Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἦταν γενικὰ ἤρεμος ἄνθρωπος. Ζοῦσε σὰν ἀσκητής, νήστευε πολύ, μελετοῦσε βιβλία ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἀσκητικά, ποὺ ἔφερε ἀπὸ τὴν «πατρίδα», καὶ συμβούλευε τὰ ἐγγόνια του δίνοντάς τους ἐφόδια γιὰ τὴν ζωή. Ὅλη τὴν ἑβδομάδα βοσκοῦσε τὰ πρόβατα. Τὸ Σάββατο τὸ ἀπόγευμα ἐπέστρεφε στὸ σπίτι καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν Θ. Λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Στὴν Ἐκκλησία διακονοῦσε ἀνάβοντας τὰ καντήλια καὶ βοηθώντας τὸν ἱερέα.

  • !

    Ἔκανε ἀγαθοεργίες. Στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἔκρυψε ἕναν Ἄγγλο γιὰ νὰ τοῦ σώσει τὴν ζωή, τὸν περιποιήθηκε ὅταν ἀρρώστησε, καὶ τὸν φιλοξένησε ὅσο διάστημα χρειάστηκε. Ὅταν πέθανε ἕνας συγχωριανός του, ποὺ ἡ οἰκογένειά του ἦταν φτωχὴ καὶ δὲν εἶχε χρήματα γιὰ τὴν κηδεία, ὁ Νικόλαος πῆγε κρυφὰ στὸ σπίτι τους καὶ ἄφησε χρήματα. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ ποτὲ δὲν ἔμαθαν ποιὸς «καλὸς ἄγγελος» τοὺς ἔστειλε τὴν βοήθεια. Φιλοξενοῦσε συχνὰ στὸ σπίτι του ἀνθρώπους περαστικούς ποὺ νυχτώνονταν στὸ χωριό.

  • !

    Ἐπειδὴ πήγαινα συχνὰ στὸ χωριὸ Βατοπέδι Χαλκιδικῆς, πάντοτε τὸν ἔβλεπα σιωπηλό, ἤρεμο καὶ γαλήνιο. Πάντα πρῶτος στὴν Ἐκκλησία. Στεκόταν δίπλα στὸ ψαλτήρι καὶ ψιθύριζε παρακολουθώντας τὸν ἱεροψάλτη. Μόνον ἐκεῖ ἄκουγες τὴν φωνή του σὲ πολὺ χαμηλὸ τόνο. Μόλις καταλάβαινες ὅτι ἔψελνε. Ἔλεγε καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν», πάντοτε ἦταν δικό του».

  • !

    «Μυστήριο ὁ μπάρμπα-Νικόλας. Κάποια μέρα πῆγα στὸ σπίτι του, -ἕνα ἡμιυπόγειο, ἁπλό, ἀπέριττο, γιὰ πάτωμα εἶχε τσιμέντο, ἀσκητικότατο-, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσω καλύτερα. Στὸν πάνω ὄροφο ἔμενε ὁ γαμπρός του πού, ὅπως ἀργότερα ἔμαθα, τὸν κακομεταχειριζόταν. Ἦταν πολὺ νευρικὸς ἀλλὰ ὁ μπάρμπα-Νικόλας κουβέντα δὲν ἔλεγε γι’ αὐτόν. Νόμιζες πὼς δὲν εἶχε μιλιά».

  • !

    «Ὅμως ὁ μπάρμπα-Νικόλας ὄχι μόνον ἤξερε νὰ μιλᾶ μὰ καὶ διάβαζε Πατέρες. Ἐκεῖ εἶδα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δαμασκηνὸ καὶ ἄλλους Πατέρες, φιλοκαλικοὺς καὶ μή. Ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία τὰ μελετοῦσε ὁ μπάρμπα-Νικόλας καὶ φαίνεται πὼς προσπαθοῦσε νὰ βάλει σὲ ἐφαρμογὴ τὴν πατερικὴ διδασκαλία γι’ αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σιωπὴ ἦταν στολισμένος καὶ μὲ ἄλλες ἀρετές. Ποτὲ δὲν ἀσχολεῖτο μὲ τοὺς ἄλλους. Ἂν καὶ τὸν περιέπαιζαν οἱ συγχωριανοί του, αὐτὸς τοὺς ἀντιμετώπιζε μὲ τὴν σιωπή του καὶ μ’ ἕνα ἐλαφρὸ μειδίαμα. »Ἀπὸ ὅσα εἶδα πρέπει νὰ ἔκανε ἄσκηση μεγάλη καὶ νὰ ἀγαποῦσε τὴν προσευχή. Κανεὶς ὅμως δὲν γνώριζε τί προσευχὲς ἔκανε μόνος μόνῳ Θεῷ».

  • !

    Πολλὰ μυστικὰ πῆρε μαζί του, γιατί ἦταν πολὺ σιωπηλός. Ἀπὸ τοὺς χωρικούς ἔμαθα ὅτι ζοῦσε μὲ τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἔστελνε κάποιος Ἄγγλος πρώην ἀξιωματικός, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιατί στὴν Γερμανικὴ Κατοχὴ ὁ μπάρμπα-Νικόλας μὲ κίνδυνο ζωῆς τὸν ἔκρυψε στὸ σπίτι του καὶ τὸν γλύτωσε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.

  • !

    Στὶς 24 Νοεμβρίου 1969 μὲ εἰδοποίησαν ὅτι ὁ ἀγαθὸς καὶ ἥσυχος Νικόλαος ἔκλεισε τὰ μάτια του. Τὰ ἄφησα ὅλα καὶ πῆγα στὸ Βατοπέδι. Τὸν διαβάσαμε καὶ «τὸν φυτέψαμε» (θάψαμε), ὅπως λένε οἱ χωρικοί, γιὰ νὰ ἀνθίση στὴν αἰωνιότητα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο μέσα στὸ φέρετρο, νόμιζες πὼς κοιμόταν.

  • !

    «Πέρασαν τρία χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του καὶ τρεῖς εὐλαβεῖς γυναῖκες, πολὺ γνωστές μου, πῆγαν νὰ τὸν ξεθάψουν, νὰ κάνουν ἀνακομιδή. Ὅταν βρῆκαν τὸ λείψανό του τά ’χασαν. Ἦταν ἀκέραιο, ὁλοκίτρινο καὶ ἀνέδιδε ἁπαλὴ εὐωδία! Ἡ κ. Βαρβάρα, μία ἀπὸ τὶς τρεῖς, τὸ σήκωσε λίγο μὲ τὰ χέρια της καὶ εἶδε ὅτι ἦταν πολὺ ἐλαφρό. «Σὰν νὰ ἦταν μόνο κόκαλα μὲ τὸ δέρμα», ὅπως ἔλεγε. «Ἔκπληκτες μπροστὰ στὸ πρωτοφανὲς καὶ ἀπροσδόκητο γεγονός, μὴ γνωρίζοντας τι νὰ κάνουν, θεώρησαν καλὸ νὰ θάψουν πάλι τὸ τίμιο λείψανο τοῦ μακαρίου Νικολάου Σαββούδη». Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

Ἀσκητές μέσα στὸν κόσμο: Νικόλαος Σαββούδης

 

Γεννήθηκε τὸ 1899 στὸ Γυαλὶ Τσιφλίκι τῆς Μ. Ἀσίας. Μετὰ τὸν ξεριζωμὸ τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Μικρασία, ἦρθε ὡς πρόσφυγας στὸ χωριὸ Βατοπέδι Χαλκιδικῆς. Ὅταν ἦρθε σὲ ἡλικία γάμου νυμφεύθηκε καὶ ἀπὸ τὸν γάμο του ἀπέκτησε μία κόρη καὶ ἐγγόνια. Ἡ σύζυγός του εἶχε δύσκολο χαρακτήρα καθώς καὶ ὁ γαμπρός του. Τοὺς ἀντιμετώπιζε ὅμως μὲ ἠρεμία.

Ἦταν γενικὰ ἤρεμος ἄνθρωπος. Ζοῦσε σὰν ἀσκητής, νήστευε πολύ, μελετοῦσε βιβλία ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἀσκητικά, ποὺ ἔφερε ἀπὸ τὴν «πατρίδα», καὶ συμβούλευε τὰ ἐγγόνια του δίνοντάς τους ἐφόδια γιὰ τὴν ζωή. Ὅλη τὴν ἑβδομάδα βοσκοῦσε τὰ πρόβατα. Τὸ Σάββατο τὸ ἀπόγευμα ἐπέστρεφε στὸ σπίτι καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν Θ. Λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Στὴν Ἐκκλησία διακονοῦσε ἀνάβοντας τὰ καντήλια καὶ βοηθώντας τὸν ἱερέα.

Ἔκανε ἀγαθοεργίες. Στὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἔκρυψε ἕναν Ἄγγλο γιὰ νὰ τοῦ σώσει τὴν ζωή, τὸν περιποιήθηκε ὅταν ἀρρώστησε, καὶ τὸν φιλοξένησε ὅσο διάστημα χρειάστηκε. Ὅταν πέθανε ἕνας συγχωριανός του, ποὺ ἡ οἰκογένειά του ἦταν φτωχὴ καὶ δὲν εἶχε χρήματα γιὰ τὴν κηδεία, ὁ Νικόλαος πῆγε κρυφὰ στὸ σπίτι τους καὶ ἄφησε χρήματα. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ ποτὲ δὲν ἔμαθαν ποιὸς «καλὸς ἄγγελος» τοὺς ἔστειλε τὴν βοήθεια. Φιλοξενοῦσε συχνὰ στὸ σπίτι του ἀνθρώπους περαστικούς ποὺ νυχτώνονταν στὸ χωριό.

Τὸν Νικόλαο Σαββούδη εἶχε γνωρίσει καὶ ὁ γέροντας Γρηγόριος, Πνευματικός τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Μεταμορφώσεως, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει: «Βρισκόμουν στὸ χωριὸ Βατοπέδι Χαλκιδικῆς. Μόλις εἶχα φθάσει καὶ στὴν σκιὰ κάποιου πεύκου συζητοῦσα μὲ 5-6 χωρικούς. Σὲ λίγο ἔφθασε ἐκεῖ καὶ κάποιος μεσόκοπος, πενηντάρης περίπου, χαιρέτησε καὶ στάθηκε σιωπηλός παραπέρα. Ἕνας ἐκ τῶν χωρικῶν μοῦ εἶπε: Αὐτὸς πάει τὰ μεσάνυχτα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀνάβει τὰ κανδήλια γιὰ νὰ βλέπουν οἱ Ἅγιοι». Ἔτσι γνώρισα τὸν μπάρμπα-Νικόλα Σαββούδη. Ἐπειδὴ πήγαινα συχνὰ στὸ χωριὸ Βατοπέδι Χαλκιδικῆς, πάντοτε τὸν ἔβλεπα σιωπηλό, ἤρεμο καὶ γαλήνιο. Πάντα πρῶτος στὴν Ἐκκλησία. Στεκόταν δίπλα στὸ ψαλτήρι καὶ ψιθύριζε παρακολουθώντας τὸν ἱεροψάλτη. Μόνον ἐκεῖ ἄκουγες τὴν φωνή του σὲ πολὺ χαμηλὸ τόνο. Μόλις καταλάβαινες ὅτι ἔψελνε. Ἔλεγε καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν», πάντοτε ἦταν δικό του».

«Μυστήριο ὁ μπάρμπα-Νικόλας. Κάποια μέρα πῆγα στὸ σπίτι του, -ἕνα ἡμιυπόγειο, ἁπλό, ἀπέριττο, γιὰ πάτωμα εἶχε τσιμέντο, ἀσκητικότατο-, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσω καλύτερα. Στὸν πάνω ὄροφο ἔμενε ὁ γαμπρός του πού, ὅπως ἀργότερα ἔμαθα, τὸν κακομεταχειριζόταν. Ἦταν πολὺ νευρικὸς ἀλλὰ ὁ μπάρμπα-Νικόλας κουβέντα δὲν ἔλεγε γι’ αὐτόν. Νόμιζες πὼς δὲν εἶχε μιλιά».

«Ὅμως ὁ μπάρμπα-Νικόλας ὄχι μόνον ἤξερε νὰ μιλᾶ μὰ καὶ διάβαζε Πατέρες. Ἐκεῖ εἶδα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δαμασκηνὸ καὶ ἄλλους Πατέρες, φιλοκαλικοὺς καὶ μή. Ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία τὰ μελετοῦσε ὁ μπάρμπα-Νικόλας καὶ φαίνεται πὼς προσπαθοῦσε νὰ βάλει σὲ ἐφαρμογὴ τὴν πατερικὴ διδασκαλία γι’ αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν σιωπὴ ἦταν στολισμένος καὶ μὲ ἄλλες ἀρετές. Ποτὲ δὲν ἀσχολεῖτο μὲ τοὺς ἄλλους. Ἂν καὶ τὸν περιέπαιζαν οἱ συγχωριανοί του, αὐτὸς τοὺς ἀντιμετώπιζε μὲ τὴν σιωπή του καὶ μ’ ἕνα ἐλαφρὸ μειδίαμα. »Ἀπὸ ὅσα εἶδα πρέπει νὰ ἔκανε ἄσκηση μεγάλη καὶ νὰ ἀγαποῦσε τὴν προσευχή. Κανεὶς ὅμως δὲν γνώριζε τί προσευχὲς ἔκανε μόνος μόνῳ Θεῷ».

Πολλὰ μυστικὰ πῆρε μαζί του, γιατί ἦταν πολὺ σιωπηλός. Ἀπὸ τοὺς χωρικούς ἔμαθα ὅτι ζοῦσε μὲ τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἔστελνε κάποιος Ἄγγλος πρώην ἀξιωματικός, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιατί στὴν Γερμανικὴ Κατοχὴ ὁ μπάρμπα-Νικόλας μὲ κίνδυνο ζωῆς τὸν ἔκρυψε στὸ σπίτι του καὶ τὸν γλύτωσε ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.

Στὶς 24 Νοεμβρίου 1969 μὲ εἰδοποίησαν ὅτι ὁ ἀγαθὸς καὶ ἥσυχος Νικόλαος ἔκλεισε τὰ μάτια του. Τὰ ἄφησα ὅλα καὶ πῆγα στὸ Βατοπέδι. Τὸν διαβάσαμε καὶ «τὸν φυτέψαμε» (θάψαμε), ὅπως λένε οἱ χωρικοί, γιὰ νὰ ἀνθίση στὴν αἰωνιότητα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γαλήνιο μέσα στὸ φέρετρο, νόμιζες πὼς κοιμόταν. «Πέρασαν τρία χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του καὶ τρεῖς εὐλαβεῖς γυναῖκες, πολὺ γνωστές μου, πῆγαν νὰ τὸν ξεθάψουν, νὰ κάνουν ἀνακομιδή. Ὅταν βρῆκαν τὸ λείψανό του τά ’χασαν. Ἦταν ἀκέραιο, ὁλοκίτρινο καὶ ἀνέδιδε ἁπαλὴ εὐωδία! Ἡ κ. Βαρβάρα, μία ἀπὸ τὶς τρεῖς, τὸ σήκωσε λίγο μὲ τὰ χέρια της καὶ εἶδε ὅτι ἦταν πολὺ ἐλαφρό. «Σὰν νὰ ἦταν μόνο κόκαλα μὲ τὸ δέρμα», ὅπως ἔλεγε. «Ἔκπληκτες μπροστὰ στὸ πρωτοφανὲς καὶ ἀπροσδόκητο γεγονός, μὴ γνωρίζοντας τι νὰ κάνουν, θεώρησαν καλὸ νὰ θάψουν πάλι τὸ τίμιο λείψανο τοῦ μακαρίου Νικολάου Σαββούδη». Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.