηρή. Ὡς ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου αἰσθάνεται τὴν ὑποχρέωση ἀλλὰ καὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἀποτρέψει κάθε ἀπόπειρα φθορᾶς καὶ διάσπασης τῆς ἑνότητας τοῦ «ναοῦ τοῦ Θεοῦ»· μιλάει ὅπως ὁ πατέρας στὰ παιδιά του. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει τὸν Παῦλο εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου καὶ γενικὰ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διάσπαση δηλώνει ἀπουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διάσπαση εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετη πρὸς τὴν ἔννοια καὶ τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Καί, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μία χαρακτηριστικὴ ἔκφραση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «Τὸ γὰρ τῆς ἐκκλησίας ὄνομα οὐ χωρισμοῦ, ἀλλὰ ἑνώσεώς ἐστι καὶ συμφωνίας ὄνομα» (Ἑρμην. εἰς Α΄ Κορ, PG 61,13).

Ἀπὸ τὴ Β’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ συνάγουμε ὅτι δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρξε συνέχιση αὐτῆς τῆς καταστάσεως στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου.

Παρόμοια προβλήματα συνάντησε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὴν πορεία τῆς ἱστορίας της καθόσον ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀδύναμους ἀνθρώπους. Εἶναι μὲν θεῖος θεσμὸς ἀλλὰ μὲ μέλη ἀνθρώπους. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι δυνατότερη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια εὕρισκε τρόπους νὰ δίνει λύσεις, εἴτε φωτίζοντας κάποιους ὑπεύθυνους ἡγέτες νὰ δίνουν ἀπαντήσεις, εἴτε ὁδηγώντας τους σὲ Συνόδους ὅπου συζητιοῦνταν τὰ ἀνακύπτοντα προβλήματα καὶ βρίσκονταν οἱ λύσεις. Μία πρώτη τέτοια Σύνοδος συγκλήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (κεφ.15), ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχεια ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας κάνει λόγο γιὰ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅπου ἀποφασιζόταν ἡ διατύπωση τῆς πίστεως (τὰ δόγματα) ἢ ἡ ἀντιμετώπιση πρακτικῶν θεμάτων.

Σὲ μᾶς σήμερα τί μήνυμα ἀπευθύνει ἡ ἀποστολικὴ περικοπή;

1. Ἡ ὕπαρξη προβλημάτων μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἀναπόφευκτη ἕνεκα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, δὲν ὁδηγεῖ ὅμως κατ΄ ἀνάγκην σὲ διάσπαση τῆς Ἐκκλησίας.

2. Τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν «Ναὸ τοῦ Θεοῦ» καὶ κάθε προσπάθεια διασπάσεως τῆς ἑνότητας αὐτοῦ τοῦ Ναοῦ μαρτυρεῖ ὅτι οἱ ὑπαίτιοι τῆς διασπάσεως δὲν εἶναι συνδεδεμένοι μὲ τὸν Ἀρχηγὸ καὶ θεμελιωτὴ τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦ Χριστό.

3. Ὁ πνευματικὸς ἡγέτης τῶν πιστῶν πρέπει νὰ ὁδηγεῖ τὴ σκέψη καὶ τὴ ζωή τους στὸν Χριστό, ἀποφεύγοντας τὸν πειρασμὸ νὰ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία τῆς προσκολλήσεώς τους στὸ πρόσωπό του.

4. Ὅ,τι καὶ ἂν συμβεῖ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ εἶναι βέβαιοι ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ ἀφήσει νὰ ἐξαλειφτοῦν οἱ σωστικὲς συνέπειες τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.